Τετάρτη, 05 Σεπτεμβρίου 2018 09:57

Οι Ballhogers του Μιλάνο

Από :

Μία από τις πιο αλλοπρόσαλλες ομάδες, οι οποίες κάθε χρόνο ξεκινάει με υψηλές βλέψεις τη χρονιά στην Ευρωλίγκα και στο τέλος καταλήγει «μπασκετικό ανέκδοτο» είναι η η Μιλάνο. Φέτος για άλλη μια χρονιά πραγματοποίησε ηχηρές μεταγραφές, ιδιαίτερα στην περιφέρεια, με τους Νέντοβιτς και Τζέιμς να «κλέβουν» την παράσταση. Όπως σχεδόν πάντα, βλέπουμε την ομάδα της Ολίμπια (πια) να έχει αποκτήσει στην περιφερειακή της γραμμή, παίκτες ballhoggers, αν μας επιτρέπεται να χαρακτηρίσουμε έτσι όσους χρειάζονται πάνω από μία μπάλα στην διάρκεια των αγώνων τους. Καθώς το φαινόμενο δεν είναι φετινό, αλλά ακολουθεί την ομάδα του Μιλάνου χρόνια τώρα, θα κάνουμε μια αναδρομή των τελευταίων χρόνων στο backcourt των «Ιταλών».

Εποχή Μπάνκι, 2013-2015

Θα ξεκινήσουμε χρονολογικά από την πιο πετυχημένη χρονιά των Ιταλών τα τελευταία χρόνια στην Ευρωλίγκα. Τότε (2014) το φάιναλ φορ πραγματοποιήθηκε στην έδρα των Μιλανέζων, με τη Μακάμπι του Ντέιβιντ Μπλατ (παρακαλώ να περάσει εντιτορ) να κατακτά το πολύτιμο τρόπαιο. Η Αρμάνι ήταν η ομάδα που απέκλεισε στο διάβα της για την κατάκτηση της Ευρωλίγκας η «ομάδα του λαού». Τότε είχε ίσως την πιο ισορροπημένη περιφερειακή γραμμή, γεμάτη ποιότητα, σαφείς ρόλους και πλάνο. Ο Κιθ Λάνγκφορντ αποτελούσε το «βαρύ» πυροβολικό (17,6π/2,9ας/36,4% τρίποντο), συνεπικουρούμενος από τους Κέρτις Τζέρελς (11,3π/2,5ας/42% τρίποντο), και Ντάνιελ Χάκετ (10,9π/3,7ρ/4,3ας), που μετεγγράφηκε από τη Σιένα στο τοπ16. Ο ερχομός του Χάκετ άλλαξε την εικόνα της ομάδας προς το καλύτερο, καθώς με τους άλλους γκαρντ έμοιαζαν να αλληλοσυμπληρώνονται. ‘Άμυνα, μέγεθος, δημιουργία, σκορ, κάθετο παιχνίδι τόσο από εκείνον, όσο και από τον Λάνγκφορντ, όμως έχασαν την ευκαιρία να διεκδικήσουν το τρόπαιο. Η σειρά με τη Μακάμπι ίσως είχε διαφορετικό αποτέλεσμα για την ομάδα του νυν προπονητή της ΑΕΚ, Λούκα Μπάνκι, εάν ο δεύτερος ευστοχούσε στη δεύτερη βολή σε ουσιαστικά «νεκρό χρόνο» και δεν οδηγούταν το πρώτο ματς στην παράταση και στο μπρέικ των Ισραηλινών.

Την επόμενη χρονιά, ο προπονητής παρέμεινε ο ίδιος, από την ομάδα όμως αποχωρησαν οι Λάνγκφορντ και Τζέρελς και τη θέση τους πήραν οι Μαρσόν Μπρουκς (νυν παίχτης των Γκρίζλιζ) και Τζο Ράγκλαντ, με αναβάθμιση του ρόλου του Τζεντίλε. Ο πρώτος αποτελούσε έναν εξαιρετικό επιθετικά παίχτη, που όμως έμοιαζε να τον ενδιαφέρουν περισσότερο τα στατιστικά του, ενώ δεν πρόσφερε στη δημιουργία της ομάδας καθόλου. Η ταυττόχρονη παρουσία του Τζεντίλε σε αρκετά ματς ως σούτινγκ γκαρντ, δημιουργούσε μια τάση προς το stat hogging εκ μέρους τους. Ο δε Ράγκλαντ επίσης δεν κατόρθωσε να «φορέσει» τόσο επιτυχημένα τα παπούτσια του Τζέρελς, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό των Ιταλών από τη φάση των «16» και εν συνεχεία την απώλεια του πρωταθλήματος από τη Σάσαρι και την απομάκρυνση του Λούκα Μπάνκι.

Εποχή Ρέπεσα, 2015-2017

Με την απομάκρυνση του Ιταλού προπονητή, τη θέση ανέλαβε ο Κροάτης Γιασμίν Ρέπεσα και το μοντέλο με τους ball-hoggers γκαρντ έδωσε τη θέση του σε αυτό  των pass-first (όπως έχουμε μάθει να λέμε) «κοντών».  Σιμόν, Λαφαγιέτ, Τζένκινς -με ρόλο περισσότερο αμυντικό- και Τσιντσιαρίνι αποτελεσαν τους βασικούς συντελεστές της περιφερειακής γραμμής, με τον Ρέπεσα να θέλει να φτιάξει μια πιο ορθολογική περιφέρεια, βασισμένη στην άμυνα και την δημιουργία. Αμ δε. Ποιοτικά δεν μπορούσαν να προσφέρουν τίποτα το αξιόλογο, πόσο δε μάλλον όταν στην ομάδα υπήρχε πάλι ο Τζεντίλε, ο οποίος ήταν τελικά πέρα από πρώτος σκόρερ της ομάδας-αναμενόμενο- και κορυφαίος δημιουργός με 4,1 ασίστ. Κανείς δεν απειλούσε σταθερά από την περιφέρεια, πλην Τζένκινς, ο οποίος όμως έπαιρνε λίγες προσπάθειες , με τελικό αποτέλεσμα… τρεις νίκες και εν τέλει τον υποβιβασμό της ομάδας στο Eurocup. Όχι πως εκεί τα κατάφεραν καλύτερα, καθώς αποκλείστηκαν στα προημιτελικά της διοργάνωσης από την Τρέντο. Τουλάχιστον, στο εγχώριο πρωτάθλημα επανέκτησαν τα σκήπτρα του πρωταθλητή.

Η επόμενη χρονιά βρήκε την ομάδα με τους Τσιντσιαρίνι, Καλνιέτις, Χίκμαν, Ντράγκιτς και Σιμόν σε ρόλο πασπαρτού γκαρντ/φόργουορντ, συνεχίζοντας έτσι το πλάνο με γκαρντ-ρολίστες. Ήταν η σεζόν που άλλαξε το φορμάτ της διοργάνωσης στην μορφή που έχει σήμερα. Η ουσία, όμως, για τους Ιταλούς παρέμεινε η ίδια. Η Αρμάνι έκανε οκτώ νίκες, φυσικά βρέθηκε στις τελευταίες θέσεις και απογοήτευσε για άλλη μια φορά με τον τρόπο παιχνιδιού της. Παρόλο που έλειπαν οι παίχτες που ήθελαν μια μπάλα για τον εαυτό τους, οι Μιλανέζοι δεν κατάφεραν να δείξουν επ’ ουδενί κάτι αξιόλογο. Ο τελικός απολογισμός της σεζόν ήταν απογοητευτικός και στο εγχώριο πρωτάθλημα, καθώς δεν θα καταφέραν να βρεθούν ούτε στους τελικούς της κατηγορίας, με τον τίτλο να καταλήγει στην εκπληκτική Βενέτσια. Άμεση συνέπεια η απομάκρυνση του Ρέπεσα από τον πάγκο, με τον πρώην προπονητή και δημιουργό (;) της εξαιρετικής Σιένα, Σιμόνε Πιανιτζιάνι, να αναλαμβάνει τα ηνία.

Εποχή Πιανιτζιάνι, 2017- σήμερα

Με τον Ιταλό να επιστρέφει στους πάγκους της λίγκας μετά το 2012 ως πρωταθλητής Ισραήλ με τη Χάποελ Ιερουσαλήμ ( δεν προσμετράω την Εθνική ), το μοντέλο με τους ballhoggers γκαρντ επανήρθε στο προσκήνιο. Οι Καλνιέτις, Τσιτσιαρίνι παρέμειναν στην ομάδα, στην οποία επέστρεψε ο Κέρτις Τζέρελς, ενώ ήρθαν και δύο γκαρντ που λειτουργούσαν καλύτερα με την μπάλα στα χέρια. Οι Τζόρνταν Θίοντορ και Άντριου Γκάουντλακ  έμοιαζε εκ προοιμίου δύσκολο να συνυπάρξουν στην ίδια πεντάδα κι έτσι το παιχνίδι θύμιζε σε αρκετά παιχνίδια «παιδική χαρά», αφού αρέσκονταν σε iso plays, με τη δημιουργία να βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα (τρίτη ομάδα από το τέλος σε ασίστ). Οι δυο προαναφερθέντες έπαιρναν τα περισσότερα σουτ ανά παιχνίδι (περί τα 20+ σουτ ανά ματς), με το usage rate συνδυαστικά να φτάνει στο 50% (σύμφωνα με το basketball.realgm.com ). Το πείραμα με τους ballhoggers γκαρντ απέτυχε στην Ευρώπη, η ομάδα δεν θύμιζε σε τίποτα την προηγούμενη δουλειά του προπονητή (βλ. Σιένα) και τερμάτισε στην προτελευταία θέση της Ευρωλίγκα με ρεκόρ 10-20 (αν και πήρε το πρωτάθλημα Ιταλίας).

Η φετινή χρονιά ττην βρίσκει να βαδίζει περίπου στον ίδιο δρόμο. Την θέση των Γκάουντλακ, Θίοντορ πήραν οι Μάικ Τζέιμς και Νεμάνια Νέντοβιτς, με το backcourt των Μιλανέζων να είναι το πιο αθλητικό και «εκρηκτικό» ανάμεσα στα αντίστοιχα των υπόλοιπων ομάδων της Euroleague. Πώς μπορούν να συνυπάρξουν αυτοί οι δυο παίχτες, που επίσης λειτουργούν καλύτερα με τη μπάλα; Ο Νέντοβιτς με 32,6% usage% στην Ευρωλίγκα πέρυσι με τη Μάλαγα ή ο Τζέιμς με αντίστοιχο ποσοστό στο 30% με τον Παναθηναϊκό, θα αποφασίζουν για τις επιθέσεις; Η λογική λέει πως θα δούμε και φέτος αρκετά isolation plays, υψηλό ρυθμό και αρκετές προσπάθειες να τελειώνουν με σουτ ενός εκ των δύο. Μπορεί να λειτουργήσει κάποιος ως ο off-ball γκαρντ που θα κινείται πίσω από τα σκριν, περιμένοντας να πάρει τη μπάλα; Πως θα εκμεταλλευτούν τους εξαιρετικούς πλάγιους σουτέρ που έχουν, όπως οι Μπέρτανς, Μίτσοφ, Ντελαβάλε;

Θεωρώ πως η φετινή περιφέρεια μπορεί να είναι η καλύτερη των τελευταίων ετών, μετά από εκείνη των Χάκετ, Λάνγκφορντ και ίσως η συνέχιση μιας συνταγής που έχει αποτύχει να αποφέρει τα τελικά επιθυμητά αποτελέσματα φέτος. Βέβαια κάθε χρόνο τα ίδια λέμε και έτσι είναι καλό να υπενθυμίσω εδώ, πως ουδείς εκ των Νέντοβιτς-Τζέιμς είναι παίχτης που απειλεί σταθερά από την περιφέρεια, κάτι που συνέβαινε και πέρυσι με τον Θίοντορ. Η απόκτηση μαρτυρά προσπάθεια για ένα μπάσκετ που θα βασίζεται περισσότερο στο ατομικό ταλέντο και στην ικανότητά στο ένας εναντίον ενός. Ίσως είναι η συνέχεια ενός χρυσοποίκιλτου πλάνου που δεν βγάζει πουθενά και στο τέλος θα παρακολουθήσουμε μία από τα ίδια. Θα μπορέσει το καλύτερο δίδυμο των τελευταίων χρόνων για τους Ιταλούς (στις καφενειακές κουβέντες πάντα) να βγάλει την ομάδα από το ευρωπαϊκό τέλμα και να την κάνει ξανά μια υπολογίσιμη δύναμη; Το σίγουρο είναι πως δεν θα πλήξουμε.

Σημείωση

Tα στατιστικά είναι από το σαιτ της Ευρωλίγκας και από το basketball.realgm.com

Basketballguru.gr 2018 All righs reserved.      Designed and Developed by Web Rely