H Eφές είναι ξανά πρωταθλήτρια Ευρώπης, οι γροθιές του Αταμάν σηκώθηκαν ξανά στον αέρα με το τελευταίο σφύριγμα του αγώνα, σαν ένα πλάνο deja vu. Ο τελικός δεν είχε σπουδαίο θέαμα ή κάποια μεγάλη στιγμή αντάξια εκείνων των ημιτελικών, είχε όμως την τρίτη ομάδα στην ιστορία της Ευρωλίγκας, μετά από Μακάμπι και Ολυμπιακό, που σήκωσε συνεχόμενους τίτλους, οπότε ας αφιερώσουμε κι εμείς μερικές λέξεις σε όσα είδαμε.
Δύσκολο να πρέπει να γράψεις σε μία ήττα της ομάδας που υποστηρίζεις. Νιώθεις ένα γαμώτο, ένα αίσθημα ότι ήταν κοντά και τελικά όχι. Στο τέλος της ημέρας πάντως είδαμε έναν αγώνα με τις δικές του διακυμάνσεις, πολλαπλούς ήρωες και στο φινάλε ένα από τα μεγαλύτερα καλάθια της τελευταίας πενταετίας. Ένα παιχνίδι που αξίζει τις δικές του γραμμές και ας κέρδισε ο απέναντι.
H άνθηση του ελληνικού μπάσκετ συνέπεσε με την καθιέρωση των φάιναλ φορ στην διοργάνωση του κυπέλλου πρωταθλητριών Ευρώπης, το 1988. Στο πρώτο, αυτό της Γάνδης, συμμετείχε ο Άρης, του οποίου η παρουσία στην τετράδα πιθανώς να μην έκανε τόσο πάταγο, αν δεν υπήρχε η έννοια της τελικής συνάντησης σε ένα ουδέτερο μέρος. Σκεφτείτε το: Σε μία αχρωμάτιστη ζώνη, σε ένα ξέφωτο, συναντιούνται οι τέσσερις καλύτερες μονομάχοι του μπάσκετ της ηπείρου, κουβαλώντας μαζί τους βαριά την αγωνιστική κληρονομιά μιας ολόκληρης σεζόν, για να την αποθεώσουν ή να την απαξιώσουν μέσα σε ένα ή δυο βράδια.
Ένα “el clasico” από μόνο του είναι ένα μεγάλο αθλητικό γεγονός, πόσο δε μάλλον όταν πραγματοποιείται σε ημιτελικό οποιασδήποτε μεγάλης διοργάνωσης. Επιστροφή λοιπόν στο φάιναλ φορ της Ευρωλίγκα για τη Ρεάλ Μαδρίτης μετά από απουσία δύο ετών ( το ένα λόγω αναβολής εξαιτίας της πανδημίας) και δεύτερη σερί ευκαιρία για τη Μπαρτσελόνα να κατακτήσει αυτό για το οποίο έχει χτιστεί εδώ και δύο αγωνιστικές περιόδους.
Ο Ολυμπιακός, με σταθερότητα σε όλη την χρονιά και πιθανόν με το πιο θελκτικό μπάσκετ στην Ευρώπη, δείγμα της εξαιρετικής δουλειάς του κόουτς Μπαρτζώκα, επιστρέφει σε ένα Final Four μετά το 2017. Η σειρά που ολοκληρώθηκε χτες στο ΣΕΦ ίσως ήταν η σκληρότερη και καλύτερη των τελευταίων δέκα χρόνων στη διοργάνωση, μια πραγματικά καταπληκτική μονομαχία ανάμεσα στις δύο πιο φορμαρισμένες ομάδες της Ευρωλίγκα αυτή τη στιγμή. Κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο με πολύ όμορφο και σύγχρονο μπάσκετ, ένταση και πολύ σπουδαίες προσωπικότητες. Πολλοί πιστεύαμε ότι η σταχτοπούτα Μονακό θα ήταν δυσκολοκατάβλητος αντίπαλος, αλλά κανείς δεν περίμενε ότι θα ζορίσει σε τέτοιο βαθμό τον Ολυμπιακό και θα τον φτάσει στα όρια του. Βέβαια η ομάδα του Ομπράντοβιτς δικαιούται να αισθάνεται από τις αδικημένες της φετινής Euroleague, καθώς είχε ήδη τέσσερις νίκες με τις ρωσικές ομάδες και πιθανόν να βρισκόταν πιο ψηλά στην βαθμολογία.
Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά η ομάδα της Μπάγερν τελειώνει την πορεία της στην Ευρωλίγκα, παίζοντας ένα πέμπτο και καθοριστικό παιχνίδι στα playoffs, απέναντι σε ισχυρότερους αντιπάλους, μέσα στην έδρα τους. Πέρσι η Αρμάνι και φέτος η Μπαρτσελόνα είδαν κι έπαθαν για να περάσουν ένα εμπόδιο που στα χαρτιά δεν θα έπρεπε να τους δυσκολέψει σε τόσο μεγάλο βαθμό. Όμως, στις σειρές των πέντε παιχνιδιών, δεν κρίνεται το αποτέλεσμα μόνο από την ποιότητα ενός ρόστερ, αλλά κι από την προπονητική εγρήγορση, τις προσαρμογές που επιχειρούνται από αγώνα σε αγώνα, μέχρι ακόμη και τα μικρά τρικ από κατοχή σε κατοχή.
Εκεί η Μπάγερν και φυσικά ο προπονητής Αντρέα Τρινκιέρι μαζί με τους παίκτες του, παρουσίασαν δύο αριστουργήματα, που όμως δεν οδήγησαν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Η γερμανική ομάδα επιστρέφει κάποια στιγμή μέσα στην ημέρα στο Μόναχο, όμως παρά την σίγουρη απογοήτευση για την μη πρόκριση στο επερχόμενο φάιναλ φορ του Βελιγραδίου, δεν θα υπάρχουν πολλοί που θα θεωρήσουν ότι η ομάδα απέτυχε στην φετινή σεζόν. Το κάθε άλλο, η εικόνα των παικτών να παλεύουν στο Παλαού Μπλαουγράνα μέχρι το τέλος ενός αγώνα και μιας σειράς που στράβωσε ανεπανόρθωτα στο τρίτο δεκάλεπτο του πέμπτου παιχνιδιού, άφησε μία μάλλον γλυκιά επίγευση στο στόμα των στελεχών της ομάδας.
Και δικαίως, καθώς οι βαυαροί έκαναν μία ακόμη σπουδαία εμφάνιση, ειδικά στο πρώτο ημίχρονο του πέμπτου αγώνα, συνεχίζοντας την εικόνα που έδειξαν στις δύο νίκες τους στην σειρά, αλλά και στο πρώτο παιχνίδι που ηττήθηκαν, παρότι επέστρεψαν τρεις φορές στη διεκδίκηση του ματς. Η στοχευμένη άμυνά τους στη ρακέτα περιόρισε για ακόμη μία φορά την ανάγκη της Μπαρτσελόνα να πηγαίνει κάθε, μα κάθε κατοχή της κοντά στο καλάθι κι επέτρεψε με μοχλό το μέτριο έως κακό σουτ των βασικών χειριστών των μπλαουγκράνα να κατεβάσει για ακόμη μία φορά τους επιθετικούς ρυθμούς της καλύτερης ομάδας της κανονικής περιόδου.
Οι 31 πόντοι που σημείωσαν οι παίκτες του Γιασικεβίτσιους στο ημίχρονο ήταν περισσότερο αποτέλεσμα μεγάλων σουτ από την περιφέρεια και λιγότερο αποτέλεσμα της ομαδικής δουλειάς που επιθυμεί ο Λιθουανός κόουτς. Η μεγάλη ανατροπή είχε μπει σε ράγες, οι διθύραμβοι άρχισαν υπέρ της Μπάγερν, όμως η διαφορά των έξι πόντων ήταν πολύ μικρή για την εικόνα που είχε το παιχνίδι μέχρι την επιστροφή των παικτών και το 17/17 που είχαν οι γηπεδούχοι σε καθοριστικά παιχνίδια playoffs μαρτυρούσε ότι η συνέχεια θα ήταν δύσκολη. Κι αυτό φάνηκε από το γρήγορο 7-0 σερί που έτρεξαν οι Καταλανοί με το ξεκίνημα του δεύτερου μέρους κι ισορρόπησαν άμεσα ένα παιχνίδι, στο οποίο για 15 λεπτά είχαν απωλέσει κάθε έλεγχο.
Η άνοδος του Λαπροβίτολα, που ήταν ο καλύτερος και πιο καθοριστικός παίκτης σε όλη τη σειρά για την Μπαρτσελόνα, όπως επίσης η βρώμικη δουλειά των Ντέιβις και Καλάθη, στην τριάδα που έτρεξε περισσότερο για να βγάλει την Μπαρτσελόνα από τον λάκκο σε όλη τη διάρκεια της σειράς, επέτρεψε και στον Μίροτιτς να ξεδιπλώσει το παιχνίδι του σε ένα καταλυτικό τρίτο δεκάλεπτο. Η Μπάγερν είχε απαντήσεις, όχι όμως με ορθόδοξους τρόπους, καθώς η πνευματική και σωματική κούραση των οκτώ παικτών που αποτελούσαν το βασικό rotation, έπαιξε με τη σειρά της ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα του αγώνα. Η μεταμόρφωση του Οθέλο Χάντερ σε stretch five δεν αρκούσε, όσο κρίσιμες μονάδες όπως ο Ντεσόν Τόμας κι ο Όγκουστιν Ρούμπιτ δεν μπορούσαν να αλλάξουν κι αυτοί τον ρυθμό του αγώνα.
Επιπλέον, η προσαρμοσμένη άμυνα της Μπαρτσελόνα δεν επέτρεψε στον Λούτσιτς να επαναλάβει τα όσα έκανε στο πρώτο παιχνίδι στην Βαρκελώνη, περιορίζοντας τον Σέρβο φόργουορντ μόλις σε έξι σουτ στα 32 λεπτά που βρέθηκε στο παρκέ. Ο Λούτσιτς έμεινε άπραγος, μη βρίσκοντας ποτέ επιθετικό ρυθμό , καθώς η μπάλα δεν βρέθηκε παρά ελάχιστες φορές στα χέρια του στη ροή της επίθεσης. Έτσι, όσο περνούσε ο αγώνας, ο κόουτς Τρινκιέρι ξέμενε από λύσεις, καθώς παρά την διάθεσή τους, οι Σίσκο, Γιάραμαζ και Μπαμπ δεν είναι σε θέση να επιβάλλουν με την ποιότητά τους αυτά που θέλει να κάνει η γερμανική ομάδα κι ο Ιταλός προπονητής στο παιχνίδι τους, ειδικά στην πιεστική άμυνα της καταλανικής περιφέρειας.
Όμως εδώ έρχεται και δένει η διαπίστωση πως το προπονητικό επιτελείο της Μπάγερν έπαιζε αυτή τη σειρά με το ένα χέρι δεμένο πίσω από την πλάτη του. Οι απουσίες καθοριστικών παικτών, όπως ο Χίλιαρντ κι ο Γουόλντεν, δεν αφαίρεσαν απλώς δύο πολύ σημαντικές επιλογές από το ρόστερ της ομάδας, αλλά επέτρεψαν στην Μπαρτσελόνα να στοχεύσει στους αντικαταστάτες τους, ειδικά στο κομβικό τρίτο παιχνίδι της σειράς, όπου οι παίκτες του Γιασικεβίτσιους άλλαξαν τον ρου της σειράς, πιέζοντας αφόρητα τους υπόλοιπους περιφερειακούς. Φυσικά κι η απουσία του Χίγκινς ήταν πολύ σημαντική για την Μπαρτσελόνα, αλλά σε κάθε περίπτωση οι αντικαταστάτες του θα έπαιζαν βασικοί στην Μπάγερν, ενώ δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς τον Σίσκο να χτυπάει τριάντα λεπτά με τη φανέλα της Μπαρτσελόνα.
Η μεγαλύτερη νίκη όμως του απόλυτα μπασκετικού πρότζεκτ της Μπάγερν για αυτή τη σειρά βρίσκεται στη μεγάλη εικόνα. Η περσινή σεζόν ήταν θεωρητικά το peak της σαν ομάδα, καθώς αντιμετώπισε στα ίσια την Αρμάνι κι αποκλείστηκε στα τελευταία χαοτικά δευτερόλεπτα του πέμπτου αγώνα, απέναντι σε μία ομάδα που διεκδίκησε επί ίσοις όροις την κούπα. Όπως συμβαίνει σχεδόν τακτικά σε τέτοιες πορείες στην Ευρωλίγκα, το ρόστερ της ομάδας πρακτικά ξεκληρίστηκε, με τους δύο από τους τρεις καλύτερους παίκτες να αποχωρούν. Μπόλντουιν και Ρέινολντς μετακόμισαν, ενώ το σοκ με το ανεύρυσμα που ανιχνεύθηκε στον Πολ Ζίπσερ άλλαξε πλήρως τον προγραμματισμό της ομάδας.
Επιπλέον, η απώλεια του τίτλου στη Γερμανία, με δύο εντός έδρας ήττες από την πρωταθλήτρια Άλμπα, έφερε ξεκάθαρη πίεση για την φετινή εικόνα της ομάδας, η οποία στο ξεκίνημα της σεζόν ήταν στην καλύτερη μέτρια. Σίγουρα, η αποβολή των ρωσικών ομάδων βοήθησε στην παρουσία της Μπάγερν στα playoffs, όμως στο κρίσιμο διάστημα της σεζόν, η γερμανική ομάδα χτυπήθηκε από τον κορονοϊό, είδε βασικούς της παίκτες να τραυματίζονται και χρειάστηκε να παίξει τα playoffs θέλοντας μία νίκη σε δύο ματς εκτός έδρας απέναντι σε Εφές και Ρεάλ.
Με βάση τις δυσκολίες αυτές, η παρουσία της Μπάγερν στα playoffs απέναντι σε μία από τις πιο κωμικά πλήρεις ομάδες της Ευρωλίγκα, αποτελεί πάνω απ’όλα μία δικαίωση του προπονητή της. Σε δύο απόλυτα διαφορετικές σειρές playoffs, απέναντι σε δύο εντελώς διαφορετικές ομάδες και δύο από τους πιο δημοφιλείς και προβεβλημένους προπονητές της διοργάνωσης, η γερμανική ομάδα ήταν απόλυτα προετοιμασμένη για όλα. Από τον φρενήρη επιθετικό ρυθμό πέρσι μέχρι το αμυντικό masterclass της φετινής σειράς, υπάρχουν ελάχιστα που μπορεί να βρει κανείς για να ψέξει έναν από τους καλύτερους και πιο σταθερούς κόουτς που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Μπορεί η απώλεια ενός ακόμη πέμπτου παιχνιδιού να του στερεί την παρουσία στο πρώτο του φάιναλ φορ, όμως ο Αντρέα Τρινκιέρι δεν χρειάζεται πολλά να αποδείξει.
Οι δύο εκ των τεσσάρων ομάδων του φάιναλ φορ του Βελιγραδίου περιμένουν το πέρας των πέμπτων παιχνιδιών των δύο πρωτοπόρων της κανονικής περιόδου, για να μάθουν τον αντίπαλό τους. Ρεάλ Μαδρίτης και Εφές έχουν κλείσει τα εισιτήρια και θα μάθουν σύντομα ποιος εκ των Μπαρτσελόνα-Μπάγερν και Ολυμπιακός-Μονακό αντίστοιχα θα βρεθεί απέναντί τους την Πέμπτη της 19ης Μαΐου. Στο παρακάτω κείμενο θα ρίξουμε μια ματιά στο τι έχει συμβεί στα παιχνίδια των τριών σειρών-πλην Πειραιωτών αφού για την αρμάδα του Γιώργου Μπαρτζώκα έχουμε ανάλυση μετά από κάθε αγώνα.
Στο πρώτο match ball για το Βελιγράδι, ο Ολυμπιακός δεν τα κατάφερε, χάνοντας σε ένα πραγματικά πολύ έντονο παιχνίδι με έναν πόντο, με τον Σλούκα να αστοχεί σε buzzer beater. Σκληρή κατάσταση ομολογουμένως, αλλά αυτή είναι η ομορφιά του αθλήματος. Στο game 4 είδαμε ένα από τα πιο όμορφα παιχνίδια στην σειρά των play off, αν όχι το καλύτερο, με την κάθε ομάδα να προσπαθεί να επιβάλλει το στυλ της. Η μεν Μονακό να βασίζεται πολύ σε καταστάσεις transition και παιχνίδια απομόνωσης, όποτε της το επέτρεπαν οι συνθήκες και ο δε Ολυμπιακός σε καλή κυκλοφορία της μπάλας και μεγάλη ένταση στο αμυντικό του μισό.
Θεωρητικά, βλέποντας το φύλλο της στατιστικής του τρίτου παιχνιδιού μεταξύ Μονακό και Ολυμπιακού, η Μονακό έπρεπε να έχει το προβάδισμα με 2-1. Το σκορ πήγε ψηλά, τα δικά της λάθη ήταν λίγα (μόλις 8) και του αντιπάλου της περίπου διπλάσια (15). Όταν συμβαίνουν αυτά, συνήθως οι Γάλλοι κερδίζουν, πολλές φορές μάλιστα εύκολα.
Όλα τα σωστά πράγματα έκανε ο Ολυμπιακός απέναντι στη Μονακό, στον πρώτο μεταξύ τους αγώνα για τα πλέι οφ στην Ευρωλίγκα. Έχοντας απέναντι του μία επιθετική ομάδα που παίζει γρήγορα, συγκεντρώθηκε πρώτα και κύρια στο δικό του μεγάλο ατού: Την εξοντωτική άμυνα, ιδιαίτερα στην περιφέρεια. Δεν βιάστηκε να τελειώσει φάσεις, παρά το γεγονός ότι βρέθηκε πίσω στο σκορ στην αρχή, απόρροια κάποιων κακών επιλογών των Ντόρσεϊ και Παπανικολάου. Και αργότερα, όταν πήρε κεφάλι, δεν ανέβασε τον ρυθμό για να τελειώσει τη Μονακό, αλλά επιτέθηκε μεθοδικά και σταθερά, διατηρώντας απλώς προβάδισμα ασφαλείας. Το παιχνίδι του ήταν μεστό και στοχευμένο, με ελάχιστο ρίσκο, όπως ακριβώς χρειάζεται σε τέτοιου είδους περιστάσεις.