Μπορεί κανείς να αναφέρει με έμφαση τον -επίσημο- αριθμό των πνιγμένων στα ελληνικά χωρικά ύδατα τα τελευταία χρόνια.
Μπορεί κανείς να δείξει -ξανά και ξανά- τα videos των παράνομων, δολοφονικών, επαναπροωθήσεων του ελληνικού λιμενικού, μαζί με συμμορίες κουκουλοφόρων, όπως αυτά έχουν καταγραφεί από τα μεγαλύτερα και εγκυρότερα δημοσιογραφικά δίκτυα παγκοσμίως, με πιο πρόσφατο αυτό των New York Times.
Αν απευθύνεται σε κοινό που δεν το ενδιαφέρουν και τόσο πολύ αυτά “τα ανθρωπιστικά”, μπορεί να κάνει κοινωνιολογική ανάλυση για την ανάγκη κάλυψης του χαμένου, επιστημονικά καταρτισμένου, με κόστος μάλιστα του δημόσιου εγχώριου εκπαιδευτικού συστήματος, εργατικού δυναμικού, που ξεπερνά τις 500 χιλιάδες κατά την τελευταία 12ετία.
Των “δικών μας ξένων”.
Ή των αντίστοιχων ελλείψεων σε εργατικό δυναμικό στον πρωτογενή τομέα παραγωγής από άκρη σε άκρη της χώρας.
Σε ακόμα πιο άνευρους, μπορεί να κάνει επίπεδη, οικονιμικίστικη ανάλυση της ανάγκης εισόδου εργαζομένων στο παρακμάζον ασφαλιστικό σύστημα της χώρας.
Ή, στην τελική, στους εντελώς αναίσθητους, μπορεί να κάνει ανάλυση της εντελώς αντιτουριστικής κατάστασης, να πουλάει μια χώρα πια αποκλειστικά τουρισμό, αλλά ταυτόχρονα το Κράτος της να επιλέγει να κολυμπάνε οι τουρίστες σε παραλίες που ξεβράζουν διαρκώς πτώματα νεκρών παιδιών.
Προσωπικά δεν θα το κάνω.
Γιατί καθένας και καθεμία που ζει σε αυτή τη χώρα, τα παραπάνω τα ξέρει.
Όχι “θα έπρεπε να τα ξέρει”.
Τα ξέρει.
Και κυρίως, επειδή είναι προβληματικό να φεύγουμε από το επίπεδο 1: άνθρωποι που πνίγονται, πεθαίνουν. με ευθύνη Κράτους/Κρατών.
Αντίθετα, εδώ είμαστε καθημερινά αντιμέτωποι με μια κατάσταση, που όχι μόνο η ανθρώπινη ζωή δεν είναι ό,τι το σημαντικότερο αυταξιακά. αλλά έχουμε καταλήξει να ζούμε ανάμεσα σε (κατ’εμφάνιση) ανθρώπους που πολύ συνειδητά, χρόνια τώρα, επιτρέπουν, αποδέχονται το ελληνικό Κράτος να δολοφονεί.
Ενώ ταυτόχρονα, κάνουν πως αγνοουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων και μεταναστατών, τις παράνομες επαναπροωθήσεις, τους καθημερινούς πνιγμούς αποκληρων και κατατρεγμένων.
Επιλέγουν να αφήνουν το Κράτος να πουλά καταδύσεις σε παραλίες με τεράστιες συλλογές ρούχων, παπουτσιών και πτωμάτων πνιγμένων ανθρώπων.
Ένα Κράτος που προσπαθεί καθημερινά να καλύψει με το πλούσιο “μπλε” που ευλογήθηκε να έχει, το κόκκινο που διαρκώς ξεβράζεται στις παραλίες της.
Μια σημαντική μερίδα ανθρώπων που επιλέγει μέρα με τη μέρα να μην συνειδητοποιεί πως μετετρέπεται στο σύγχρονο αντίστοιχο της γερμανικής κοινωνίας του δεύτερου μισού της δεκαετίας του ‘30.
Που ήξερε, αλλά έκανε πως δεν ήξερε.
Που ήξερε, αλλα επέλεγε στο όνομα ενός αρρωστημένου, δολοφονικού, αστοιχείωτου κρατικού “εθνικισμού”, που διαρκώς έπαιζε από το σύνολο των μέσων προπαγάνδας, να δικαιολογεί.
Να δικαιολογεί ακόμα και την με κρατική χορηγία μετατροπή του από κοινωνία ανθρώπων σε μια χούφτα σκουλικιών που θρέφεται με ανθρώπικες σάρκες.
Ανθρώπων που “χαθήκανε και το νερό τους έφερε ως εδώ.”