Αρχίσαμε να κατηφορίζουμε με το αυτοκίνητο και την βροχή στο κατόπι, κατά τις 11. Το σημερινό, ενδιάμεσο πρωινό το είχαμε κυκλώσει από καιρό για μία εκδρομή στο Μπιλμπάο, καθώς μπάσκετ το Σάββατο δεν παίζουν παρά μόνοι οι μικροί, μπροστά στα ερευνητικά βλέμματα σκάουτερ και μάνατζερ. Ποιος νοιάζεται αλήθεια για αυτά, όταν διαμένει σε φάρμα;
Οπως μου είπε ο Παναγιώτης, τα "παραδοσιακά" αγροτόσπιτα της επαρχίας των Βάσκων είναι τεράστια, όχι από πλούτο, αλλά από ανάγκη. Κάτω από τις στέγες τους στεγάζονταν ολόκληρες οικογένειες, οι οποίες χρειάζονταν χώρο. Για να ακριβολογώ, δεν μιλάμε για την "οικογένεια" όπως την έχουμε στο μυαλό μας, αλλά για ολόκληρο το σόι, κάθε μέλος του οποίου συνεισέφερε στην ανέγερση, προσφέροντας αργότερα την σκυτάλη της ιδιοκτησίας στην επόμενη γενιά, μέσω της συστέγασης. Φαντάζομαι ένα σπίτι όπου ζουν δυο γιαγιάδες, τρεις παππούδες, δυο-τρεις θείες, γονείς, παιδιά και εγγόνια και αναρωτιέμαι πώς μπορεί να μείνει όρθιο στο πέρασμα των χρόνων. Δεν θα ήταν εύκολο, υποθέτω, όμως το αποτέλεσμα είναι διάσπαρτα, περιποιημένα, πετρόχτιστα ημι-μαυσωλεία ανάμεσα στα δάση, σε έναν ιδιότυπο διαγωνισμό αρμονίας με το σκουροπράσινο τοπίο. Κάθε στροφή αποκαλύπτει και έναν νέο νικητή, μέχρι η κεντρική εθνική οδός να αποφασίσει το τέλος.
(Η φαρμα μας!)
Οδηγησαμε πάνω της περίπου 25 λεπτά, μέχρι την σωστή έξοδο προς μία από τις ομορφότερες πόλεις του κόσμου. Το Μπιλμπάο είναι λιμάνι, βρίσκεται πάνω στον Ατλαντικό ή πιο συγκεκριμένα στο Μπέο Μπίσκι, για όσους ή όσες γνωρίζετε τον (μελωποιημένο) Καββαδία. Περιβάλλεται από λόφους, πάνω στους οποίους σκαρφαλώνουν συντεταγμένα πολυόροφες κατοικίες με παραδοσιακό χρώμα. Στην χαμηλότερη κατάληξη τους, ο ποταμός Nερβιόν κόβει το πιο αστικό κομμάτι της πόλης στη μέση, με τις δυο πλευρές να ενώνονται μέσω μεταλλικών γεφυρών, που προσδίδουν στον χώρο έναν χαρακτήρα ξεκάθαρα διαχωριστικό από οτιδήποτε κεντροευρωπαϊκό. Το μέταλλο, σκληρό, τραχύ και ταυτόχρονα απόκοσμα γοητευτικό, κυριαρχεί γενικώς σε πολλά σημεία και δημόσια κτίρια του κέντρου, προσφέροντας την απαραίτητη δυσαρμονία και μεταφέροντας ήχους. Το Μπιλμπάο έχει βοή και κίνηση, δεν είναι ξενέρωτο σαν τη Βιτόρια, μπορεί να σε πιάσει και να σε κρατήσει στο χέρι του.
Παρκαραμε σε ένα καθόλου τυχαίο παρκινγκ και κατευθυνθήκαμε προς το μουσείο Γκούγκενχάιμ - με δύο τόνους παρακαλώ. Συνήθως με τα μουσεία δεν τα πάω καλά, διότι το περιβάλλον τους αποκλείει τον ήχο και μέσα τους ο χρόνος απλά στέκεται σαν χάνος. Όμως αυτό εδώ φαινόταν από μακριά ότι θα είναι κάτι διαφορετικό. Οι απότομες, σχεδόν γωνιώδεις καμπύλες του, τα γήινα χρώματα και το ακανόνιστο αρχιτεκτονικό ύφος - τουλάχιστον για έναν άσχετο από αρχιτεκτονική - προκαλούν την επισκέπτρια να περάσει την πόρτα, ανταμοίβοντας την μάλιστα με μια θάλασσα από pinchos στην καφετέρια-μπιστρό της εισόδου. Εβγαλα την γκουρμέ ιστοσανίδα μου, έκανα τρεις τέσσερις επιδέξιες μανούβρες και όταν το στομάχι γέμισε κατευθύνθηκα προς την τέχνη. Όχι μόνος φυσικά, αλλά με την κλασική, υπέροχη παρέα, που περίπου ανά 100 μέτρα έχει κάτι ενδιαφέρον να πει.
Το Γκούγκενχάιμ δεν λειτουργεί με μόνιμη έκθεση, αλλά σε αυτό εκτίθενται κυλιόμενα διάφορα εγχειρήματα μοντέρνας τέχνης, από ζωγραφική, μέχρι μεταλλογλυπτική και video art. Η κάθε θεματική στεγάζεται φυσικά και σε διαφορετικό χώρο, διαμορφωμένο κατάλληλα για να την φιλοξενήσει. Για παράδειγμα, μέσα σε μία αχανή, πανύψηλη αίθουσα, εκτίθονταν κάτι θεόρατες λωρίδες από ατσάλι, οι οποίες δημιουργούσαν με διάφορους ευφάνταστους συνδυασμούς διαφορετικά σχήματα και έντεχνους λαβυρίνθους. Δεν πήρα χαμπάρι τίποτα, μέχρι που ανέβηκα στο δεύτερο όροφο και κοίταξα όλη αυτή τη ραδιουργία από ψηλά. Δεν ξέρω αν ήταν αυτός ο σκοπός του καλλιτέχνη, πάντως τα ανθρώπινα σώματα, χαμένα ανάμεσα στα γιγαντιαία μέταλλα σε άτακτη κίνηση, φανέρωναν πως είμαστε όλοι χαμένοι από χέρι. Δεν ξέρω, μπορεί να λέω και πίπες, κάτι που το σκέφτηκα μόλις τώρα, φέρνοντας στη μνήμη έναν πεντάχρονο πιτσιρικά, που όρμησε χωρίς καμία ντροπή επάνω σε κάτι μαχαιρωμένους καμβάδες του καλλιτέχνη Λούτσιο Φοντάνα σε μία διπλανή αίθουσα, προκαλώντας τον πανικό τόσο στη μητέρα του, όσο και στον αρμόδιο φύλακα. Μου ήρθε να χτυπήσω τον τελευταίο στην πλάτη συγκαταβατικά, παρηγορώντας τον με ένα "μην ανησυχείς, θα μάθει κι αυτός να σέβεται", αλλά αντί αυτού προχώρησα στην αίθουσα της video art.
Eκείνη είχε το μέγεθος μιας μεσαίας κινηματογραφικής αίθουσας και την σκοτεινιά μιας οποιαδήποτε άλλης, με την σημαντική διαφορά ότι δεν υπήρχαν καθίσματα. Οι θεατές του έργου "Η καμπάνα, ο εκσκαφέας και το φαρμακείο" καθίσαμε όλοι κατάχαμα για μισή ώρα, παρακολουθώντας έναν εκσκαφέα να κατεδαφίζει έναν όροφο μιας βιομηχανίας φαρμάκων με μανία, υπό τους ήχους μιας καμπάνας. Πέντε λεπτά μετά την έναρξη της προβολής, διαπιστώσαμε ότι η καμπάνα ήταν δεμένη στο άκρο της μηχανής, έχοντας αντικαταστήσει το "κανονικό" άκρο της. Ξέρετε, αυτό που μοιάζει με φτυάρι και έχει δοντάκια. Ετσι, οι εκκωφαντικοί ήχοι της κατεδάφισης συνοδεύονταν από εξίσου εκκωφαντικό "ήχο εκκλησίας", ο οποίος προκαλούνταν από τον ίδιο τον εκσκαφέα. Θα μπορούσα να είχα κάτσει εκεί ένα δίωρο ακόμη, όμως ο Λεωνίδας έχει πάντα μία αξιόλογη πρόταση για φαγητό και επιπλέον είχε ήδη κλείσει τραπέζι. Αν μπορείς, κάνε κι αλλιώς.
Περπατήσαμε κατά μήκος του παταμού και σταματήσαμε σχεδόν στην απόληξη του, στην ψαροταβέρνα "Lonja de Olabeaga". Ήπιαμε Tempranillo, το οποίο συνήθως δίνει κόκκινα κρασιά, όμως το συγκεκριμένο ήταν λευκό και είχε την οξύτητα μιας Σαντορίνης. Κατά τα λοιπά, το παραδοσιακό αυτό ταβερνάκι είχε να προσφέρει γεύσεις ασύλληπτες, από το ψάρι του Αλαντικού με το μακάβριο θρησκευτικό όνομα "Aγιος Πέτρος", μέχρι τον τρομερό μεζέ Pulpo a la Gallega, ο οποίος προετοιμάζεται ως εξής φίλες και φίλοι. Βράζουμε το χταποδάκι, μετά στο ζουμί του βράζουμε πατάτες και ύστερα τοποθετούμε το μαλάκιο επάνω τους σε φέτες, μαζί με λάδι, μαϊντανό και πολύ, πάρα πολύ γλυκό κόκκινο πιπέρι. Αν ο παράδεισος ήταν φαγητό θα ήταν αυτό, όμως πάντα υπάρχει κι ο έρωτας, που από τον παράδεισο είναι ανώτερος.
Ο πληθυσμός του Μπιλμπάο αντλούσε παραδοσιακά το εισόδημα του από τα τριγύρω μεταλλεία σιδήρου, όπως και από την οικονομία του λιμανιού, με ό,τι συνεπάγεται αυτή. Η πόλη δείχνει άνετη και από ο,τι μου είπαν τα παιδιά πράγματι είναι, καθώς η Χώρα των Βάσκων απολαμβάνει μεταξύ άλλων και το προνόμιο της (σχεδόν) αυτόνομης διαχείρισης των φόρων, το οποίο το μοιράζεται με την διπλανη κοινότητα της Ναβάρα. Οι υπόλοιπες 15 κοινότητες (συν δύο πόλεις) της Ισπανίας, οφείλουν πρώτα να αποδώσουν όλους τους φόρους τους στην κεντρική διαχείριση του κράτους και κατόπιν να λάβουν το μερίδιο που εκείνο κρίνει ότι τους αναλογεί. Ίσως για αυτό το λόγο οι αποσχιστικές τάσεις των Βάσκων ολοένα και μειώνονται, περιορίζοντας πλέον τους σκληροπυρηνικούς αυτονομιστές στα χωριά της υπαίθρου. Τα αστικά κέντρα ακολουθούν τον δικό τους δρόμο, με τα πανίσχυρα οικονομικά κίνητρα στην πρώτη γραμμή. Η οικονομία αποτελεί μία από τις πιο αποτελεσματικές τεχνικές διακυβερνησης που θα μπορούσε ποτέ να βρει η πολιτική και όπου παρουσιάζεται η ευκαιρία, οι δυο τους καταφέρνουν να συμβιώνουν σαν ένα οργανικό υβρίδιο, με σκοπό τον έλεγχο των σωμάτων.
Υπάρχουν παρόλα αυτά και καθημερινοί υπερήρωες, όπως ο άντρας στο διπλανό τραπέζι, των οποίων τα σώματα δεν ελέγχονται με τίποτα. Σε μία άγαρμπη προσπάθεια να φιλήσει τη σύντροφο, έδωσε μία στο ποτήρι του κρασιού, το οποίο πήρε φόρα προς το πάτωμα. Με μία αστραπιαία κίνηση όμως, ο τύπος το πρόλαβε στον άερα και κέρδισε τον θαυμασμό.
- Ποιος είσαι ρε φίλε, ο Σπάιντερμαν; τον ρώτησα.
Δεν καταλάβαινε ελληνικά, όμως κατάλαβε την λέξη "Σπάιντερμαν" και έβαλε τα γέλια. Γελασα κι εγώ, γέλασαν και οι υπόλοιποι και γίναμε φίλοι εδώ, στο Μπέο Μπίσκι.