Δεν είχα ποτέ την απαίτηση από κάθε είδους οπτική παραγωγή να γεμίζει το μυαλό και να με σέρνει ντε και καλά στον προβληματισμό. Τις ταινίες του Ρόι Άντερσον τις έχω δει μία φορά την καθεμιά, ενώ το οποιοδήποτε επεισόδιο της Star Wars saga τουλάχιστον τρεις. Έτσι πάνε αυτά. Τα υπερφίαλα δημιουργήματα, όταν είναι καλογυρισμένα, προσφέρουν την ηλίθια αυτή ξεκούραση, που είναι απαραίτητη σε καιρούς μελαγχολίας.
Υπό αυτή την έννοια, το Last Dance τα κατάφερε περίφημα, ακολουθώντας την ασφαλέστερη δυνατή συνταγή: Ο,τι και να συνέβαινε γύρω τον από ήρωα του, εκείνο έμενε διαρκώς πιστό σε εκείνον, ακόμη και αν έπρεπε στην πορεία να θυσιάσει ένα σωρό αληθινά ενδιαφέρουσες ιστορίες. Τα λόγια του Τόνι Κούκοτς για τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας για παράδειγμα, πετάχτηκαν αστραπιαία στα άπλυτα, χάρην της οπτικής των Τζόρνταν και Πίπεν σχετικά με τον ανταγωνισμό. Τη στιγμή που ο Κροάτης δήλωνε πως στους Ολυμπιακούς του '92 είχε το μυαλό του κυρίως σε ό,τι συνέβαινε στην πατρίδα του, οι άλλοι επικεντρώνονταν στο πείσμα που τους προκαλούσε η επιλογή του στο ντραφτ από τον Τζέρι Κράουζ, χωρίς να δίνουν την παραμικρή σημασία στα όσα διαδραματίζονταν γύρω τους. Ο σκηνοθέτης προσπέρασε την αντίθεση με χαρακτηριστική απάθεια.
Ομοίως, ήταν πράγματι αξιοθαύμαστος ο τρόπος, με τον οποίο η (συγκλονιστική) ιστορία της δολοφονίας του πατέρα του Στιβ Κερ στη Βυρηττό, χώρεσε σε οκτώ μόλις λεπτά και κατόπιν διαλύθηκε στον κουβά του αμερικανικού πατριωτισμού. Την ολοκλήρωση της ακολούθησε πλάνο με τους παίκτες των Μπουλς να στέκονται όρθιοι, ακούγοντας τον εθνικό ύμνο, λίγο πριν τους τελικούς του 1997 και κάπως έτσι η περσόνα ενός εκ των κορυφαίων προπονητών του καιρού μας καθηλώθηκε στα στενά όρια της διάδρασης του με τον πιεστικό Τζόρνταν.
Αντιδράσεις και ίντριγκες
Μέσες άκρες αυτό ήταν το μοτίβο και των δέκα επεισοδίων, τα οποία καθάριζαν γρήγορα γρήγορα με τα διάφορα παρελκόμενα, απλώς για να επιστρέφει η διήγηση στον πρωταγωνιστή, που με τη σειρά του μιλούσε ασταμάτητα για τον εαυτό του, φανερά ελέγχοντας το περιεχόμενο από την αρχή μέχρι το τέλος. H συγκεκριμένη προσέγγιση, όπως ήταν μάλλον αναμενόμενο, έφερε στο προσκήνιο αντιδράσεις από τους ίδιους τους συμμετέχοντες, διαμορφώνοντας ένα post-Last Dance σκηνικό, στο οποίο αντί να κυριαρχεί το μπάσκετ, περισσεύει το αχρείαστο δράμα και η ίντριγκα .
Πρώτος έσυρε το χορό ο Κούκοτς, ο οποίος μετά τα δύο πρώτα επεισόδια αναρωτήθηκε γιατί δεν προβάλονταν τα θετικά στοιχεία μίας ιστορικής ομάδας και εξέφρασε την προσδοκία, πως τα υπόλοιπα οκτώ μέρη θα ξεφύγουν από τον αρνητισμό των προσωπικών αντιπαραθέσεων και θα γιορτάσουν τελικά το άθλημα. Δεν συνέβη ποτέ, με την εξαίρεση των καταθέσεων των Ρέτζι Μίλερ και Γκάρι Πέιτον στα επεισόδια 8 και 9, δύο παικτών των οποίων οι μαρτυρίες συνδυάστηκαν εξαιρετικά με το αρχειακό υλικό. Αντίθετα, οι περιγραφές του Τζον Στόκτον "φώναζαν" από παντού πως ο εμβληματικός πόιντ γκαρντ της Γιούτα είχε προσέλθει στο στούντιο με γερανό, μάλλον υποψιασμένος πως δεν γυριζόταν τόσο ένα αθλητικό στόρι, όσο μία εγωκεντρική ραψωδία.
Αργότερα, ακολούθησε ο Χόρας Γκαρντ, τον οποίο ο Τζόρνταν σέρβιρε ως το βασικό "καρφί" του Σαμ Σμιθ, στην διαδικασία συγγραφής του βιβλίου του, "The Jordan Rules". Ο Γκραντ πράγματι παραδέχτηκε την φιλία του με τον δημοσιογράφο, όμως απέκρουσε τις κατηγορίες on and off camera, επιστρέφοντας μάλιστα τα βέλη στον προορισμό τους, με αφορμή τις αποκαλύψεις του Air για πάρτι ναρκωτικών στις ιδιωτικές συγκεντρώσεις των παικτών των Μπουλς.
Τέλος, ρεπορτάζ της παραγωγού πλατφόρμας, του ESPN, κατέγραψε τη δυσαρέσκεια του Πίπεν απέναντι στο τελικό προϊόν. Κατά τη γνώμη του 'Ινδιάνου', το The Last Dance έδωσε πολύ περισσότερη έμφαση στα λίγα μελανά σημεία της καριέρας του, υποβαθμίζοντας το εύρος της πολύπλευρης προσφοράς του.
Έχει δίκιο. Ενώ η απόφαση του Τζόρνταν να αφήσει τους Μπουλς για δύο ολόκληρα χρόνια τεκμηριώθηκε επαρκώς από την δική του οπτική, εκείνη του Πίπεν να αρνηθεί να υποβληθεί έγκαιρα σε εγχείριση στη μέση, πριν την έναρξη της περιόδου '97-98, τεκμηριώθηκε ... από τους άλλους. Ομοίως, η επιλογή του να απουσιάσει από τα τελευταία 1,8'' του τρίτου ημιτελικού της Ανατολής απέναντι στους Νικς το 1994, εξαιτίας της εντολής του Τζάκσον να πάρει το κρίσιμο σουτ ο Κούκοτς, (υπερ)τονίστηκε δυσανάλογα με την ηγετική του απόδοση, καθόλη τη διάρκεια εκείνης της σεζόν.
Τα πράγματα φάνηκε να βάζει προσωρινά στη θέση τους ο πιο πολύχρωμος χαρακτήρας της σειράς, ο Ντένις Ρόντμαν: "Ο Σκότι ήταν τόσο υποτιμημένος. [...] Αυτό το παιδί ήταν ένας ήρωας με ένα σωρό τρόπους, σε όλα τα σερί των Μπουλς προς τον τίτλο. [...] Θα πρέπει να κρατάει το κεφάλι του ψηλότερα από τον Τζόρνταν σε αυτό το ντοκιμαντέρ". Λίγο αργότερα όμως, σε μία συνεπέσταστη αντίφαση, ο τρελο-Ντένις υποστήριξε άλλα, δηλώνοντας πως οι Πίπεν και Γκραντ δεν "κατέχουν την κατάλληλη νοοτροπία, για να αντέξουν την κριτική, είτε από τον Τζόρνταν, είτε από την ταινία". Μία ωραία ατμόσφαιρα ...
Το όλο πατιρντί δεν θα μπορούσε φυσικά να περάσει απαρατήρητο από τα διεθνή media, τα οποία τις τελευταίες μέρες κάνουν το παν για να επιμηκύνουν τα ξεκατινιάσματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα και πάλι το αδηφάγο ESPN, που αφού δεν κατάφερε να πείσει τον Καρλ Μαλόουν να συμμετάσχει στο ντοκιμαντέρ, ξέθαψε παλιότερες απαξιωτικές δηλώσεις του για τους Μπουλς και τις πρόβαλε μέσω των κοινωνικών δικτύων. Ανάλογες εξορύξεις συνέβησαν σε ακτίνα 360 μοιρών γύρω από τα λεγομένα του πρωταγωνιστή, ανοίγοντας διάπλατα και τις πιο ασήμαντες στοές. Aπό τη διάλυση της φιλίας Τζόρνταν-Μπάρκλεϊ, μέχρι την απόλυση του δύστυχου Έντριαν Μπραντς από τους Μπόμπκατς και κάτι ξεκούδουνες δηλώσεις του Γκραντ εναντίον του Πίπεν στο περιοδικό Inside Sports το 1993, το ξαράχνιασμα συνεχίζει να πηγαίνει σύννεφο. Απώτερος στόχος; Ποιος άλλος από την προσέλευση επιπλέον θεατών/καταναλωτών/καταναλωτριών, συμμέτοχων στο αέναο άρμεγμα της κατσίκας του αθλήματος. Μεεεεεεεεε......
Κεν Μπερνς vs the world
Αν και φανερά κανένας δεν ήθελε να το αποφύγει, το απολαυστικό αυτό μακελειό θα μπορούσε να είχε αποτραπεί, εφόσον η σειρά υιοθετούσε οποιαδήποτε άλλη οπτική, εκτός από εκείνη του Τζόρνταν. Σε μία από τις πιο ουσιαστικές κριτικές που εκφράστηκαν σχετικά, ένας από τους επιδραστικότερους ντοκιμαντερίστες των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Κεν Μπερνς, εκτόξευσε βιτριόλι στη σύμπραξη καναλιού και (πρώην) αθλητή. "Αν επηρεάζεις την ίδια την διαδικασία της δημιουργίας [του ντοκιμαντέρ], τότε αυτό σημαίνει πως κάποια πράγματα που δεν θέλεις απαραίτητα να προβληθούν, δεν θα προβληθούν. Τέλος. Δεν θα επέτρεπα ποτέ, μα ποτέ, μα ποτέ στον εαυτό μου να μπει σε μία τέτοια συνεργασία".
O Mπερνς έχει πίσω του μακρά ιστορία βραβεύσεων στο ντοκιμαντέρ, καταγράφοντας στο βιογραφικό του σημαντικές δημιουργίες, όπως το Civil War (1990) και το Baseball (1994). Το στυλ του κάθε άλλο παρά μπορεί να χαρακτηριστεί αντιεμπορικό, αντιθέτως ισορροπεί μέσες άκρες επάνω στις ίδιες αρχές, που διέπουν πολλά από τα ντοκιμαντέρ του netflix (με εξαίρεση ίσως τη χρήση του voicover και του ιλιγγιώδους μοντάζ): Μουσική επένδυση που εγείρει τα συναισθήματα, έμφαση στα πρόσωπα, χρήση αρχειακού υλικού για φλασμπακ στη διήγηση - ο,τι έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε. Δεν πρόκειται συνεπώς για κάποιου είδους αφ'υψηλού τοποθέτηση, αλλά για μία παρατήρηση επί της αρχής, που αφορά την απώλεια του έλεγχου του/της δημιουργού επάνω στην παραγωγή. Έργο χωρίς υποκειμενική ματιά δεν υπάρχει, όμως η απόλυτη διαχείριση της από το ίδιο το αντικείμενο της μελέτης, είναι κάτι που ελάχιστοι θα προσυπέγραφαν. Με τα λόγια του Μπερνς, "αυτός δεν είναι τρόπος να κάνεις δημοσιογραφία και σίγουρα δεν είναι τρόπος να κάνεις καλή ιστορία".
Who cares, θα μου πείτε ... Τo ESPN πιθανότατα ήθελε εκ της σύλληψης να βγάλει κάτι γύρω από τον Τζόρνταν, όπως το βλέπει ο Τζόρνταν, διότι πολύ απλά αυτό κάνει τη γη να γυρίζει. Ετσι κι αλλιώς, η επένδυση των γεγονότων με την άποψη του καλύτερου παίκτη όλων των εποχών, δεν σημαίνει πως τα γεγονότα δεν θα μπορούσαν να παρουσιαστούν. Μια χαρά παρουσιάστηκαν. Και τα μονάκια στα studio της Warner Brothers είδαμε, και τα beef (μπιφ) με τον Αϊζέια Τόμας είδαμε και την Ντριμ Τιμ είδαμε και τις τρομερές ατασθαλίες του Ρόντμαν είδαμε, και ..., και..., και ... Τα πάντα είδαμε, ακόμη και επεισόδια που μέχρι σήμερα είχαν παραμείνει άγνωστα. Όπως άλλωστε έγραψε ο Τζίμι Τράινα στο Sports Illustrated, σε ευθεία αντι-κριτική των θέσεων του Μπερνς ...
"γιατί θα έπρεπε ένα ντοκιμαντέρ γύρω από τα σπορ να συνιστά καλή δημοσιογραφία; Γιατί θα έπρεπε να είναι "καλή" ιστορία; Δεν θα μπορούσε απλώς να είναι μία διασκεδαστική ματιά σε μία αξέχαστη εποχή; [...] Kαι μάντεψε τι, Κεν ...Αυτή δεν είναι μία σειρά για κάτι σημαντικό ή σοβαρό. Είναι μία σειρά για έναν μπασκετμπολίστα και την ομάδα του. Είναι σπορ, είναι διασκέδαση. Τίποτε παραπάνω. Τίποτε λιγότερο. Eίναι επιπόλαιο, δεν είναι κάτι σημαντικό για να τοποθετηθείς".
Αλήθεια;
Αλήθεια. Τα είπαμε και στην αρχή, μην είστε γρουσούζηδες. Ποιος νοιάζεται πλέον...
Μισό λεπτό όμως. Από πότε η διασκέδαση δεν είναι τίποτε παραπάνω από διασκέδαση; Από πότε δεν είναι τίποτε λιγότερο; Παράγεται ή δεν παράγεται πολιτική στην προσπάθεια απέκδυσης οποιουδήποτε ιδεολογικού μανδύα από πλευράς του θεάματος; Και τι σημαίνει άραγε "αγνό" θέαμα;
Για να αποφύγω τις αφηρημένες απαντήσεις, ας δούμε κάπως αναλυτικά την ακολουθία των στιγμιοτύπων από την ιστορία του Μάλκολμ Κερ, που αναφέρθηκε στην εισαγωγή.
- Ξεκινώντας να θυμάται τον πέμπτο τίτλο των Μπουλς, ο Τζόρνταν λέει στην κάμερα πως υπήρξαν κάποιοι συμπαίκτες του, που βοήθησαν πολύ στην κατάκτηση του, το 1997. Βλέπουμε τον Κερ να προπονείται και κατόπι μας μιλάει για το πώς επιλέχτηκε στο ντραφτ και το πώς ανέβηκε αργά στην ιεραρχία των Μπουλς, όταν σταμάτησε ο Τζον Πάξον.
- Ο Κερ περιγράφει πώς πάλεψε για την εμπιστοσύνη του Τζόρνταν και ένας δημοσιογράφος τον ρωτάει αν μίλησαν ποτέ για το κοινό βίωμα τους, από τις δολοφονίες των πατεράδων τους. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί σπάνιο αρχειακό υλικό και περιγράφει την προσωπικότητα του Μάλκολμ. Ύστερα εξιστορεί το πώς πήρε την θέση του κοσμήτορα σε αμερικάνικο πανεπιστήμιο στη Βυρηττό.
- Αμέσως μετά, εμφανίζεται η Αν Κερ, προοικονομώντας τα γεγονότα, σε συνδυασμό με αποσπάσματα τηλεοπτικών ειδήσεων της εποχής, που αναφέρουν την αποχώρηση των ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ από τον Λίβανο .
- Η μητέρα Κερ τονίζει το πόσο οι αμερικάνικες αξίες που εκπροσωπούσε ο σύζυγος της, διέφεραν από εκείνες των αντιμαχόμενων μερών του πολέμου. Η γυναίκα περιγράφει τη δολοφονία, τα λόγια της συμπληρώνονται από άλλο ένα ρεπορτάζ της εποχής.
- Ο Στιβ Κερ εμφανίζεται βουρκωμένος, ολοκληρώνει τη μαρτυρία του και προσδίδει στο τραγικό γεγονός χαρακτήρα του καταλύτη για την ενασχόληση του με το μπάσκετ. Καταλήγει λέγοντας πως σκεφτόταν τον πατέρα του στον εθνικό ύμνο και η εικόνα μας μεταφέρει στο 1997, όπου οι παίκτες των Μπουλς παρατάσσονται για την καθιερωμένη ανάκρουση, που συμβαίνει στα αμερικάνικα γήπεδα.
- Ακούμε τον εθνικό ύμνο, η διήγηση επιστρέφει στον Τζόρνταν και στην ανάρρωση του από το περίφημο "flu game".
Διάρκεια περίπου 8 λεπτά, στα οποία η άποψη περί "απλής διασκέδασης" καταρρέει μονομιάς και ο Κεν Μπερνς θριαμβεύει, αποχωρώντας με το φανταχτερό αμπαλάζ ενός 25ετούς πολέμου στα χέρια.
Μία αναπόφευκτη επιλογή
"Τι θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά"; θα αναρωτηθεί κάποια. Θα έπρεπε άραγε την θέαση της ιστορίας μίας μπασκετικής δυναστείας, να συνοδεύει διαρκώς ένα διεισδυτικό πολιτικό σχόλιο; Κανονικά, ναι. Ακόμη όμως και αν δεν ήταν δυνατόν να συμβεί - πρόκειται άλλωστε για ντοκιμαντέρ του ESPN - , υπήρχε μία ακόμη, καταπληκτική εναλλακτική, χάρην της οποίας κρατήθηκα μάταια στη θέαση του σαγηνευτικού θεάματος μέχρι το τέλος.
Πριν ξεκινήσει το The Last Dance, στη διαφημιστική καμπάνια το κανάλι είχε δώσει έμφαση στην ύπαρξη μοναδικού αρχειακού υλικού, προερχόμενου από την διαρκή παρουσία ενός τηλεοπτικού συνεργείου στις προπονήσεις και τους αγώνες των Μπουλς, κατά τη διάρκεια της σεζόν 1997-98. Ο τίτλος του ντοκιμαντέρ, σε συνδυασμό με αυτή την αποκάλυψη, είχαν δημιουργήσει μερικές διαφορετικές προσδοκίες, τις οποίες η σειρά δεν δικαίωσε ποτέ.
Πολύ απλά, περίμενα ότι θα συνοδεύαμε τους Μπουλς βήμα με βήμα. Ανέμενα με αγωνία να μπω στις προπονήσεις και στα αποδυτήρια, να τους δω να μοιράζουν ρόλους, να συννενοούνται, να προβληματίζονται, να βρίσκουν λύσεις. Περίμενα να νιώσω τις ανάσες, να βραχώ από τους ιδρώτες, να ερωτευτώ ξανά το μπάσκετ, τόσο με τον τρόπο που το θυμόμουν από τα '90ς, όσο και με έναν ακόμη, ολότελα καινούργιο. Γαμώτο, μας είχαν υποσχεθεί ότι θα ζούσαμε την καθημερινότητα της καλύτερης ομάδας όλων των εποχών σε απόσταση σώματος. Ναι, αυτό θα ήταν πράγματι αγνή διασκέδαση.
Τελικά επιλέχτηκε ένα άλλος δρόμος, εκείνος της αναδρομής και των παράλληλων ιστοριών, σχεδόν όλων ειδομένων (sic) μέσα από τα χλωμά μάτια του ενός. Δεν ευθύνεται όμως ο Τζόρνταν για αυτό, κι ας ακούει ό,τι ακούει από τους επικριτές του όλες αυτές τις μέρες, διότι πολύ απλά το The Last Dance, εκτός από ένα ντοκιμαντέρ για μία "αξέχαστη εποχή", δεν παύει να αποτελεί ένα δημιούργημα του σήμερα. Όσα λέει για το παρελθόν, άλλα τόσα αποκαλύπτει σε ένα δεύτερο επίπεδο για το παρόν, με τον ίδιο τρόπο που οποιοδήποτε έργο συνιστά μία αποκάλυψη για την περιπλοκή των καιρών του. Ελάχιστα θα ήταν αποδεκτή η ίδια φόρμα είκοσι ή τριάντα χρόνια πριν, για αυτό και το ακατέργαστο υλικό παρέμεινε ως είχε.
Η δική μας ήταν τελικά η κατάλληλη εποχή. Το ΝΒΑ πλέον διογκώνεται εξίσου από την εξωαγωνιστική δραστηριότητα των παικτών, προσπαθώντας να φωτίσει τις προσωπικές τους απόψεις και την ιδιωτική τους ζωή. Καθόλη τη διάρκεια μίας σεζόν, φροντίζει να διατηρεί την ανταγωνιστικότητα στο ατομικό επίπεδο, επιστρέφοντας στα ομαδικά κατορθώματα και στις συλλογικές αποτυχίες, σχεδόν αποκλειστικά στα πλέι οφ. Εν μέσω αυτού του σκηνικού, τα αχρείαστα δράματα εξελίσσονται ασταμάτητα. Ο Γιάννης τα έβαλε με τον Χάρντεν, ο Ίρβινγκ με τους συμπαίκτες του, ο Ντουράντ τσακώθηκε με τον Ντρέιμοντ Γκριν ... Συνέβαιναν και παλιότερα φυσικά, όμως η πληθώρα και το είδος των μέσων αναπαραγωγής (βλ. social media, πλατφόρμες γραφής των αθλητών), έχουν πολλαπλασιάσει τις αποτυπώσεις τους σε τέτοιο βαθμό, που έχουν δημιουργήσει μία καινή αισθητηριακή αντίληψη: Οι εικόνες από το προσωπικά στόρι εναλλάσονται αστραπιαία, οι αντεγκλήσεις προσφέρουν υλικό σε εκατοντάδες ιστοσελίδες, το οποίο ανακυκλώνεται και διαχέεται διαρκώς, εν μέσω νέων spin offs.
Δεν ήταν διόλου απρόβλεπτο τελικά, που το The Last Dance ήταν ο Τζόρνταν. Ο μύθος του ήταν αναγκαίο να εναρμονιστεί με τις σύγχρονες επιταγές στην αναπαράσταση των αθλητών, για να μην βουλιάξει. Θα έπρεπε και εκείνος να καταστεί ευάλωτος στην ευθεία κριτική, όπως οι σταρ του σήμερα, να συμμετάσχει στις κόντρες, να επιστρέψει στη γη και να βγει νικητής μέσα από μία διαδικασία εξολόθρευσης - όχι των συμπαικτών και των αντιπάλων, αλλά όλων των πραγμάτων που μπορεί να έχουν μεγαλύτερη σημασία.
Επίσης, δεν ήταν καθόλου απρόβλεπτο το ότι για αυτή τη διαδικασία, το ντοκιμαντέρ επιστράτευσε πολύ συγκεκριμένα υφολογικά/τεχνικά στοιχεία στην αποδίπλωση, όπως τα close up από διαφορετικές γωνίες στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή, τα συνεχόμενα φλας μπακ, το πλούσιο soundtrack και τα ελάχιστα στατικά κάδρα με διάρκεια. Ήταν ένα ντοκιμαντέρ για τους καιρούς μας, συμβατό με την αισθητική μας. Μία τρομερά καλοκουρδισμένη, θαυμάσια διέξοδος στο πουθενά.
Οι Μπουλς του '97-'98 δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον, τζάμπα τους ακολουθησε το συνεργείο.