Ετσι συμβαίνει στο μπάσκετ. Όποιος ζει μία ομάδα στην καθημερινότητα της και καλείται να την τρέξει, δικαιούται να πιστωθεί μεγαλύτερο μερίδιο επιτυχίας από όποιον βρίσκεται κάπου αλλού, ειδικά αν έχει καταφέρει επιπλέον να κατακτήσει έναν τίτλο με τον πιο ολοκληρωτικό τρόπο: Διαλύοντας δύο κορυφαίους αντιπάλους, προσαρμοζόμενος παράλληλα πλήρως στο παιχνίδι τους.
Στην περίπτωση του Γιώργου Μπαρτζώκα βέβαια, συνέβη με μεγαλειώδη υπερβολή και το αντίθετο. Πιστώθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου την μη κατάκτηση ενός εγχώριου τίτλου, με την κατάληξη της θητείας του να κηλιδώνεται στο βούρκο του ελληνικού πρωταθλήματος. Μην ξαναλέμε τα ίδια ...
Ιστορία και συγκυρία
Ή μαλλον όχι, να τα ξαναπούμε, αλλά κάπως αλλιώς. Την σεζόν 2013-2014 ο Ολυμπιακός χτυπήθηκε από τραυματισμούς στην κρισιμότερη καμπή της. Η ομάδα επέστρεψε για πρώτη φορά υγιής στα πλέι οφ με τη Ρεάλ Μαδρίτης, έπαιξε στα ίσια το καλύτερο σύνολο της ηπείρου χάρη στις προσαρμογές του προπονητή εν μέσω της σειράς και τελικά αποκλείστηκε, παίζοντας μπάσκετ κορυφαίου επιπέδου. Σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου, αυτό θα σήμαινε αυτόματη ανανέωση εμπιστοσύνης, όμως εδώ έπρεπε να περιμένουμε τους τελικούς της καφρίλας και ανάλογα με το αποτέλεσμα τους να αποφασίσουμε την εμπιστοσύνη προς τον προπονητή. Η απώλεια εκείνου του τίτλου μοιραία τον άφησε με τη θηλειά στο λαιμό και αρκούσε απλώς ένα αδιάφορο ματς για να την σφίξει.
Εν πάσει περιπτώσει, μπορεί να έχετε τη δική σας εκδοχή αυτής της ιστορίας, όμως εδώ είπα να γράψω τη δική μου. Ο λόγος της επανάληψης; Το ότι ο Μπαρτζώκας επιστρέφει μέσες άκρες στο ίδιο περιβάλλον που άφησε, δεν εξαφανίστηκε κανένας από προσώπου γης.
Οι διαφορές φυσικά (εξού και το "μέσες άκρες") είναι δύο και προβάλουν σημαντικές.
- Πρώτον, η απόφαση της διοίκησης του Ολυμπιακού να αποχωρήσει από την Basket League (όπως και να την έχει κρίνει ο καθένας/η καθεμιά ως τώρα) παρουσιάζει ένα παραπλευρο πλεονέκτημα. Δεν βλέπουμε άλλα τέτοια κωλοπαίχνιδα, ούτε κρίνουν εκείνα το μέλλον δικαίων και αδίκων.
- Δεύτερον, σε αντίθεση με τότε, οι ερυθρόλευκοι δεν έχουν καθόλου στεγανά, παρουσιάζοντας ένα σύνολο που όχι μόνο αδυνατεί να διεκδικήσει οκτάδα, αλλά και (κυριότερο) δεν έχει πλέον σταθερό πυρήνα παικτών (κορμό) για τα επόμενα χρόνια. Οι κινήσεις των δύο τελευταίων καλοκαιριών ήταν στραμμένες προς το εφήμερο, αποψιλώνοντας το αγωνιστικό τμήμα και από τα τελευταία ωφέλιμα ευεργετήματα του Γιάννη Σφαιρόπουλου, δηλαδή την αμυντική ένταση, την επιμονή σε παίκτες του συλλόγου ασχέτως αποτελεσμάτων και την εμπιστοσύνη στο (όποιο τέλος πάντων) υπάρχον υλικό. Επί Μπλατ και Κεμζούρα η μόνη απάντηση σε κάθε αγωνιστικό πρόβλημα ήταν "φέρε τον έναν, φέρε τον άλλον, διώξε τον τρίτο, φέρε τον τέταρτο". Collapse.
Οι παραπάνω συνθήκες προβάλουν ιδανικές για διάθεση πίστωσης χρόνου. Εφόσον όλοι/όλες αντιλαμβάνονται σωστά το τοπίο του ευρωπαϊκού μπάσκετ, τότε θα πρέπει να τους είναι προφανές πως η επιστροφή του Ολυμπιακού στα επίπεδα της εξαετίας 2012-2018 δεν είναι υπόθεση μίας αγωνιστικής σεζόν, ούτε καν δύο. Εφόσον δεν συμβεί κάποια αληθινά θεαματική αύξηση στον προϋπολογισμό του κλαμπ, το λογικό ειναι να χρειαστεί όλη η διάρκεια των 2,5 ετών του συμβολαίου για πλήρη επαναφορά και με αυτό δεν εννοώ οποιαδήποτε συγκυριακή επιτυχία. Επίσης λογικό είναι μέσα σε αυτό το διάστημα να έρθουν νέες απογοητεύεσεις (ήτοι ήττες) και φυσικά η οριστική παράδοση σκυτάλης των δυο αρχηγών στους επόμενους, κάτι που θα επιφέρει και την αναμενόμενη μελαγχολία. Είναι πολύ πιθανό λόγου χάρη, ο Σπανούλης να κλείσει την καριέρα του χωρίς κάποια μεγάλη ομαδική διάκριση.
Τα θολά νέα σταματούν κάπου εδώ πάντως, διότι, μαντέψτε τι, ήρθε ο Μπαρτζώκας!
Περί Στελέχωσης
O coach B. αποτελεί την καλύτερη επιλογή για τον πάγκο του Ολυμπιακού, αρχικά γιατί γνωρίζει την αγορά. Με αυτό δεν εννοείται απλώς το κλισέ "είναι τρομερός ρικρούιτερ" ('amazing recruiter'), αλλά επιπλέον (και πολύ σημαντικότερο) το ότι μπορεί να τοποθετήσει τις όποιες διαδικασίες στελέχωσης στο πλαίσιο της ελληνικής πραγματικότητας. Ο Μπλατ για παράδειγμα, είχε επίσης "μάτι" και γνώση της αμερικάνικης/ευρωπαϊκής αγοράς, όμως οι επιλογές του παρήγαγαν τόσες ρήξεις, όσες δεν μπορούσε να αντέξει η αγωνιστική κουλτούρα του οργανισμού. Αντίθετα, ο Μπαρτζώκας έχει γνώση των ειδικών συνθηκών της ομάδας και των λεπτών χειρισμών που απαιτεί η διαδικασία διαδοχής των δύο αρχηγών, μαζί φυσικά με προϊστορία συνεργασίας με αθλητές "ελληνικής παραγωγής", τους οποίους θέλει δεν θέλει θα βρει στον Ολυμπιακό.
Ήδη οι Βεζένκοφ και Κόνιαρης έχουν αναβαθμιστεί και το πιθανότερο είναι πως δίπλα τους θα προστεθούν κι άλλοι. Συνεπώς, ο απαιτούμενος συνδυασμός εμπιστοσύνης στους υπάρχοντες και προσεκτικής αναβάθμισης, βρίσκει στο πρόσωπο του έναν ιδανικό εκφραστή. Μην ξεχνάτε πως ο κόουτς δεν έφτιαξε την Κουμπάν από την αρχή, αλλά πρόσθεσε τα απαραίτητα έξτρα συστατικά δίπλα στους προϋπάρχοντες Ντιλέινι και Ράντολφ. Δεν είναι οπαδός της καταστροφής, αλλά θιασώτης της συνέχειας.
Φυσικά, το πώς θα στελεχωθεί ο Ολυμπιακός για τα επόμενα 2,5 χρόνια δεν είναι της παρούσης να το συζητήσουμε. Ούτε μπορούμε να προβλέψουμε ποιοι από τους ξένους παίκτες θα εξελιχθούν στα χέρια του (Μπάλντγουιν;), ποιοι θα αποφασιστεί να συνεχίσουν και ποιοι όχι. Το μπάτζετ, η συγκυρία και η διαθεσιμότητα θα παίξουν πρωτεύοντες ρόλους και ο Μπαρτζώκας, όπως είχε τονίσει στην περσινή μας συνομιλία, τα λαβάνει αυτά υπόψη προτού επιλέξει, χωρίς να είναι ντε και καλά προσκολλημένος σε συγκεκριμένα είδη παικτών, πλην των pass first guards με καλό σουτ, άντε και των ψηλών που παίζουν με πρόσωπο και λίγο πιο έξω.
Περί τακτικής
Από την άλλη, εκείνο που σίγουρα με κάνει να αδημονώ, είναι η εκ νέου εφαρμογή της αγωνιστικής του φιλοσοφίας στο γήπεδο και δη στο παρκέ της ομάδας που υποστηρίζω. Πώς θα μπορούσε αυτή να περιγραφεί περιεκτικά; Με τρεις λέξεις λέξεις: Αμυνα, πάσα και αποστάσεις.
Οι τελευταίες επιτυχημένες ομάδες του κόουτς αμύνονταν από καλά (Χίμκι '18), εώς πολύ καλά (Ολυμπιακός, Κουμπάν), προστατεύοντας κυρίως τη ρακέτα και αποφεύγοντας τις αλλαγές στα μαρκαρίσματα. Ακόμη και η "μακριά" Λόκο των διάφορων ισοϋψών, περισσότερο περίμενε να διαβάσει τον αντίπαλο, να επιτεθεί στις μεταφορές της μπάλας και να παρακολουθήσει το τρίποντο, παρά να αλλάξει στα σκριν και να πιέσει. Μέσω αυτής της συνταγής, εμφανιζόμενης συχνά με τη μορφή της pack line defense (μη δίνετε σημασία, φιγούρα είναι), οι Ρώσοι παρουσίασαν τότε την δεύτερη πιο αποτελεσματική άμυνα της διοργάνωσης. Δεδομένα, ανάλογες προσεγγίσεις θα δούμε και στον Ολυμπιακό, όταν το ρόστερ σχηματοποιηθεί - από του χρόνου - σύμφωνα με τα δικά του θέλω.
Οι επιλογές των σουτ - shot selection
Πολύ περισσότερο ενδιαφέρον βέβαια, παρουσιάζει το κομμάτι της επίθεσης, εκεί που ανά τα χρόνια ο coach B. εξέλιξε την προσέγγιση του, δίνοντας τη μεγαλύτερη δυνατή έμφαση στην εκμετάλλευση των χώρων στο μισό γήπεδο και φυσικά στο τρίποντο. Δείτε παρακάτω έναν πολύ διαφωτιστικό πίνακα που ετοίμαστε ο Παναγιώτης.
Xρόνο με το χρόνο, καθώς ο Μπαρτζώκας προχωρούσε σε νέα εγχειρήματα, το ποσοστό των προσπαθειών για τρίποντα επί των συνολικών προσπαθειών εντός πεδιάς αυξανόταν, με εξαίρεση την ενδιάμεση (προβληματική) θητεία στη Μπαρτσελόνα. Ήδη από τη δεύτερη σεζόν στον Ολυμπιακό, εκεί όπου η φιλοσοφία του πέρασε για τα καλά στην ομάδα, το σύνολο του ανήκε στο τοπ-5 της σχετικής κατηγορίας (3 point attempt rate) στην Ευρωλίγκα, ενώ για τέσσερις συναπτές αγωνιστικές περιόδους οι ομάδες που προπόνησε κατετάγησαν είτε πρώτες, είτε δεύτερες στον τομέα. Κοινώς, ένα μπαρτζωκικό σύνολο συνηθίζει να σουτάρει από την περιφέρεια σαν πυροβόλο.
Δεν πρέπει παρόλα αυτά να βιαστούμε να χαρακτηρίσουμε τον τρόπο παιχνιδιού με τσιτάτα: Ούτε "pace and space" εφάρμοσε ποτέ σε ολότητα, ούτε προχώρησε σε σφιχτό εναγκαλισμό αυτού που συνηθίζουμε να ονομάζουμε "moneyball" - σουτ από μακρινή ή πολύ κοντινή απόσταση.
Σε ο,τι αφορά το πρώτο, οι ομάδες του αγωνίζονταν συνήθως σε μέσο ρυθμό, χωρίς να εκβιάζουν ντε και καλά το τρέξιμο μετά από κερδισμένη κατοχή και χωρίς να έχουν ως αυτοσκοπό την εξάντληση του αντιπάλου. Αντίθετα, ο κύριος στόχος ήταν και είναι η εύρεση των σωστών συνθηκών σουτ μέσω passing game, είτε με απλές δράσεις πικ εν ρολ (Κουμπάν, Χίμκι με τον Σβεντ), είτε με λίγο πιο σύνθετες, όπως (μεταξύ άλλων) εκείνες που παρουσίασε στη Μπαρτσελόνα. Πολλές φορές μάλιστα, η επίθεση λειτουργούσε τοποθετώντας απλώς τους παίκτες στις σωστές θέσεις και με ελεύθερη ροή.
Σε ο,τι αφορά το δεύτερο, το heatmap από την σεζόν στην Κουμπάν είναι χαρακτηριστικό και θα πρέπει να δεχτείτε το λόγο μου πως ανάλογη εικόνα παρουσιάζει και εκείνο της πρώτης - επιτυχημένης - θητείας στη Χίμκι.
Tα σαμαράκια κάτω αριστερά δίνουν μία πολύ ενδιαφέρουσα εικόνα. Ναι μεν τα τρίποντα κυριαρχούν, όμως τα δίποντα από κοντινή απόσταση είναι σχετικά λίγα. Ως μέτρο σύγκρισης για παράδειγμα, δείτε την αντίστοιχη εικόνα της Ρεάλ από την ίδια σεζόν, κατά την οποία οι Μαδριλένοι επιχειρούσαν περίπου τα ίδια τρίποντα με τους Ρώσους ανά ματς.
Όπως παρατηρείτε, οι προσπάθειες σε αυτή την απεικόνιση είναι μοιρασμένες πιο ισομερώς (sic). Η Λόκο του '16 βλέπετε, δεν πολυπατούσε ρακέτα, όπως το ίδιο συνέβαινε και με την Χίμκι του '18, στην οποία στη θέση του σέντερ αγωνίζονταν οι Τόμας Ρόμπινσον/Μάλκολμ Τόμας και στη θέση 4 ο Άντονι Γκιλ. Το βασικό κοινό χαρακτηριστικό των δύο αυτών συνόλων ήταν το παιχνίδι με πρόσωπο και η τοποθέτηση των ψηλών στην περίμετρο. Όχι λοιπόν moneyball, αλλά face up παιχνίδι, με προτίμηση στο σουτ από μακρινή απόσταση.
Αν θα έπρεπε να ξεχωρίσω έναν αγώνα, όπου η παραπάνω φιλοσοφία έφτασε στο απόγειο της αποτελεσματικότητας της, αυτός θα ήταν το game 5 μεταξύ Μπαρτσελόνα και Κουμπάν στην σειρά όνειρο των πλέι οφ του 2016. Εκεί οι Ρώσοι είχαν βρεθεί πίσω με 2-1, αλλά ισοφάρισαν κερδίζοντας την επόμενη αναμέτρηση στο Παλάου, με τον Άντονι Ράντολφ να οργιάζει. Πέτυχε 28 πόντους, εκ των οποίων οι 8 ήρθαν στην παράταση με τον τρόπο που βλέπετε: 5 out!
Πιθανώς τέτοια πράγματα να είναι περασμένα μεγαλεία, υπό την έννοια πως δεν είναι καθόλου εύκολο μία ομάδα να στελεχώνεται μονίμως με τον ιδανικό τρόπο. Πιθανώς στα επόμενα 2,5 χρόνια να δούμε από τον Μπαρτζώκα κάτι διαφορετικό, όπως άλλωστε έχουμε δει κατά καιρούς. Μπορεί ο Ολυμπιακός να τρέξει παραπάνω, μπορεί οι ψηλοί του να μην είναι βερσατάιλ (σόρι), μπορεί, μπορεί, μπορεί ... Κανένας προπονητής τοπ επιπέδου δεν είναι κολλημένος και το σύνηθες είναι να προσαρμόζεται, ανάλογα με τις περιστάσεις. Δεν θα απέκλεια ακόμη και να στελεχωθεί ο Ολυμπιακός με διαφορετικούς τρόπους, όμως ένα είναι το σίγουρο: Θα προσπαθήσει να παίξει άμυνα, να πασάρει κάμποσο και να σουτάρει καλά.
Ο δράκος
Φαίνεται φυσικά ως υπεραπλούστευση μετά από τόσες λέξεις, ομως δεν πρέπει να ξεχνάμε τις αντικειμενικές δυσκολίες, οι οποίες ούτε εξαφανίστηκαν ως διά μαγείας, ούτε επιτρέπουν την άμεση εφαρμογή οποιουδήποτε προπονητικού πλάνου. Σε ένα φανταστικό σκηνικό γεμάτο σουρεαλισμό, στην πρώτη συνέντευξη τύπου του πολύ καλού κόουτς θα εμφανιζόταν ως γκεστ σταρ ο Παναγιώτης Γιαννάκης, θα έπαιρνε το μικρόφωνο και θα πετούσε ένα "παιδιά, ήρθε τώρα εδώ ο coach B., όμως θα πρέπει να έχετε όλοι υπομονή. Καλό βραδάκι".
Καλά θα τα έλεγε ο ντράγκον. Η ανηφόρα μπροστά είναι μεγάλη και δεν συνίσταται για ανυπόμονους, ούτε για ονειροπόλους των φάιναλ φορ. Προσωπικά, να πω την αλήθεια, ελάχιστα με απασχολούν τέτοια εφήμερα, σε σχέση με την ύπαρξη μακροπρόθεσμης προοπτικής. Η προσληψη του Γιώργου Μπαρτζώκα δεν είναι ικανή από μόνη της να την επαναφέρει, όμως αποτελεί ένα εξαιρετικό πρώτο βήμα. Εξίσου σημαντικό με αυτό, είναι πως στον πάγκο της ομάδας θα κάθεται πλέον - και ξανά - ένας ωραίος τύπος.