Η μπασκετική ανάλυση, περιγραφή, ή όπως σκατά μου θέλετε πείτε το, ως ένα σύνολο λέξεων είναι και εκείνη μέρος του λόγου, με την ευρεία έννοια. Οσο και αν αποτελεί ένα είδος πολύ συγκεκριμένο, δεν παύει να είναι επενδεδυμένο με πολιτική και πολιτισμική σημειολογία, όπως σχεδόν τα πάντα. Βλέπετε και στο μπάσκετ οι λέξεις έχουν την σημασία τους, η οποία δεν είναι οριοθετημένη στο «είδος» του κειμένου, αλλά επεκτείνεται σε και αλληλεπιδρά με διάφορες κοινωνικές παραμέτρους ή εκφάνσεις της πολιτικής ιδιαιτερότητας ή συγκυρίας. Ακόμη πιο σημαντικό; Και στα γραφόμενα που αφορούν το μπάσκετ, ο λόγος προηγείται του συγγραφέα και δεν παράγεται από εκείνον. Δεν αποτελούμε οι μπασκετικοί κάποια εξαίρεση, ώστε να γεννάμε καινούριες έννοιες , αντίθετα είμαστε και εμείς δέσμιοι των κυρίαρχων νοημάτων του δημόσιου λόγου. Η γνώση αυτής της δεσμευτικής σχέσης, θα έπρεπε να κανονικά να μας κάνει προσεκτικούς, πολύ προσεκτικούς.
Θα ήθελα, αν έχετε όρεξη, να εξηγήσω το γιατί, έτσι όπως μου έρχεται στο μυαλό.
Η σημασία του λόγου στην δημόσια σφαίρα
Τα παραπάνω, όπως σίγουρα αντιλαμβάνεστε, δεν αποτελούν σκέψεις δικής μου παραγωγής ή ιδιοκτησίας και αξίζουν πιο διευρυμένης αναφοράς. Μερικοί από τους πιο σημαντικούς στοχαστές/πολιτικούς φιλοσόφους/διανοητές του σύγχρονου καιρού (από τον 20ο αιώνα και έπειτα) έχουν επιχειρήσει να κατανοήσουν σε βάθος την σχέση μεταξύ λόγου, υποκειμένου, αντικειμένου και εξουσίας, έτσι ώστε να δώσουν εξηγήσεις για την επικράτηση ορισμένων εννοιών ή σημείων έναντι άλλων. Η επικράτηση αυτή καθίσταται καθοριστική για την «πειθαρχία» των πολιτών σε γραπτούς ή άγραφους νόμους, σε έκτακτα διατάγματα, ή αν θέλετε να γίνουμε ακόμη πιο πρακτικοί, σε πολιτικές όπως ένα μνημόνιο ή η αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος. Σε ο,τι αφορά το πρώτο , το διακύβευμα είναι να πειστεί ο πολίτης για κάποιου είδους κίνδυνο που αφορά την ποιότητα ζωής και κατ’επέκταση την ίδια του την σωματική υγεία, κίνδυνος ο οποίος επιβάλει την κατ’εξαίρεση λήψη ορισμένων μέτρων. Σε ο,τι αφορά το δεύτερο, μία «απλή» απόδοση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών σε υποδοχέα και φιλοξενούμενο, αρκεί για να τους διαχωρίσει και να θέσει τον πρώτο σε θέση ισχύος έναντι του δευτέρου. Η στάση μας στο προσφυγικό είναι άμεση συνδεδεμένη με τις αντιλήψεις μας περί έθνους/θρησκείας και όσων εκείνων τέλος πάντων ονομάζονται «ανθρωπιστικές αξίες».
Αντίστοιχες συλλογιστικές ακολουθίες μας υποψιάζουν πως διάφορα κοινωνικά φαινόμενα βρίσκουν εν μέρει την εξήγηση τους (και πάντα σε σχέση με το χρονικό σημείο στο οποίο παρατηρούνται) στους ορισμούς που εγκαθιδρύονται στο πιο βασικό επίπεδο: τι σημαίνει για κάποιον η λέξη «μαύρος» ή «πρόσφυγας», τι σημαίνει «γυναίκα», τι «άντρας» . Αν άραγε υποθέταμε ότι οι συγκεκριμένες έννοιες είναι τόσο προϊόντα του λόγου υπό μία πιο ευρεία έννοια όσο και αποτελούν συνέπεια κάποιας ιστορικής ή στιγμιαίας επικράτησης, πόσο εκτεθειμένους μας αφήνει αυτή η υπόθεση απέναντι στο ίδιο το γραπτό μας;
Η αξία του θραύσματος
Θα έλεγα πολύ, αν και μία υπόθεση από μόνη της δεν στοιχειοθετεί κάποιου είδους προϋπόθεση. Η σκέψη της ιέρειας του queer κινήματος και καθηγήτριας ρητορικής στο Μπέρκλεϊ , Τζούντιθ Μπάτλερ, έρχεται κάπως να μας βοηθήσει. Η Μπάτλερ, αντιλαμβανόμενη τον λόγο πέρα από το γραπτό ή το προφορικό και περιλαμβάνοντας σε αυτόν και την καθημερινή σωματική πρακτική, προσπάθησε να εξηγήσει τόσο τις στρατηγικές του διαχωρισμού των δύο φύλων, όσο και την «υποταγή» των υποκειμένων σε αυτόν. Τα αποσπάσματα είναι από παράγραφο ενός κείμενου-μνημείου, που έχει φυσικά μεταφραστεί και στα ελληνικά και για καλή τύχη όλων μας κυκλοφορεί στο διαδίκτυο: Τις «Παραστασιακές επιτελέσεις και συγκρότηση του φύλου: δοκίμιο πανω στη φαινομενολογία και τη φεμινιστική θεωρία».
“Tο να είναι κάποια θηλυκού γένους δεν έχει κανένα νόημα, αλλά το να είναι γυναίκα σημαίνει ότι έχει γίνει γυναίκα, ότι το σώμα της έχει εξαναγκαστεί να προσαρμοστεί σε μια ιστορική ιδέα περί γυναίκας, να μετατραπεί σε πολιτισμικό σημείο- ότι δηλαδή έχει αναγκαστεί να υποτάξει την υλική της υπόσταση σε ιστορικά περιορισμένες δυνατότητες, επιτελώντας ένα διαρκές και επαναλαμβανόμενο σωματικό εγχείρημα.
[...] Οι δημιουργοί του φύλου μαγεύονται από τις ίδιες τους τις μυθοπλασίες, έτσι που το ίδιο το κατασκεύασμά τους τους κάνει να πιστεύουν στην αναγκαιότητα και τη φυσικότητά του.”
H σκέψη της Μπάτλερ , εκτός από την πλατιά αναγνωρισμένη ιδέα πως η έννοια του φύλου υπόκειται σε μια κάποιου είδους αυθαίρετη διαδικασία κατασκευής, εγγενώς καταδεικνύει ένα ακόμη θεμελιώδες ζήτημα: Πως στην διαδικασία συγκρότησης του φύλου, η αναπαραγωγή της καθημερινής πρακτικής είναι σαφώς καθοριστικότερη από την πηγή της όποιας αντίληψης περί διαχωρισμού. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία εάν μία ιδέα ξεκίνησε από κάπου, από έναν άνθρωπο, ή ένα χρονικό σημείο, όσο το ότι η νοηματοδότηση επιτελείται συνεχώς μέσω της επανάληψης του λόγου, είτε αυτός είναι γραπτός, είτε προφορικός, είτε βουβός και σωματικός.
Προσπαθώντας να φέρουμε κάπως την υψηλή αυτή διανόηση στα δικά μας καθημερινά μέτρα, ίσως μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το ίδιο μπορεί να ισχύει και για άλλες έννοιες, όπως «ο Ελληνας», ο «μαύρος», ο «πρόσφυγας» κ.ο.κ. Το ποιος είναι ο συγγραφέας και ποιες οι προθέσεις του, το αν μία από αυτές τις έννοιες εμφανίστηκε μόνο σε ένα κείμενο ή όχι, το αν μιλάμε για απλώς μια μικρή στιγμή στο χρόνο , είναι απλώς ασήμαντο, καθώς οι ιδέες διακινούνται και επαναλαμβάνονται ανεξάρτητα από τέτοιες παραμέτρους (αυτός είναι και ο μοναδικός λόγος που το σημερινό κείμενο δεν περιέχει το παραμικρό όνομα). Η δική μας ευθύνη έγκειται στο αν θα επιλέξουμε να αναπαράγουμε τον λόγο, του οποίου τυγχάνει να είμαστε φορείς. Και για αυτό ακριβώς θα κριθούμε, με την κριτική επάνω στον δημόσιο λόγο να καθίσταται απαραίτητη, ακόμη και στις θεωρητικά πιο ‘ασήμαντες’ εκφάνσεις του, όπως είναι 140 χαρακτήρες στο twitter ή ένα status update στο facebook. Το παραμικρό θραύσμα είναι σημαντικό. Τα στερεότυπα και οι διαχωρισμοί αναπαράγονται ανεξάρτητα από εμάς και συνεχώς, συνεπώς η όλη ιστορία δεν έχει να κάνει σε τίποτα με πολιτική ορθότητα , αλλά αντίθετα έχει ουσία.
Πώς θα μιλήσουμε για το μπάσκετ;
Σε αυτό το σημείο νομίζω καθίσταται φανερό πως δεν μπορεί κανείς να μείνει απαθής απέναντι στον τρόπο με τον οποίο περιγράφεται το άθλημα, τόσο από τους άμεσους εκπροσώπους του (παίκτες, προπονητές, παράγοντες), όσο και από όσους (ανα)μεταδίδουν και αναπαριστούν τα δρώμενα που σχετίζονται με αυτό. Τόσο οι δημοσιογράφοι, όσο και εμείς οι μπλόγκερς, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως η συζήτηση γύρω από το μπάσκετ δεν είναι ξεκομμένη από διάφορα άλλα πράγματα, και πως ακόμη και οι ελάχιστες τοποθετήσεις μας φέρουν ένα συμβολικό φορτίο που έχει (εν δυνάμει μόνο) ένα κάποιο βάρος. Με αυτά στο μυαλό, πρέπει όλοι να αποφασίσουμε πώς θα μιλήσουμε για το μπάσκετ και πώς θα μιλάμε από εδώ και πέρα. Θέλουμε να εξηγήσουμε την νίκη της εθνικής ομάδας με όρους εθνικούς ή με όρους του παιχνιδιού; Θέλουμε να αποδώσουμε τις επιτυχίες των ομάδων μας στην μεταφυσική (μαγκιά) και σε παράγοντες που άπτονται του φύλου (αντρίκεια νίκη) ή προτιμάμε να δώσουμε βάση στις τακτικές, στους παίκτες και σε όσα αμιγώς αθλητικά συνέβησαν στο παρκέ;
Τα ερωτήματα είναι σαφώς ρητορικά, αλλά δυστυχώς οι προφανείς απαντήσεις δεν είναι εξίσου προφανείς για όλους. Δεν σας κρύβω πως αφορμή για το σημερινό κείμενο στάθηκαν πρόσφατες δηλώσεις παίκτη, οι οποίες απέδωσαν την πράξη της συγγνώμης σε συγκεκριμένο φύλο, αυτό του ανδρός. Οι άντρες ξέρουν να ζητάνε συγγνώμη, οι γυναίκες όχι. Επίσης αφορμή στάθηκαν κάποια δημοσιογραφικά τσιτάτα , τα οποία συνέδεσαν τον ήσυχο χαρακτήρα ενός παίκτη στα αποδυτήρια με συμπεριφορά ενός κοριτσιού ή απέδωσαν στους μαύρους παίκτες πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά , περιορίζοντας τις δυνατότητες τους στην αθλητικότητα και την ταχύτητα. Μόλις πριν από έναν χρόνο, άλλος δημοσιογράφος είχε περιγράψει έναν παίκτη ως «μαύρο με μυαλό λευκού». Ακόμη πιο πριν, και σε βάθος χρόνου, συναντά κανείς δεξιά και αριστερά διάφορες τοποθετήσεις παικτών ή προπονητών, οι οποίες αποδίδουν αποτελέσματα της εθνικής ομάδας σε παράγοντες όπως η ελληνική ψυχή , το μυαλό, ή η καρδιά. Τα παραδειγματα είναι τόσο πολλά, που ώρες ώρες μοιάζουν με χιονοστιβάδα. Λίγοι αντιλαμβάνονται πως το κακό συμβαίνει όταν οι όροι (π.χ. «ελληνική ψυχή») αποκτούν νομιμοποίηση μέσω της συνεχούς επανάληψης.
Είναι άραγε όσοι αρθρώνουν τον συγκεκριμένο λόγο (παίκτες, μπλόγκερς, δημοσιογράφοι κλπ) ρατσιστές, σεξιστές, εθνικιστές ή ο,τι άλλο αγαπάτε; Μια γρήγορη καταφατική απάντηση μοιάζει με εύκολη προσφυγή σε κάλπες ενοχής. Δεν είναι εκεί το ζητούμενο και έχει ελάχιστη σημασία. Όπως πολύ σωστά είχε αναφέρει ο Λεό σε εξαιρετικό κείμενο του μέσα στο καταχείμωνο, και όπως τόση ώρα προσπαθώ μάταια να τεκμηριώσω, το ποιόν του συγγραφέα έχει ελάχιστη σημασία μπροστά στην διακίνηση ιδεών και σημείων. Το ίδιο και τα κίνητρα, τα οποία μπορεί να είναι απολύτως τίμια και (γιατί οχι;) αγαθά. O αφορισμός άλλωστε δεν ταιριάζει, γνωρίζω πως ο κάθε άνθρωπος τραβά τη δική του ανηφόρα...
Πρέπει να αποφασίσουμε πώς θέλουμε να μιλήσουμε για το μπάσκετ. Θα εισάγουμε στην συζήτηση το φύλο, το έθνος και το χρώμα του δέρματος ή θα ασχοληθούμε κυρίως με το πικ εν ρολ; Θα ήθελα να πάμε με την δεύτερη επιλογή, αλλά εάν οποιοσδήποτε θέλει να μιλήσει για το μπάσκετ με τις έννοιες της πρώτης, τότε η συζήτηση θα ανοίξει και πάλι. Και δεν μπορεί κανείς να υποδείξει πότε θα κλείσει.
Υ.Γ. Γράφοντας, ήρθε στο νου και το παρακατω.