Ο απερχόμενος κόουτς Βόβορας άφησε τον Παναθηναϊκό στο 6-12, με τον Κάτας να μη διαφοροποιεί ιδιαίτερα την κατάσταση από άποψη αποτελεσμάτων με 5-9, παρ’ όλα αυτά το ζητούμενο από εκείνον δεν ήταν τόσο τα αποτελέσματα, όσο μια σειρά άλλων πραγμάτων. Το πρώτο και κυριότερο εξ αυτών, ήταν η συνέχιση της σταθερής εξέλιξης των σημαντικών Ελλήνων παικτών του Παναθηναϊκού, δηλαδή των Παπαπέτρου, Μήτογλου και Παπαγιάννη. Ειδικά για τον τελευταίο, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στον Βόβορα πως το break out του έγινε κατά τη δική του θητεία.
Η εξέλιξη των νέων
Ο ψηλός του Παναθηναϊκού έδειξε φέτος να βγάζει συσσωρευμένη όλη την πρόοδο που δεν έβγαλε τα τελευταία τρία χρόνια κι από «άσχετος», έγινε ο ψηλός που κάθε ομάδα της διοργάνωσης θα ήθελε στο ρόστερ της, δεδομένης φυσικά και της ηλικίας του. Ο Παπαγιάννης χρησιμοποιήθηκε εξαιρετικά από τον Βόβορα, ένιωσε άνετα και κυριάρχησε σε αρκετά παιχνίδια, έχοντας 24,28 λεπτά, 9,7 πόντους, 6,4 ριμπάουντ, 2 τάπες και 15,94 PIR. Φανταστικά πράγματα από ένα παιδί που πολλοί είχαν αρχίσει να ξεγράφουν, το οποίο υπό τις οδηγίες του Έλληνα κόουτς εμφάνισε στο παρκέ τον μεγαλύτερο λόγο αισιοδοξίας που θα μπορούσε να βρει φέτος η ομάδα. Στον αντίποδα, ο κόουτς Κάτας δεν έδειξε την ίδια εμπιστοσύνη στον Έλληνα ψηλό και φυσικά δεν έδρεψε και τους ίδιους καρπούς αποτελεσματικότητας.
Με τον Κάτας τα νούμερα του Παπαγιάννη έπεσαν σημαντικά, όπως και ο χρόνος συμμετοχής του. Από τα 24,28 λεπτά έπεσε στα 19,8, μια διαφορά 4,5 λεπτών που κρίνεται πολύ μεγάλη όχι τόσο για τα νούμερα του, το οποίο φέτος ήταν ούτως η άλλως δευτερεύον, αλλά για την εξέλιξή του. Για να είμαστε δίκαιοι, να αναγνωρίσουμε ότι μετά την απουσία του λόγω κορονοϊού την 21η και την 22η αγωνιστική, ο Big-Papa εμφανίστηκε αρκετά επηρεασμένος. Με εξαίρεση δηλαδή το πρώτο ματς του Κάτας στον πάγκο, το «καμένο» της Πόλης, ο Ισραηλινός άρχισε να δουλεύει με τον Παπαγιάννη με την επιστροφή του από την ασθένεια, όπου πλέον τα αθλητικά του χαρακτηριστικά ήταν εμφανώς πεσμένα, θυμίζοντας περισσότερο τον Παπαγιάννη των περασμένων δύο σεζόν.
Δε διαφωνώ πως το παραπάνω μπορεί να αποτελέσει μια καλή δικαιολογία για τον Όντεντ, ωστόσο εμένα συνεχίζει να μου φαίνεται αδιανόητο το «κόψιμο» σχεδόν πέντε ολόκληρων αγωνιστικών λεπτών, σε μια σεζόν που ένα από τα ελάχιστα πράγματα που μας ενδιέφερε, ήταν να «γράψει» όσο το δυνατόν περισσότερα λεπτά μια συγκεκριμένη ομάδα παικτών, με πρώτο και κύριο τον συγκεκριμένο. Φυσικά μαζί με τα λεπτά, έπεσαν και όλα τα υπόλοιπα, με τον Παπαγιάννη να μετράει επί Κάτας 19,8 λεπτά, 8,25 πόντους, 4,33 ριμπάουντ, 1,08 τάπες και 10,92 PIR. Δεν το καταλαβαίνω, πραγματικά. Εδώ οφείλουμε να κάνουμε και μια αναφορά στον Ντίνο Μητογλου, ο οποίος επί των ημερών του Κάτας παίζει το καλύτερο και ωριμότερο μπάσκετ της καριέρας του. Ο φόργουορντ του Παναθηναϊκού χρησιμοποιήθηκε πολύ στο 5 από τον Βόβορα εναλλασσόμενος με τον Big-Papa. Ο Ισραηλινός τον επανέφερε στο 4 και ο Ντίνος έκλεισε εμφατικά ένα από τα αγαπημένα θέματα συζήτησης στο εσωτερικό του BG, το αν δηλαδή είναι τεσσάρι ή πεντάρι.
Οι ενστάσεις διαχείρισης ωστόσο, δεν περιορίζονται στον Παπαγιάννη. Μαντζούκας, Καλαϊντζάκης, ακόμα και ο Δίπλαρος, θα έπρεπε να έχουν πατήσει παρκέ φέτος, ειδικά από το σημείο της σεζόν όπου χάθηκε οριστικά η όποια ψευδεπίγραφη ελπίδα περί πλέι οφς. Σε αυτούς θα επανέλθουμε παρακάτω.
Τακτική προσαρμογή και ξεκίνημα με ελπίδες
Είναι σύνηθες για μια ομάδα να παρουσιάζει μια βελτίωση όταν αλλάζει προπονητή, καθώς όποιος και αν είναι αυτός φέρνει μια αυτόματη ανανέωση στο ηθικό της ομάδας, ένα «ξεμπούκωμα» στα μυαλά των παικτών. Ο Κάτας εκτός από αυτό μας προσέφερε και έναν έξυπνο τακτικό ελιγμό, την πεντάδα του 2.05. Μποχωρίδης ή Σαντ - Ρος, Παπαπέτρου, Γουάιτ, Μπέντιλ, Μήτογλου, Παπαγιάννης και αργότερα Χεζόνια, αγωνίστηκαν αρκετά μαζί σε διάφορους συνδυασμούς, βάζοντας τρομερό μέγεθος και δυσκόλεψαν πολύ τους αντιπάλους τους, βασιζόμενοι στην άμυνα μηδενικών χώρων που τους επέτρεπαν τα κορμιά τους.
Στην επίθεση, ακόμα και το τρανζίσιον στο άλλο μισό του γηπέδου σε σετ παιχνίδι, δηλαδή μία… διαδικαστική διαδικασία για ομάδες τέτοιου επιπέδου, μετατράπηκε σε πρόκληση για τον Παναθηναϊκό, ο οποίος εκτός του Νέντοβιτς, που δεν είναι γι’ αυτή τη δουλειά και δεν μπορεί να σηκώσει και την καταπόνηση που συνεπάγεται, δεν έχει άλλο παίκτη να μπορεί να κατεβάσει τη μπάλα με στοιχειώδη ασφάλεια. Όσο όμως οι χερούκλες κάλυπταν τα πάντα στην άμυνα, η ομάδα παρέμενε ανταγωνιστική, for the most part. Πίστευε κανείς ότι το συγκεκριμένο κόλπο θα μπορούσε να γίνει βασικό modus operandi για το «τριφύλλι»; Μόνο αν ήταν αφελής. Ωστόσο, ήταν ένα θετικό μήνυμα για την τακτική ευελιξία του νέου κόουτς. Χωρίς όμως συνέχεια.
Ο κορμός και η προεργασία για τη νέα σεζόν
Φτάνουμε τώρα χρονικά στο σημείο «Χεζόνια». Ο Κροάτης σούπερ σταρ ενθουσίασε με την άφιξή του, κι όχι φυσικά αδίκως. Δεν είναι δα και πολλοί οι παίκτες στην Ευρώπη με το εύρος των ικανοτήτων του Μάριο. Δεδομένων των πολύ σοβαρών πιθανοτήτων του Παναθηναϊκού να τον έχει και του χρόνου στο ρόστερ του, καθώς ουσιαστικά εξαρτάται από την ίδια την ομάδα, η πρακτική αξία της φετινής σεζόν έγινε ακόμα πιο συγκεκριμένη. Το γκρουπ των Παπαπέτρου, Μήτογλου, Χεζόνια, Παπαγιάννη, Νέντοβιτς είναι πολυτέλεια για το σημερινό οικονομικό στάτους του Παναθηναϊκού. Τι σημαίνει πολυτέλεια; Το ότι κανείς απολύτως από τους παραπάνω δεν μπορεί να αντικατασταθεί σε ποιότητα, εκτός αν το χέρι μπει πολύ, πολύ βαθύτερα στο στενό, πράσινο πορτοφόλι.
Η δουλειά της ομάδας στα εναπομείναντα ματς της σεζόν, ήταν να «δεθούν» αγωνιστικά η παραπάνω παίκτες. Να βρεθούν τρόποι να αποκομίζει η ομάδα από τον καθένα το μάξιμουμ, να μπουν ξεκάθαροι ρόλοι και οι βάσεις, ώστε του χρόνου η ομάδα να μπορέσει να βγάλει μέσω της ποιότητας αυτών των παικτών, αυτοματισμούς στην επίθεση. Τίποτα από αυτά δεν έγινε. Ή μάλλον, οι παραπάνω παίκτες πήραν τα λεπτά που θα έπρεπε, ωστόσο δεν είδα να τους δίνεται καμία ιδιαίτερη βοήθεια, ώστε να εξελιχθούν από άριστες μονάδες, σε παίκτες που «κολλάνε» μεταξύ τους. Η φάση στην επίθεση, ήταν και είναι, hero ball. Στους τρεις μήνες του Κάτας (ενάμιση για τον Χεζόνια) με αυτούς τους παίκτες, η χημεία μεταξύ τους μάλλον δείχνει να χαλάει, αντί να βελτιώνεται βδομάδα με τη βδομάδα. Δεν παραγνωρίζω τον παράγοντα «μηδενικό κίνητρο» που κάνει τα πάντα δύσκολα για κάθε προπονητή, ωστόσο κανείς δεν περίμενε οκτάδες φέτος και δεν δικαιολογείται το κλείσιμο του «μαγαζιού» και η εικόνα απόλυτης παραίτησης που βλέπουμε.
Η αντιμετώπιση των «φευγάτων»
Μία ακόμα ένστασή μου, η οποία συνδέεται με μια αναφορά που έγινε παραπάνω και την αφήσαμε για αργότερα, έχει να κάνει με τους… Μακ αυτής της ομάδας. Δεν ξέρω τι άλλο περιμένουμε να δούμε από αυτόν, αλλά ειλικρινά ας με βοηθήσει κάποιος να καταλάβω τι θα έπρεπε να συμβεί, για να παίξει για παράδειγμα κάποια ματς και ο Καλαϊντζάκης, τον οποίο δεν αφήσαμε να φύγει το καλοκαίρι.
Πια, πιστεύω πως αν ο Παναθηναϊκός πάρει εμένα το καλοκαίρι για πόιντ γκαρντ, ο Καλαιντζάκης θα είναι η αλλαγή μου. Το ίδιο ισχύει και για τον Μαντζούκα, ο οποίος παρότι έχει πέσει σε θέσεις με πολύ συσσωρευμένο ταλέντο στο ρόστερ, θα μπορούσε, η μάλλον θα έπρεπε, να πατήσει παρκέ Ευρωλίγκα φέτος. Εμείς καθόμαστε και τον κλωσάμε σαν την κότα το αυγό, ενώ τρώμε 20άρες και 30άρες βλέποντας μετρίως μέτριους ξένους, που ζήτημα είναι αν θα βρίσκονται στην ομάδα του χρόνου.
Από τη δική μου σκοπιά, ο Παναθηναϊκός θα έπρεπε να αφιερώσει τον χρόνο και την ενέργειά του από τον Φλεβάρη και μετά, στο big 5 του και στους μικρούς. Από αυτούς έχει να περιμένει, όχι από τον Λεωνίδα, τον Μπέντιλ, τον Όγκαστ. Αντ’ αυτού, τρώει τη σεζόν χωρίς να καταφέρνει ούτε αποτελέσματα να πάρει, ούτε παίκτες να εξελίξει. Οποιοδήποτε κι αν πετύχαινε από τα δύο, η σεζόν θα ήταν μια χαρά επιτυχής.
Απομένουν άλλα δύο παιχνίδια για την ευρωλίγκα, ελπίζω έστω και την τελευταία στιγμή να κάτσουν στον πάγκο οι συμπληρωματικοί βετεράνοι, και να αντιληφθούμε σε κάθε επίπεδο ότι φέτος, παίζουμε για του χρόνου. Παίζουμε για την χημεία, την επικοινωνία, τους αυτοματισμούς, και στο κάτω κάτω, τη διάθεση των σημαντικών παικτών που θέλουμε να κρατήσουμε, να παραμείνουν στην ομάδα. Χρόνος υπάρχει για τον κόουτς, μπροστά μας έχουμε και τους τελικούς του πρωταθλήματος που θα επιτρέψουν στην ομάδα να γλύψει τις πληγές της. Το πρόβλημα ωστόσο είναι, ότι συχνά το γλείψιμο, αν είναι άγαρμπο, μια πληγή την ξανανοίγει.