Τρίτη, 26 Ιουλίου 2016 09:11

Ο Μπαρτζώκας , ο Ιτούδης και η ελληνική σχολή της άμυνας

Από :

Αν και σίγουρα στη θεώρηση χωράει κουβέντα, δεν θα ήταν παράλογο να υποστηρίξει κανείς πως ο Γιώργος Μπαρτζώκας με τον Δημήτρη Ιτούδη είναι οι δύο κορυφαίοι Έλληνες προπονητές. Εχουν κατακτήσει και οι δύο ευρωπαΐκο τίτλο. Εχουν επίσης παρουσιάσει έργο σε ομάδες χαμηλότερου βεληνεκούς κάνοντας υπερβάσεις. Ο πρώτος στο Μαρούσι και αργότερα στην Κουμπάν, και ο δεύτερος στην Μπάνβιτ , εκεί όπου διεκδίκησε πρωτάθλημα με ρόστερ χειρότερο από εκείνο του Σαρίτσα στην Καρσίγιακα. Επίσης και οι δύο, πέρα από τίτλους ή πορείες, έχουν παρουσιάσει ομάδες ευχάριστες στο μάτι. Η φετινή ΤΣΣΚΑ για παράδειγμα έπαιξε πραγματικά ωραία, και συνήθως τα παιχνίδια της κατέληγαν σε υψηλά σκορ, κάτι που όσο να ναι ικανοποιεί τον θεατή.

Το κοινό πεδίο της φιλοσοφίας τους

Οι δύο προπονητές δεν έχουν την ίδια φιλοσοφία. Αλλιώς σχεδιάζει και προπονεί τις ομάδες του ο ένας και αλλιώς ο άλλος. Εντούτοις, συναντιούνται σε ένα κομβικό σημείο, και αυτό δεν είναι άλλο από την έμφαση που δίνουν στο σουτ τριών πόντων. Η ΤΣΣΚΑ τελείωσε τη σεζόν ως η μακράν καλύτερη ομάδα σε ευστοχία πίσω από τη γραμμή, βγάζοντας στο τοπ-16 το τρομερό ποσοστό 43,11% σε καθόλου λίγες προσπάθειες (περίπου 24,5 ανά παιχνίδι). Η Κουμπάν από την άλλη, σούταρε τα περισσότερα τρίποντα από τον καθένα, και βάσει των πολλών προσπαθειών το 38% κρίνεται αληθινά καλό, καθώς σε efg% μεταφράζεται σε κάτι ακόμη υψηλότερο. Για τον Μπαρτζώκα και τον Ιτούδη, το καλό μακρινό σουτ είχε και έχει αληθινά μεγάλη σημασία, άσχετα αν στην προσέγγιση του καθενός δεν έχει ακριβώς την ίδια θέση.

Αν θέλαμε να αποδώσουμε τις διαφορές τους εντελώς σχηματικά, θα λέγαμε πως για τον νέο κόουτς της Μπάρτσα π.χ. οι καλοί σουτέρ τριών πόντων είναι η αρχή. Η δυνατότητα ενός ή παραπάνω παικτών να ευστοχήσουν από μακριά ακόμη και πάνω σε άμυνα , είναι εκείνη που θα αναγκάσει τους αντιπάλους να βγουν μακριά από τη ρακέτα τους και να αφήσουν χώρους. Η αρχική θέση των σουτέρ έχει για τον Μπαρτζώκα σημασία, και αυτό το έδειξε όταν ακροβόλιζε όλη την πεντάδα της Λόκο στο πλάτος του γηπέδου. Το μονίμως υπαρκτό ενδεχόμενο της περιεφερειακής εκτέλεσης είναι εκείνο που έκανε την επίθεση να ξεκινά και να κινείται σε συνέχεια. Αντίθετα, για τον Ιτούδη το τρίποντο είναι το τέλος, και ιδανικά θα πρέπει να είναι ελεύθερο. Η ΤΣΣΚΑ βασιζόταν πολύ περισσότερο στις συνεργασίες μετά από σκριν στη μπάλα, για γκαρντ τα οποία είχαν πολύ ανεπτυγμένο και το ένστικτο του σκόρερ από μέση απόσταση. Οι Ρώσοι ξεκινούσαν από κάποιο play που θα βοηθούσε τους Ντε Κολό και Τεόντοσιτς να γίνουν απειλητικοί με περισσότερους από έναν τρόπους και στη συνέχεια, ανάλογα με την αντίδραση της άμυνας, πάσαραν πολύ, πάρα πολύ. Κάπως έτσι, η πρωταθλήτρια Ευρώπης εκτός από πρώτη στα ποσοστά τριών πόντων ήταν και πρώτη στις ασίστ, οι οποίες κατέληγαν συνήθως σε τρίποντα, από πέντε παίκτες που εμφάνιζαν νούμερα άνω του 40%.

Στη νέα του δουλειά, ο Μπαρτζώκας το πρώτο που δείχνει να κυνηγά , είναι να φέρει γκαρντ που μπορούν να σουτάρουν χωρίς να το πολυσκεφτούν, είτε από το τρίποντο, είτε άμεσα πίσω από το πικ εν ρολ και από μέση απόσταση. Τέτοιοι είναι οι Ράις και Ανταμς που ακούγονται έντονα. Και αυτοί να μην έρθουν, είναι σχεδόν σίγουρο πως οι παίκτες που ονομάζονται scoring guards θα είναι στα υψηλότερα πατώματα της αγωνιστικής ιεραρχίας της Μπαρτσελόνα. Ο Ιτούδης επίσης, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να τους κρατήσει όλους, προσθέτοντας παράλληλα και έναν ακόμη ψηλό με ένστικτο πασέρ από μέσα προς τα έξω. Με την προσθήκη του Όγκουστιν, το σίγουρο είναι πως η ΤΣΣΚΑ θα γυρίζει τη μπάλα προς τους σκόρερ της με τουλάχιστον την ίδια συνέπεια, και επίσης πως οι δύο σταρ του θα απελευθερωθούν ακόμη περισσότερο. Οι δύο προπονητές το γνωρίζουν: το μακρινό σουτ, οι σωστές και μεγάλες αποστάσεις, και οι κοντοί που απειλούν είναι τα τρία βασικότερα στοιχεία μίας σύγχρονης επίθεσης, άσχετα αν υπάρχουν κι άλλα. Και επίσης, η επίθεση έχει τόση σημασία όσο η άμυνα, με την περίπτωση των Ρώσων μάλιστα να αποδεικνύει πως κάποιες φορές έχει περισσότερη. Η ΤΣΣΚΑ ήταν άλλωστε πέρυσι μία από τις χειρότερες άμυνες της διοργάνωσης, δεχόμενη στο τοπ-16 84 ολόκληρους πόντους. Εβαζε 93 και κέρδιζε.

Η ελληνική σχολή

Περιέργως, τα όσα διδάσκουν οι δύο κορυφαίοι Ελληνες κόουτς στο εξωτερικό δεν ταυτίζονται με την λεγόμενη ελληνική σχολή. Οι ομάδες τους σίγουρα "σκέφτονται" (ο,τι και να σημαίνει αυτό), αλλά και η Μπάμπεργκ σκέφτεται. Σίγουρα σκέφτεται η Φενέρ, και σίγουρα χαζή δεν ήταν ούτε η Μπάρτσα του Πασκουάλ. Το σκεπτόμενο μπάσκετ δεν είναι μόνο δικό μας προνόμιο. Επίσης, οι δύο καλοί κόουτς σίγουρα δίνουν και τη δέουσα σημασία στην άμυνα. Ο Μπαρτζώκας στελέχωσε μία Λόκο που άλλαζε σε όλα τα σκριν με μεγάλη επιτυχία και ο Ιτούδης εφηύρε ένα σωρό τρικ (π.χ. Κουρμπάνοφ στην κορυφή, ζώνες προσαρμογής) , ώστε να εξισορροπήσει τα όποια αμυντικά μειονεκτήματα των περιφερειακών του. Όμως σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να υποστηρίξει κανείς πως τα σύνολα τους άρχιζαν και τελείωναν από την ανασταλτική τους λειτουργία. Η φιλοσοφία τους δεν προέτασσε και δεν προτάσσει αμυντικές προτεραιότητες όπως η σκληράδα και η αυταπάρνηση, αντίθετα στηρίζεται περισσότερο στην ισορροπία και δίνει σίγουρα στην επίθεση τη θέση που της αξίζει, με τους τρόπους που μόλις αναφέραμε.

Αραγε είναι τόσο δύσκολο οι εθνικές μας ομάδες και το ελληνικό μπάσκετ να ακολουθήσει το παράδειγμα των δύο αυτών άξιων εκπροσώπων του; Aν ο Μπαρτζώκας με τον Ιτούδη πιστεύουν πως μεγάλο μέρος της συνταγής της επιτυχίας τους οφείλεται στις αποστάσεις, στα σουτ τριών πόντων και στους καλούς σκόρερ, είναι άραγε άτοπο να υποστηρίξει κανείς πως η δική μας σχολή θα μπορούσε να πράξει κάτι ανάλογο για να ξαναβρεί το χαμένο της δρόμο; Ή είμαστε προορισμένοι να ακολουθούμε ένα συγκεκριμένο μονοπάτι , το οποίο ουσιαστικά χαράσσεται από μόνο του λόγω της έλλειψης του κατάλληλου ταλέντου; Μην ξεχνάμε άλλωστε πως οι διάφοροι Ντιλέινι, Ντε Κολό, Τεόντοσιτς , ή τα τεσσάρια που σουτάρουν δεν πέφτουν ξαφνικά και από τα δέντρα.

Η τελευταία είναι από ό,τι φαίνεται και η άποψη του προπονητή Ηλία Παπαθεοδώρου, ενός ανθρώπου που κάθε καλοκαίρι εργάζεται συστηματικά με τα παιδιά των νέων ηλικιών, και που για αυτό τον λόγο ακριβώς του αξίζει ο δέοντας σεβασμός. Εδώ άλλωστε, η προπονητοφαγία δεν είναι το στυλ μας. Ο Παπαθεοδώρου, αμέσως μετά την άνοδο της εθνικής under20 στην πρώτη ευρωπαική κατηγορία δήλωσε : "το βασικό για το ελληνικό μπάσκετ κι ας λένε ότι θέλουν οι ειδικοί είναι η άμυνα. Εκεί, στην άμυνα και στον χαρακτήρα πρέπει να μπουν τα θεμέλια του ελληνικού μπάσκετ. Εμείς δεν είμαστε ούτε Ισπανοί, ούτε Αμερικανοί να παίξουμε επίθεση και να εκμεταλλευτούμε αυτά τα χαρίσματα. Αυτά τα υλικά έχουμε, αυτά εκμεταλλευόμαστε."

Στη θεώρηση του καλού κόουτς υπάρχει εγγενής η υπόθεση πως το ελληνικό μπάσκετ δεν δύναται να αναπτύξει τα χαρακτηριστικά παικτών σαν εκείνους πάνω στους οποίους στηρίζονται εν πολλοίς οι Ιτούδης και Μπαρτζώκας. Καθώς δεν προκύπτουν διαχρονικά Ελληνες παίκτες με πολύ ανεπτυγμένο το σουτ ή το ένστικτο του σκόρερ, είναι μοιραία εύλογο πως σε βάθος χρόνου οι εθνικές ομάδες, και συνεπώς και εκείνη των ανδρών, θα πρέπει να βαδίζουν επάνω σε δρόμους που σχετίζονται με την άμυνα ή την μεταφυσική. Το επιχείρημα είναι θεμιτό, αλλά από την άλλη κάποιος μπορεί και να διαφωνήσει. Γιατί είναι άραγε δεδομένο πως ο Ελληνας μπασκετμπολίστας δεν μπορεί να έχει επιθετικά στοιχεία άλλων σχολών, όταν την ίδια στιγμή χώρες με μικρότερο ή ίσο πληθυσμό και σίγουρα χωρίς περισσότερα μέσα, έχουν από χρόνια συστηματοποιήσει την παραγωγή παικτών που παίζουν επιθετικά και γρήγορα , σκοράρουν τρίποντα και σουτάρουν γενικά καλά; Εκτός αυτού, πόσο εύκολο είναι να αγνοηθεί πως το μπάσκετ στο ΝΒΑ και στην Ευρώπη στηρίζεται όλο και περισσότερο στο τρίποντο και τα υψηλά ποσοστά; Η εξέλιξη του αθλήματος δεν είναι γραμμική για να υποθέσει κάποιος πως κάτι τέτοιο θα ισχύει για πάντα, εντούτοις είναι δύσκολο να φανταστεί μία μπασκετική εποχή στην οποία οι ικανότητα στο σκοράρισμα δεν θα είναι σημαντική.

Eπειτα κάποιος μπορεί να δει τα πράγματα σφαιρικότερα. Η εθνική ανδρών τα τελευταία χρόνια δεν έχει διακριθεί σημαντικά σε κάποια μεγαλα τουρνουά , παρά το γεγονός ότι μετάλλια στις μικρότερες ηλικίες έχουν έρθει, και οι παίκτες έχουν γαλουχηθεί με αρχές κοντινές στην περιγραφή του κόουτς της under20. Για την ακρίβεια, με εξαίρεση την περίοδο 2005 - 2009 , όπου υπήρχαν τρεις γκαρντ παγκόσμιου βεληνεκούς, από το 1999 και έπειτα οι αναρριχήσεις στα υψηλότερα σκαλιά είναι αντικειμενικά σπάνιες. Δεν μπορεί, ή κάτι στην πορεία δεν πηγαίνει βάσει σχεδίου ή το αρχικό σχέδιο είναι λάθος.

Ο,τι από τα δύο και να συμβαίνει, είναι σημαντικό να σημειωθεί πως οι μικρές εθνικές δεν αξίζουν από τους επικριτές τους τόσο μεγάλο ανάθεμα. Οι παίκτες μένουν σε εκείνες για πολύ μικρότερο διάστημα από εκείνο στο οποίο δουλευουν με τις ομάδες τους και η παραγωγική διαδικασία είναι τελικά συνάρτηση διαφόρων προγραμμάτων. Εάν η άμυνα και ο χαρακτήρας ήταν η προτεραιότητα μόνο των εθνικών κλιμακίων, πιθανώς η επιρροή των στοιχείων αυτών στο παιχνίδι των νεαρών δεν θα ήταν και τόσο μεγάλη. Η εμφανής έλλειψη παικτών που σουτάρουν καλά, όπως και η απουσία επιθετικών νεωτερισμών στο παιχνίδι του ανδρικού εθνικού συγκροτήματος, είναι τελικά αποτέλεσμα μία γενικότερης κατάστασης, και πιθανώς εκπορευόμενη από κάτι που αυθαίρετα ονομάζεται "κουλτούρα". Στον ορισμό της τελευταίας περιλαμβάνονται άλλωστε και αφορισμοί ανάλογοι όπως του προπονητή της Κηφισιάς : το ελληνικό μπάσκετ δεν γίνεται να στρίψει προς το επιθετικότερο.

Ο ακούραστος μελετητής του αθλήματος Γιώργος Μπαρτζώκας και ο καλύτερος μαθητής του μεγάλου Ομπράντοβιτς, Δημήτρης Ιτούδης, διαπρέπουν στο εξωτερικό έχοντας ήδη τελειώσει με αυτού του είδους τις υποθέσεις. Χωρίς να έχουν πάντα βρει μεγάλα μπάτζετ, έχουν επιλέξει τους παίκτες τους προσεκτικά και έχουν κινηθεί έξω από αυτό που ονομάζεται "ελληνική σχολή". Όποτε τους θυμόμαστε για καλό, συνηθίζουμε να τους κατατάσσουμε ως εκπροσώπους της, αλλά μεταξύ μας, μάλλον δεν είναι.

 

Basketballguru.gr 2018 All righs reserved.      Designed and Developed by Web Rely