Η γενιά που φεύγει
Λίγο πιο συγκεκριμένα, η εθνική των τελευταιών 10 χρόνων, ακόμη και μετά τη στιγμή που ο Διαμαντίδης αποχώρησε από την σύνθεση, είχε ως άξονα του παιχνιδιού της τις αποφάσεις των γκαρντ μετά από το κεντρικό πικ εν ρολ ή το σκριν στην μπάλα , και αυτό ήταν κάτι απόλυτα λογικό. Οι τέσσερις ήταν άλλωστε παίκτες υψηλής αντίληψης, αντιλαμβάνονταν άρτια το γήπεδο και τις θέσεις, και μπορούσαν να συνεργαστούν εύκολα τόσο μεταξύ τους, όσο και με τους ψηλούς. Επίσης, και για όσους δεν ξεχνούν ότι η άμυνα ενέχει και εκείνη πλέον σε μεγάλο βαθμό το στοιχείο της ορθής κρίσης, μπορούσαν να κατευθύνουν τους συμπαίκτες τους και στο άλλο μισό του γηπέδου.
Aντίστοιχα, κάποιοι επίδοξοι διάδοχοι τους ή συνοδοιπόροι τους (Σλούκας, Χατζηβρέττας, Ξανθόπουλος κ.α.) διέπρεπαν και εκείνοι σε αντίστοιχου τύπου παιχνίδι, ενώ ψηλοί όπως ο Σόφο, ο Μπουρούσης, ο Τσαρτσαρής ή ο Παπαδόπουλος κρατούσαν τα τρεξίματα μόνο για τις απαραίτητες περιστάσες και έβαζαν την σκέψη και την τεχνική να υπηρετεί το σώμα. Η εθνική , στις επιτυχίες και στις αποτυχίες, με τον έναν ή τον άλλο προπονητή, έπαιξε με παραλλαγές το μπάσκετ που ταίριαζε ακριβώς σε όσους τη στελέχωναν, καταφέρνοντας μεταξύ άλλων να αντιπαρέρχεται και το μόνο ζήτημα της ελλειψης κλασικού σουτέρ. Μόνες εξαιρέσεις υπήρξαν δύο παγκόσμια πρωταθλήματα, αυτό του 2010 και εκείνο του 2014.
Στο πρώτο ο Καζλάουσκας επιχείρησε να μεταγγίσει κάποιον από τον ενθουσιασμό και την γρήγορη εκτέλεση των δικών του ομάδων, αλλά σκόνταψε πάνω στο εμπόδιο της πανίσχυρης Ισπανίας. Στο δεύτερο, ο Φωτης Κατσικάρης, πιθανώς και λόγω της λειψανδρίας που βρήκε τον Ζήση στην απόλυτη μοναξιά, έφτιαξε μία ομάδα που δεν πολυασχολούνταν με θέσεις , αλλά έπαιρνε πρώτα απ'ολα ό,τι της έδιναν οι ελεύθεροι χώροι στα πρώτα δευτερόλεπτα της σετ επίθεσης. Το αποτέλεσμα ήταν άκρως γοητευτικό, αλλά η πράξη της επόμενης χρονιάς και η επιστροφή στα καθιερωμένα, έδειξε πως η ήττα από τους Σερβους αξιολογήθηκε ως αποτυχία. Στο ευρωμπάσκετ του 2015 , η εθνική του Κατσικάρη, με σχεδόν απαράλλαχτη τη σύνθεση και με τον Ζήση να ξαναβρίσκει τον Σπανούλη, έβαλε ξανά την άμυνα και το πικ εν ρολ σε πρώτο πλάνο.
Κατά μία έννοια, και αυτό ήταν λογικό: οι δύο από τους τέσσερις ήταν εκεί, και μαζί τους τρίτος ήταν ο Σλούκας. Όσο και αν στελέχη σαν τον θαυμάσιο Αντετοκούνμπο ή τον Καλάθη ήταν αναπόσπαστα κομμάτια της σύνθεσης, η παρουσία στο ρόστερ πολλών "ιερών τεράτων" αποτέλεσε ικανή συνθήκη για να μην παρεκκλίνει κανείς από την "σύγχρονη ελληνική σχολή", η οποία έφερε σαφώς περισσότερες επιτυχίες (όχι από την παλιά αλλά) από την "ενδιάμεση".
Το μπασκετ που έρχεται (;)
Σε αυτές τις γραμμές, και μάλλον κάπως άχαρα, ίσως μπορεί να συνοψίσει κανείς την μπασκετική εποχή που τελειώνει με την απόφαση του Ζήση να αποσυρθεί από την εθνική. Φυσικά οι ομάδες έχουν κατά μία έννοια οργανική εξέλιξη και είναι δύσκολο να οριοθετήσει κανείς ένα τέλος και μία αρχή. Όπως όμως συμβαίνει κάποιες φορές, η εξελικτική πορεία διακρίνεται και από ρήξεις, και ίσως πίσω από την επόμενη στροφή να περιμένει μία τέτοια.
Αναλογιστείτε: Από τους επόμενους τέσσερις γκαρντ που προπορεύονται στην κούρσα της διαδοχής, μόνο ένας διαθέτει αμιγώς τα στοιχεία της τρομερής τετράδας: ο Κώστας Σλούκας. Ο Καλάθης δεν αποτελεί απειλή πίσω από τα σκριν και σπάνια βάζει μεγάλα σουτ. Το επιθετικό ρεπερτόριο του Μάντζαρη και η ικανότητα του να βλέπει γήπεδο δεν έχουν μεγάλο εύρος. Ο Παππάς έχει ως πρώτο σκοπό τη σύνδεση με το καλάθι και όχι την αξιοποίηση των συμπαικτών του. Λίγο πιο πίσω, έρχεται μάλλον ο Ντόρσει, ένας αλτρουιστής πιτσιρικάς, που ακόμη είναι άγουρος σε οτιδήποτε άλλο εκτός (ευτυχώς) της νοοτροπίας. Ομως μπορεί να σουτάρει καλά, όπως και να γείρει το σώμα σωστα στον αέρα αν η επαφή είναι αναπόφευκτη.
Οι κοντοί που θα στελεχώνουν πλέον την ομάδα δεν έχουν τα χαρακτηριστικά των προκατόχων τους αναλογικά στην ίδια ποσότητα, όμως αυτό δεν είναι κάτι απαραίτητα αρνητικό. Στο σύνολο, οι γκαρντ της επόμενης μέρας έχουν πιο γρήγορα πόδια, περισσότερη αθλητικότητα και το πιο σημαντικό: έχουν και θα έχουν διαφορετικούς συμπαίκτες.
Καθώς σιγά σιγά θα αποστρατεύονται κι άλλοι, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, ένα μελλοντικός αστέρας παγκόσμιου βεληνεκούς, θα περάσει αναπόφευκτα στην πρώτη γραμμή. Μαζί του θα έρθει καποια στιγμή και ένας απο τους αδερφούς του, και πιθανότατα ο αθλητικός Ζακ Όγκαστ, ο οποίος στο Νοτρ Νταμ έκανε θραύση στα επιθετικά ριμπάουντ, στην άμυνα στον αέρα και στα τελειώματα γύρω από τη στεφάνη μετά από πικ εν ρολ. Φέτος ήδη παρουσίασε βελτίωση και στην άμυνα με αλλαγές.
Ακόμη, με όλους αυτούς θα είναι ο Ιωάννης Παπαπέτρου που, για όποιον θέλει να το δει, φέτος τα πήγε πραγματικά καλά σε μία θέση που δεν ήξερε. Το δυνατό του κορμί που απορροφά επαφές , η έκρηξη του στο πρώτο βήμα, το καλό (αν και αναποφάσιστο σε "mechanics") σουτ, έδωσαν στον Γιάννη Σφαιρόπουλο την δυνατότητα να καλύψει το κενό στη θέση 4 που υπήρχε πίσω από τον Πρίντεζη. Για τον ίδιο τον παίκτη, η χρονιά που ολοκληρώνεται πρέπει να ήταν αναπάντεχο δώρο, καθώς ανέπτυξε ένα χαρακτηριστικό που οφείλουν να έχουν οι σύγχρονοι φόργουορντ: την ευελιξία ανάμεσα στις θέσεις (versatility).
Και φυσικά, υπάρχει ακόμη ο παιχταράς Πρίντεζης, ο δυναμικός και τεχνικός Κουφός, ο Παπανικολάου, ο Χαραλαμπόπουλος.
Χμ... ναι.
Με την αποχώρηση του Ζήση, ίσως να έρχεται τελικά και η στιγμή που η εθνική δεν θα πορευτεί με τις αγωνιστικές τακτικές του ένδοξου (και όχι τόσο πρόσφατου) παρελθόντος. Η μελλοντική , και όχι απαραίτητα η φετινή, στελέχωση της προδιαθέτει πως θα μπορεί, με μπροστάρη τον Γιάννη, να προσθέσει "μάκρος" στην άμυνα μισού γηπέδου, να αλλάξει σε σκριν περισσότερο απο ο,τι παλιά ή να παλέψει να κρατήσει τις περιστροφές στο μίνιμουμ , χάρην της νέας πάστας κοντών. Επίσης, μας προιδεάζει για ένα παιχνίδι γρηγορότερο, το οποίο θα κεφαλοποιεί τις τρομερές ικανότητες του νέου της σταρ στο ανοιχτό γήπεδο, στην οργάνωση και πάνω από τη στεφάνη, όπως και εκείνες των υπολοίπων στην ταχύτητα , το άλμα και τη δύναμη. Τα επόμενα χρόνια η εθνική ίσως περάσει από το μπάσκετ της σκέψης, σε αυτό της εικόνας, και ίσως προσφέρει στους φίλους της , εκτός από άρτο, και θέαμα.
Αυτά δεν θα συμβούν φυσικά μέσα σε ένα καλοκαίρι, και ούτε σημαίνουν πως οι αρχές της προηγούμενης δεκαετίας θα πρέπει να εγκαταλειφθούν. Εδώ ακριβώς άλλωστε είναι που βρίσκεται το στοίχημα. Το λογικό θα ήταν οι παίκτες να στοχευθούν και το πρόγραμμα να αναπτυχθεί με βάση του ποιοι έρχονται με τον χρόνο, και το πώς θα αξιοποιηθούν καλύτερα. Η σκέψη πρέπει να είναι ρηξικέλευθη και μακριά από στεγανά. Από τη στιγμή που η ελληνική διαδικασία παραγωγής δεν βγάζει παίκτες με συγκεκριμένα παικτικά χαρακτηριστικά (το "μυαλό" δεν είναι προνόμιο κανενός λαού) , θα πρέπει ίσως να γίνει παραδεκτό πως η "σχολή" της άμυνας και της σκέψης είναι περισσότερο ένα εφεύρημα , παρά μία πραγματικότητα.
Χαίρομαι πάρα πολύ που σταματά ο Ζήσης. Το ίδιο χάρηκα και με την περυσινή αποχώρηση του Βασίλη Σπανούλη. Η εθνική ομάδα στο μπάσκετ προχωρά σε κάτι διαφορετικό, που μπορεί να είναι πολύ όμορφο.