(Γράφει ο Giorgos B.)
Την είχαν ενημερώσει, όπως και το δωμάτιο από κάτω, ότι σήμερα θα ερχόταν ένα συνεργείο για κάποιου είδους γύρισμα, χωρίς άλλες λεπτομέρειες πέραν του ότι καλό θα ήταν να μην έρθει βαμμένη ή τέλος πάντων με οποιαδήποτε αισθητική παρεμβολή στην καθημερινή, αθλητική εμφάνιση. Πλην αυτής της οδηγίας, η Μαρία τα υπόλοιπα μέσες άκρες τα φανταζόταν, μιας και κατά καιρούς τις προπονήσεις επισκέπτονταν διάφορες κάμερες και διάφοροι/ες περίεργοι/ες, έπαιρναν πλάνα ή φωτογραφίες, ρωτούσαν μια δυο αναμενόμενες ερωτήσεις και όλα αυτά κατέληγαν αμπαλαρισμένα στις σελίδες ενός περιοδικού ή στο πεντάλεπτο ενός βίντεο στο ίντερνετ ή σε ένα διαφημιστικό σποτ. Και πάλι δηλαδή, τίποτα το ιδιαίτερο.
Αφού ντύθηκε, κατέβηκε στο αυτοκίνητο γρήγορα. Τηλεφώνησε στην Κ. να κατέβει και εκείνη, και κατά την διάρκεια της αναμονής αποσυναρμολόγησε το αμαξίδιο, το τοποθέτησε στο πίσω κάθισμα και τακτοποίησε κάπως καλύτερα τα πράγματα που είχε βάλει βιαστικά στο σακίδιο πλάτης. Η Κ. κατέφθασε εξίσου βιαστικά και εξίσου βαριεστημένα, έγνεψε "καλημέρα, στοδιάολο σήμερα", έκλεισε άγαρμπα την πόρτα την συνοδηγού και οι κοπέλες ξεκίνησαν, φέροντας για αυτή την χειμωνιάτικη Τέταρτη την ιδιότητα της αθλήτριας μπάσκετ σε hangover.
Στο γήπεδο η Μαρία θυμήθηκε πως το συγκεκριμένο συνεργείο το είχε δει και σε άλλες προπονήσεις. Συνήθως παρατηρούσαν, όμως ως τότε δεν είχαν μιλήσει με κανέναν πλην του αρχηγού ή του προπονητή, με εξαίρεση μερικές τυπικές χαιρετούρες. Έτσι, όταν της ζητήθηκε να διαθέσει λίγο χρόνο μετά το δίωρο για μία συνέντευξη, κάπως πιάστηκε απροετοίμαστη. Δεν σκέφτηκε βέβαια να αρνηθεί, καθώς της εξήγησαν πως από την ίδια διαδικασία θα περνούσαν όλα τα μέλη της ομάδας και μάλιστα όχι μία, αλλά δύο και τρεις φορές στη διάρκεια ενός επταμήνου. Μάλλον δεν υπήρχε εναλλακτική δηλαδή, κάποια στιγμή η συνέντευξη θα συνέβαινε, συνεπώς ας συνέβαινε μία ώρα αρχύτερα.
Στήθηκαν στο κέντρο, λες και θα γινόταν τζάμπολ. Τα φώτα του γηπέδου είχαν σβήσει για τις ανάγκες του γυρίσματος.
- Θες να μας μιλήσεις για ...
- Όχι.
- Συγγνώμη που ρώτησα, έπρεπε.
- Δεν πειράζει.
Ο προβολέας άναψε. Ήταν κάπως δυνατός και σημάδεψε τη Μαρία στο πρόσωπο, όμως σιγά σιγά το μάτι προσαρμόστηκε. Οι φιγούρες πίσω από την κάμερα σχηματίστηκαν ξανά ευδιάκριτα, τα πρόσωπα φάνηκαν σκιασμένα και η συζήτηση ξεκίνησε ακριβώς όπως είχε προβλέψει. "Παιχνιδάκι", σκέφτηκε και αμέσως αισθάνθηκε άνετα. Mίλησε για το μπάσκετ με αμαξίδιο, εξήγησε τις αρμοδιότητες της στο παρκέ, αναφέρθηκε στους λόγους για τους οποίους το άθλημα στην Ελλάδα είναι μεικτό, όπως και στα πλεονεκτήματα που αποκομίζει ένας σύλλογος που έχει στο δυναμικό του γυναίκες.
- Πώς σου φαίνεται που παίζεις με συμπαίκτες άντρες, αλλά και εναντίον αντρών;
- Στο άθλημα μας οι άντρες δεν σε βλέπουν σαν γυναίκα, μου αρέσει αυτό, μου αρέσει να ανταγωνίζομαι.
- Πότε ένιωσες ανεξάρτητη; Εχεις νιώσει ανεξάρτητη;
- Βασικά ένιωσα ανεξάρτητη όπως κάθε έφηβη που φεύγει από το σπίτι, όταν έπρεπε να κάνω οικονομία, να σπουδάσω, να ζήσω μακριά από τους γονείς μου. Σίγουρα και καθώς μάθαινα καλύτερα τον χειρισμό του αμαξιδίου, αλλά δεν ήταν τόσο αυτό, όσο τα υπόλοιπα.
- Πού βρίσκεις γαλήνη;
Η ερωτηση ακούστηκε κάπως ξεκάρφωτη. Η συζητηση όμως είχε βρει ρυθμο μέσα απο τις συνεχόμενες τυπικότητες κι έτσι, μετά από μία στιγμή ακαριαίου δισταγμού συνέχισε, με τον τόνο της φωνής απαράλλαχτο.
- Βρίσκω γαλήνη στην οδήγηση. Είναι κάτι που δεν μπορούν να σε διαχωρίσουν, σε βλέπουν σαν οδηγό, δεν γνωρίζουν για το αμαξίδιο στο πίσω κάθισμα. Eπίσης, μου αρέσει να τραγουδάω.
- Σοβαρά; Θα μας πεις ένα τραγούδι εδώ; πετάχτηκε αδιάκριτα ο ένας οπερατέρ.
- Ναι αμέ.
Οι χορδές της γλιστρούσαν επάνω σε πάγο. Πήρε βαθειά άνασα, οι κοιλιακοί της σφίχτηκαν και στο χαλάρωμα τους, το αγαπημένο τραγούδι του καθενός ή της καθεμιάς τράκαρε με δύναμη στον απέναντι τοίχο. Από εκεί εκσφενδονίστηκε στην τζαμαρία με τα γκράφιτι πίσω από το κορίτσι, κατρακύλησε στις κερκίδες, ύστερα έπεσε στο ξύλινο δάπεδο και τελικά σηκώθηκε ξανά, γεμίζοντας το ολόαδειο, σκοτεινό γήπεδο. Από μακριά, ήταν λες και η φωνή ξεπηδούσε από την μοναδική, έντονη φωτεινή πηγή, μαζί με το ίδιο το φως.
Μετά από μία στιγμή εύλογης αμηχανίας και για τα τέσσερα άτομα που είχαν συγκεντρωθεί στο κέντρο του παρκέ, ο προβολέας έσβησε οριστικά για την ημέρα. Τα παιδιά ευχαρίστησαν την αθλήτρια, εκείνη πέταξε ένα "έλα μωρε, σιγά, όποτε θέλετε σας λέω κι άλλα", άλλαξε επί τόπου αμαξίδιο, πηγαίνοντας από το αγωνιστικό στο πολιτικό και ξεμάκρυνε τσουλώντας προς την μοναδική έξοδο. Καθώς έκλεισε την πόρτα πίσω της, σκέφτηκε πως όλο αυτό τελικά μπορεί να έχει πλάκα του. Επίσης, ο πονοκέφαλος είχε περάσει οριστικά, η ημέρα μπορούσε να συνεχιστεί ευχάριστα. Η Κ. περίμενε απ'έξω με ζεστό καφέ.
---------------------------------------------------------------------------------------------
Στο γήπεδο για περίπου ένα λεπτό επικράτησε σιγή. Αρχίσαμε να μαζεύουμε κάμερες, φώτα και μικρόφωνα σιωπηλοί, προσέχοντας όπως πάντα να μπούνε όλα στις σωστές θέσεις, για να μην ψαχνόμαστε αργότερα. Πακετάραμε γρήγορα, διότι ο χώρος προοριζόταν για διαφορετική χρήση στα επόμενα λεπτά και κατεθυνθήκαμε προς την έξοδο, για το κλασικό "τσιγάρο μετά το γύρισμα", κάτι που είναι έτσι ακριβώς όπως ακούγεται. Μόλις βγήκαμε, εξέτασα προσεκτικά το προαύλιο για να βεβαιωθώ ότι τα κορίτσια είχαν φύγει και ύστερα έκανα μία κίνηση όμοια με τον πανηγυρισμό του Λοτζέσκι όταν βάζει τρίποντο.
"Μαλάκες, συνειδητοποιείτε τι έγινε μόλις; Έχουμε την πρώτη μεγάλη στιγμή του ντοκιμαντέρ, είναι καταπληκτικό!"
Δεν χρειαζόταν η παρατήρηση. Δεν είχα να κάνω με συναισθηματικά ηλίθιους, οι δύο φίλοι μου είχαν κι εκείνοι απορροφηθεί από το μεγαλείο. Όλοι μας νιώθαμε σαν να είχαμε πετύχει ένα μικρό θρίαμβο και, χωρίς να μπορώ να πω για τους άλλους, εγώ τουλάχιστον έλαβα για πρώτη φορά την αίσθηση πως μέσα από την μακρόχρονη διαδικασία που είχαμε μπροστά μας, θα μπορούσε να βγει κάτι αληθινά καλό.
Επιπλέον, το ξεδίπλωμα της Μαρίας μπροστά στην κάμερα, μου έδωσε το πρώτο μεγάλο μάθημα, στην πράξη μου ως επίδοξου κινηματογραφιστή - ήρεμα εδώ βέβαια, το "επίδοξου" πρέπει να τονιστεί, δεν έχω ιδέα πού θα καταλήξει όλα αυτό. Ναι μεν ο φακός του ντοκιμαντέρ περιστασιακά δρα ηδονοβλεπτικά, από την άλλη όμως, το αντικείμενο της ηδονικής ματιάς μπορεί να του ρίξει μία στο κεφάλι και να τον ξαπλώσει στο πάτωμα, αναγκάζοντας τον να γείρει το βλέμμα αλλού με ταπείνωση.
Η υπόθεση δε, πως μπροστά του τα άτομα συνήθως ρυθμίζουν την συμπεριφορά προς την συστολή είναι τελείως λανθασμένη. Αντίθετα, οι πιθανότητες διασπείρονται ανεξάντλητες, καθώς ο φακός μπορεί ακόμη και να ενθαρρύνει, μέχρι να απελευθερώσει, ανεξάρτητα από τις προθέσεις εκείνου ή εκείνης που τον κρατά. Πρόκειται για μία πάλη κυριαρχίας ανάμεσα στους διεκδικητές του ενδιαμέσου χώρου, που δημιουργείται από τον εγκλωβισμό μίας εικόνας στην κάρτα μνήμης. Εδώ βέβαια, αξίζει να σημειωθεί, το προβάδισμα ανήκει ακόμη σε ένα από τα δύο μέρη, εκείνο που θα διαχειριστεί αργότερα την συναρμολόγηση.
Περίπου εννέα μήνες μετά το "συμβαν", καθώς κάτσαμε μπροστά στη μονταζιέρα, η εκπάγλου γοητείας σκηνή του τραγουδιού κόπηκε πρώτη, χωρίς την παραμικρή περίσκεψη. Μοντάρουμε ακόμη και θα μοντάρουμε για καιρό, αλλά όποια τροπή και να πάρουν τα πράγματα, δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να την εμφανίσουμε. Κρίναμε πως δεν εξυπηρετεί σε τίποτα την γραμμή της επιχειρηματολογίας και έτσι την πετάξαμε στο καλάθι των αχρήστων. Για να είμαι καλυμμένος για τις όποιες επιλογές μάλιστα, έβαλα όλη την ομάδα να υπογράψει ένα νομικό έγγραφο, με το οποίο τα μέλη της μου παραχωρούν το απόλυτο δικαίωμα σύνθεσης και ανασύνθεσης του τραβηγμένου υλικού, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί απολύτως κατά την κρίση μου και κατά το δοκούν.
Με απλά λόγια, είμαι στη φάση που μπορώ να κάνω ο,τι επιθυμώ, επενδύοντας ασύστολα με την δική μου πολιτική ένα ολόκληρο οκτάμηνο τυχαίων πλάνων και κατευθυνόμενων συνεντεύξεων. Μέρος αυτής της διαδικασίας αυτονόητα, είναι να παραχθούν σταθερά υποκείμενα ή - ακριβέστερα - υποκείμενα συμβατά με την αισθητηριακη αντίληψη του θεατών, όπως την έχω αξιολογήσει επίσης εγώ, εν μέσω μιας γενίκευσης. Χωρίς να σημαίνει ότι η Μαρία δεν υπάρχει στα αλήθεια (έλεος...), πρέπει να κατασκευστεί από την αρχή, να πακεταριστεί και να σερβιριστεί με σάλτσα μέντας.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------
Κανείς δεν μπορεί να γλιτώσει. Η ιδεολογική επένδυση της/του δημιουργού ενός κειμένου, οπτικού ή γραπτού, περιτυλίγει μονίμως τα άτομα εντός του, καθιστώντας την πάλη που σας περιέγραψα παραπάνω, αόρατη στο τελικό αποτέλεσμα, άσχετα αν αυτό αποτελεί εν πολλοίς προϊόν της. Πώς θα μπορούσε να αποδοθεί δικαιοσύνη;
Ενας τρόπος πιθανώς να ήταν μια ανθρωπολογική προσέγγιση, η οποία θα έφερνε κοντά και για μεγάλο διάστημα τον/την γράφοντα με το αντικείμενο της έρευνας, αποφεύγοντας έτσι τις αυθαίρετες καθηλώσεις (βλ. "ο Νίκολα Γιόκιτς είναι απερίσκεπτος", "ο Ντάριλ Μόρεϊ μπλα μπλα μπλα"). Υπό το πρίσμα της, όπως περιγράφεται σε μία συλλογή κειμένων από τον Τζακ Ρολβάγκεν επάνω στην οπτική ανθρωπολογία1, πριν την συγγραφή ή το γύρισμα συνιστάται πολύπλευρη γνώση του "ποιος είναι ποιος ανάμεσα στους συμμετέχοντες, τι σημαίνουν ο ένας για τον άλλο, τι σκέφτονται ότι κάνουν και πιθανώς τι συμβαίνει αλλού", έτσι ώστε να αποκλειστούν εκπλήξεις. Μία ανάλογη στάση στον γραπτό λόγο προϋποθέτει μακρά έρευνα, εγγύτατη επαφή με τους ανθρώπους και φυσικά ιεραρχεί την προσωπική οπτική ως δευτερεύουσα. Οι χαρακτήρες, ακόμη και αν υπόκεινται σε επεξεργασία, κρατούν σε ικανοποιητικό βαθμό τη μοίρα της αναπαράστασης τους στα χέρια τους.
Από την άλλη, το είδος αυτό της ανθρωπολογικής μεθόδου, παρότι μειώνει τις αποστάσεις μεταξύ των κινηματογραφιστών/συγγραφέων και των προσώπων που πρωταγωνιστούν στα κείμενα, ενέχει έναν διαφορετικό κίνδυνο: Την διάλυση της κριτικής ματιάς επάνω στα δρώμενα. Από την πλευρά της δημιουργού, η απο/ανά-κάλυψη των κινήτρων των δρώντων συχνά επιφέρει δικαιολογίες και εξομαλύνει την αιχμηρότητα του κριτικού λόγου, ενώ από την πλευρά των συμμετεχόντων, η εξοικείωση με τον/την ερευνητή και τα τεχνολογικά μέσα που χρησιμοποιεί, ευνοεί την δυνατότητα χειραγώγησης. Όπως γράφει ο επιφανής θεωρητικός του ντοκιμαντέρ, Μάικλ Ρένοφ "δεν είμαστε μόνο ο,τι κάνουμε σε ένα κόσμο από εικόνες, είμαστε ο,τι παρουσιάζουμε ότι είμαστε"2. Η δικαιοσύνη συνεπώς, μπορεί και πάλι να μην αποδοθεί, τη φορά αυτή απέναντι στο κοινό, παραμένοντας δέσμια της εκδοχής που επιθυμούν να παρουσιάσουν τα άτομα που εξετάζονται, προβάλλοντας όποια έκφανση της προσωπικότητας τους επιθυμούν. Σε αυτή την περίπτωση, ακόμη και το μοντάζ δεν θα καταφέρει τίποτα περισσότερο από το να ξεχειλώσει τα όρια.
Σκεπτόμενος τα παραπάνω κυκλικά τον τελευταίο καιρό, καταλήγω μάλλον πως η (όχι κυριολεκτική) απόσταση είναι απαραίτητη και η αυτοβιογραφική ματιά αναγκαία, διότι "παράγει εκείνο το πλεόνασμα, που γεμίζει με αμφιβολία την συνοχή και τη δύναμη μίας αποκλειστικής ιστοριογραφίας"3. Με διαφορετικά λόγια, η υποκειμενική άποψη θεμελιώνει την κριτική αποδόμηση των φαινομένων, η οποία υπό συνθήκες εγγύτητας συχνά καταπίνεται από το δέλεαρ της αντικειμενικής καταγραφής. Και ως γνωστόν, αν κάτι προλάβει να χαρακτηριστεί ως "ιστορία", αργότερα πετάει τους αμφισβητίες στα μπουντρούμια.
Το τίμημα είναι φυσικά o,τι αναφέρθηκε προηγουμένως, δηλαδή η εκχώρηση των "δικαιωμάτων αναπαράστασης" στον γράφοντα/στην δημιουργό. Για όσες ή όσους μεταφέρουμε κατά καιρούς ιστορίες άλλων ανθρώπων (εν προκειμένω αθλητών/αθλητριών), μία πιθανή διαφυγή από την αναπόφευκτη αυτή συνθήκη ίσως είναι η σύνδεση του τοπικού με το ευρύ, ώστε η κεντρικότητα (sic) των προσώπων να υποβαθμιστεί, χάρην της ανάδειξης του ιστολογίου των εξουσιαστικών δομών. Μία ακόμη, πιθανότατα ακόμη ασφαλέστερη διέξοδος, είναι, υποθέτω, η ενσυναίσθηση.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
H επόμενη της πρώτης συνέντευξης πάντως, δεν εξελίχθηκε συνοδεία ανάλογων περίπλοκων σκέψεων. Είχε έρθει μια φίλη από το εξωτερικό που δεν είχα δει για καιρό, μετά τη δουλειά πήγαμε για φαγητό και αργότερα για ποτό. Στο μπαρ μαζεύτηκαν κάποια στιγμή διάφοροι και διάφορες, γίναμε κουνουπίδι και η νύχτα πήρε το δρόμο της.
Το ίδιο ημερολογιακό πρωινό η Μαρία ξεκίνησε νωρίς για δουλειά. Φτάνοντας έξω από το κέντρο ψυχικής υγείας, όπου απασχολούταν πέρυσι σε μερικό ωράριο, ένας τύπος προσφέρθηκε να την βοηθήσει να βγάλει το καρότσι από το αυτοκίνητο. Αρνήθηκε ευγενικά, όμως εκείνος επέμεινε. Ξανααρνήθηκε. Ξαναεπέμεινε. Η κοπελα τραβήχτηκε και τότε ο άντρας φώναξε ένα φίλο του, που καθόταν καπνίζοντας στα σκαλιά. "Έλα ρε σε παρακαλώ, να βοηθήσουμε το κορίτσι, είναι λίγο ανάπηρη". Ο άλλος ούτε που κούνησε, η Μαρία του χαμογέλασε και η μέρα συνεχίστηκε, όπως τόσες και τόσες άλλες.
Σημειώσεις
1. Solveig Frudenthal, "What to tell and how to show it, Issues in Anthropoligical Filmmaking", στο βιβλίο "Anthropoligical Filmmaking" του Jack Rolwagen, Hardwood Academic Publishers.
2. Michael Renov, "The Subject of Documentary", University of Minessota Press, 2004.
3. Doris Sommer, "Not Just a Personal Story: Women's Testimonies and the Plural Self", στο Schenck C, Brodzki B, Life/Lines: Theoretical Essays on Women’s Autobiography. Ithaca, NY: Cornell University Press ; 1988.