Δευτέρα, 30 Μαρτίου 2020 17:17

Η μέρα που έπεσαν τα κοτόπουλα μπροστά στον Ναόκι

Από :

"Εμείς στη Δύση ζούμε σε ειρηνικές και καλοσχεδιασμένες κοινωνίες, που όμως περιέχουν μία δομική βία, στην οποία ως ένα βαθμό έχουμε συνηθίσει, δηλαδή έχουμε συνηθίσει στην ασυνείδητη κοινωνική ανισότητα, στην ταπεινωτική διάκριση, στην εξαθλίωση και στην περιθωριοποίηση." 

"Τεχνικά μιλώντας, καθώς οι περίπλοκές κοινωνίες μας είναι ευάλωτες σε παρεμβάσεις και ατυχήματα, σίγουρα προσφέρουν ιδανικές ευκαιρίες για έγκαιρες διακοπές των κανονικών δραστηριοτήτων. Αυτές οι διακοπές, με ελάχιστο κόστος, μπορούν να καταλήξουν σε σημαντικές καταστροφικές συνέπειες".

Ο Γιούργκεν Χάμπερμας έγραψε τα παραπάνω λίγες εβδομάδες μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Σωστότερα, τα δήλωσε σε συνέντευξη του στην καθηγήτρια του Vassar College Τζιοβάνα Μποραντόρι, συνέντευξη η οποία αργότερα μετουσιώθηκε σε βιβλίο με τίτλο "Η Φιλοσοφία σε μία εποχή Τρόμου"1. Μαζί με τον Χάμπερμας, στην ίδια έκδοση συμμετείχε και ο Ζακ Ντεριντά, σε μία ομολογουμένως δυσεύρετη "αντίστιξη" απόψεων μεταξύ δύο ιερών τεράτων της σύγχρονης πολιτικής φιλοσοφίας.

Πάει αυτό όμως, τώρα θα σας γράψω για την γιαγιά μου, για τον Γιαπωνέζο φίλο μου Ναόκι και για την ημέρα που εκείνος άνοιξε την πόρτα της κατάψυξης του πατρικού μου και είδε έκπληκτος να γλιστράνε από μέσα έξι κοτόπουλα, προηγουμένως στοιβαγμένα ασφυκτικά. Τον κρότο των παγωμένων πτηνών στο πάτωμα ακολούθησε ένα μεγαλοπρεπές "γουάτ δε ... ", μαζί με τις απαραίτητες εξηγήσεις. Την ημερομηνία και την στιγμή τις θυμάμαι ολοκάθαρα. Το περιστατικό συνέβη στο ημίχρονο του ημιτελικού ΗΠΑ-Ελλάδα 95-101 για το μουντομπάσκετ της Ιαπωνίας, την πρώτη Σεπτεμβρίου του 2006. Ήμουν 26 στα 27 και ο φίλος μου τρία χρόνια μεγαλύτερος. 

Ο Ναόκι και εγώ είχαμε γνωριστεί στο Ντιτρόιτ τρία χρόνια νωρίτερα. Ήμασταν συνάδελφοι βοηθοί καθηγητές και συμμαθητές στις μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές. Σε εκείνο το διάστημα είχαμε περάσει ώρες ατελείωτες συζητώντας, διαβάζοντας και πίνοντας κρασάκια μαζί με διάφορους και διάφορες και τελικά καταλήξαμε σε μία περίεργη, βαθειά φιλία. Το "περίεργη" πηγαίνει στο ότι είναι μάλλον ο πιο διαφορετικός (από μένα) φίλος που έχω, σε σημείο που πολλές φορές τον βλέπω σαν εξωγήινο. Δεν έχω ακόμη αποκλείσει την πιθανότητα όντως να είναι, όμως κλίνω μάλλον περισσότερο στην εκδοχή ότι δεν κατέχει κοινωνικές δεξιότητες δυτικού τύπου, ούτε την παραμικρή όρεξη να τις αποκτήσει. Το περισσότερο που κατάφερα ήταν να τον κάνω μέλος του Ολυμπιακού επί Κόκκαλη. Το ωφελιμότερο που πέτυχα δε, ήταν να αρμέξω από μέσα του μέχρι και την τελευταία ικμάδα γνώσης, όπως και μερικά δωρεάν μαθήματα για τον σεβασμό απέναντι στον 'Αλλον, την 'Αλλην ή τα Άλλ@ τέλος πάντων. Έτσι είναι οι κουλ τύποι, ασχολούνται ελάχιστα με τον εαυτό τους στην συμπεριφορά - εννοώ εκείνον.

Τη γιαγιά μου την Πόπη πάλι, δεν την γνώρισα ποτέ, διότι την ήξερα. Πέρασα τα σχολικά χρόνια σε ένα τυπικό οικογενειακό μεσοαστικό σπίτι των προαστίων, όπου οι πόρτες μεταξύ των διαμερισμάτων υπήρχαν απλώς για να κρατούν κάποια προσχήματα, διότι κατά τα λοιπά οι οκτώ που συμβιώναμε μπαινοβγαίναμε από τη μία οικία στην άλλη όποτε θέλαμε, απλώς χτυπώντας και χωρίς να περιμένουμε απόκριση. Μόνη εξαίρεση αποτελούσε το δίωρο του απογευματινού ύπνου, αλλά τον υπόλοιπο χρόνο μεγαλώναμε όλοι παρέα, ανεξαρτήτως ηλικίας, μιας και οι μεγάλοι μεγαλώνουν κι αυτοί. Πού καιρός να γνωρίσεις τον άλλον. Το ότι η γιαγιά έβαφε τα μαλλιά της πορτοκαλί και μαγείρευε θεσπέσια, ήταν μάλλον αρκετό ...

Το σπίτι είχε μεγάλη πίσω αυλή, στην οποία εκείνη είχε διαμορφώσει έναν χώρο κατάλληλα, ώστε να μπορεί να φιλοξενεί κότες. Ακούγεται λες και οι κότες ταξίδευαν ανά τον κόσμο και εμείς τους προσφέραμε απλώς ένα κατάλυμα αν έτυχε να βρίσκονται στην περιοχή, αλλά το ορκίζομαι πως σε μία φάση συνέβαινε έτσι ακριβώς. Και όχι μόνο με τις κότες, αλλά και με τις πάπιες και τις φραγκόκοτες, οι οποίες είναι αδύνατο να περιοριστούν σε κοτέτσι, αν εκείνο δεν έχει ταβάνι. Οι φραγκόκοτες πετάνε και πολύ συχνά τα απογεύματα, όταν το σπίτι διήγαγε περιόδους ασυνήθιστης ησυχίας, ανέβαιναν στα μπαλκόνια και έκρωζαν με φωνή απεχθέστερη του Μιλτιάδη Πασχαλίδη, κάτι που κανονικά δε γίνεται.

Δεν θα έπρεπε ίσως να το γράφω στην εποχή μας, όμως σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις που η κατάσταση στο κοτέτσι έφτανε στο απροχώρητο, η γιαγιά μου καλούσε μία φίλη της από τη Βόρεια Ήπειρο, με το ίδιο όνομα και με τον διπλάσιο όγκο. Η κυρία Πόπη είχε μεγάλη εμπειρία στη διαχείριση κρίσεων και μέσα σε λίγα λεπτά μπορούσε να μειώσει δραστικά των πληθυσμό των πτηνών με μαεστρία, μέσω μίας διαδικασίας στην οποία δεν θέλησε ποτέ κανένας στο σπίτι να παρευρεθεί. Οι δυο τους απλώς επέστρεφαν θριαμβευτικά, ανακοινώνοντας τι θα μπει στο τραπέζι μας τις επόμενες ημέρες. Βάρβαρο ξεβάρβαρο, δεν το επέλεξα και επίσης η γιαγιά μου ήταν ένας αληθινά καταπληκτικός άνθρωπος, με ένα μόνιμο χαμόγελο και μαλακή καρδιά από τις εμπειρίες των διωγμών της Πόλης.

Όπως και να χει, μετά από τρεισήμιση χρόνια διαμονής στο Ντιτρόιτ, η εσπευσμένη επιστροφή στο περιβάλλον του πατρικού μου αποτέλεσε αρχικά ένα κάποιο πολιτισμικό σοκ. Δεν είχα επιλογές όμως, καθώς η κατάθλιψη με κατέκτησε και η φαρμακευτική αγωγή εν μέσω οικείου χώρου ήταν προτιμότερη. Επίσης, δεν έβρισκα λόγο να βιαστώ για το επόμενο βήμα. Από ένα σημείο και έπειτα μάλιστα, ξανασυνήθισα και ήμουν χαρούμενος, όμως φανταστείτε πως αν για μένα η επανένωση με άλλα πεντε άτομα (ο αδερφός και ο παππούς μου είχαν φύγει προς διαφορετικές κατευθύνσεις) συνιστούσε ένα μίνι ταρακούνημα, τι θα ήταν για τον Ναόκι μία δεκαήμερη μετοίκιση εκεί ως φιλοξενούμενος.

Ο φίλος μου είχε παραμείνει στις ΗΠΑ για να συνεχίσει το διδακτορικό και για τις καλοκαιρινές του διακοπές επέλεξε την Ελλάδα και το σπίτι μου, μαζί με δυο νησιά, για τα οποία μαζευτήκαμε μεγάλη παρέα. Βρεθήκαμε αρχικά σε αυτά και όταν γυρίσαμε, ο αδερφός μου επισκεπτόταν προσωρινά το διώροφο και η γιαγιά μου γνώρισε τον πρώτο Γιαπωνέζο στη ζωή της.

Ένα κοινό που μοιραζόμουν μαζί της ήταν πως τον έβλεπε κι εκείνη σαν εξωγήινο, αν και για διαφορετικούς λόγους, όπως η ανεξήγητη προτίμηση στο ρυζί ατμού. Τα ελάχιστα αγγλικά της δεν βοηθούσαν στο γεφύρωμα του χάσματος, όμως η ανιδιοτέλεια της, το γελαστό της πρόσωπο και ο απαράμιλλος σεβασμός του Ναόκι προς τους ανθρώπους, δημιούργησαν μεταξύ τους ένα πρωτόγνωρο, καταπληκτικό επικοινωνιακό περιβάλλον. Όταν συννενοούνταν γύρω από το τραπέζι του γεύματος, χάζευα.

Η γιαγιά έδειχνε την κατσαρόλα πάνω στην κουζίνα.

- Γιου γουόντ;

- First I finish, then maybe, thank you.

- Ιφ γιου γουόντ μορ, δερ ιζ.

- Thank you, yes please.

- Πω πω Γιώργο αυτός τόσο λεπτός είναι, πόσο τρώει;

Γελούσα. Ο Ναόκι με έβλεπε, γελούσε κι αυτός.

Η γιαγιά μας έβλεπε, γελούσε περισσότερο.

Γελούσαν όλοι, ο αδερφός μου έπιανε το κεφάλι του, τώρα το λέμε φέισπαλμ.

Mετά τις πρώτες μέρες οι δυο τους είχαν ήδη αναπτύξει μία αληθινά ιδιαίτερη σχέση. Ο Ναόκι τηρούσε πάντα τις αποστάσεις της (ιαπωνικής;) κουλτούρας του, εκείνη του έριχνε μισό άγγιγμα όταν έβλεπε να ευχαριστιέται το φαγητό της. Αν δεν βρισκόμασταν γύρω από το τραπέζι, η αλληλεπίδραση τους περιοριζόταν σε καλημέρες, καληνύχτες, χαμόγελα και νεύματα. Παρόλα αυτά ήταν συχνή, λες και ήθελαν να συναντιούνται σε τυχαία μέρη, στα οποία φαινομενικά δεν υπήρχε κανένας λόγος να βρίσκονται ταυτόχρονα. Έτσι, όταν  η συγκυρία του ημιχρόνου του ημιτελικού επιτέλους απαίτησε για πρώτη φορά μία ολοκληρωμένη ανταλλαγή λόγου, τότε τα πήγαν αληθινά περίφημα, έστω κι αν χρειάστηκε κάπως να βοηθήσω.

Για να οδηγηθούμε στην περίσταση έπαιξαν ρόλο οι διεθνείς εξελίξεις. Το χειμώνα που υποδέχτηκε το 2006, η γρίπη των πτηνών, ή αλλιώς ο ιός Η5Ν1, βρέθηκε σε έξαρση, η οποία στην γειτονική Τουρκία πήρε σημαντικές διαστάσεις στα πουλερικά, προκαλώντας επιπλέον τον πρώτο επίσημα καταγγεγραμμένο θάνατο από τέτοια αιτία στη γειτονική χώρα. Στην Ελλάδα, τρία κρούσματα σε κύκνους στους Νέους Επιβάτες Θεσσαλονίκης θορύβησαν την επικράτεια, η οποία είχε προηγουμένως απασχοληθεί και με το μυστήριο του ταυτόχρονου θανάτου 50 κοτόπουλων στα Τρίκαλα. Η άνοιξη έφερε περαιτέρω ανησυχία, καθώς τα αποδημητικά πουλιά θεωρείται πως μεταφέρουν τον ιό και το συγκεκριμένο θέμα έλαβε κάμποση δημοσιότητα, την μεγαλύτερη μέχρι τότε στη χώρα. Διεξήχθησαν μάλιστα έλεγχοι σε πτηνά σε πρωτοφανές πλήθος.

Πολύ λογικά, η γιαγιά μου είχε θορυβηθεί, το ίδιο και η μητέρα μου. Παρότι το κοτέτσι είχε αφεθεί στιβαρά στην αναπόδραστη εντροπία, σε εκείνο κατοικούσαν ακόμη 20 κότες, οι οποίες θεωρητικά θα μπορούσαν να έρθουν σε επαφή με κάποιο μολυσμένο πουλί. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε τα άτομα που τις φρόντιζαν, θα βρίσκονταν και εκείνα εκτεθειμένα. Έτσι ο προβληματισμός στο σπίτι διογκωνόταν καθημερινά, άλλο που δεν το κατάλαβα μέχρι την ημέρα της απόφασης: "Θα φωνάξω αύριο την Πόπη".

Την επόμενη, οι δύο καταψύξεις είχαν γεμίσει με κοτόπουλα, παρόλα αυτά οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έχασαν τη ζωή τους μάλλον μας έκοψαν την όρεξη, με αποτέλεσμα ελάχιστα από αυτά να πάρουν το δρόμο προς το τραπέζι μέχρι την πρώτη του φθινοπώρου.

Κάποια από όσα συνέβησαν εκείνη την ημερομηνία τα γνωρίζει πολύς κόσμος. Σε ένα ανεπανάληπτο βράδυ/μεσημέρι για το ελληνικό μπάσκετ, η εθνική κέρδισε τις ΗΠΑ του Λεμπρόν Τζέιμς, του Ντουέιν Γουέιντ και του Καρμέλο Άντονι με 101-95, γράφοντας την τέταρτη νίκη-ορόσημο στην πρόσφατη ιστορία της. Στην αρχή του παιχνιδιού οι Αμερικάνοι έδειχναν πως θα επικρατήσουν σχετικά άνετα, όμως ένα τρομερό δεύτερο δεκάλεπτο από τον Σοφοκλή Σχορτσιανίτη και τον Θοδωρή Παπαλουκά ανέτρεψε άρδην τα δεδομένα. Στο ημίχρονο η εθνική πήγε στα αποδυτήρια μπροστά με 45-41 και μέσα στο σπίτι ο κακός χαμός εναλλασσόταν με δαγκώματα στα χείλη και απορημένα βλέμματα.

Δεν είχαμε μαζευτεί και λίγοι. Είχα καλέσει φίλους και σε μία σπάνια μάζωξη βλέπαμε το ματς άνθρωποι από τρεις γενιές. Τέτοιες αναμνήσεις είχα μόνο από το '87 και καθώς το παιχνίδι ολοκλήρωσε το πρώτο μισό, η επανάληψη του έργου έμοιαζε δυνατή. Ξεφύσηξα ανακουφισμένος για το διάλειμμα στην αγωνία, ξεφύσηξαν όλοι και ο Ναόκι πήγε στην κουζίνα να φτιάξει φρέντο καπουτσίνο. Μόνος του. Άνοιξε την κατάψυξη για να βγάλει πάγο και από μέσα πετάχτηκαν τα στοιβαγμένα κοτόπουλα.

Η γιαγιά μου άκουσε τον ήχο και κατάλαβε αμέσως. Την ακολούθησα στην κουζίνα και τον βρήκαμε με ένα ποτήρι στο χέρι, να στέκεται απορημένος μπροστά από τo ψυγείο και να κοιτάζει τα πόδια του. Γύρω τους υπήρχαν τέσσερα πουλιά, ενώ άλλα δύο είχαν γλιστρήσει κάπως μακρύτερα, κοντά σε μία μικρή μπαλκονόπορτα.

(G=Giorgos B. Γ=Γιαγιά, Ν=Ναόκι)

Γ: Αααααααα, δε τσίκεν! Οκ.

Ν: I'm sorry, I didn't imagine. Sorry.

Γ: Αχαχα, Ναόκι, δεν πειράζει (χαμόγελο).

Ν: Why do you have so many in your fridge?

Γ: Mπικόζ δεϊ αρ σικ.

Ν: Oh, sick?

Γ: Γες, δε γκρίπι, φορ μπερντς. Γιώργο πώς να το πώ;

G: Well, she was afraid they would get sick from the bird flu, so she decided to just wipe them out. We used to keep them in the back yard.

N: Οh, I see. Good job!

Γ: Θένκιου. Νεξτ γίαρ γουί χεβ μορ. Πες του ότι δεν μπορούσα να τις προστατέψω. Θα πάρω άλλες όταν περάσει η γρίπη.

Δεν του το είπα γιατί μας διέκοψαν. Η γιαγιά όμως δεν ξαναπήρε κότες. Τα επόμενα δύο χρόνια το κοτέτσι έμεινε αδειανό, ως είχε, και αργότερα ενσωματώθηκε στην πίσω αυλή με κάποιες στοιχειώδεις εργασίες. Μία αγαπημένη ασχολία λιγότερη ή σωστότερα, μία συνήθεια που αντικαταστάθηκε από άλλες.

Θυμήθηκα αυτή την ιστορία, διότι πριν από μερικές μέρες έλαβα ένα μέιλ από τον Ναόκι. Θέλει λέει να μας επισκεφτεί για τρεις ημέρες στο τέλος Ιουλίου, καθώς δίνει μία διάλεξη στη Λισαβόνα. Έχω να τον δω περίπου τρία χρόνια και πρόκειται για ιδανική εποχή. Η γιαγιά η Πόπη δεν θα είναι φυσικά τριγύρω και οι δίδυμες θα τον βλέπουν σαν εξωγήινο.

Σημειώσεις

1. Philosophy in a time of terror: Dialogues with Jurgen Habermas and Jacques Derrida. G Borradori. University of Chicago Press, 2013.

 

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « H δύσκολη μετάβαση του Χένρι Μαντ μαξ »

Basketballguru.gr 2018 All righs reserved.      Designed and Developed by Web Rely