“Αύριο το πρωί θα παραμένω λευκός, σε μια πόλη που δεν είναι”.
Όταν με αυτή τη φράση ο Τομ Καρκέτι προέβλεπε δυσοίωνο το μέλλον του ως υποψήφιος δήμαρχος της Βαλτιμόρης στην τέταρτη σεζόν του Wire, επί της ουσίας περιέγραφε την μακρά ιστορία της πόλης. Βρισκόμενη στην ανατολική ακτή, η πόλη του Καρμέλο Άντονι και του Σαμ Κασέλ, επηρεάστηκε τόσο από την βορειοανατολική κουλτούρα των λευκών, όσο και από τα μεταναστευτικά κύματα μαύρων από το νότο. Η βαριά βιομηχανία της, που γνώρισε κατακόρυφη άνοδο τον 19ο αιώνα, απαίτησε ολοένα και περισσότερα εργατικά χέρια. Αν και η πολιτεία του Μέριλαντ παρέμενε μια από εκείνες όπου η δουλεία ήταν νόμιμη, οι περισσότεροι καλλιεργητές, είτε διαπνεόμενοι από προοδευτικές ιδέες, είτε λόγω πολιτικών πιέσεων, επέλεξαν να ελευθερώσουν τους σκλάβους τους κατά την περίοδο πριν τον εμφύλιο πόλεμο, με αποτέλεσμα το 1860 περίπου το 50% των αφροαμερικανών να είναι ελεύθεροι, ποσοστό μεγαλύτερο από οποιαδήποτε άλλη πολιτεία.
Μετά το τέλος του εμφυλίου, στον οποίο το Μέριλαντ τάχθηκε στο πλευρό των Βορείων, και με την κατάργηση των νόμων περί δουλείας, ολόκληρη η πολιτεία και ιδιαίτερα η Βαλτιμόρη, γνώρισε μεγάλη οικονομική ανάπτυξη. Στηριζόμενη στη βιομηχανία της, υποδέχθηκε μετανάστες όχι μόνο από το “βαθύ Νότο” αλλά κυρίως πια από την Ευρώπη. Μέσα σε αυτό το κλίμα, το βιοτικό επίπεδο των μαύρων πολιτών παρέμεινε υψηλό, σε σύγκριση τουλάχιστον με τις υπόλοιπες Ηνωμένες Πολιτείες. Η αφροαμερικανική κοινότητα της Βαλτιμόρης δημιούργησε δικές της εκκλησίες και σχολεία, ακόμα και έντυπο τύπο. Παρέμεινε πάντοτε όμως στην πρώτη γραμμή των κοινητοποιήσεων για τα δικαιώματα των μαύρων, καθώς πρωτοστάτησε στις εξεγέρσεις του 1968 με αφορμή τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ενώ και πιο πρόσφατα, το 2015, έγιναν μαζικές διαδηλώσεις μετά τη δολοφονία του Φρέντυ Γκρέι.
“Η Βαλτιμόρη είναι γνωστή για την ηρωίνη και το μπάσκετ”[1]
Ο Πολ Λόρενς Ντάνμπαρ υπήρξε σημαντικός λογοτέχνης και ποιητής του 19ου αιώνα, ένας από τους πρώτους αφροαμερικανούς που κέρδισε διεθνή φήμη. Συγγραφέας μεταξύ άλλων και του In Dahomey, του πρώτου θεατρικού έργου που ανέβηκε από εξ ολοκλήρου αφροαμερικανικό θίασο στο Broadway, φαίνεται παράδοξο που το πιο φημισμένο από τα σχολεία που φέρουν το όνομά του, δεν διακρίνεται για τις επιδόσεις των μαθητών του στο πάλκο, αλλά στο μπασκετικό παρκέ.
Το P.L.Dunbar High School[2] ιδρύθηκε στην ανατολική Βαλτιμόρη το 1918 και η συμβολή του υπήρξε καθοριστική στην δημιουργία και ανάπτυξη μιας τεράστιας μπασκετικής κουλτούρας στην πόλη.
Ήδη από τη δεκαετία του 1950 ο κόουτς Γουίλιαμ “Sugar” Κέιν, οδήγησε την ομάδα μπάσκετ του σχολείου, τους Poets, σε μεγάλες επιτυχίες, με αποκορύφωμα την κατάκτηση του πρωταθλήματος της πολιτείας το 1957. Το Dunbar είχε κατά κύριο λόγο μαύρους μαθητές, απόρροια του φαινομένου που ονομάστηκε “white flight”, δηλαδή της μαζικής μετακίνησης των λευκών της Βαλτιμόρης (και κάθε άλλης μεγάλης αμερικανικής πόλης) στα περίχωρα, όσο ο πληθυσμός των μαύρων στο κέντρο της πόλης αυξανόταν λόγω της εσωτερικής μεταναστευσης. Έτσι διαφοροποιήθηκε από άλλα σχολεία, όπως τα -επίσης επιτυχημένα μπασκετικά- Loyola και Calvert Hall, που βρίσκονταν στα “λευκά” προάστια.
Όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, τα παιδιά από τις υποβαθμισμένες και βουτηγμένες στο έγκλημα γειτονιές του κέντρου, βρήκαν διέξοδο στο μπάσκετ. Όταν ο κόουτς Κέιν εγκατέλειψε την ενεργό δράση, παρέδωσε τη σκυτάλη στον Μπομπ Γουέιντ. Εκείνος θα προπονούσε τους Poets για έντεκα χρόνια, θα έμενε όμως στην ιστορία για τη σεζόν 1982-83, “την καλύτερη ομάδα high school όλων των εποχών”. Σε εκείνη την ομάδα συνυπήρξαν τρεις μελλοντικοί σταρ του ΝΒΑ, ο Μάγκσι Μπογκς, ο Ρέτζι Ουίλιαμς και ο Ρέτζι Λιούις. Όπως λέει ο Σαμ Ντέιβις της Baltimore Sun “το ταλέντο της ομάδας ήταν τέτοιο, που χρειαζόνταν δύο μπάλες για να παίξουν όλοι”. Χαρακτηριστικά, ο Ρέτζι Λιούις, μετέπειτα All-Star του ΝΒΑ και θρύλος των Μπόστον Σέλτικς, δεν ξεκινούσε βασικός.
Ο Γουέιντ ωστόσο δεν αρκέστηκε σε αυτό, αλλά έφτιαξε μια καλά προπονημένη ομάδα, με έμφαση στην σκληρή άμυνα και το τρέξιμο στον αιφνιδιασμό. Βέβαια, το φτωχό Ντάνμπαρ δεν μπορούσε να παρέχει μεγάλες υποδομές και προπονητήρια. Αν όμως τα πλουσιότερα σχολεία της περιφέρειας είχαν τα χρήματα για εξειδικευμένα γυμναστήρια, το Ντάνμπαρ είχε την ίδια την πόλη. Ο Γουέιντ χρησιμοποίησε τούβλα από τις υπό κατασκευή πολυκατοικίες της περιοχής, αναγκάζοντας τους παίκτες του να τρέχουν ή να κάνουν άλματα κρατώντας τα. Σύμφωνα με τον Μπογκς, αυτό ενίσχυσε τη φυσική τους κατάσταση και τους διατήρησε ξεκούραστους στο τέλος των παιχνιδιών.[3]
Εκτός από τα αποτελέσματα, το Ντάνμπαρ εντυπωσίαζε και με το θεαματικό του μπάσκετ, παρακινώντας περίπου πέντε χιλιάδες φιλάθλους να γεμίσουν το κλειστό γυμναστήριό του κάθε αγωνιστική, πληρώνοντας μέχρι και εκατό δολλάρια για τα ακριβότερα εισιτήρια και αναγκάζοντας τελικά την USA Today να ανακηρύξει τους Poets “την καλύτερη ομάδα στη χώρα”. Σημαντικότερο ίσως όλων, είναι ο τρόπος που ο Γουέιντ αντιμετώπισε τους αθλητές του, φέρνοντάς τους κοντά στο μπάσκετ και όσο πιο μακριά γινόταν από τις επικίνδυνες γωνίες της Βαλτιμόρης. Απόφοιτος και ο ίδιος του Ντάνμπαρ, ήξερε τι σημαίνει να μεγαλώνεις σε μια πόλη με δείκτες εγκληματικότητας δεκαπλάσιους από τον αμερικανικό μέσο όρο. Ο Τιμ Ντόσον, σέντερ της ομάδας, αναφέρει πως ήταν “ένας από τους λίγους παίκτες που είχαν και τους δύο γονείς τους εν ζωή. Για όλα εκείνα τα παιδιά που ζούσαν χωρίς κάποιο γονιό, ο Γουέιντ υπήρξε μητέρα και πατέρας, αδερφός, και τελικά ο σωτήρας τους, που τους κράτησε στο σωστό δρόμο”.
“Μια αυθεντική πόλη του ΝΒΑ και ας μην έχει ομάδα”[4]
Όταν η συζήτηση για ένα νέο expansion του ΝΒΑ ανοίξει πάλι, ίσως δίπλα στο αγαπημένο Σιάτλ να μπορεί να μπει και το όνομα της Βαλτιμόρης. Η πολη, εξάλλου, είχε ομάδα στο ΝΒΑ: Tους Bullets, από το 1944 ως το 1954. Κατέκτησαν μάλιστα και το πρωτάθλημα, όντας η μόνη μη υπάρχουσα ομάδα που το έχει καταφέρει. Εκεί έπαιξαν θρύλοι του μπάσκετ, όπως ο Γουές Ανσέλντ και ο Έλβιν Χέις, πριν o οργανισμός μεταφερθεί το 1973 στην Ουάσινγκτον.
Η Βαλτιμόρη θα άξιζε μία νέα ομάδα, όχι μόνο για μια μεγάλη μπασκετική κληρονομιά ή για εκείνους τους Poets, αλλά γιατί παραμένει μια γοητευτική πόλη.[5]
Σημειώσεις:
[1]: Φράση του ηθοποιού Κρίστοφερ Κλάντον του Wire.
[2]: Άλλοι σημαντικοί απόφοιτοι του Ντάνμπαρ είναι ο Σαμ Κασέλ και ο Τούπακ.
[3]: Τα συγκεκριμένα τούβλα υπάρχουν μέχρι και σήμερα στο χώρο του γυμναστηρίου του Ντάνμπαρ.
[4]: Φράση του Ντέιβιντ Σάιμον. Το 1963 οι Chicago Zephyrs μετεγκαταστάθηκαν στη Βαλτιμόρη και μετονομάστηκαν σε Baltimore Bullets.
[5]: Το προσωνύμιο “charm city” αποδόθηκε στη Βαλτιμόρη το 1975 από μια ομάδα διαφημιστών που προσπαθούσαν να βελτιώσουν τη φήμη της πόλης.
Πηγές:
http://www.slamonline.com/college-hs/high-school/dunbar-high-brick-house/#0uvulg0lCm8Gbyrv.97
//medium.com/@uarkpress/the-greatest-high-school-basketball-team-ever-4445533123a7">https://medium.com/@uarkpress/the-greatest-high-school-basketball-team-ever-4445533123a7>
https://www.si.com/nba/2017/04/17/the-wire-oral-history-baltimore-basketball-nba