Η νίκη των Chicago Bulls επί των Brooklyn Nets με 118-95, πίσω από τους 28 πόντους του DeMar DeRozan, έφερε τους Ταύρους στο 7-3 και άνοιξε ακόμη περισσότερο τη συζήτηση για τον ‘’αναγεννημένο all-star’’, ο οποίος οδηγεί τους Bulls με 26,9 πόντους κατα μέσο όρο, όντας ένας από τους τοπ-5 σκόρερ σ’ ολόκληρο το πρωτάθλημα.
Στην “Πόλη των Ανέμων” έχουν αρχίσει να χαμογελούν συγκρατημένα. Γιατί όχι άλλωστε; Το front office φαίνεται να συμμαζεύεται παίρνοντας αποφάσεις που προς ώρας κρίνονται τουλάχιστον επιδραστικές (σε ποιο επίπεδο θα φανεί), ο πάγκος έχει πλέον κανονικό προπονητή στο πρόσωπο του Billy Donovan και το μέλλον φαίνεται - μετά από καιρό - κάπως φωτεινό.
“Foils” στην αφηγηματική τεχνική λέγονται οι χαρακτήρες που υπάρχουν σε ένα έργο για να φωτίσουν πτυχές, χαρακτηριστικά και κίνητρα του κεντρικού χαρακτήρα. O Σάντσο Πάντσα στον Δον Κιχώτη, ο Ουότσον στο Σέρλοκ Χολμς ή σε πιο σύγχρονα παράδειγμα ο Mr. Peanutbutter στις πρώτες σεζόν Bojack Horseman. Ακόμη κι όταν είναι καλοφτιαγμένοι χαρακτήρες, η λειτουργία τους στην εξέλιξη της ιστορίας εξυπηρετεί τον πρωταγωνιστή.
Οι Chicago Bulls κυριάρχησαν στην δεκαετία του ’90, κατακτώντας έξι τίτλους σε 8 σεζόν από το 1991 μέχρι το 1998. Ο Michael Jordan έγινε το πρόσωπο του παγκόσμιου μπάσκετ, ο Phil Jackson εδραιώθηκε ως ένας από τους πιο πετυχημένους προπονητές όλων των εποχών, Scottie Pippen, Dennis Rodman, Steve Kerr συμμετείχαν μεταξύ άλλων σε μερικές από τις κορυφαίες ομάδες που πάτησαν σε παρκέ.
Ας είμαι ειλικρινής. Ως αρκετά βλαμμένος (ή αθεράπευτα μπασκετικός, αν θέλω να κοροϊδέψω τον εαυτό μου με ρομαντικούς χαρακτηρισμούς), που έχει σαρώσει μέσα στα χρόνια ντοκιμαντέρ με διάφορους γραφικούς τίτλους (Undenia-Bulls, Unstop-a-Bulls κτλ κτλ), το The Last Dance δεν προσέφερε πάρα πολλά έξτρα στοιχεία και εικόνες. Από τη στιγμή που ψιλο-φοβήθηκαν να προτάξουν ένα μεγαλοπρεπές τρίτο δάχτυλο και να πουν ‘’αν θέλετε ιστορική αναδρομή υπάρχει η συνέντευξη του MJ στον φίλο του Ahmad Rashad, τώρα θα ακούσετε μέχρι και την ηχώ των αποδυτηρίων της σεζόν ‘97-’98’’, οι ιστορίες ήταν, λίγο πολύ, γνωστές.
Σε μια περίοδο που άπαντες επιχειρούν, ενδεχομένως όσο ποτέ, να μηδενίσουν το πώς παίζεται σήμερα το μπάσκετ και τους πρωταγωνιστές του, πιστεύοντας πως αυτό σταμάτησε κάπου κοντά στα τελειώματα της προηγούμενης χιλιετίας, το “Last Dance” έρχεται να μας υπενθυμίσει το εξής: Για να χτιστεί μια ομάδα σε βάθος χρόνου, ώστε να διεκδικεί πρωταθλήματα, να τα κατακτά και να διατηρείται στην κορυφή, χρειάζεται ένα ικανότατο front office, με έναν General Manager που πρέπει να είναι κυνικός, ρεαλιστής, αδυσώπητος, και πάνω απ’ όλα ψυχρός. Ο Jerry Krause είχε ακριβώς αυτά τα στοιχεία και οι Chicago Bulls του χρωστούν τα πάντα.
Οι Chicago Bulls βρίσκονται εδώ και μερικές εβδομάδες ξανά στο μπασκετικό προσκήνιο, αποτελώντας την κύρια -αν όχι μοναδική- βάση μπασκετοκουβέντας. Αιτία για αυτό αποτελεί ο συνδυασμός της πανδημίας του κορονοϊού, με την παύση κάθε αθλητικής δραστηριότητας ανά τον κόσμο, του NBA συμπεριλαμβανομένου, και της προβολής του ντοκιμαντέρ “The Last Dance” από το ESPN TV και το Netflix. Το “The Last Dance” είναι ένα ντοκιμαντέρ που καταγράφει, με βάση την τελευταία χρονιά του Michael Jordan στους Chicago Bulls και την κατάκτηση του έκτου τίτλου, προσωπικού, αλλά και του franchise συνολικότερα, όλη τη διαδρομή αυτών των έξι κατακτήσεων.
Η αξεπέραστη διαδρομή του Michael Jordan στο παγκόσμιο μπάσκετ έχει αφήσει πίσω τις ένα σωρό ενδιαφέρουσες ιστορίες, πέρα από τα πάμπολλα μνημειώδη κατορθώματα του Hall of Famer που λαμβάνει την αποδοχή της συντριπτικής πλειοψηφίας του μπασκετικού κόσμου. Μια από αυτές, είναι πως κάποτε, εμφανίστηκε στο παρκέ χωρίς το αγαπημένο του "23" στην πλάτη, αλλά με το... άκυρο "12". Τι πραγματικά συνέβη;
Νέα Υόρκη και Σικάγο είναι δυο εντελώς διαφορετικές μεγαλουπόλεις, όπως οι Knicks κι οι Bulls είναι δυο εντελώς διαφορετικές ομάδες. Δεν είναι περίεργο λοιπόν το ότι έχουν διαμορφώσει μια από τις μεγαλύτερες κόντρες στην ιστορία του μπάσκετ και παρά την κατήφεια των τελευταίων ετών, η πιθανή ανάκαμψή τους έχει στρέψει και πάλι τα φώτα επάνω τους. Θα φυσήξει ούριος άνεμος στην πόλη των ανέμων;
Το καλοκαιρι του 2010 ο Derrick Rose δήλωνε “Γιατί δεν θα μπορούσα να είμαι ο MVP, γιατί δεν θα μπορούσα να είμαι ο καλύτερος παίκτης της Λίγκας.”. Και σίγουρα αυτό που έλεγε δεν ακουγόταν παράλογο. Ο point guard από το Chicago είχε όλα τα φόντα να κερδίσει το βραβείο του πολυτιμότερου παίκτη της λίγκας σε μερικά χρόνια, εφόσον συνέχιζε τη σκληρή δουλειά.Ήταν άλλωστε πολύ μικρός , μόλις 20 χρονών. Όμως ο Rose δεν είχε τη πολυτέλεια να περιμένει μερικά χρόνια τη σειρά του για να κατακτήσει το βραβείο αυτό, έπρεπε να προλάβει το ραντεβού με την κακή μοίρα και την ατυχία που τον περίμενε δυο χρόνια αργότερα. Ο Derrick δεν είχε επιλογή από το να εκπληρώσει το στόχο του, πριν από εκείνο το καταραμένο παιχνίδι στη Φιλαντέλφια.