"Για να βάζεις σωστά καλάθια, πρέπει να κάνεις την κόμπρα", θυμάται πως της έλεγε ο πατέρας της η 'Ελλη Μπιλέκ-Ψαθά, κάνοντας χαρακτηριστικά την κίνηση μπροστά στις δύο κόρες του, στα λίγα πράγματα που τους εξηγούσε για την δουλειά του κατά την παραμονή τους στο Bad Kreuznach, στην διάρκεια των δεκαετιών '60 και '70. Ο Γιάκοβος Μπιλέκ άφησε την Κωσνταντινούπολη το 1962 , προκειμένου να δεχτεί την θέση του ομοσπονδιακού προπονητή της εθνικής Γερμανίας, στην οποία και έμεινε 8 χρόνια, μέχρι την μετάθεση του σε άλλα πόστα μέσα στην Γερμανική ομοσπονδία μέχρι το 1982. Για 20 ολόκληρα έτη εργάστηκε σκληρά επάνω στην διάδοση του σπορ , σε μια χώρα που δεν ήξερε τότε - που λέει ο λόγος - να προφέρει καλά καλά την λέξη "μπάσκετ". Στο τέλος της θητείας του, η Γερμανία δεν είχε γίνει ακριβώς υπερδύναμη, αλλά είχε πλέον αναπτύξει τις απαραίτητες δομές τόσο για να παράγει ταλέντο, όσο και για να συμμετέχει αξιοπρεπώς και σε συνέχεια στις διεθνείς διοργανώσεις. Η εφημερίδα Hurriyet, διόλου τυχαία, είχε αναφερθεί στο 1962 ως "γενέθλιο έτος" για το Γερμανικό μπάσκετ, ακριβώς διότι "ο Ρωμιός" από την Τουρκία έπιασε τότε δουλειά εκεί.
Για κάθε γενέθλια όμως, το γνωρίζετε πολλοί, χρειάζεται προετοιμασία. Η Γερμανική ομοσπονδία δεν έκανε τότε πρόταση σε έναν καλό προπονητή. Ένας καλός προπονητής απλώς δεν θα αρκούσε. Ο τότε προέδρος της, Χανς Γιόαχιμ Χέφιγκ, αναζητούσε μια προσωπικότητα με ευρύτερη κατάρτιση , η οποία θα ήταν ικανή να "πυροδοτήσει ένα μπασκετικό κίνημα" σε όλη την επικράτεια και να αναμορφώσει πλήρως το εγχώριο τοπίο του αθλήματος, με ορίζοντα τους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1972 στο Μόναχο. Και ο Μπιλέκ το κατάφερε, διότι σύμφωνα με την Basketball Bund ήταν αυτό ακριβώς: ένας κοσμοπολίτης στην θεώρηση του για τον κόσμο , με γνώση πολλών γλωσσών, αμέτρητες διεθνείς επαφες και παροιμιώδη αφοσίωση στο μπάσκετ των μικρών ηλικιών.
Αθλητική δράση στην Τουρκία
Όταν ο πατέρας μου μού πρωτοανέφερε το όνομα, θεώρησα πως επρόκειτο για άλλον έναν από εκείνους τους μικρούς ήρωες των διηγήσεων του, όταν η μνήμη ξαφνικά τινάζεται και πηγαίνει πίσω στα χρόνια της Πόλης. Oι σύλλογοι των Ελλήνων δεν είχαν να επιδείξουν τις διακρίσεις των μεγάλων τουρκικών κλαμπ, ήταν εντούτοις μία πηγή παραγωγής αθλητών , από την οποία ξεκινούσε και απλωνόταν ένα ποτάμι αθλητικών παραμυθιών, που μέχρι την απόληξη του γέμιζε ολοένα και από καινούριες προσθέσεις. Κανένας αθλητής δεν ήταν αμιγώς επαγγελματίας την περίοδο εκείνη, και έτσι το νερό παρέσερνε από τις όχθες καθημερινές, παράλληλες ιστορίες . Το πλάτος της κοίτης έτσι διερυνόταν, αλλά όπως ψυχαναστικά μου υπαγόρευε πάντα ο σνομπισμός του ηλικιακού χάσματος, έτσι και τώρα είχα τις "λογικές" μου αμφιβολίες.
"Ασε μας ρε πατέρα" , ήταν η προβλέψιμη αντίδραση. Με μια πρωτη ματιά στα οικογενειακά αθλητικά κιτάπια, ο Μπιλέκ δεν έμοιαζε με τίποτε άλλο παρά έναν καλό αθλητή του Kurtulus, του αθλητικού ομίλου των Ταταούλων (Ταταύλα), που είχε αρχικά την ονομασία Ηρακλής και αποτέλεσε κοιτίδα του ελληνικού αθλητισμού της Πόλης. Όμως σιγά σιγά, το κάδρο άρχισε να ανοίγει.
Η αρχική" αναφορά που βρήκα ήταν στο βιβλίο των Γ. Καλφόπουλου - Β. Σουβατζόγλου, "Αθλητική Δράση των Ρωμηών της Πόλης" (1979, φωτό παρακάτω από εκεί), όπου εμφανίζεται ως μέλος στην σύνθεση της ομάδας που κατέκτησε το πρωτάθλημα Ινστανμπούλ1 το 1940 και το 1941.
Συνέχισε να αγωνίζεται εκεί για πολλά χρόνια, υπηρετώντας τον σύλλογο αργότερα από προπονητικά και διοικητικά πόστα μέχρι την μετακόμιση στην Γερμανία. Παράλληλα, επέκτεινε πλέον τις δραστηριότητες του σε και σε άλλους τομείς του μπάσκετ, από την διαιτησία μέχρι την αθλητικογραφία. Ο Μπιλέκ, ως μαθητής αρχικά του Γαλλικού Ιησουητικού σχολείου, ως απόφοιτος της Γερμανικής σχολής λυκείου και ως σπουδαστής Νομικής στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, μιλούσε συνολικά 6 γλώσσες και συνδύαζε την μόρφωση με μία οικογενειακή παιδεία , η οποία δεν είχε θρέψει την καρδιά με μίσος, αλλά με κατανόηση για τα αίτια των κοινωνικών και φυλετικών διαχωρισμών. Ως Τούρκος, εξάλλου, κατέγραψε 8 συμμετοχές με την εθνική αναμεσα στο 1946 και το 1948, με δύο από αυτές να έρχονται σε δυο ιστορικά παιχνίδια. Το ένα από αυτά ήταν και η πρώτη έξοδος της εθνικής ομάδας μπάσκετ της Τουρκίας μεταπολεμικά, για αγώνα με την εθνική Ελλάδος , στις 3 Νοεμβρίου του 1946. H ρεβάνς έγινε τον Μάρτιο του 1947, με τις ομάδες να μοιράζονται τις νίκες, η μία στην έδρα της άλλης.
Η εθνικη Τουρκιας στην Ακρόπολη, πριν από το διεθνές φιλικό του 1946. Στην λεζάντα αναφέρεται "Πέραν των συνόρων". Φωτογραφία από το βιβλίο "Turgut Atakol, Sporun Efendisi", του Oygur Yamak
Ομολογώ πως μικρός μου ήταν δύσκολο να κατανοήσω στιγμιότυπα όπως το παραπάνω, όταν στο υπόγειο έβρισκα φωτογραφίες του παππού και του πατέρα μου με την ημισέλινο στο στήθος. Αργότερα, άρχισα να καταλαβαίνω πως τα εθνικά σύμβολα τα καταπίνει εύκολα ένα ανοιχτό μυαλό, σαν εκείνο του Γιάκοβος Μπιλέκ, το οποίο μπορούσε επίσης να υπηρετήσει το άθλημα σφαιρικότερα. Ως διαιτητής σφύριξε σε δυο Ολυμπιάδες το 1952 και το 1960, ενώ ως αθλητικογράφος στην Instanbul Express , όπως μου είπε η Έλλη Μπιλέκ, είχε σε ανυποπτο χρόνο γράψει: "το μπάσκετ αποτελεί μια διεθνή κοινότητα , της οποίας αποτελούμε μέρος." "O πατέρας μου ταξίδεψε τον κόσμο και αγάπησε διαφορετικούς ανθρώπους και διαφορετικές κουλτούρες. Μέσα από τα σπορ, είμαστε όλοι μία μεγάλη ομάδα, ακόμη και αν παίζουμε ο ένας εναντίον του άλλου. Είμαστε μια παγκόσμια οικογένεια. Αυτή ήταν η κοσμοθεωρία μας".
H εθνική ομάδα της Τουρκίας του 1947 (φωτό από δημοσιογράφο Γιάννη Ψαράκη). Ο Μπιλέκ διακρίνεται στην κάτω σειρά, δεύτερος από δεξια.
Η κοσμοπολίτικη γραφή του Μπιλέκ στην εφημερίδα, όπως και η θητεία του στον πάγκο της Μπεσίκτας στα τέλη της δεκαετίας του '50, αποκάλυψαν πλέον σε όλους έναν δυναμικά διεθνιστικό και θαρραλέα ελεύθερο χαρακτήρα. Πιο χαρακτηριστική (μπασκετική) απόδειξη του, αποτελεί ένα παιχνίδι του 1957 μεταξύ της Μπεσίκτας και της Καραγκιουτσού, όπου η νίκη της πρώτης ήταν περίπου δεδομένη λόγω της μεγάλης διαφοράς δυναμικότητας. 'Oπως διάβασα, εκείνη την εποχή η εθνική Τουρκίας στελεχωνόταν αποκλειστικά απο παίκτες της Γαλατάσαραϊ και της Φενέρμπαχτσε, με τους παίκτες των υπόλοιπων ομάδων να βρίσκουν μονίμως κλειστές πόρτες. Ο Μπιλεκ τότε αποφάσισε να δώσει όλες τις επιθέσεις στον καλύτερο παίκτη του, τον Χιουντάι Μπουντανούρ, με αποτέλεσμα εκείνος να σκοράρει και τους 110 (!) πόντους της Μπεσίκτας στην εύκολη επικράτηση. Ο Μπουντανούρ μίλησε ξανά για αυτόν τον αγώνα πολλά χρόνια αργότερα, το 2015, λέγοντας πως ήταν αυτός ήταν ο τρόπος του προπονητή του να εναντιωθεί στο status quo και να δείξει σε όλους ότι υπάρχει ακόμη ένας άξιος εκπρόσωπος του τούρκικου μπάσκετ. "Τότε δεν υπήρχαν πολλοί από τους σημερινούς κανόνες. Δεν ήμασταν υποχρεωμένοι να επιτεθούμε σε 30 δευτερόλεπτα [...]. Οι παίκτες κάθε ομάδας που κέρδιζε προσπαθούσαν να καθυστερήσουν". To παιχνίδι αυτό αντίθετα πήγε σε φρενήρη ρυθμό, με αποτέλεσμα ένα ανεπανάληπτο ρεκόρ και μία εμφατική έμμεση δήλωση από πλευράς Μπιλέκ: "Κοιτάξτε τον άνδρα που δεν επιλέξατε στην εθνική ομάδα".
Όταν η γερμανική ομοσπονδία πλησίασε τον Τούρκο (ή αν θέλετε Έλληνα) προπονητή, ήξερε πολύ καλά τον άνθρωπο. Μέχρι το 1962, ο Μπιλέκ είχε γίνει διεθνής παίκτης, είχε προπονήσει το Κούρτουλους (Ταταύλα), είχε δουλέψει στις ακαδημίες του ελληνικού συλλόγου και είχε αναδείξει παίκτες, είχε εργαστεί ως διεθνής διαιτητής και είχε γνωριμίες από τις Ολυμπιαδες, είχε προπονήσει την Μπεσίκτας, ήταν τακτικός αρθογράφος στην Instanbul Express. Ήταν ένας κανονικός "μπασκετάνθρωπος", με βαθειά όσο και σφαιρική γνώση, ο κατάλληλος φορέας για να στηριχτεί επάνω του το πρόγραμμα αναδόμησης που είχε στο μυαλό του ο Χέφιγκ. Η προσφορά ήταν πλήρης, με αρκετά χρήματα για την οικογένεια, ώστε να ζήσει μακριά από την γενέτειρα χώρα της. Όμως, "κανείς δεν θα ήθελε να φύγει από την πατρίδα του, αν ήταν εντάξει όλα".
Ενα γράμμα στον Μεντερές - Τα Σεπτεμβριανά του '55
Το βράδυ πριν μιλήσω στην κυρία 'Ελλη Μπιλέκ-Ψαθά ήταν κάπως περίεργο. Σκεφτόμουν εκείνο το φάντασμα, που μας είχε επισκεφτεί πριν από λίγο καιρό σε ένα οικογενειακό γεύμα και είχε κάνει την θεία μου να διηγείται ασταμάτητα ιστορίες. Στο τέλος της καθεμιάς αναδύεται πάντα μια λύτρωση, όμως μέχρι να φτάσεις εκεί το άκουσμα είναι σε φορές επίπονο. Στριφογυρνούσα μέσα στην νύχτα, καθώς συχνά οι ιστορίες μετανάστευσης κρύβουν μνήμες που οι άνθρωποι δεν θέλουν εύκολα να ανασύρουν. "Πώς διάολο βρέθηκε αυτός ο άγνωστος να με ρωτάει πράγματα για τον πατέρα μου και με τι σκοπο;" Θα ήταν πολύ λογική μια τέτοια αντίδραση, και αν όχι αντίδραση, σίγουρα μια ανάλογη σκέψη. Θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να δώσω διαπιστευτήρια: η Πόλη, το Κούρτουλους, επώνυμα, κοινοί φίλοι, όσες χαρές, τόσα και τραύματα, όπως έχουν κοινά όλοι οσοι έζησαν την στεγνή βία των Σεπτεμβριανών του '55.
Όλα λάθος. Σαν άλλες παρόμοιες φωνές, έτσι και αυτή ηταν καθαρή, ευθυτενής, χωρίς το κατάμαυρο ίχνος που αφήνει πίσω του ο διαιρετικός λόγος. "Ο πατερας σου θα καταλάβει, όταν του πεις ότι ο δικός μου έλεγε ότι είμαστε κοσμοπολίτες. Οι κυβερνήσεις έρχονται και φεύγουν". Και συμβαίνει πολλές φορές οι πράξεις των ανθρώπων να είναι (και) απόρροια των εθνικιστικών εντάσεων, που σχεδόν ασταμάτητα ανακυκλώνονται στον πολιτικό λόγο.
Σαν επιβεβαίωση, ο επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αγγελος Συρίγος, περιέγραψε στην Καθημερινή τα Σεπτεμβριανά ως την βίαιη κορωνίδα των συζητήσεων για απεμπλοκή των Βρετανών από την κυριότητα της Κύπρου, την οποία φυσικά οι ίδιοι δεν ήταν διατεθειμένοι να παραχωρήσουν. "Τον Ιούνιο του 1955 [η Βρετανία] πρότεινε τη σύγκληση διάσκεψης στο Λονδίνο με τη συμμετοχή της ιδίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Αντικείμενο της διάσκεψης θα ήταν η κατάσταση στην Κύπρο. Ενας από τους στόχους των Βρετανών ήταν να καταγραφεί και επισήμως η Τουρκία ως έχουσα συμφέροντα στην Κύπρο. Απώτερος σκοπός των Βρετανών ήταν να μετατρέψουν το Κυπριακό από θέμα αποικιοκρατίας σε θέμα ελληνοτουρκικής διαμάχης. Σε μία τέτοια περίπτωση η Βρετανία θα μπορούσε να διατηρήσει την παρουσία της παίζοντας τον ρόλο του γεφυροποιού."
Η διάσκεψη άρχισε στις 29 Αυγούστου του 1955 και λίγες μέρες μετά , "το βράδυ της 5ης προς 6η Σεπτεμβρίου 1955, βόμβα μικρής ισχύος εξερράγη στο τουρκικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη [...] Τον εκρηκτικό μηχανισμό είχαν τοποθετήσει δύο Ελληνες μουσουλμάνοι από την Κομοτηνή. Τα νέα έγιναν αμέσως γνωστά στην Κωνσταντινούπολη. Ο Τύπος δημοσίευσε αλλοιωμένες φωτογραφίες του κτιρίου του προξενείου, όπου φαίνονταν εκτεταμένες καταστροφές. Η δημοσίευση των φωτογραφιών ήταν το σύνθημα για μία άνευ προηγουμένου οργανωμένη επίθεση κατά του Ελληνισμού της Πόλης. Υπό τη φαινομενική καθοδήγηση της οργάνωσης «Η Κύπρος είναι τουρκική» (Kibris Türktür) και την πραγματική καθοδήγηση του τουρκικού βαθέως κράτους, μεγάλες οργανωμένες ομάδες εξαγριωμένων Τούρκων (που κατά συντηρητικές εκτιμήσεις ανέρχονταν τουλάχιστον σε 100.000 άτομα) λεηλάτησαν τη νύκτα της 6ης προς 7η Σεπτεμβρίου 1955 τα ελληνικά εμπορικά καταστήματα στο κέντρο της Πόλης, κατέστρεψαν ναούς, οικίες και νεκροταφεια, κακοποίησαν και σε κάποιες περιπτώσεις σκότωσαν Ελληνες."
Την οικογένεια Μπιλέκ δεν την άγγιξε η βιαιότητα, όπως ούτε και εκείνη της μητέρας μου, καθώς τα τούρκικα διαβατήρια αποτελούσαν δικλείδα ασφαλείας. Τον παππού μου (από την πλευρά του πατέρα μου) τον είχαν προειδοποιήσει, όχι εξωστρεφώς, αλλά με το λακωνικό "μην πας στην δουλειά σήμερα". Ο μουσουλμανικός όρκος σιωπής δεν επέτρεπε τίποτε παραπάνω από μια σιβυλλική συμβουλή και ένα περασμα των δύο δαχτύλων μπροστά από τα χείλη.
Η ζωή για τους Έλληνες της Πόλης άργησε πάρα πολύ να επανέλθει στην κανονικότητα μετά από εκείνα τα γεγονότα. Για την ακρίβεια, δεν επανήλθε ποτέ, καθώς ο μέχρι πρότινος δημοκράτης πρωθυπουργός Αντνάν Μεντερές (ο οποίος κρίθηκε ένοχος για τα Σεπτεμβριανά και εκτελέστηκε από την επόμενη κυβέρνηση των Κεμαλιστων , που ήρθε στην εξουσία με το πραξικόπημα του 1960), είχε σιγά σιγά μετατραπεί σε τύραννο, μέσω ενός είδους "κοσμικού ολοκληρωτισμού" , όπως τον περιγράφει ο πολιτικός αναλυτής του Bipartizan Policy Center, Νίκολας Ντάνφορθ2, σε μία σύντομη έκδοση μιας μελέτης που τιτλοφορείται The Menderes Metaphor. Σε αυτήν, γίνεται ξεκάθαρος παραλληλισμός μεταξύ των σημερινών πρακτικών Ερντογάν και εκείνης της διακυβέρνησης, ειδικά σε ο,τι αφορα θέματα των μειονοτήτων.
Εναν χρόνο μετά, το 1956, η κατάσταση δεν ήταν και πολύ καλύτερη. Επιβαλόταν λογοκρισία στα μέσα μαζικής επικοινωνίας, ο Μεντερές γινόταν ολοένα και πιο αυταρχικός και η ελληνική κυβερνηση Καραμανλή (που εκλέχθηκε λίγο μετά την καταστροφη) δεν είχε καταφέρει να πετύχει ούτε μεταμέλεια, ούτε σημαντικές αποζημιώσεις. Δεν ήταν ακριβώς η εποχή για λόγο διαμαρτυρίας, ούτε ευνοούσε το πλαίσιο την έξοδο από το τραύμα. Ακριβώς τότε, ο Γιάκοβος Μπιλέκ, διάσημος πρώην παίκτης, προπονητής μπάσκετ, διαιτητής και αρθογράφος, έστειλε στον παντοδύναμο πρωθυπουργό το ακόλουθο γράμμα.
H φωτογραφία του γράμματος προέρχεται από τον σύνδεσμο http://www.docblog.ottomanhistorypodcast.com/2013/07/on-being-rum-in-turkey-in-1956-letter.html
"Αγαπητέ κύριε,
Όταν οι Ελληνες κατέλαβαν την Σμύρνη, διέταξαν τον πατέρα μου. "Βγάλε το φέσι σου και βάλε καπέλο. Παράκουσε την εντολή τους λέγοντας "ειστε καλεσμένοι εδώ. Μια μέρα σύντομα θα πάτε πίσω από εκεί που ήρθατε. Ταϊζω την οικογένεια μου με αυτό το φέσι και αυτή είναι η γη μου". Μας μεγάλωσε με αυτή την ιδέα και ο αδερφός μου κι εγω θεωρήσαμε - και θεωρούμε - αυτή την γη ως την αληθινή πατρίδα μας. Ανέβηκα στον υψηλότερο βαθμό που ένας νεαρός αθλητής μπορεί να κατακτήσει. Ξεκίνησα στην πεντάδα όταν κερδίσαμε τους Έλληνες μέσα στην Αθήνα. Και στην Ινσταμπούλ χάσαμε την ρεβάνς, αλλά σκόραρα τους περισσότερους πόντους. Εγινα διεθνής διαιτητής και εκπροσώπησα με αυτή την ιδιότητα την Τουρκία στο Μιλάνο, στην Γιουγκοσλαβία και στην Ολυμπιάδα του 1952. Υπηρέτησα την χώρα μου με τιμή, σαν Τούρκος, με το αστέρι και την ημισέλινο στο στήθος. Και είμαι περήφανος για αυτό.
Όμως ξαφνικά, "εσείς οι μειονότητες, δεν υπάρχει θέση για εσάς πια, είστε παράσιτα..." και τα λοιπά. Προσωπικά, δεν ανησυχώ για αυτές τις ακατάλληλες λέξεις, αλλά σαν πατέρας δύο κοριτσιών θα πρέπει να σκεφτώ το μέλλον των παιδιών μου.
Αυτό που θέλω να διευκρινήσω είναι: Τι σημαίνει "εσείς οι μειονότητες"; Νιώθω τόσο Τούρκος όσο ένας μουσουλμάνος Τούρκος. Καθώς θα έχω συμπληρώσει όλα μου τα καθήκοντα, θα μου αφαιρεθεί η Τουρκικότητα μου λόγω της θρησκείας μου; Είμαι αθλητικογράφος για την Instanbul Express [..]. Γιατί νιώθω ότι έχω κάνει λάθος, γιατί νιώθω αποξενωμένος από την ίδια μου την χώρα; Με κάθε ειλικρίνεια, μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως όλη η κοινότητα των Ρωμιών (σ.σ. Ελλήνων) στην Ινστανμπούλ σκέφτεται όπως εγώ. Η Ελλάδα δεν μας αφορά, ούτε οι λανθασμένες πολιστικές της. Σε κάθε ζήτημα σκεφτόμαστε αληθινά σαν Τούρκοι, συμπεριλαμβανομένου και του Κυπριακού. Ο καθένας από εμάς επιθυμεί να προσμετράται μεταξύ των 24 εκατομμυρίων Τούρκων της χώρας μας, να δουλέψει και επιτύχει για το μέλλον της με ειρήνη και τιμή. Η ιστορία μας έχει δείξει η μοίρα των εθνών που είναι επιρρεπή στην φαντασία, είναι η καταστροφή.
Από εσάς ζητάω την συνέχιση της ύπαρξης μας στην όμορφη και τυχερή Τουρκία μας και την ανακούφιση των ανησυχιών μας. Σας ευχαριστώ με σεβασμό που αποδέχεστε τα αληθινά μου αισθήματα θαυμασμού.
Γιάκοβος Μπιλέκ, 24/9/56"
To γράμμα το βρήκα τυχαία σε ένα μπλογκ για την οθωμανική ιστορία, με το όνομα του Νίκολας Ντάνφορθ στο τέλος. Έτσι έφτασα και σε εκείνον, προκειμένου να μπορέσω να επιβεβαιώσω μια παλιά υποψία, που ξεπήδησε μέσα από μία ακόμη παλαιότερη οικογενειακή διήγηση: Πως ο μόνος δρόμος για να μπορέσει ένα μέλος μιας μειονότητας να ανήκει σε ένα οποιοδήποτε σύνολο, είτε αθλητικό, είτε κοινωνικό, και να έχει την δυνατότητα μέσω αυτού να ακουστεί η γνώμη του του, ήταν να τεντώσει την φωνή και να φωνάξει την πίστη προς τα τούρκικα σύμβολα.
Στην επικοινωνία μας, ο κύριος Ντάνφορθ ήταν ξεκάθαρος. "Θα μπορούσα με σιγουριά να πω, πως η προσέγγιση του γράμματος αναπαριστά εκείνη που χρησιμοποιούσαν οι μεινονότητες στην Τουρκία πριν και μετά τα γεγογονότα του '55, δίνοντας έμφαση στον πατριωτισμό τους , ώστε να διαμαρτυρηθούν για άδικη μεταχείριση." Με απλά λόγια, ήταν μία τακτική, την οποία και ο Μπιλέκ χρησιμοποίησε, με την καθαρότητα της θέσης να είναι παρόλα αυτά εμφανής. "Αυτό που βρίσκω λυπηρό σε αυτές τις ιστορίες", συνέχισε ο κύριος Ντάνφορθ είναι "πως οι άνθρωποι που έδειχναν την περισσότερη δέσμευση στο να ζήσουν μαζί με τους άλλους, κατέληξαν οι ίδιοι θύματα του εθνικισμού".
Πράγματι, οι περισσότερες οικογένειες Ελλήνων της Πόλης επιθυμούσαν να συνεχίσουν να διαμένουν εκεί που μεγάλωσαν και γεννήθηκαν. Το να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα δεν συνιστούσε κάποιο όνειρο, ούτε ήταν η συνύπαρξη με τους Τούρκους φορτική στην καθημερινότητα της. Οι πολιτικές του ελληνικού κράτους δεν τους απασχολούσαν ιδιαίτερα, ή καλύτερα (για ανθρώπους όπως ο Γιάκοβος Μπιλέκ) ήταν σαφώς υποδεέστερες έναντι της κοσμπολίτικης θεώρησης για τον κόσμο. Οσο ήταν Έλληνες, άλλο τόσο επιθυμούσαν να είναι Τούρκοι πολίτες. "Κανείς δεν θα ήθελε να φύγει από την πατρίδα του...".
Αλλά έφυγε.
"Πίσω" στην Γερμανία
Η τύχη του γράμματος δεν εξακριβώθηκε ποτέ. Δεν υπάρχει στοιχείο για το αν έφτασε ποτέ στα χέρια του Αντνάν Μεντερές, αν εκείνος το διάβασε, αν γύρισε το κεφάλι στο πλάι, αν ξεφύσηξε δυνατά ή αν απλά το τσαλάκωσε και το πέταξε στα σκουπίδια. Για μερικά πράγματα απλώς δεν υπάρχει συνέχεια, παρά μόνο απορία. Μέχρι και σήμερα, στην Τουρκία πολλοί αναγνωρίζουν πως ο Γιάκοβος Μπιλέκ δεν έφυγε μόνος, αλλά πως η ίδια η χώρα κατάφερε να διώξει έναν από τους πιο επιφανείς εκπροσώπους του αθλητισμού της. Πέρυσι τέτοια εποχή, λίγο πριν η Φενέρμπαχτσε του Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς καταφέρει να δώσει στην χώρα τον πρώτο συλλογικό ευρωπαϊκό της τίτλο στην κορυφαία Ευρωπαϊκή διοργάνωση, ο ιστότοπος whaber.net έγραφε : "Eλπίζουμε πως ο Ομπράντοβιτς θα τα καταφέρει, ώστε να κάνει αυτό που δεν κατάφερε να κάνει ο Μπιλέκ όταν εμείς αποτύχαμε να δεσμευτούμε απέναντι του και να τον κρατήσουμε στην Τουρκία. Ο άνθρωπος που δίδαξε το μπάσκετ στους Γερμανούς και άφησε την χώρα για τα κορίτσια του λόγω της ανίκανης διοίκησης, είναι ένας μύθος. [...] Αντε Ομπράντοβιτς! Αυτό που δεν μπορέσαμε να δώσουμε στον Γιάκοβος, κάντο εσύ!".
"Ο εθνικισμός τον έδιωξε", μου λέει ο φίλος μου Κάγκρι Τούρχαν (http://www.yazihaneden.com/), λίγο πριν με παραπέμψει σε μια υποσημείωση του βιβλίου του Αλί Γκρανίτ "Adan Mak", που αποτελεί βιογραφία μιας άλλης σπουδαίας φιγούρας του τούρκικου μπάσκετ, του Γιάλτσιν Γκρανίτ.3 Στην υποσημείωση (σελ 135) αναφέρεται: "περίμεναν από εκείνον να ανάψει την φωτιά του μπάσκετ στην χώρα, με στόχο η ομάδα να εκπροσωπήσει την Γερμανία στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 1972. Στον Μπιλέκ είχε ανατεθεί το καθήκον της δημιουργίας μιας δεξαμενής 50 παικτών, από όπου θα επιλέγονταν οι τελικοί εκπρόσωποι. Εκείνος έψαξε για ταλέντο σε κάθε γωνιά επί τέσσερα χρόνια. Οι παίκτες που διάλεξε κέρδισαν την Πολωνία, τις Φιλιππίνες και την Σενεγάλη".
Φωτογραφία από το αρχείο της Γερμανικής Ομοσπονδίας Μπάσκετ (DBB archive)
Οι καλές - για την εποχή - επιδόσεις των Γερμανών στο Μόναχο θεωρήθηκαν εν πολλοίς δική του επιτυχία, παρότι είχε μεταπηδήσει σε άλλο πόστο από εκείνο του ομοσπονδιακού προπονητή, ήδη από το 1970. Η παρουσία του στην γνωστή "ηλεκτρική καρέκλα" κράτησε οκτώ χρόνια, στα οποία είχε να αντιμετωπίσει τόσο την καχυποψία, όσο και την αντίδραση των αθλητών που στελέχωναν το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα. "Αυτός ο Τούρκος θα μας πει και να μην πίνουμε μπύρα", θυμάται να γράφουν οι εφημερίδες η Έλλη Μπιλέκ. "Δεν πα να λένε, εγώ θέλω αποτελέσματα", ήταν η επωδός του πατέρα της, καθώς προσπαθούσε σκληρά να μεταμορφώσει ένα ερασιτεχνικό κατασκεύασμα σε οικοδόμημα με στέρεες βάσεις. "Το μπάσκετ είναι ένα άθλημα για Πάνθηρες και όχι ένα παιχνίδι για δέντρα - αλλά στην Γερμανία, όλοι παίζουν σαν δέντρα".
Η παραπάνω δήλωση συναντάται σε ένα δημοσίευμα του Der Spiegel , από τον Δεκέμβριο του 1964, όταν ο Μπιλέκ θεωρούνταν ακόμη κάτι εξωτικό, ή αν θέλετε κάτι σαν μια περαστική αναγκαιότητα. Ήταν η εποχή που οι gastarbeiters (επισκέπτες-εργάτες) κατέκλυζαν την Γερμανία σε κάθε τομέα της βιομηχανίας, σαν μέρος ενός θεσμοθετημένου προγράμματος του γερμανικού κράτους, το οποίο προέβλεπε την προσωρινή παραμονή, και όχι την μονιμοποίηση τους. Άνθρωποι προορισμένοι να χαθούν στον καπνό. Πόσο άραγε θα μπορούσε να παραμείνει ο ίδιος, ακόμη και αν ήταν επίσημα αμοιβόμενος από την γερμανική ομοσπονδία μπάσκετ; Ο πρόεδρος Χέφιγκ όμως, ήταν αποφασισμένος : "αν δεν κάνουμε την σύνδεση [του μπάσκετ με την επικράτεια] τώρα, δεν θα τα καταφέρουμε ποτέ"! Και η μεγάλη επιτυχία του Έλληνα (και Τούρκου πολίτη) από την Σμύρνη ήταν αυτή ακριβώς: η αλλαγή ενός ολόκληρου χάρτη.
Στα χρόνια του Μπιλέκ στον πάγκο του ομοσπονδιακού προπονητή, η Γερμανία δεν είχε μεγάλες επιτυχίες, αλλά βελτίωσε αισθητά την θέση της στην ευρωπαϊκή κατάταξη, από την 28η στην 14η θέση. Την ίδια στιγμή και πολύ πριν την επίσημη ανάθεση του προγράμματος για την συγκέντρωση παικτών ενόψει Μονάχου, εκείνος γύριζε ασταμάτητα την χώρα για "εξόρυξη", δίνοντας διαλέξεις σε σχολεία, συναντώντας προπονητές και δασκάλους, προσπαθώντας παράλληλα να εμφυσήσει την ομαδική πειθαρχία σε όλα τα επίπεδα. Η επιμονή του σε θέματα όπως η απαγόρευση του αλκοόλ ή τα ξενύχτια ήταν παροιμιώδης, και λίγο έλειψε να τον στείλει εκτός καθηκόντων μια ώρα αρχύτερα, το 1968, μετά από ένα περιστατικό υπερκατανάλωσης μπύρας και νικοτίνης στους κόλπους της εθνικής. Η Γερμανική ομοσπονδία των σπορ τον κράτησε όμως στην θέση του, παρά τις αντιδράσεις, και ο ίδιος συνέχισε το έργο του στους κόλπους των εθνικών συγκροτημάτων για άλλα 14 χρόνια. Προπόνησε ομάδες νέων, ομάδες του στρατού και σύνολα αναπήρων, μέχρι το 1982 να ενεργοποιηθεί πιο τοπικά, στον σύλλογο του Bad Kreuznach, σε ηλικία 65 χρονών. Η οικογένεια είχε ήδη πάρει γερμανικά διαβατήρια από το 1974.
Λίγο ακόμη
Eώς και σήμερα, η δουλειά του στην διαμόρφωση του δικτύου του γερμανικού μπάσκετ θεωρείται περίπου σαν "η αρχή του παντός" και η συνεισφορά του σε εκείνο της Τουρκίας ανεκτίμητη. Η κυρία Μπιλέκ μου έστειλε σε φωτογραφία ένα γράμμα, από το 2002, όταν η τούρκικη ομοσπονδία διοργάνωνε ένα διεθνές τουρνουά προετοιμασίας ενόψει του μουντομπάσκετ της ίδιας χρονιάς Ιντιανάπολις. Υπογράφεται από τον νυν πρόεδρο της FIBA Europe και τότε πρόεδρο της τούρκικης ομοσπονδίας μπάσκετ , Τουργκάι Ντεμιρέλ και προτείνει στον Γιάκοβος Μπιλέκ να παρευθρεθεί ως επίτιμος προσκεκλημένος. "Εάν έρθετε, όλοι όσοι σας ξέρουν, έχουν ακούσει για εσάς και για όσα έχετε κάνει για το τούρκικο μπάσκετ στο παρελθόν, θα είναι πολύ χαρούμενοι".
Ο φόρος τιμής των καλών γειτόνων στον Γιάκοβος Μπιλέκ άργησε πολλά χρόνια να αποδοθεί, παρά την καθολική του αναγνώριση. Εδώ στην Ελλάδα, δεν τον μάθαμε ποτε, παρότι σε μία από τις καλοκαιρινές επισκέψεις του στη χωρας μας την δεκαετία του '70, του είχε γίνει σημαντική κρούση να αναλάβει την εθνική. "Τον είχανε προσκαλέσει και στην Ελλάδα, δεν θυμάμαι ποιος. Είχε πάει στην προπόνηση, οι αθλητές έβριζαν ασταμάτητα, μετά ξενυχτούσανε, πήγαιναν στα μπουζούκια. Εγώ δεν μπορώ να τους προπονήσω αυτούς , είπε". Η Γερμανία παρέμεινε ο τόπος εργασίας μέχρι και το τέλος της καριέρας του και λίγο πριν μετακομίσει στην Αθήνα το 2002, στο πλευρό της μίας κόρης του, της Ρένας Μπιλέκ-Μαυράκη, που ζούσε ήδη εκεί. Ο ίδιος ήθελε να παραμείνει στο Bad Kreuznach, αλλά η ευπάθεια της υγείας του δεν επέτρεπε να είναι μόνος.
Η κυρία Έλλη Μπιλέκ ζει σημερα στην Νέα Υόρκη. Είναι παντρεμένη, έχει δύο παιδιά. Πρέπει τώρα να μαζέψω όλο αυτό το υλικό και να της το δείξω. Πρέπει να προσθέσω και φωτογραφίες, να βάλω υποσημειώσεις και να διπλοτσεκάρω τις πληροφορίες, ώστε το κείμενο να περιέχει έστω μία από τις αλήθειες, καθώς δεν γνώρισα ποτέ μου τον Γιάκοβος Μπιλέκ και δεν τον ξέρω καθόλου. Ήταν, παρόλα αυτά, δύο υπέροχοι μήνες γνωριμίας. Με την κυρία Μπιλέκ είπαμε αρχικά πως όταν έρθει το καλοκαίρι στην Ελλάδα ίσως τα πούμε από κοντά, για να μου πει κι άλλα και να μην της πω σχεδόν τίποτα. Μένει κανείς άφωνος μπροστά τις αντιθέσεις. Στην Πόλη οι γονείς συμβούλευαν τα παιδιά τους "μην μιλάτε ελληνικά στο λεωφορείο" και η Αθήνα είναι σήμερα η μόνη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που δεν έχει τζαμί.
"Εμείς δεν μεγαλώσαμε με καμία έχθρα, απλώς μάθαμε ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι".
Σημειώσεις
1. Το ενιαίο πρωτάθλημα Τουρκίας ξεκίνησε το 1967. Πριν από αυτό υπήρχαν τοπικά πρωταθλήματα, με το πρωτάθλημα της Ινστανμπούλ να είναι το ισχυρότερο από αυτά.
2. Κατά τον κύριο Ντάνφορθ, η έννοια του "κοσμικού ολοκληρωτισμού" θα πρέπει να αντιπαρατεθεί με εκείνη του στρατιωτικού. Σε γενικές γραμμές και μόνο, είναι ασφαλές να πούμε πως στην Τουρκία οι Κεμαλικές παρατάξεις έδειχναν κατά καιρούς ροπή προς το δεύτερο είδος.
3. O Γιαλτσίν Γκρανίτ ήταν ο πρώτος Τούρκος μπασκετμπολίστας που αγωνίστηκε στο εξωτερικό, στην Ρασίνγκ Παρί, την σεζόν 1955-56. Την υπόλοιπη αγωνιστική του καριέρα την πέρασε στην Γαλατάσαραϊ, ενώ αργότερα εργάστηκε ως προπονητής σε 5 συλλόγους, έχρι το 1974.
Οδηγός - Χρονολόγιο
1924-1934 Γαλλικό σχολείο Saint Michele
1934-1937 Γερμανικό Λύκειο
1942-1945 Θητεία στον Τούρκικο στρατό
1934-1947 Παναεπιστήμιο Κωνσταντινούπολης/Νομική
1947 Γάμος με την Μαρίκα Προδρομίδη
1947-1954 Κοσμηματοπωλείο στην Κωσναντινούπολη
1954-1962 Tρανστούρκ - εταιρεία εξαγωγής τσιμέντου στη Μέση Ανατολή
12.10.1962 Head-coach στη Γερμανία/ FIBA
1946-1949 Εθνική ομάδα Τουρκίας Basketball Player
1952 Διαιτητής στους Ολυμπιακούς Αγώνες - Ελσίνκι
1960 Διαιτητής στους Ολυμπιακούς Αγώνες - Ρώμη στον αγώνα τελικής φάσης ΕΣΣΔ-Βραζιλία
Ευχαριστίες
- Στην Ελλη Μπιλέκ-Ψαθά, που με εμπιστεύτηκε. Ελπίζω το καλοκαίρι να βρεθούμε από κοντά.
- Στον father B.
- Στον δημοσιογράφο και φίλο Γιάννη Ψαράκη, που πάντα βοηθά, δεν έχω καταλάβει τον λόγο.
- Στα παιδιά της ομάδας του BG, τα οποία θα πάρουν αυτό τον ιστότοπο στα χέρια τους.