Ερωτήματα
Φυσιολογικά, η αναπαραγωγή των παραπάνω έφερε (μαζί με την κλασική πλάκα και) την καθιερωμένη κριτική. Πόσο ρίχνει νερό στο μύλο του φανατισμού ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος; Εσείς, αν σας βρίζανε την μάνα και την οικογένεια, δεν θα κάνατε τουλάχιστον το ίδιο; Λογικό δεν ακούγεται; Μήπως είναι κάπως ασύμβατο για τον ομοσπονδιακό προπονητή της εθνικής ανδρών να εκτιμά κατά αυτό τον τρόπο ένα παιχνίδι συλλόγων; Δεν είναι και εκείνου οι δηλώσεις ένας σύμμαχος στην διαιώνιση της κόντρας των αιωνίων; Eπάνω σε αυτές λίγο πολύ τις γραμμές κινήθηκαν τα σχόλια, τόσο στα social media, όσο και στα δημοφιλή ηλεκτρονικά μέσα και στην μπλογκόσφαιρα, ο,τι και αν είναι η μπλογκόσφαιρα τέλος πάντων.
Δεν σας κρύβω ότι όλα αυτά εμένα μου είναι τελείως αδιάφορα , υπό την έννοια ότι αφορούν κυρίως κριτική επάνω στα πεπραγμένα ή τις δηλώσεις ενός προσώπου. Ο Γιαννακόπουλος, ο Μίσσας. Όποιο και αν είναι το συμπέρασμα των κριτικών αντιπαράθεσεων, δεν μπορεί παρά να είναι ελάχιστα εποικοδομητικό, υπό την έννοια ότι απλώς καταλήγει σε μια κρίση. Ο Α είναι μαλάκας και φανατίζει, ο Β επίσης, ο Α καλά έκανε και αντέδρασε, σκορ σαν κι αυτά των γυναικών συμβαίνουν κάθε μέρα, τι να πει και ο Β. Σπουδαία τα λάχανα, end of story.
Πολύ περισσότερο με ενδιαφέρουν , να πω την αλήθεια, οι τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι καταλήγουν στις διάφορες εκδοχές, είτε αυτές παρουσιάζονται στον Τύπο είτε στα κοινωνικά δίκτυα. Για ποιους λόγους άραγε υπερασπίζονται πολλοί έναν πρόεδρο ή εναν προπονητή; Για ποιους άλλους στέκονται εναντίον του; Μέσα σε όλα αυτα, ποια είναι άραγε η κυρίαρχη σχέση που καθοδηγεί τη σκέψη και ποιες οι αξίες που ανάβουν την σπίθα της άποψης; Υπάρχει άραγε η περίπτωση η στήριξη στον Γιαννακόπουλο να πηγάζει από την συναισθηματική προσκόλληση στην ομάδα, και αντίστοιχα από αυτή να απορρέει και η όποια στάση (αρνητική ή θετική) απέναντι στον Μίσσα; Πώς προκύπτει το "ερωτικό" δέσιμο με έναν σύλλογο; Μήπως όλα αυτά μας δείχνουν πράγματα σχετικά με το πώς μεγάλο μέρος του κοινού αντιλαμβάνεται τις κοινωνικές/οικονομικές/πολιτικές σχέσεις;
Συμβαίνει συχνά , βλεπετε, ένα γεγονός που κατά πολλούς έχει περίπου αυταπόδεικτη σημασία και δεδομένο βάρος , για άλλους να αποτελεί κάτι το τελείως διαφορετικό. Καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ υψώνει το τείχος στα σύνορα με το Μεξικό, κάποιοι αναγνωρίζουν ξεκάθαρα την καλλιτεχνική αξία της κατασκευής.
Όπως είναι αντιληπτό από την μέχρι στιγμής φλυαρία, το αν το τείχος είναι ή όχι τέχνη ελάχιστα με απασχολεί, σε σχέση με το πώς έφτασε η κοινότητα των τεχνών στην δυνατότητα να μπορεί να απομονώνει την πράξη από το περικείμενο/πλαίσιο. Είναι και αυτό μια τέχνη, η οποία καθοδηγείται από το πνευματικό παράθυρο του καθενός στον κόσμο. Θα ήθελα τόσο πολύ να το ανοίξω...
Για να το καταφέρω, συχνά καταφεύγω στις ιστορίες που διηγούνται οι άνθρωποι, διότι μέσα σε αυτές κρύβονται θησαυροί. Σε αντίθεση με ένα απλό γεγονός, μία διήγηση περιέχει περίπλοκες σχέσεις, πολύ παραπάνω πρόσωπα και δυναμικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους. Επίσης, η οπτική του πρωταγωνιστή φανερώνει συχνά, τόσο την εμπειρία και τις αντιλήψεις που έχει εκείνη διαμορφώσει, όσο και εκείνες από τις οποίες έχει διαμορφωθεί. Αλλιώς βλέπει τον κόσμο ο άμεσα ευεργετηθέντας ή πληγέντας. Η αναγνώριση της οπτικής του συχνά συνιστά μια αποκάλυψη για το αν μπορεί να αλλάξει η γη ή όχι, και εν πάση περιπτώσει με ποιους τρόπους ίσως να γίνεται το ένα και γιατί να συμβαίνει το άλλο. Τα παραπάνω (ο Μίσσας, ο Γιαννακόπουλος, ο Τραμπ, το πάθος για τις ομάδες, η υποστήριξη ή η εναντίωση στους προέδρους, η κοινότητα της τεχνης, η φιλανθρωπία) είχαν εχθές γίνει στο κεφάλι μου ένα κανονικό μπάχαλο. To παράθυρο άνοιξε τελικά μόνο του, όταν μας επισκέφτηκε το...
Το φάντασμα του Αταλάρ
Στις αρχές του 1964 ο πατέρας μου ήταν ήδη στην Αθήνα για σπουδές στην Φαρμακευτική, μία επιλογή συνειδητή, όσο και σκληρή. Ηθελαν όλοι στην οικογένεια να σπουδάσει στην Ελλάδα, όπως και εκείνος, καθώς από καιρό φαινόταν πως η Πόλη γινόταν όλο και περισσότερο αφιλόξενη. Στα τέλη του 1963, με τις μεγάλες ταραχές και τις βίαιες συγκρούσεις στην Κύπρο μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων , ένα νέο κύμα απελάσεων ξεκίνησε για τους Ελληνες του Βοσπόρου. Οι δύο περιοχές ήταν πάντα αλληλένδετες, με έναν φαινομενικά μυστήριο, όσο και απόλυτα εξηγήσιμο τρόπο. Πίσω στο πατρικό, η θεία μου η Αννα ήταν κάπου 15 χρονών, όταν ένα βράδυ του Μαρτίου μπούκαραν μέσα περίπου 5 άντρες της ασφάλειας και πήραν σηκωτό τον παππού μου. Η γιαγιά έλειπε από το σπίτι για κάποιου είδους επίσκεψη και η θεία μου έμεινε μόνη να αναρωτιέται πού πήγε ο πατέρας της και πότε ή αν θα ξαναγυρίσει.
Το ξημέρωμα τον έφεραν πίσω, μαζί με αυτό που ονομάζουν "μαντάτα". Σε έναν μήνα ήταν υποχρεωμένος να εγκαταλείψει την χώρα, ως Ελληνας υπήκοος, όπως επίσης ήταν υποχρεωμένος να μεταβιβάσει όλα τα του τα υπάρχοντα. To ταξίδι στην Αθήνα θα ήταν χωρίς επιστροφή και προϋπόθεση για την ασφαλή του κατάληξη ήταν πίσω να μείνουν μόνο συντρίμμια. Η γιαγιά μου και η θεία μου, ως μερικώς Τουρκάλες υπήκοοι δεν ήταν υποχρεωμένες να ακολουθήσουν. Όμως ξέρετε πώς είναι αυτά. Στις οικογένειες η φιγούρα του πατέρα οδηγεί σαν σκιά τις υπόλοιπες.
Οι 30 αυτές μέρες δεν ήταν φυσικά ικανό διάστημα να τακτοποιηθούν υποθέσεις, ούτε να πουληθούν όσα ήταν ιδιόκτητα. Οι υποψήφιοι αγοραστές , άλλωστε, αντιλαμβάνονταν και εκείνοι το επείγον της συγκυρίας και επιδίωκαν να πάρουν τα πάντα έναντι πινακίου φακής. Φανταστείτε, το αυτοκίνητο του ο παππούς το χάρισε σε έναν Τούρκο φίλο, έναν από αυτούς που στα Σεπτεμβριανά του ’55 τον είχαν σιβυλλικά προειδοποιήσει: «μην πας σήμερα στην δουλειά».
Με τον γιο στην Αθήνα, ανήμπορο να βοηθήσει με οποιονδήποτε τρόπο, η οικογένεια έψαχνε τρόπους να παρατείνει την διαμονή της, έστω και για ένα μήνα ακόμη. Την επόμενη, ο παππούς ο Γιώργος πήγε στην δουλειά, μεταφέροντας τα νέα στο αφεντικό, για το οποίο η θεία μου μιλάει με θαυμασμό μέχρι και σήμερα. Ο Αταλάρ, αγνώστου μικρού ονόματος, ήταν ήδη ένας από τους μεγαλύτερους επιχειρηματίες στην Τουρκία και εκείνο τον καιρό είχε προσλάβει τον παππού ως εργολάβο σε ένα καινούριο πολυκατάστημα που άνοιγε στο Καράκιοϊ. Ο παππούς ήταν υπεύθυνος σχεδόν για τα πάντα, από το να μπουν τα κατάλληλα πατώματα μέχρι να βρεθούν οι σωστές κυλιόμενες σκάλες. Αν έφευγε ξαφνικά, το έργο θα έμενε πίσω.
«Μην ανησυχείς, εγώ είμαι η Τουρκία», του είπε ο Αταλάρ, και την επόμενη μέρα ειχαν όλοι εξασφαλίσει άλλους δύο μήνες στο σπίτι, μέχρι να αποπερατωθεί το έργο και ο παππούς να πληρωθεί, να μετατρέψει κάποια χρήματα του σε χρυσές λίρες (όσες τελος πάντων) και να προλάβει να βάλει μαζί με αυτές τα υπόλοιπα σε βαλίτσες για να τα πάρει ο Μπάμπιτς.
Ο Μπάμπιτς περνούσε από τα ελληνικά σπίτια πάντα μέσα στην νύχτα. Συνδεόταν με κάποιο τρόπο με την ελβετική πρεσβεία και εργαζόταν ως «κουβαλητής». Το αυτοκίνητο του ήταν γεμάτο τσάντες, σακούλες, κούτες και κουτάκια , που μέσα περιείχαν πολλές εργατοώρες και μπόλικο ιδρώτα. Περνούσε τα ελληνοτουρκικά σύνορα ανενόχλητος και φρόντιζε τα χρήματα να φτάνουν στους σωστούς παραλήπτες, είτε σε κάποια ελληνική τράπεζα είτε απ’ευθείας στα χέρια του δικαιούχου, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο πατέρας μου , στο μικρό διαμέρισμα της πλατείας Αμερικής, "εκεί που ζούσαν οι Τούρκοι". Οι τρεις μήνες που θα ακολουθούσαν έπρεπε να γεμίσουν το μισό (που λέει ο λόγος) πορτμπαγκάζ του Ελβετού σχεδόν μόνοι τους.
Από την επόμενη ακριβώς, το σπίτι μετατράπηκε περίπου σε παζάρι πολυτελείας. Οι πόρτες ήταν ανοιχτές και οι υποψήφιοι αγοραστές στέκονταν από έξω με απλωμένα χέρια. Καθώς υπήρχε ένας ικανός μικροαστικός πλούτος, ο κίνδυνος κλοπής ή λεηλασίας δεν ήταν μικρός, όμως οι πολλές φορές επιφανείς επίδοξοι νέοι κατοχοι των φωτιστικών , των καναπέδων και των ασημικών , κρατούσαν γενικά τις διεκδικήσεις σε ήσυχα νερά. Και πάλι όμως, η γιαγιά δεν είχε περιθώρια, αναγκαστικά πουλούσε όσο όσο, καθώς δεν ήταν καθόλου σίγουρη ότι θα βρεθούν αγοραστές για τα πάντα.
Την άβολη αυτή κατάσταση έλυσε σχεδόν ως δια μαγείας η επίσκεψη μιας πλούσιας Αρμένισσας γριάς, παντρεμένης με Τούρκο επί δεκαετίες, ίσως και αναγκαστικά. Η μαύρη Κάντιλακ πάρκαρε έξω από το σπίτι περίπου ένα μήνα μετά την αρχή του ξεπουλήματος και εκείνη βγήκε από μέσα ντυμένη στα λούσα και φουριόζα, με το άγχος ανθρώπου που θέλει να προλάβει τρένο στην αποβάθρα. Είχε ήδη περάσει στο σαλόνι πέντε λεπτά, χαζεύοντας κυρίως τα φωτιστικά, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο ταλαίπωρος άντρας της , σχεδόν αγκομαχώντας και με το πορτοφόλι ανά χείρας. “Φουάτ, αυτό να το πάρουμε;”.
Πήραν σχεδόν το μισό σπίτι, που λέει ο λόγος. Ο Φουάτ , γηρασμένος περισσότερο, δεν μπορούσε να κουβαλήσει τίποτα και την δύσκολη δουλειά ανέλαβε τις επόμενες μέρες ο σωφέρ, ή αλλιώς ο τρίτος άνθρωπος της μαύρης Κάντιλακ. Τα πιάτα και κάποια ασημικά τα πήρε ήδη από την πρώτη μέρα χωρίς να τα βάλει καν σε κουτί, παρά τα κρατούσε στην αγκαλιά του, κάνοντας τρία-τέσσερα δρομολόγια από το επιβλητικό αυτοκίνητο στην κουζίνα και πίσω. Ακολούθησαν σταδιακά δυο καναπέδες, τα φωτιστικά, ένα κρεβάτι και οι κουρτίνες. Ήδη από το τέλος του δεύτερου μήνα, ο παππούς ο Γιώργος, η γιαγιά η Ευανθία και η θεία η Αννα κοιμόντουσαν σε στρώματα, σε ένα σπίτι που πλέον γέμιζε μόνο από εικόνες και παρελθόν.
Λίγο πριν την δουν για τελευταία φορά, η Αρμένισσα τους ενημέρωσε πως αν ήθελαν, πριν φύγουν για την Ελλάδα θα μπορούσαν να την επισκεφτούν, στο καινούριο της σπίτι στο Μπουγιούκντερε, το οποίο θα διακοσμούνταν κατά ένα μεγάλο μέρος από τα υπάρχοντα των προγόνων μου. Ο παππούς μου ήταν πολύ περήφανος για να δεχτεί μια τέτοια πρόσκληση, όμως καμια φορά οι άνθρωποι έρχονται αναγκαστικά αντιμέτωποι με την συμφιλίωση.
Στο Μπουγιούκντερε, την παραλιακή αυτή συνοικία του Βοσπόρου (φωτό από την περίοδο 1950-60), βρισκόταν συμπτωματικά και το μέρος που πήγαινε ψάρεμα, συχνά μαζί με την γυναίκα του. Την πρόσκληση της Αρμένισας δεν την πήραν οι δυο τους ποτέ στα σοβαρα, αλλά μία εβδομάδα πριν μαζέψουν οριστικά ο,τι απέμεινε και αφού ο Μπάμπιτς είχε ήδη αναχωρήσει για το τελευταίο του δρομολόγιο με χρήματα της οικογένειας B., αποφάσισαν να πάνε να αποχαιρετήσουν και αυτή την γωνιά της Πόλης. Οδηγούσαν νωχελικά κατά μήκος της παραλίας, όταν η γιαγια η Ευανθία παρατήρησε τις κουρτίνες ενός τεράστιου σομόν σπιτιού με ορθάνοιχτα πατζούρια. Ζήτησε από τον παππού να σταματήσει. Η έξω πόρτα ήταν ανοιχτή, καθώς γίνονταν εργασίες, μέσα στο σαλόνι σκούπιζε μια υπηρέτρια και η μαύρη Κάντιλακ έλειπε από το υπόστεγο του γκαράζ στα δεξιά της αυλής.
Προσποιήθηκε ότι είναι φίλη του ζευγαριού, άφησε το κανονικό της όνομα για να μην βρει κανένας εργάτης τον μπελά του, και πλησίασε στην άκρη του σαλονιού. Η θεία μου καθόταν κάπου παραέξω. Την είδε να λέει κάτι στην υπηρέτρια και να χαϊδεύει με το χέρι της την κιτρινωπή κουρτίνα, ρίχνοντας μια ολόκληρη και θαρραλέα ματιά προς τα πίσω, ακριβώς στο μέρος της κόρης της. Ύστερα ξαναγύρισε την πλάτη , γονάτισε , έκλαψε για περίπου τρία λεπτά και γύρισε στο αυτοκίνητο, μιλώντας για κάτι που είχε να κάνει με το πώς θα οργανώσουν το σπίτι στην Αθήνα.
Εφυγαν και οι τρεις με δυο βαλίτσες σε ένα λεωφορείο τον Ιούνιο του 1964, αντί για τον Απρίλιο.
Οι Ελληνες της Πόλης πάντα γυρνούσαν πίσω. Την τελευταία φορά που η θεία μου επισκέφτηκε την γενέτειρα της ήταν το 2015, περίπου 50 χρόνια μετά τα γεγονότα εκείνου του κύματος απελάσεων και ακριβώς πριν η λαίλαπα Ερντογάν μετατρέψει την Πόλη σε ένα πεδίο καθημερινής βίας και καταπίεσης. Σε μία από τις βόλτες της βρέθηκε μπροστά σε ένα κατάστημα του δικτύου Αταλάρ, το οποίο απαριθμεί ένα σωρό άλλα υποκαταστήματα στο χώρο της γυναικείας ένδυσης και αν δεν κάνω τρομερό λάθος αποτελεί μέρος του Atalar grup, που επεκτείνει τη δράση του στον τομέα των κατασκευών και των τουριστικών επιχειρήσεων.
Διάλεξε ένα ακριβούτσικο παλτό και πήγε στο ταμείο, όπου ξαφνικά την έπιασε κάτι σαν μια περίεργη παρόρμηση. Η ταμίας την κοίταξε απορημένη όταν την άκουσε να της λέει: «ξέρετε, λέγομαι Β., πείτε αν θέλετε στον υπεύθυνο, πως το κατάστημα σας στο Καντίκιοϊ το έφτιαξε ο πατέρας μου. Ο κύριος Αταλάρ τον είχε προσλάβει λίγο πριν φύγουμε για την Ελλάδα και χάρη στην γενναιοδωρία του καταφέραμε να σώσουμε λίγη από την περιουσία μας. Μας είχε βοηθήσει πολύ ο κύριος Αταλάρ τότε, για αυτό ήρθα κι εγώ να αγοράσω κάτι από εδώ, αν θέλετε να μας κάνετε κάτι καλύτερο για αυτό το παλτό…».
Η κοπέλα δεν ήξερε ακριβώς πώς να αντιδράσει και έτσι πήρε από την ενδοσυνεννόηση κάποιον «ανώτερο». Όταν έκλεισε, άφησε το ταμείο και μπήκε στο ασανσέρ ακριβώς από πίσω. Η θεία μου την είδε να μπαίνει σε ένα γραφείο στον από πάνω όροφο. Μετά από 5 λεπτά βγήκε, κατέβηκε αυτή την φορά από την εσωτερική σκάλα χαμογελαστή , έφτασε κοντά της και της ανακοίνωσε: «Mου είπαν ότι θα έχετε 70% έκπτωση σε ο,τι επιλέξετε από το κατάστημά μας.». Η θεία δεν ειχε ιδέα και ούτε ήθελε να μάθει ποιος μπορεί να καθόταν στο γραφείο του ορόφου, ο (ήδη τότε) γηραιός Αταλάρ είχε πεθάνει προ πολλού έτσι κι αλλιώς .
Καθώς τελείωσε την διήγηση περίπου έτσι την Κυριακή που μας πέρασε, όσοι καθόμασταν στο τραπέζι μείναμε για περίπου πέντε λεπτά βουβοί, κοιτώντας αμήχανα δεξιά και αριστερά. Η ξαδέρφη μου σηκώθηκε και έφερε τους μπακλαβάδες με το καϊμάκι, μαζί με τα ανάλογα σερβίτσια για το γλυκό. Μάλλον το έκανε για να έχουμε κάτι να ασχολούμαστε.
Φυσούσε κάμποσο έξω. Μία γερή ριπή αέρα άνοιξε το μισόκλειστο παράθυρο πίσω μου βίαια και ένα ρεύμα μπήκε ορμητικά στην τραπεζαρία.
«Αμάν, τι ήταν αυτό;» , είπα.
«Το φάντασμα του Αταλάρ» πετάχτηκε η μητέρα μου και ξαφνικά πολλά δάκρυα έγιναν γέλια.