Ο Μοχάμεντ δεν αποτελεί εδώ και λίγες μέρες παίκτη της Φενέρ. Η συνεργασία των δύο πλευρών δεν ανανεώθηκε (για ασαφείς λόγους) κι ο παίκτης αποχώρησε ησύχως, αν και κάποια στιγμή πρόθεση του συλλόγου της Κωνσταντινούπολης είναι να τον τιμήσει ενώπιον του κόσμου, με κάποια εκδήλωση για την πολυετή και πολυεπίπεδη αγωνιστική προσφορά του, από το 2015 μέχρι το 2021. Ένας παίκτης που πάντοτε ήταν «πιο πίσω» από τον εκάστοτε Μπογκντάνοβιτς, Ντε Κολό, ακόμη και τον Σλούκα κι είχε σαφώς μικρότερη επιρροή στα της ομάδας, όμως ήταν με συνέπεια εκεί ως υποστηρικτικός, σαν ένα επιπλέον γρανάζι που θα προσφέρει το διαφορετικό και το απρόβλεπτο. Αλλά αγωνιστικά δεν ήταν απλά μια «σβούρα». Το μεγαλύτερο προσόν ήταν πως προσπαθούσε να είναι ό,τι του ζητηθεί.
Το παρόν κείμενο πάντως, δεν θα θα σταθεί στις μεγάλες του εμφανίσεις, τους τίτλους που κατέκτησε και λοιπά. Δεν είναι μια ανάλυση του τι παίκτης ήταν. Ούτε καν στατιστικά δεν θα παραθέσουμε, αφού δεν είναι αυτό το νόημα. Ποιο είναι όμως;
Καλούς παίκτες δεν βρίσκεις μόνο στην EuroLeague
Το καλοκαίρι του 2015, όταν δηλαδή η Φενέρμπαχτσε του Ζέλικο Ομπράντοβιτς αποκτούσε τον Αλί, η συγκεκριμένη μεταγραφή δεν ήταν δα κι η πλέον εμπορική που υλοποιούσε το τουρκικό κλαμπ. Η Φενέρ είχε κάνει τα κιμπαριλίκια της, έχοντας αποκτήσει τρεις πρώην NBAers, τους Άντιτς, Ντατόμε και Γιούντο, με τους δύο πρώτους να έχουν ουσιαστική προϋπηρεσία στην EuroLeague και τον νεαρό διεθνή Σέρβο και επιτυχημένο παίκτη του Ερυθρού Αστέρα, Νίκολα Κάλινιτς, έναντι μάλιστα buy-out ενός εκατομμυρίου. Φυσικά, τον Κώστα Σλούκα από τον πρωταθλητή Ελλάδας και φιναλίστ της EuroLeague, Ολυμπιακό με πολυετές συμβόλαιο. Πολύκροτες κινήσεις με λάμψη, αρκετά υψηλό χρηματικό κόστος και δεδομένη ποιότητα σε όλες τις θέσεις της πεντάδας. Ο Ντίξον ήταν ξεκάθαρα μια μεταγραφή από ένα διαφορετικό ράφι, η οποία φυσιολογικά επισκιάστηκε από τις υπόλοιπες προσθήκες, καθώς προερχόταν από την εγχώρια αγορά.
Ναι, ο Αλι ήταν εκείνη τη χρονική στιγμή πρωταθλητής Τουρκίας και MVP των τελικών με τη φανέλα της Καρσίγιακα. Έκανε εκπληκτική σεζόν, γι' αυτό άλλωστε και τον απέκτησε η Φενέρ. Ωστόσο, η πορεία του δεν είχε συνδυαστεί με το κορυφαίο επίπεδο, έχοντας αγωνιστεί με ομάδες τύπου Λε Μαν, Ντιζόν, Μπρίντιζι αλλά και την παρηκμασμένη Μπενετόν. Μολονότι βρισκόταν χρόνια στο ευρωπαϊκό κουρμπέτι, το βιογραφικό του δεν το έλεγες δα και βαρύ.
Εξάλλου, σπανίως η Φενέρ θα αποκτούσε κάποιον παίκτη από την τουρκική λίγκα, στον οποίο θα προσέφερε ουσιαστικό ρόλο. Συνήθως αποκτά - ακόμη και σήμερα - συμπληρωματικούς γηγενείς που δεν πατάνε σχεδόν ποτέ παρκέ στην EuroLeague και στο τέλος της σεζόν ούτε ξέρουμε πως υπήρχαν στο ρόστερ της, εκτός κι αν κάποιος την ακολουθεί συστηματικά στα ματς του πρωταθλήματος, όπου είναι πιο ενεργοί.
Ο Αλι επιβεβαίωσε κάτι που λίγο πολύ όλοι γνωρίζουμε, αλλά σπάνια παραδεχόμαστε. Κι όταν οι ομάδες (μας) κινούνται για παίκτες από χαμηλότερα στρώματα, αυτό ξενίζει, δεν ικανοποιεί και προβληματίζει. Ο βραχύσωμος γκαρντ επανέφερε στις μνήμες μας λοιπόν, πως ποιοτικοί παίκτες δεν υπάρχουν μόνο στα ρόστερ των κορυφαίων ομάδων τις εκάστοτε ηπείρου. Ούτε κι απαραίτητα αποτελεί εγγύηση επιτυχίας μια μεταγραφή από ομάδα που μετέχει στην EuroLeague. Έχουμε δει και στους «αιώνιους» την τελευταία δεκαετία μεταγραφές από το... πάνω ράφι να αποτυγχάνουν παταγωδώς!
Ένας καλός παίκτης δεν σημαίνει απαραίτητα πως θα βρίσκεται στον αφρό, αντιθέτως μπορεί λόγω συγκυριών να έχει περάσει την καριέρα του σε δυσανάλογες του ταλέντου του ομάδες. Εικάζω πως μια τέτοια περίπτωση είναι στον φετινό Παναθηναϊκό ο Κέντρικ Πέρι, ενώ κάτι αντίστοιχο ίσχυε και με τον Σακιέλ ΜακΚίσικ, προ-Ολυμπιακού.
Επανερχόμενοι στο θέμα, η Φενέρ υπέγραψε τότε τον Ντίξον στο ιδανικό timing της καριέρας του αισίως 38χρονου κι έξι (και βάλε) χρόνια αργότερα η ουσία είναι πως δικαιώθηκε απόλυτα για αυτήν την επιλογή. Το πρώτο... ταμπού που σπάει ο βετεράνος άσος το «πιάσατε» ήδη: καλοί παίκτες υπάρχουν και στα ενδότερα των εγχώριων λιγκών, όχι μόνο μεταξύ των 18 τώρα πια ομάδων του κλειστού ευρωπαϊκού πρωταθλήματος.
Πότε ακούσαμε τελευταία φορά αυτή την άποψη; Το φετινό καλοκαίρι, με τις μεταγραφές του Παναθηναϊκού. Μέχρι την απόκτηση του Έβανς, οι πράσινοι δεν είχαν πάρει κανέναν πρώην Ευρωλιγκάτο, γεγονός που πυροδοτούσε την σπίθα της γκρίνιας στα διαδικτυακά «καφενεία». Βέβαια αν βγουν ο Φλόιντ, ο Πέρι κι ο Μέικον, οι περισσότεροι δεν θα παραδεχθούν την βιαστική κι επιφανειακή θερινή τους κρίση.
Όταν δεν έχεις να «χώσεις», πρέπει να βρεις και να εξελίξεις. Αλλά ακόμα κι όταν έχεις και τα «σκας», δεν γίνεται στο μισθολόγιο σου να υπάρχουν μόνο ακριβοπληρωμένοι. Ο Ντίξον δεν ήταν ακριβώς αυτό που λέμε «μεταγραφή ως απόρροια του σκάουτινγκ», αφού ο παίκτης είχε λίγο καιρό πριν προκαλέσει θόρυβο. Είχε όμως ρίσκο, ως επιλογή.
Ηλικιακός... ρατσισμός
Πίσω στα του Μοχάμεντ Αλί. Προσωπικά έχω δεκάδες φορές εκφράσει μέσω των γραπτών μου την ενόχληση που μου προκαλεί το γεγονός πως είθισται να λαμβάνουμε υπόψη ως ένα εκ των κορυφαίων κριτηρίων για την πρώιμη αξιολόγηση ενός παίκτη την ηλικία του. Ο Αλί βίωσε την καλύτερη - από πλευράς απόδοσης, ποιότητας μπάσκετ και πνευματικής ωρίμανσης - περίοδο της καριέρας του από τα 32 μέχρι τα 38 - «δεν κάνει, είναι μεγάλος». Αντιστοίχως ήταν δεδομένα το πιο επιτυχημένο χρονικό διάστημα της πορείας του, το οποίο περιελάμβανε τους περισσότερους και σημαντικότερους τίτλους. Υπενθυμίζεται δε πως υπήρξε βασικό στέλεχος (των 11 πόντων και 3 ασίστ ανά 25 λεπτά) στο ροτέισον του Ζέλικο τη σεζόν 2016-17, όταν οι Τούρκοι κατέκτησαν το ευρωπαϊκό τρόπαιο. Με όλα τα παραπάνω να ισχύουν ταυτοχρόνως, δεν γίνεται να μην ήταν κι οικονομικά η πιο πλουσιοπάροχη περίοδος για τον μικρό το δέμας περιφερειακό. Το να προσθέσουμε στην κουβέντα την εκτόξευση της αναγνωρισιμότητας αλλά και της δημοφιλίας του αθλητή εκτός παρκέ κι άλλα πιο... περιφερειακά ζητήματα είναι περιττό.
Ακόμη, λοιπόν, μια σχεδόν παγιωμένη - εδώ και τρεις πλέον δεκαετίες όπου ασχολούμαι με τα σπορ αλλά είμαι βέβαιος πως ίσχυε και παλαιότερα - αντίληψη περί «προχωρημένης ηλικίας» ενός παίκτη πήγε περίπατο. Το καλοκαίρι αναλύσαμε το ελληνικό φαινόμενο του Βαγγέλη Μαργαρίτη, μπορείτε να ανατρέξετε στο εν λόγω κείμενο και να εντοπίσετε κάποιες βασικές ομοιότητες μεταξύ των δύο. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία στο παρόν κείμενο να εισέλθουμε στην λογική της ονοματολογίας και των παραδειγμάτων, ωστόσο αν «στύψετε» το μυαλό σας, σίγουρα θα θυμηθείτε χαρακτηριστικές περιπτώσεις «γερόντων» που μεγαλούργησαν από τα 31-32 κι ύστερα.
«Παίκτη των 1.78μ. θα τον ποστάρει όλη η Ευρώπη»
Μιας και τα δύο προηγούμενα μπασκετικά στερεότυπα μας έφαγαν ήδη αρκετό χρόνο ανάλυσης, πλησιάζοντας προς το τέλος, ας εστιάσουμε και στο τρίτο, άκρως σημαντικό: το ύψος - «μα τι σκεφτόταν ο Ομπράντοβιτς όταν υπέγραφε έναν γκαρντ του 1.78; Σίγουρα θα του τον... φόρτωσαν. Θα τον ποστάρει όλη η Ευρώπη αυτόν».
Ο Αλί υπήρξε ένας από τους καλύτερους κοντούς (δηλαδή γκαρντ) αμυντικούς της Ευρώπης τα τελευταία χρόνια, με τον τρόπο που ασκούσε πίεση πάνω στην μπάλα. Δεν είχε τα σωματικά προσόντα του Καλάθη ή του Χάκετ, αλλά τον διέκρινε η ταχύτητα σκέψης, η θέληση να δυσκολέψει τον αντίπαλο και να γίνει - γιατί όχι; - και «βδέλλα». Ξεκάθαρα η άμυνα είναι μεταξύ άλλων και θέμα διάθεσης κι εδώ κάπου κολλάει κι ο Ομπράντοβιτς ο οποίος όχι μόνο έθεσε τέτοιες αρμοδιότητες στον άσο του - παρότι στην καριέρα ήταν κατά βάση ένας σκόρερ - αλλά κατάφερε μάλιστα να έχει στην μηχανή του ακόμη έναν αξιόπιστο αμυντικό.
Για την ικανότητα του πολιτογραφημένου Τούρκου στο επιθετικό σκέλος μπορούμε απλά να θυμίσουμε πως τελείωσε την θητεία του στη Φενέρ με 42% στο τρίποντο σε σύνολο 689 προσπαθειών. Ο ταχύτατος κι αποτελεσματικός τρόπος με τον οποίο εκτελούσε από απόσταση ήταν σήμα κατατεθέν του παιχνιδιού του, αρκετός για να τον εδραιώσει στο κορυφαίο επίπεδο για χρόνια.
Για να το μαζέψουμε, ο Αλί αντεπεξήλθε τα πρώτα χρόνια του στη Φενέρ ως μονάδα πρώτης γραμμής και τα επόμενα ως ρολίστας με ξεσπάσματα. Είχε διάφορους ρόλους την τελευταία εξαετία, από βασικός πλει μέικερ μέχρι instant scorer. Δέχθηκε για το καλό του συνόλου και το 10λεπτο συμμετοχής, παρότι ήταν μαθημένος στο 25λεπτο. Ένας παίκτης που ήξερε τις δυνατότητες του, πού είναι πραγματικά καλός και πού υστερεί. Ο Ντίξον δεν ήταν τέλειος, αλλά ήταν ένας παίκτης που... τον παίρνεις μαζί σου στον πόλεμο.
Δεν είναι εύκολο να εμπιστευθεί Αμερικανό ο Ομπράντοβιτς, έλεγαν πολλοί, σε μια τόσο νευραλγική θέση με ζωτικής σημασίας καθήκοντα, που επηρεάζουν την λειτουργία ολόκληρης της πεντάδας. Ίσως να μην είχαν άδικο, αφού πράγματι ο Ζοτς δεν μας είχε συνηθίσει σε τέτοια πράγματα. Όμως ο Ντίξον τον «κέρδισε», πράγμα όχι εύκολο γενικά.
Το κεφάλαιο Ντίξον στη Φενέρμπαχτσε έκλεισε, έπειτα από μια ομολογουμένως απόλυτα επιτυχημένη συνεργασία και για τις δύο πλευρές. Πιθανότατα και το αντίστοιχο του αθλητή στην EuroLeague γενικότερα, καθώς δύσκολα θα ανοίξει κάποιο καινούργιο - εκτός κι αν κάποια ομάδα κάνει την εκπληξη.
Προσωπικά τον συμπαθούσα πολύ από την εποχή που έφερνε στη Σμύρνη το πιο... «γκανγκστερικό» πρωτάθλημα της Γηραιάς Ηπείρου, εδώ και αρκετά χρόνια! Έχοντας «συντρίψει» στα playoffs κατά σειρά σε ημιτελικούς και τελικούς τη Φενέρ του Ζοτς (1-3) και την Έφες του Ντούντα (4-2) αντίστοιχα, με την Καρσίγιακα του κόουτς Σαρίτσα και των Κένι Γκέιμπριελ, Ντι Τζέι Στρόμπερι και Χουάν Παλάσιος στο παρκέ.
Καθόλου άσχετο, αλλά ο τεράστιος Σπανούλης κρέμασε τα παπούτσια του και απολαμβάνει την ζωή μετά το μπάσκετ, όπως κι ο σπουδαίος Ρέγες. Ο Μίτσοφ αποφάσισε να υπογράψει στο EuroCup, ενώ ο Κάρολ δεν έχει απαντήσει στην πρόταση ανανέωσης της Ρεάλ, περνώντας χρόνο με την οικογένεια του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σημαντικοί βετεράνοι παίκτες όπως ο Κέισι Ρίβερς κι ο Νόρις Κόουλ, με πολλά «ένσημα» στην διοργάνωση, δεν θα βρίσκονται ούτε στην νέα EuroLeague. Η λίγκα έχασε κάποιες iconic (άλλες περισσότερο, άλλες λιγότερο σημαντικές) φιγούρες κατά την διάρκεια της off season, οι οποίες σίγουρα θα λείψουν από τα παρκέ της.
ΥΓ. RIP DUDA