Αποφάσισα να το πάω «γκρουπ και, εχμ, ποτό» και έτσι όταν ο φίλος ανέβηκε στη σκηνή, είχα φτάσει ακριβώς στο σημείο του έπρεπε. Λίγο μετά την πρώτη παρασπονδία όμως (νο 4), αποφάσισα να αράξω λίγο πιο πίσω, στον υπερωψυμένο χώρο κοντά στο μπαρ , παρατηρώντας ήσυχα τον χορογραφικό συγχρονισμό μουσικών, νέφους και φωτισμών, μία ασχολία πάντα ενδιαφέρουσα.
Κάπου προς το τέλος της συναυλίας και ενώ η μπάντα είχε καταφέρει να πιάσει την δική της λίμπιντο, μπήκε στο μαγαζί ένα τεράστιο χταπόδι. Κατέβηκε τις σκάλες από τα δεξιά όπως στεκόμουν, πέρασε πρώτα τα πλοκάμια του από την στενή πόρτα και αμέσως μετά το – ασφυκτικά σφηνωμένο - σώμα. Σύρθηκε γύρω από την κολόνα στο πλάι, αφήνοντας πίσω του ένα αηδιαστικό, υγρό ίχνος και σιγά σιγά κατευθύνθηκε προς την σκηνή.
Κανείς δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα μαζί του. Ανέβηκε επάνω στο ξύλινο ντεκ ακριβώς σε μια φάση που τα φώτα είχαν γίνει μπλε και οι καπνοί φαίνονταν περισσότερο, ανασηκώθηκε λίγο και άρχισε να καταβροχθίζει έναν έναν τους μουσικούς, που συνέχιζαν να παίζουν απερίσπαστοι.
Πρώτα εγκλώβισε στα πλοκάμια του τον μπασίστα. Τον τύλιξε σφιχτά και σχεδόν τον ξεφορτώθηκε μέσα στο στόμα. Κατόπι έγινε μεζές ο κιθαρίστας, ύστερα ο frontman, μετά τα ντραμς και τέλος τα πλήκτρα. Οι ήχοι έσβηναν διαδοχικά μέσα στην κοιλιά του κτήνους, μέχρι που έμεινε μόνο το φλάουτο της Μαρίας, μαζί με την Μαρία και το διαρκώς λικνιζόμενο κοινό. Οι θεατές συνέχιζαν αμέριμνοι τον χορό τους και τον συνέχισαν για ακόμη δυο λεπτά, όσο το χταπόδι χώνευε και σκεφτόταν την τελευταία του κίνηση. Τελικά, ακόμη κι όταν η Μαρία, μαζί και το φλάουτο, κατέληξαν από κοινού στο υγρό του στομάχι, κανείς δεν σταμάτησε να χορεύει.
Τρόμαξα αληθινά και έτρεξα προς την πόρτα, μαζί με άλλους τρεις τέσσερις – οι ερωτευμένοι πάντα ξεφεύγουν. Ακόμη κι έτσι βέβαια, στριμωχτήκαμε όλοι μαζί προσωρινά στην πόρτα και για μια στιγμή πίστεψα ότι το χταπόδι θα μας προλάβει, όμως εκείνο δεν ενδιαφερόταν πλέον για άλλο φαγητό.
Ευτυχώς είχα παρκάρει ακριβώς απ’έξω, διότι για κάποιο λόγο κανείς δεν εμπιστεύεται πλέον τα Εξάρχεια. Μπήκα στο αμάξι λαχανιασμένος και έστριψα δεξιά προς Μπενάκη. Καθώς ξεμάκραινα, είδα στον καθρέφτη το τέρας να κατευθύνεται νωχελικά προς την αντίθετη κατεύθυνση και να χάνεται σε μια στροφή του δρόμου. Το σώμα κάπως ηρέμησε, τα μάτια έκλεισαν στο μισό και άναψα ένα από τα αγαπημένα μου μάλμπορο, την πιο ευχάριστη αφορμή που έχω να πηγαίνω τακτικά στον καρδιολόγο, να μου λέει πως δεν έχω τίποτα και να συνεχίζω να ζω την ζωή μου ακάθεκτος, στο ίδιο μοτίβο.
Παρόλα αυτά το πνεύμα δεν είχε ακόμη ησυχάσει, κι έτσι όταν έφτασα σπίτι έπλυνα τα δόντια γρήγορα και χώθηκα κάτω από τα σκεπάσματα μαζί με το κινητό, για να μπω επιτέλους στον αληθινό κόσμο του τουίτερ και να ξεφύγω οριστικά από αυτόν τον τρόμο. Ήταν σχετικά εύκολο. Τα πολιτικά ακάουντς τέτοιες ώρες κοιμούνται και έτσι η οθόνη είχε γεμίσει από τα αρχίδια του Μάριο Χεζόνια, τα οποία ο Γιάννης Αντετοκούνμπο υποσχέθηκε πως θα χτυπήσει, την επόμενη φορά που θα τα δει να περνάνε από πάνω του. Παρατήρησα για λίγη ώρα τις εξελίξεις γύρω από το θέμα και κοιμήθηκα επιτέλους σαν άνθρωπος που είχε γλιτώσει από ένα τεράστιο χταπόδι.
Το επόμενο πρωί τα αρχίδια του Μάριο Χεζόνια συνέχισαν να κυριαρχούν. Η κουβέντα είχε ανάψει για τα καλά, με τις κρίσεις γύρω από το χρυσό παιδί του ελληνικού μπάσκετ να δίνουν και να παίρνουν. Σε κάθε περίπτωση, όποιες κι αν ήταν αυτές, το συμπέρασμα ήταν πως ο Κροάτης αντiσταρ, σε σχέση με τον δικό μας, είχε σαφώς μικρότερη αξία. Είτε έκανε καλά ο Γιάννης που απάντησε, είτε δεν έκανε, είτε θα έπρεπε να απαντήσει στο γήπεδο, είτε δεν έπρεπε, η συζήτηση περιστρεφόταν κυρίως γύρω από εκείνον. Οι κρίσεις γύρω από τον Χεζόνια έλειπαν από την κουβέντα σχεδόν τελείως, διότι σημασία είχε πώς θα αντιδρούσε σε αυτή την περίπτωση ένας από τους καλύτερους παίκτες του κόσμου, ο οποίος κατά δήλωση του αποτελεί «πρότυπο για τα παιδιά», κάτι που όσο να ναι ουδείς είναι πρόθυμος να αμφισβητήσει. Ακόμη και η όποια περίεργη/κακή/αντιαθλητική συμπεριφορά, παρουσιάζεται περισσότερο ως απόκλιση από αυτή την εικόνα, παρά ως μία έκφανση μιας ανεξάρτητης αθλητικής προσωπικότητας.
Η αλήθεια είναι πως το δεύτερο θα ήταν κάπως επικίνδυνο. Αν ο Αντετοκούνμπο δεν σχετιζόταν με πρότυπα και λοιπές αηδίες, τότε θα μπορούσε να είναι τα πάντα, μέχρι και ένα αρχίδι από μόνος του, για όποιον/όποιαν τέλος πάντων επιθυμεί να τον χαρακτηρίσει έτσι. Προσωπικά μου είναι τελείως αδιάφορο. Περισσότερο με απασχολεί, να πω την αλήθεια, πως ο χορός συνεχίζεται.
Σε ένα ικανό μέγεθος, το κοινό του καλύτερου Έλληνα μπασκετμπολίστα έχει μπει στο παιχνίδι με προαποφασισμένη την άποψη για τους ρόλους που οφείλει να επιτελεί, έχει έρθει για την συναυλία. Ακόμη και αν ο αθλητής-σύμβολο υποπέσει σε ένα σωρό ατοπήματα, η προσδοκία είναι πως αργά ή γρήγορα θα επανακαταλάβει την ημιθεϊκή του υπόσταση. Δεν είναι περίεργο. Η διαρκής έμφαση στις πράξεις του ενός, η αδυναμία απόδρασης από την λογική των προσωποποιημένων προτύπων και η απαίτηση μιας σημειολογίας από τους αθλητές, αποτελούν την ευθεία αντιστοιχία της ανάθεσης τoυ σχηματισμού της ηθικής σε εκπροσώπους. Η συμμετοχή περιορίζεται στην θέαση, στην προβολή του προσωπικού κώδικα επάνω στο σώμα του Άλλου και στην αποστασιοποιημένη κριτική.
Περίπου έτσι συμβαίνει και σε άλλους τομείς του βίου, του οποίου το μπάσκετ αποτελεί ένα μικρό, αναπόσπαστο μέρος. Οι πρωταγωνιστές της κάθε ιστορίας επιτελούν ρόλους, οι οποίοι με την σειρά τους είναι μπολιασμένοι με καθημερινή ηθική, ακολουθώντας παράλληλα τους κανόνες του θεάματος. Η σφαίρα εξοστρακίστηκε, το γκέι πρεζάκι λήστεψε, το φόρεμα προκάλεσε τον στερημένο άντρα.
Συζητώντας αργότερα με τον πάντα διορατικό Λεό, κατέληξα πως αν το παραπάνω σχήμα γινόταν ταινία, πιθανώς να έμοιαζε με μία μικρού μήκους της ανοιχτής συνέλευσης εργαζομένων στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, «Διακόπτες», από το 2012. Ονομάζεται "Aνώνυμος" και σε αυτήν το χταπόδι κοίτεται ανυπεράσπιστο και σχεδόν νεκρό, καταμεσής του δρόμου. Αν μπορείτε, δείτε την μέχρι το τέλος.
Το θέαμα του κοινού στο ΑΝ πριν λίγες μέρες ήταν αληθινά τρομακτικό, πιθανώς δεν υπήρχε καμία άλλη επιλογή από το να επιδιώξει κάποιος/α να ξεφύγει. Oσο να ναι, μία τέτοια αντίδραση αποτελούσε παράλληλα και μια απόλυτα δίκαιη λύση.
Υπήρξαν όμως δυο που έμειναν, χωρίς να χορεύουν. Μία κοπέλα έσκισε ένα πλοκάμι με ένα σπασμένο γυαλί, ένας τύπος πέταξε από μακριά ένα μπουκάλι τζιν, χωρίς το τόνικ. Το παρατήρησα, κι ας ήμουν τρομαγμένος, διότι την μάρκα του ποτού σου την ξεχωρίζεις και στην ομίχλη. Το χταπόδι πάντως δεν κατάλαβε τίποτα και έτσι σήμερα 6 Δεκεμβρίου ή και αυριο 7, είναι μια καλή μέρα για να σταματήσει ο χορός.