Πέμπτη, 19 ΜΑΙΟΥ 2022 09:35

F4 History: Οι αναπάντεχοι ήρωες των μεγάλων εκπλήξεων

Από :

H άνθηση του ελληνικού μπάσκετ συνέπεσε με την καθιέρωση των φάιναλ φορ στην διοργάνωση του κυπέλλου πρωταθλητριών Ευρώπης, το 1988. Στο πρώτο, αυτό της Γάνδης, συμμετείχε ο Άρης, του οποίου η παρουσία στην τετράδα πιθανώς να μην έκανε τόσο πάταγο, αν δεν υπήρχε η έννοια της τελικής συνάντησης σε ένα ουδέτερο μέρος. Σκεφτείτε το: Σε μία αχρωμάτιστη ζώνη, σε ένα ξέφωτο, συναντιούνται οι τέσσερις καλύτερες μονομάχοι του μπάσκετ της ηπείρου, κουβαλώντας μαζί τους βαριά την αγωνιστική κληρονομιά μιας ολόκληρης σεζόν, για να την αποθεώσουν ή να την απαξιώσουν μέσα σε ένα ή δυο βράδια.

Συχνά ολότελα διαφορετικές, οι μπασκετικές συνταγές δεν αναμετρώνται εμμονικά και μέχρις εσχάτων, όπως συμβαίνει σε μία σειρά πλέι οφ, αλλά συναντιούνται με φευγαλέα επιτάχυνση, που πίσω της δεν μπορεί παρά να αφήσει μεγάλους θριαμβευτές και ακόμη μεγαλύτερα συντρίμμια. Μήπως άλλωστε αυτό δεν συνέβη τόσες και τόσες φορές, όταν αδιαφιλονίκητα φαβορί καταποντίστηκαν, χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα για να αποφύγουν την ήττα από θεωρητικά υποδεέστερους διεκδικητές;

Το 1994, για παράδειγμα, το μέγεθος της τραγωδίας του Ολυμπιακού από τη Μπανταλόνα, ήταν σαφώς μεγαλύτερο από εκείνο της ευφορίας των θριαμβευτών. Το 1999, η μηχανή της Ζαλγκίρις πήρε παραμάζωμα ολόκληρο Ντανίλοβιτς, που γεύτηκε τον θρίαμβο του 1992 σχεδόν από την ανάποδη - το "σχεδόν", διότι δεν υπήρχε σασπένς πουθενά. Ενώ το 2012, ο Ολυμπιακός των μηδέν πικ εν ρολ κατοχών στα τελευταία 12 λεπτά, επέστρεψε από το -19 με το γνωστό, απίθανο hook, αφήνοντας τον μυθικό Κιριλένκο χωρίς τίτλο. Μπορεί εδώ στην Ελλάδα να τονίσαμε τον αναπάντεχο θρίαμβο όσο τίποτα, αλλά αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, το ναυάγιο της ΤΣΣΚΑ ήταν τουλάχιστον ισάξιο σε δραματουργική αξία με την επικράτηση των ερυθρόλευκων.

Σχεδόν κάθε τέτοια ιστορία διπλής όψης συνοδεύτηκε και από την ανάδειξη πρωταγωνιστών δεύτερου ρόλου, που περίπου κανείς δεν περίμενε ότι θα ηγούνταν της καταστροφής των φαβορί. Εξαίρεση αποτελεί η κατάκτηση της Παρτίζαν στην Κωνσταντινούπολη το 1992, η οποία ήρθε σχεδόν αποκλειστικά από τα χέρια των δύο καλύτερων παικτών της, Τζόρτζεβιτς και Ντανίλοβιτς. Στα άλλα δράματα όμως, ή αν θέλετε στις άλλες θριαμβευτικές κατακτήσεις των αουτσάιντερ, αναδείχτηκαν δίπλα στους σταρ διάφοροι αναπάντεχοι ήρωες της μίας βραδιάς - ή του ενός τριημέρου, όπως το πάρει κανείς.

1989 - Ντούσκο Ιβάνοβιτς

Γυρνώντας πίσω τον χρόνο, ο πρώτος τέτοιος που ξεχωρίζω είναι ο Ντούσκο Ιβάνοβιτς, δηλαδή ο μετέπειτα προιπονητής-ορόσημο της Μπασκόνια, με περάσματα από Παναθηναϊκό και Χίμκι. Ο Ιβάνοβιτς, στον πρώτο τίτλο της Γιουγκοπλάστικα το 1989, είχε περάσει τα 30, προσφέροντας στο υπερταλαντούχο σύνολο του Μάλκοβιτς την απαραίτητη εμπειρία του ψημένου σκόρερ. Τα φώτα έπεφταν τότε δίκαια επάνω στο δίδυμο Κούκοτς και Ράτζα, όμως το "μπαμ" του Μονάχου δεν θα είχε συμβεί ποτέ, αν ο Ιβάνοβιτς δεν είχε σκοράρει 20 πόντους απέναντι στη Μπαρτσελόνα στον ημιτελικό και άλλους 12 απέναντι στη Μακάμπι στον τελικό. Αν μάλιστα τύχει να συναντήσετε το βίντεο του αγώνα με τους Καταλανούς, θα διαπιστώσετε πως ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου υπεύθυνος για την αναχαίτιση τις αντεπίθεσης της Μπάρσα προς το τέλος του αγώνα, με έξι πόντους και μία ασίστ στο τελευταίο πεντάλεπτο. Η οποία ασίστ...

Kαμία ομάδα δεν υπέφερε από τη Γιουγκοπλάστικα περισσότερο από τη Μπαρτσελόνα. Γεμάτη μεγάλα αστέρια του ευρωπαϊκού μπάσκετ και με τον καταπληκτικό Aϊτο στον πάγκο, η κυρίαρχη ισπανική δύναμη της εποχής έβρισκε επί τρία συναπτά έτη γιουγκοσλάβικο τοίχο στα φάιναλ φορ. Τουλάχιστον, το 1990 και το 1991 δεν αποτέλεσαν και τόσο μεγάλη έκπληξη οι ήττες στους τελικούς, υπό την έννοια πως όλοι/ες είχαμε καταλάβει με τι είχαμε να κάνουμε, ακόμη και όσοι/ες ήμασταν κάτω από 10. Αλήθεια, αν παρακoλουθήσετε π.χ. το βίντεο της παραπομπής, μπορείτε να εξακριβώσετε σε ποια θέση αγωνιζόταν ο Ιβάνοβιτς τότε;

1993 - Τζιμ Μπιλμπά

Με τη Λιμόζ ήταν πιο ξεκάθαρα τα πράγματα, βέβαια. Λες και είχε έναν άλλο προπονητή στον πάγκο και όχι τον ίδιο ακριβώς με την Γιουγκοπλάστικα, η γαλλική ομάδα έπαιζε ένα μπάσκετ αυστηρά καθορισμένων ρόλων, προφανώς ακολουθώντας και τις δεξιότητες του ρόστερ της. Ο Ζντοβτς ήταν ο καθοδηγητής, ο τρομερός Μάικλ Γιανγκ ο σκόρερ, ο Ντακουρί η κυρίαρχη μορφή στη βρώμικη δουλειά και από εκεί και πέρα ... κάτι περίεργοι έκαναν τα υπόλοιπα, όπου "υπόλοιπα" σήμαινε ξύλο, ξύλο και πάλι ξύλο. Οι Λιμουζό του 1993 ήταν ένα σύνολο καθόλα αποκρουστικό, του οποίου η νοοτροπία επηρέασε το ευρωπαϊκό μπάσκετ για περίπου μία πενταετία και αναντίρρητα έπαιξε τον ρόλο της, προκειμένου το χρονόμετρο της επίθεσης να κατέβει στα 24'' το σωτήριον έτος του 2000. Πέρασαν επτά βασανιστικά χρόνια μέχρι τότε που, με εξαίρεση την Ρεάλ το 1995 και τη Ζαλγκίρις το 1999, παρήγαγαν σκορ-δυσφήμιση για το άθλημα και μάλιστα στις πιο επιφανείς στιγμές του, τα φάιναλ φορ της FIBA Europe.

Ουδόλως βέβαια απασχολούσαν αυτά τον X factor του φάιναλ φορ της Αθήνας, τον τρομερό μαχητή, φόργουορντ-σέντερ, Τζιμ Μπιλμπά, που ανέλαβε να χαλάσει το παιχνίδι στη ρακέτα, πρώτα της Ρεάλ και αργότερα της Μπενετόν. Για να είμαστε δίκαιοι, ο 25χρονος τότε Μπιλμπά ήταν ο τρίτος σκόρερ της Λιμόζ, όχι δηλαδή ο τελευταίος τροχός της άμαξας. Από την άλλη, δεν ήταν και ο πιο αξιόπιστος σουτέρ βολών, ούτε φυσικά ο go-to guy στις κρίσιμες επιθέσεις. Στον τελικό απέναντι στους Ιταλούς όμως, σκόραρε 15 πόντους σε ματς-έκτρωμα, που έληξε 59-55 και επιπλέον υπήρξε ο πρωταγωνιστής στην πιο αμφισβητούμενη στιγμή της αναμέτρησης, ένα φάουλ εκτός μπάλας του Τόνι Κούκοτς, που έστειλε τον δυναμικό Γάλλο στη γραμμή, στην τελευταία ισοπαλία του 55-55. Το φάουλ σαφώς έγινε και μετά ήρθαν οι μπουλντόζες, που εμφανίζονται παρακάτω, σε ένα vintage μοντάζ πριν τις βολές του Τζιμ. Όπως θα δείτε, το κακό βράδυ του Κούκοτς ολοκληρώθηκε αμέσως μετά, από τις δαγκάνες της απίθανης άμυνας των παικτών του Μάλκοβιτς.

Η Λιμόζ κάθε άλλο παρά ήταν η καλύτερη ομάδα της σεζόν. Εκείνη ήταν ο ΠΑΟΚ του Ίβκοβιτς με το καταπληκτικό μπάσκετ, που ηττήθηκε πανηγυρικά από το άγχος και το χέρι του Ραγκάτσι. Το μισοάδειο ΣΕΦ στον τελικό αντιπροσώπευε το δεύτερο επεισόδιο του ελληνικού μαρτυρίου, που ήθελε ομάδες ικανότατες για τον τίτλο να καταρρέουν την κρίσιμη στιγμή του φάιναλ φορ. Πρώτα ο Άρης το 1989, μετά οι απρόμαυροι το 1993 και τέλος, έναν χρόνο μετά, ο Ολυμπιακός, δια χειρός Φεράν Μαρτίνεθ.

1994 - Φεράν Μαρτίνεθ

Ο Φεράν αγωνίστηκε σε ένα φάιναλ φορ, στο οποίο συμμετείχαν δύο ιερά τέρατα του "stretch basketball" ή του "μπάσκετ δίχως θέσεις": Ο Ρόι Τάρπλεϊ και ο Σάσα Βολκόφ, των οποίων η προσωπική μονομαχία στον ημιτελικό ήταν σαν κάτι σαν Kong vs Godzilla. 21 πόντοι, 16 ριμπάουντ ο πρώτος, 32 και 8 ο δεύτερος. Στον τελικό όμως, ο Ισπανός ψηλός έβαλε την υπογραφή του περισσότερο από κάθε άλλον στο παρκέ, κυριαρχώντας πλήρως με 17 πόντους και 10 ριμπάουντ. Τα ποσοστά του ήταν βεβαίως για τα σίδερα, καθώς ο αγώνας εξελίχθηκε σε φεστιβάλ τούβλου, που θα ζήλευε και η Λιμόζ. Παρόλα αυτά, η συγκριτική του υπεροχή έναντι των σέντερ των ερυθρόλευκων ήταν το πιο ουσιώδες στοιχείο στην επικράτηση των Καταλανών.

Ναι, ο Ολυμπιακός ταλανιζόταν από εσωτερικά προβλήματα, ο Πάσπαλι είχε χάσει το χέρι του και ο Ιωαννίδης -κλασικά- το μυαλό του. Τι σημασία έχει; O Φεράν μπήκε στο γήπεδο έτοιμος να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία και το κατάφερε, ευστοχώντας κυρίως σε σουτ από απόσταση. Η ταπεινή καριέρα του δεν του επέτρεψε ίσως την αναγνώριση που του άξιζε στην διαδρομή του αθλήματος προς το μέλλον και την κυριαρχία των ψηλών με σουτ. Όμως ήταν από τους πρώτους που θυμάμαι να εκμεταλλεύονται τόσο αποτελεσματικά τους χώρους που παρήγαγαν τα drive, αναπτύσσοντας ένα πολύτιμο σουτάκι από τα 5-6 μέτρα, προάγγελο του corner three. Δεν θα σας τον ονομάσω πρωτοπόρο εννοείται. Απλώς έβαλε το λιθαράκι του, ως ένας από τους καλύτερους ψηλούς σκόρερ της εποχής στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Για την ιστορία, ο Μαρτίνεθ τελείωσε τη σεζόν 1993-94 με 42% στα τρίποντα στο ισπανικό πρωτάθλημα και 33% στο ευρωπαϊκό.

2002 - Λάζαρος Παπαδόπουλος

Σε αντίθεση με τον Φεράν, τη σεζόν 2001-02 ο Λάζαρος Παπαδόπουλος δεν σούταρε ούτε ένα τρίποντο στην Ευρωλίγκα. Για την ακρίβεια, καλά καλά δεν συμμετείχε στην επίθεση του Παναθηναϊκού τότε, έχοντας μόλις 6,6 πόντους ανά αγώνα σε 19 εμφανίσεις και πηγαίνοντας όλο και πίσω στο rotation. Πόση έκπληξη θα ένιωσαν άραγε οι αντίπαλοι προπονητές, όταν είδαν τον Ομπράντοβιτς να του δίνει ξανά και ξανά τη μπάλα στο χαμηλό ποστ, μετατρέποντας τον για δύο βράδια σε στυλοβάτη της επίθεσης; O Λάζος σκόραρε 9 πόντους στον ημιτελικό και 12 στον τελικό, η πλειοψηφία εκ των οποίων στο δεύτερο ημίχρονο και στην επαναφορά των πρασίνων από το -11 (αν θυμάμαι σωστά). 

Ο Παπαδόπουλος ήταν πραγματικά εξαιρετικός στην κρίσιμη στιγμή. Έπαιξε με κλασικές κινήσεις σέντερ και σκόραρε με χουκ, ενώ φυσικά χρωστάει κάποια καλάθια του στον Ντέγιαν Μποντιρόγκα, που με τη σειρά του βγήκε νικητής στην τιτανομαχία με τον Μανού Τζινόμπιλι. Πάμε να δούμε μερικά στιγμιότυπα από ένα από τα πιο απροσδόκητα δεύτερα ημίχρονα ατομικής απόδοσης που έχουμε ζήσει στα φάιναλ φορ.

Βλέποντας τα ονόματα που πάτησαν παρκέ τότε, ίσως η κατάκτηση του Παναθηναϊκού να μην ήταν και η μεγαλύτερη έκπληξη όλων των εποχών. Σίγουρα όμως το τριφύλλι δεν πήγε ως φαβορί και, το κυριότερο, αγωνίστηκε στην έδρα του αντιπάλου, έχοντας προηγουμένως προκριθεί στην τελική φάση χάρη σε ήττα του Ολυμπιακού. Οι επικές διαστάσεις που πήρε το τρίτο του τρόπαιο στον Τύπο πιθανώς να ήταν δυσανάλογες της υφής του συγκεκριμένου επιτεύγματος, παρόλα αυτά αυτό δεν μειώνει σε τίποτα, τόσο την προσωπική υπέρβαση του Λάζου, όσο και ένα από τα καλύτερα κοουτσαρίσματα που έχουμε δει σε τελικό από τον μάστερ Ζέλικο. Τους Μανού και Ντέγιαν τους έκρινε η ιστορία, θετικά υποθέτω.

2012 - Κώστας Παπανικολάου

Τα επόμενα χρόνια, οι εκπλήξεις μειώθηκαν. Από το 2002 και έπειτα, λίγες είναι οι φορές στις οποίες η πρωταθλήτρια ομάδα εμφανίστηκε στο φάιναλ φορ ως απόλυτο αουτσάιντερ. Η μεγαλύτερη ανατροπή έγινε το 2011 και δεν ήταν καν στην τελική φάση, αλλά σε σειρά. Το 3-1 του Παναθηναϊκού επί της πανίσχυρης Μπαρτσελόνα, με πολιορκητικό κριό την box and one με τον Καλάθη, επέτρεψε στο τριφύλλι να πάει ως φαβορί στη Βαρκελώνη και να κατακτήσει το τελευταίο του τρόπαιο με περίπατο.

Εξίσου εύκολη έδειχνε πως θα είναι η κατάκτηση της κορυφής για την ΤΣΣΚΑ, την αμέσως επόμενη χρονιά. Ο προπονητής στον πάγκο της (Καζλάουσκας) ήταν πολύ καλός (μην ακούω βλακείες) και μέσα στο παρκέ αγωνίζονταν ταυτόχρονα οι Σβεντ, Τεόντοσιτς, Σισκάουσκας, Κρίστιτς και Κιριλένκο. Γαλαξίας. Κι όμως, οι Ρώσοι χρειάστηκαν μία προκλητική διαιτησία για να κερδίσουν τον Παναθηναϊκό στον ημιτελικό, χάνοντας δύο μέρες μετά με τον γνωστό τρόπο. Κάτι σαν κακό κάρμα, για όσες/ους πιστεύουν αυτές τις αηδίες τελοσπάντων.

MVP του φάιναλ φορ της Πόλης αναδείχτηκε ο Βασίλης Σπανούλης, αλλά ίσως η συγκεκριμένη απονομή να ήταν κάπως άδικη, δεδομένου ότι οι ψηφοφορίες ολοκληρώνονται προτού λήξει ο τελικός. Ο V-Span ήταν πολύ καλός και επιπλέον μοίρασε την ασίστ για τον Πρίντεζη, δεν λέει κανείς τίποτα. Αν όμως ψάχνουμε για τον πιο συνεπή παίκτη των ερυθρόλευκων για εκείνες τις ημέρες, θα πρέπει να σταθούμε στον Κώστα Παπανικολάου, έναν από τους πιο αναπάντεχους πρωταγωνιστές των φάιναλ φορ.

Για την ακρίβεια, ο Παπ ίσως είναι ο πιο απρόσμενος ήρωας όλων. Αναλογιστείτε: Δεν είχε κλείσει καν τα 22. Το ποσοστό του στα τρίποντα για τη σεζόν ήταν 33%, ο μέσος όρος πόντων του ίσα που ξεπερνούσε τους έξι και, κακά τα ψέμματα, ο ρόλος του στη σεζόν αναδείχτηκε μέσα από την καταβαράθρωση του μπάτζετ και την αλλαγή πλεύσης στην οικονομική διαχείριση του συλλόγου το προηγούμενο καλοκαίρι. Πού οδήγησε αυτό; Σε 14 πόντους στον ημιτελικό και 18 στον τελικό, με όλα κι όλα δύο (two, zwei) χαμένα σουτ στην πρώτη εκ των δύο αναμετρήσεων. Όταν δε η μπάλα ζύγιζε τόνους και οι Τεοντόσιτς, Σισκάουσκας, Σβεντ έχαναν βολές και λέι απ, εκείνος στήθηκε στη γραμμή στην πιο οριακή στιγμή, ευστοχώντας σε δύο βολές που δεν μνημονεύονται όσο θα έπρεπε, για το 61-60. Στο σύστημα αξιολόγησης του τελικού ήρθε πρώτος, μακράν του δευτέρου.

Τα βλέπω και κάπως με πιάνει μία μίρλα ομολογουμένως, που η καριέρα του Παπ δεν εκτοξεύθηκε, παρόλα αυτά υπήρξε διαχρονικά ο συνεπέστερος όλων των δεύτερων ρόλων του Ολυμπιακού τελευταία δεκαετία. Τώρα ετοιμάζεται για δύο ακόμη παιχνίδια-φωτιά, ξεκινώντας από θέση προσωπικής ισχύος. Η Εφές δεν έχει τη δύναμη της στα φτερά, αλλά στον άξονα, κι έτσι ο έμπειρος φόργουορντ ίσως αισθανθεί κάπως πιο απελευθερωμένος από τα αμυντικά του καθήκοντα και μπορέσει να προσφέρει σκορ. Θα είχε την πλάκα του να αναδειχτεί δεύτερη φορά ήρωας από το πουθενά, αλλά ας μην προτρέχουμε, διότι τα τελευταία χρόνια τα αουτσάιντερ τα βρίσκουν σκούρα.

Υπάρχει βέβαια μία παλαιότερη περίσταση, που ανανεώνει την ελπίδα. Το 1999, η Ζαλγκίρις δεν πήγε στο φάιναλ φορ ως φαβορί, όμως πήγε ως η ομάδα που έπαιζε το καλύτερο μπάσκετ. Όσοι/ες τη θυμόμαστε καλά, γνωρίζουμε πως το τρόπαιο που κατέκτησε ήταν κατά κάποιο τρόπο μαθηματική βεβαιότητα, για αυτό ακριβώς και δεν συμπερίληφθηκε στην μίνι-αναδρομή που παρουσιάσαμε σήμερα. Η Ζαλγκίρις, ήταν τότε το πιο συμπαγές, το πιο ορμητικό, το πιο δουλεμένο σύνολο. Όπως ακριβώς δηλαδή συμβαίνει φέτος με τον Ολυμπιακό, που πηγαίνει στο ξέφωτο των καλύτερων για να υπερασπιστεί την πιο ελκυστική μπασκετική συνταγή της φετινής σεζόν. Το φάιναλ φορ ξεκινά!

YΓ. Η Μακάμπι το 2015 αποτέλεσε σαφώς έκπληξη. Στηρίχθηκε όμως στα αστέρια της, όπως η Παρτίζαν το 1992.

ΥΓ 2. Δεν έβαλα βίντεο του Φεράν. Σόρι, έχω κι εγώ τα όρια μου.

 

 

 

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Τεχνολογίες εντοπισμού του Covid-19 και ερωτήματα

 

 PODCASTS

Basketballguru.gr 2018 All righs reserved.      Designed and Developed by Web Rely