‘’Ήμουν ο νεαρός, ο καινούργιος και ο αισιόδοξος, που έχει κάτι να αποδείξει, που αγαπούσε την Rip City. Εκείνος ο Point Guard που δε χορταίνατε να βλέπετε’’
Ο Lillard ήταν ακριβώς αυτό, από το 2012 που μπήκε στο ΝΒΑ. Συμπτωματικά ήταν και η χρονιά που άρχισα να βλέπω πιο έντονα τη διαδικασία του draft, ποιοι οργανισμοί κάνουν workouts με κάθε αθλητή, ποιοι ακούγονται για ανταλλαγές και ποιοι έχουν ήδη αποφασίσει για την επιλογή τους, και όλα τα καλά. Θυμάμαι ακόμη δηλαδή τον Dame με μπλουζάκι των Sacramento Kings από το Draft Combine. Έτσι ξεκινούν οι έρωτες άλλωστε, κάπως συγκριακά αλλά και απόλυτα. Οι Kings τελικά επέλεξαν με το #5 τον Thomas Robinson που έφτασε μέχρι τους Road Warriors στις Φιλιππίνες για να παίξει μπάσκετ, οι Raptors στο #8 (που επίσης είχαν δοκιμάσει τον Lillard) δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία τους, οι Blazers στο #6 έκαναν την καλύτερη δυνατή επιλογή.
Ο guard που τόσο είχε εντυπωσιάσει τον Kobe Bryant στην πρώτη αναμέτρηση των Blazers με τους Lakers, έκλεισε τη rookie σεζόν του με 19 πόντους κατα μέσο όρο, σουτάροντας με 37% από το τρίποντο (μια χαρά ποσοστό για την εποχή, αλλά και τη συνθήκη του πρωτοετούς) και συνοδεία 6,5 ασίστ ανα αγώνα. Νεαρός, αισιόδοξος, μ’ ένα πακέτο ικανού δημιουργού, σκόρερ από την περιφέρεια αλλά και top-class slasher όταν χρειαστεί. Όχι με τα καρφώματα του Derrick Rose ή του Ja Morant, όμως διάδρομο δεν του έδινες σε καμία περίπτωση. Μαζί με τα παραπάνω χαρακτηριστικά, κουβάλησε και το βραβείο του Rookie of the Year, σε μία φουρνιά που συνυπήρξε με τον Anthony Davis. Το Portland είχε ήδη στα χέρια του έναν θησαυρό.
Έντεκα χρόνια μετά, o Lillard φεύγει από τους Blazers ως ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία του franchise (19,376 πόντοι) και ο δεύτερος σε ασίστ (5,151), πίσω μόνο από τον Terry Porter. Οι απόψεις διίστανται για το αν μιλάμε για τον κορυφαίο Blazer όλων των εποχών, υπάρχει ο Bill Walton, οι έφηβοι των 90s προφανώς θα αρνηθούν πεισματικά να παραχωρήσουν την πρωτιά του Clyde Drexler, καλά κάνουν ενδεχομένως γιατί κόντρα στο συναίσθημα δεν μπαίνει κανείς -και στην τελική ο Glide ήταν πραγματικά σπουδαίος και οδήγησε τα δικά του σύνολα σε δύο τελικούς ΝΒΑ, απέναντι στα ορθωμένα βουνά των Bad Boys Pistons και των Bulls του Michael Jordan. Το σίγουρο είναι ότι ο Lillard ανήκει στους πολύ ξεχωριστούς, ανάμεσα σε όσους φόρεσαν το κόκκινο, το μαύρο και το λευκό της Rip City. Και όσον αφορά την ομαδική επιτυχία;
Εδώ σίγουρα οι απόψεις διίστανται. Όσοι μετράνε ως επιτυχία μόνο το δαχτυλίδι του πρωταθλητή, μάλλον θεωρούν αυτή την 11ετία κάτι ανάμεσα σε ‘’what-if’’ και μέτρια αποτυχία. Δε θα κοντράρω ιδιαίτερα, σε αυτό το ‘’Championship or Bust’’ μοτίβο έχω μεγαλώσει κι εγώ μπασκετικά. Η προσπάθεια του Dame ωστόσο ήταν στα δικά μου μάτια αξιέπαινη. Μ’ εκείνον στη θέση του βασικού χειριστή, οι Blazers έκαναν τρεις σεζόν με 50+ νίκες, ενώ το 2018 έφτασαν στο ακριβώς προηγούμενο σκαλί, με 49. Μπήκαν οκτώ φορές στα Playoffs, προχώρησαν τρεις φορές πέρα από τον πρώτο γύρο, ενώ το 2019 έφτασαν μέχρι τους τελικούς περιφέρειας - στη μεγαλύτερη επιτυχία στα χρόνια του Dame. Εκείνη που συμπεριλάμβανε το μεγάλο σουτ πάνω από τους Oklahoma City Thunder και συγκεκριμένα τον Paul George, στον πρώτο γύρο. Αξίζει να σταθούμε λίγο σ’ αυτό το σουτ, αλλά και σ’ εκείνο που είχε πετύχει μερικά χρόνια νωρίτερα απέναντι στους Rockets. Τα δύο μεγάλα σουτ της Dame Time. Τα θυμάστε έτσι δεν είναι; Όχι;
Α, συγγνώμη, τα θυμάστε. Δεν πειράζει, ας μπει το βίντεο, οι πρωταγωνιστές άλλωστε τα λένε καλύτερα απ’ όσους απλά γράφουν γι’ αυτούς.
Ομορφιές. Κανείς άλλος αθλητής (πλην του Michael Jordan, αν δεν κάνω λάθος) δεν έχει δύο εύστοχα buzzer-beaters που ταυτόχρονα κλείνουν μία σειρά, που η ομάδα του παίρνει τη νίκη και την πρόκριση την ίδια στιγμή. Κι αν στο παιχνίδι με τους Thunder το ‘19 το παιχνίδι ήταν ισόπαλο και οι Blazers είχαν το ξεκάθαρο προβάδισμα με 3-1, δεν ισχύει το ίδιο για το ‘14, όπου οι Blazers έχαναν εντός παιχνιδιού και πιθανό σίδερο θα έστελνε τη σειρά στο 3-3 και πίσω στο Houston. Μεγάλα, τεράστια σουτ, που κανονικά αρκούν για να πούμε πως ο Lillard έγραψε μία πολύ επιτυχημένη πορεία στο Portland, όμως κρύβουν και μία διαφορετική ιστορία ανάμεσά τους. Εκείνη της μετάβασης. Από το ισχυρό Portland, στο Portland του ισχυρού.
Το 2014 οι Blazers κλείνουν τη σεζόν με ρεκόρ 54-28, στην πέμπτη θέση της -ακραία γεμάτης- Δύσης. Το ρόστερ έχει τους LaMarcus Aldridge, Nicolas Batum, Wes Matthews, CJ McCollum -αλλά και τον Thomas Robinson, που οι Kings είχαν διαλέξει μία θέση πάνω από τον Lillard, γιατί οι μπασκετικοί θεοί γουστάρουν τις ιστορίες. Χάνουν στον δεύτερο γύρο από τους μετ’ έπειτα πρωταθλητές Spurs, εκείνη την ομαδάρα της μπασκετικής δημοκρατίας, όμως έχουν τον κορμό για να διεκδικήσουν κάτι καλύτερο στα χρόνια που έρχονται. Το 2019 ωστόσο, στο δεύτερο μεγάλο σουτ, μόνο ο Lillard και ο McCollum έχουν απομείνει. Το front office των Blazers έχει χάσει τον Aldridge, δεν έχει καταφέρει να πλαισιώσει το δίδυμο των περιφερειακών σταρ κατάλληλα, έχει πληρώσει στην πορεία κάτι απίθανους, τύπου Allen Crabbe, κάτι ακόμη πιο απίθανα ποσά. Το ρόστερ που έχει πέντε χρόνια μετά ο Lillard γύρω του έχει σαν φωτεινά σημεία αναφοράς τους Seth Curry, Rodney Hood και Al-Farouq Aminu, ο Enes Kanter έχει κληθεί για να παίζει πολλά λεπτά λόγω της απουσίας του πολύ ταλαντούχου, και ακόμη περισσότερο επιρρεπή στους τραυματισμούς, Jusuf Nurkic. Το ρεκόρ εκείνης της σεζόν; 53-29.
Την αφήγηση (και τις δικαιολογίες) της μετάβασης, ο Lillard της κατατρόπωσε. Γύρω του το Portland απέκτησε τη δυναμική της ροής, του smooth sailing, ακόμη και με τις τρικλοποδιές που ο ίδιος ο οργανισμός έβαζε στον εαυτό του. Ναι, δεν έπαιζαν την top-10 άμυνα που χρειάζεται ένας πραγματικός διεκδικητής. Ναι, στην τελική δεν υπήρξε ποτέ πραγματική μάχη με το Golden State του Steph Curry, γιατί στη μάχη είναι δύο και στο συγκεκριμένο ζευγάρι επικρατούσαν πάντα οι Dubs. Γίνεται να μην είσαι σε αυτό το λέβελ, αλλά και ταυτόχρονα να είσαι πολύ, πολύ μακριά από τη στάμπα της ‘’αποτυχίας’’. Για τις δυνάμεις τους, με τη δύναμη στη Free Agency που (δεν) έχει το Portland, τα πήγαν μια χαρά.
‘’Ναι, αλλά δε γίνεται, δεν υπάρχει ευθύνη του ίδιου δηλαδή;’’
Ασφαλώς, όπως σε όλες τις περιπτώσεις, η αλήθεια πάντα βρίσκεται κάπου στη μέση. Αρκεί να δείτε ξανά το γράμμα. Διαβάστε τα ονόματα, δεν τελειώνουν. Ο Neil Olshey και ο Terry Stotts. Διάφορα μέλη του τεχνικού επιτελείου, φροντιστές αλλά και δημοσιογράφοι των ντόπιων media. Πρώην συμπαίκτες. Ο Chauncey Billups, τωρινός προπονητής των Blazers. O Simons, ‘’Anferno’’ όπως τον αποκαλούσε ο Dame κι εκνέυριζε τον μικρό, ο παίκτης που από την πρώτη μέρα πήρε υπό την προστασία του, παρ’ ότι -στο χαρτί- μία μέρα μπορούσε να του ‘’φάει τη θέση’’. Ο CJ McCollum που στην πραγματικότητα κρύβεται σε κάθε εκατοστό του love letter.
O Lillard δεν ήθελε απλά να κερδίσει εκείνος με τη φανέλα του Portland. Ήθελε να κερδίσουν όλοι μαζί σαν οικογένεια, με τις ελάχιστες αλλαγές. Όποιου το αμάξι είχε πινακίδες της περιοχής, τον ήθελε μαζί του στην πορεία. Είναι γνωστή η λατρεία του για τον μπασκετικό αδερφό του, σ’ ένα ζευγάρι που ταυτόχρονα αποθεώθηκε για το επιθετικό του κρεσέντο και λοιδορήθηκε για τις αμυντικές του αδυναμίες. Κάποτε έκανε ολόκληρο σκηνικό στο front office που άφησε τον Ed Davis να φύγει, λες και μιλάμε για τον Draymond Green ή έστω τον Rudy Gobert. Ήθελε τους δικούς του, ευτυχισμένους, καλοπληρωμένους και όλα. Όμορφη σα σκέψη, προσωπικά είμαι πολύ υπέρ γιατί χτίζει κουλτούρα, όμως μοιραία το πρότζεκτ βρήκε σε τοίχο, ξανά και ξανά. Και όταν χτυπάς στον τοίχο, συνήθως κατηγορείς τον οδηγό. Σε κάθε αποκλεισμό, είτε στα χέρια του Steph είτε στην περιβόητη σειρά απέναντι στους Pelicans που ο Jrue Holiday τον έδεσε κόμπο, τα δάχτυλα έδειχναν τον Lillard. Είτε για τους δικούς του περιορισμούς, είτε γιατί δεν οδηγήθηκε σε ‘’Λεμπρονισμούς’’, όπως επιτάσσει ο φρέσκος νεολογισμός. Να απαιτήσει δηλαδή από το franchise κάτι καλύτερο, και κάτι καλύτερο, και κάτι καλύτερο…
Στο τέλος της ημέρας, όλο αυτό τον οδήγησε σε ένα απόλυτα προσωπικό μπάσκετ. Όχι γιατί ήταν εγωιστής εντός κι εκτός γηπέδου, αλλά γιατί το δικό του επίπεδο ήταν απλά πολύ πιο πάνω. Κανένα παράδειγμα δεν είναι πιο χαρακτηριστικό από την παρουσία του στο NBA Bubble. Όλο αυτό το ξέσπασμα σκορ, όλα αυτά τα εξωφρενικά καλάθια και η αέναη προσπάθεια, για να μπει το Portland στα playoffs και να αποκλειστεί από τον πρώτο γύρο. Οι καμπάνες χτύπησαν από τότε, ο Lillard δεν τις άκουσε, όπως πάντα κατέληγε να κάνει για την αγάπη του στο Portland και τον μύθο που έστησε εκεί. Μέχρι το 2023 και το προχθεσινό γράμμα. Να επιστρέψουμε στην αρχή του;
‘’Αγαπημένη Rip City,
Ξεκινάω λέγοντας πως αυτό δεν είναι ένα αντίο, αλλά ένα ‘’εις το επανιδείν’’...πρέπει να παραδεχθώ ότι με στενοχωρεί που κάποιοι πέρασαν από την απέναντι πλευρά και εμφανίζονται ως δικοί μου πολέμιοι, επειδή ζήτησα την ανταλλαγή μου, χωρίς να γνωρίζουν όλα τα στοιχεία. Είμαι ένας από εσάς. Ελπίζω κάποια στιγμή να μπορέσουμε να βρεθούμε ξανά μαζί και να θυμηθούμε τις όμορφες ημέρες’’
Προσπερνώ τα Σλούκεια deja vu που μάλλον προκαλεί το ξεκίνημα της παραπάνω παραγράφου (too soon;) και περνάω στο ζουμί. Είναι αλήθεια πως ο Lillard και ο κύκλος του πίεσαν για την ανταλλαγή στους Miami Heat από τις πρώτες ημέρες του καλοκαιριού. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα, που να ακούγεται (και να καταγράφεται στα ρεπορτάζ) πως δε θα παίξει για καμία άλλη ομάδα πλην του Miami. Τέτοια ήταν η ένταση της συζήτησης, που αρκετός κόσμος στράφηκε κατά του Lillard, πως πιέζει για κάτι πολύ συγκεκριμένο, που βάζει εμπόδια στο franchise που λέει πως αγαπά κτλ. Δε θα φέρω αντίρρηση σε όποιον πιστεύει κάτι ανάλογο - στην τελική ο Lillard είναι ο αγαπημένος μου παίκτης, όχι ο αδερφός μου ας πούμε, εκείνος άλλωστε προτιμά το Toronto και είναι έξαλλος για τους δικούς του λόγους, η οικογένεια Χρυσικού σας ευχαριστεί πολύ. Ανάθεμά με όμως αν θα λυπηθώ έναν οργανισμό που γεννά εκατομμύρια (και αρκετά απ’ αυτά πηγαίνουν στην τσέπη του πρωταγωνιστή του κειμένου) ή τα στελέχη που τον διαχειρίζονται. Ειδικά μετά από το ρεπορτάζ του Chris Haynes, που πάντα είναι κοντά στον κύκλο και τις υποθέσεις του Dame.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ λοιπόν, το Portland είχε ζητήσει από τον Lillard να κάτσει εκτός των τελευταίων δέκα παιχνιδιών στη regular season που πέρασε (2022-23 δηλαδή), ώστε να έχουν μία λίγο καλύτερη τύχη στο draft του καλοκαιριού. Στον ίδιο τον Dame είπαν μάλιστα πως όσο μεγαλύτερο είναι το pick, τόσο καλύτερες οι πιθανότητες να το χρησιμοποιήσουν σε μία ανταλλαγή που θα έφερνε έναν αποδεδειγμένα καλό κι έμπειρο παίκτη δίπλα του.
Έλα που όμως οι Blazers πήραν το #3. Και κάπου εκεί μέσα, με τον Wembanyama ξεκάθαρο #1 και με τους Hornets να έχουν ήδη τον LaMelo Ball (οπότε και να κατευθύνονται προς την επιλογή του Brandon Miller), ανοιγόταν διάπλατα η ευκαιρία για τον Scoot Henderson. Και ποιος να κατηγορήσει τον Cronin και τους συνεργάτες του;
Όλα αυτά πολύ καλά, το βέλτιστο του οργανισμού που εκπροσωπούν θέλουν. Απέναντι όμως στέκεται ο άνθρωπος που συντηρεί και μεγαλώνει τη φήμη των Blazers με τα μπασκετικά του κατορθώματα τα τελευταία 12 χρόνια. Ξαναλέω, όντως οι δηλώσεις του μάνατζερ του Lillard, πως ο αθλητής δε θα παίξει για άλλο franchise πλην των Heat, έκαναν την υπόθεση ροντέο. Οι Blazers και ο Cronin ωστόσο έχουν την ευθύνη τους, κι ας πλασάρονται ως άμοιρο franchise που απλά ψάχνει για το καλύτερο, όσο τους τραμπουκίζει ένας superstar. Άλλαξαν την αρχική τους κατεύθυνση κι επέλεξαν ένα rebuild χωρίς τον Lillard. Έκλεισαν την πόρτα στις προτάσεις των Heat, έκοψαν τους διαύλους επικοινωνίας με τον αθλητή και παρουσίασαν το πακέτο που θα έπαιρναν πίσω ως ευτελές. Σόρι κιόλας, αλλά ο Tyler Herro, σκόρερ 19-20 πόντων ανά σεζόν στα 23 του και μ’ ένα τετραετές συμβόλαιο που σύντομα θα είναι απόλυτα κι εύκολα ανταλλάξιμο, συν μερικά picks πρώτου γύρου (συν την πιθανή εμπλοκή των Suns ακριβώς με όσα έδωσαν, picks συν Ayton δηλαδή) δεν είναι αμελητέο πακέτο.
Οι Blazers ωστόσο αποφάσισαν να το παίξουν εξίσου καουμπόηδες, βάζοντας τον Lillard απέναντι. Κι όταν με παρέμβαση τρίτων, πάντα σύμφωνα με το ρεπορτάζ, οι δύο πλευρές συναντήθηκαν και ο Lillard τους δήλωσε πως αν δε βρεθεί λύση από το μέτωπο του Miami, θα προτιμούσε να αρνηθεί το trade request και να γυρίσει στους Blazers, o Joe Cronin του απάντησε πως δεν υπάρχει γυρισμός κι επιστροφή. ‘’No Coming Back’’ είπε ο Cronin, ο άνθρωπος που τρέχει τους Blazers από το 2022, στον άνθρωπο που είναι η ταυτότητα του οργανισμού από το 2012.
‘’Τώρα είναι αργά’’ ακούω κάποιους να λέτε, και δεν μπορώ να διαφωνήσω. Δε θα ισχυριστώ πως ο Lillard τα έκανε όλα άψογα και οι άλλοι είναι οι απόλυτοι villains από κόμικ. Ούτε καν. Στην τελική καταλαβαίνω απόλυτα. Εκεί είναι ο Henderson, εκεί είναι το προφανές rebuild και ο νεανικός κορμός, εκεί είναι τα ανταλλάγματα που ήδη πήραν και όσα θα εξασφαλίσουν ακόμη από την επερχόμενη ανταλλαγή του Jrue Holiday. Ψυχρά, επαγγελματικά, λογικά αν θέλετε, είναι απόλυτα επιτυχημένοι. Προσωπικά με το franchise απέναντι στον αθλητή, δε θα πάω (σχεδόν) ποτέ. Δεν πήγα στην ανταλλαγή του DeRozan, ακόμη κι αν οι Raptors κατέκτησαν το πρωτάθλημα με τον Kawhi, μετατρέποντας το trade σε σούπερ επιτυχία. Ούτε με τους Bucks, που αντάλλαξαν τον Jrue Holiday μία μέρα αφού δήλωσε ‘’Buck for life’’, ούτε με τους Celtics που αντάλλαξαν τον Smart και μαζί μ’ αυτόν όλη την ψυχή του συνόλου, και σίγουρα όχι με τους Blazers στη συγκεκριμένη περίπτωση. Μήνες πριν ήθελαν να κυνηγήσουν το rebuild και εμφάνιζαν ένα προσωπείο του στυλ ‘’χωράνε όλα, και η νεολαία και ο Dame’’. Τουλάχιστον ο Lillard είχε το θάρρος να κάνει την αρχή της ρήξης.
Ουφ, αρκετά. Να γυρίσουμε στη ρομαντική πλευρά, παρακαλώ πολύ;
O Lillard έκλεισε το γράμμα του με τη φωτογραφία που βλέπετε παραπάνω. Πρακτικά είναι δύο χωριστές, ωστόσο τις ενώσαμε γιατί το σάιτ απαιτεί το ρημάδι να βάζεις μία ως εξώφυλλο, αλλά και γιατί με έναν τρόπο μαζί μοιάζουν σα δίφυλλο από βιβλίο. Το βιβλίο του Dame στο Porland, ή μάλλον ο επίλογος. Ένας επίλογος που γράφτηκε με μία υπόσχεση για το μέλλον.
‘’Πραγματικά πιστεύω πως θα έρθει η μέρα που θα φορέσω ξανά τη φανέλα των Blazers, και ελπίζω πως θα με συγχωρέσετε αν διέλυσα την καρδιά σας, μαζί με τη δική μου’’
Μακάρι Dame. Όπως μακάρι να πάρεις κι ένα πρωτάθλημα, εκείνο που χρόνια κυνηγάς με τον δικό σου τρόπο, δίπλα στον σπουδαίο Γιάννη Αντετοκούνμπο. Κι αν δεν επιστρέψεις ποτέ στο Portland, αυτή η 11ετία δεν ξεχνιέται με τίποτα.
Με τη δική μου αγάπη,
Δημήτρης Χ