Με το που τελείωσε ο πέμπτος τελικός μεταξύ Μαιάμι και Ντένβερ, οι κάμερες του ABC στράφηκαν απευθείας επάνω στον Σέρβο. Απολύτως λογικά. Διένυσε μια ονειρεμένη postseason, μέσα από την οποία αναδείχτηκε ως ο μοναδικός παίκτης που ολοκλήρωσε τα playoffs ως πρώτος σε συνολικούς πόντους, συνολικά ριμπάουντ και συνολικές ασίστ. Το PER του, αν άκουσα καλά στο podcast του Ζακ Λόου, ήταν το υψηλότερο στην ιστορία. Ο «παίκτης-ορχήστρα» στο όριο του, εκεί που ίσως δεν αρκεί πλέον ο χαρακτηρισμος και πρέπει να εφευρεθεί άλλος.
Η προσοχή έπεσε επάνω στον Γιόκιτς αμέσως και για άλλους ικανούς λόγους: Δύο φορές MVP της κανονικής περιόδου, προσπαθούσε χρόνια για το δαχτυλίδι, αλλά δεν τα κατάφερνε - όχι φυσικά με δική του υπαιτιότητα, αλλά από ένα συνδυασμό τραυματισμών στο υπόλοιπο ρόστερ και μη επαρκούς ομαδικής εμπειρίας. Το τελευταίο στοιχείο είχε άλλωστε εμποδίσει και τον Γιάννη, μέχρι το δικό του breakthrough.
Ακόμη, o σταρ των Nuggets μπήκε στο ΝΒΑ σχεδόν από το παράθυρο, από το νο 41 του νταφτ του 2014 και την ώρα που στην τηλεόραση παιζόταν διαφήμιση της αλυσίδας Taco Bell. Προερχόμενος από την άσημη σερβική λίγκα, η πορεία του έμοιαζε προδιαγεγραμμένη, κάπου στην άκρη ενός πάγκου, κάπου μεταξύ των χαμηλόμισθων και των ανασφαλών, με τα εισιτήρια για την επιστροφή στην Ευρώπη στο χέρι. To Σόμπορ έχει πληθυσμό 40,000 κατοίκων και δεν το ξέρει ούτε η μάνα του (όχι του Σόμπορ, του Γιόκιτς).
Γνωρίζετε και τα υπόλοιπα, υποθέτω: Λίγες ημέρες πριν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα, βγήκαν στην επιφάνεια οι παλιές φωτογραφίες, με γενναία δόση λοιδορίας για την εμφάνιση της παιδικής ηλικίας. Χοντρός. Αναμοχλεύτηκαν επίσης τα κρυμμένα σε δημόσια θέα scouting reports, με τις προβλέψεις που διαψεύστηκαν. Τα βάζουμε στο μίξερ, μαζί με την προέλευση, την προφορά και την εθνική ιστορία και έχουμε το απόλυτο σενάριο αμερικάνικου (ή σωστότερα, δυτικού) ονείρου. Πώς ήταν και πώς έγινε, τα βήματα, η πορεία προς την κορυφή.
Με τη λήξη λοιπόν, άπαντες περίμεναν τον Γιόκιτς να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του ρόλου. Να πανηγυρίσει έξαλλα με τους συμπαίκτες του, να χοροπηδήσει με τον πορωμένο Μαλόουν, να αγκαλιαστεί με τον συγκινημένο Μάρεϊ. Ή αν όχι, να γεμίσει έστω τα μάτια και να λυγίσει κάπως τα γόνατα, υπό το βάρος του (πιθανώς) μεγαλύτερου τροπαίου που υπάρχει στο μπάσκετ. O Nόβακ Τζόκοβιτς κατέκτησε το 23ο γκραν σλαμ μόλις μια μέρα πριν και σωριάστηκε κάτω στο χώμα, με την ιδρωμένη μπλε φανέλα να γίνεται κεραμιδί.
Αμ δε... Με τους φακούς όλους πάνω του, ο Γιόκιτς ούτε πανηγύρισε, ούτε συγκινήθηκε. Έψαξε τους ηττημένους παίκτες του Μαϊάμι, τους βρήκε και τους αγκάλιασε έναν έναν, φέρνοντας το προσωπικό επίτευγμα στο ίδιο επίπεδο με την προσπάθεια του αντιπάλου. Σαν να λέει πως "είμαστε σε αυτό όλοι μαζί, με την ίδια ακριβώς συνεισφορά στο τελικό αποτέλεσμα. Εσείς από τη μία, εμείς από την άλλη, οι όψεις του ίδιου νομίσματος".
Στιγμές αργότερα, στη συνέντευξη εντός του παρκέ, ο Σέρβος ρωτήθηκε για τα συναισθήματά του. Απάντησε σχεδόν στωικά. "It's good, it's good, job is done, time to go home now". Την ίδια στωικότητα μετέφερε και στη συνέντευξη τύπου, εκεί όπου οι πιο απολαυστικές ατάκες αφορούσαν την ανυπομονησία του να γυρίσει σπίτι και την επιθυμία του να κλείσει το κινητό. Όταν δε κλήθηκε να παραλάβει, μπροστά στα βλέμματα όλης της μπασκετικής υφηλίου, το τρόπαιο του MVP των τελικών, τα μόνα σχόλια που έκανε αφορούσαν τους συμπαίκτες του και την ομάδα συνολικά. To τρόπαιο το άφησε στο τραπέζι και αργότερα ο Μπρους Μπράουν τον έψαχνε για να του το παραδώσει.
Δεν έχω ιδέα τι απόλαυση κράτησε για τον εαυτό του ο Γιόκιτς και δεν με ενδιαφέρει. Αν δεν λυσσάξουμε ντε και καλά, όπως κάνουν εδώ και μέρες διάφοροι βλαμμένοι Αμερικάνοι δημοσιογράφοι, να ασκήσουμε κριτική στις αντιδράσεις του, τότε θα μείνουμε με εκείνο που δίνουν οι εικόνες. Πρόκειται ασφαλώς για το περίφημο αθλητικό ιδεώδες, που συχνά ασφυκτιά στα στενά όρια του επαγγελματικού αθλητισμού, εντός των οποίων την ιστορία συνηθίζουν να την γράφουν οι νικητές και οι νικήτριες.
Η μαγεία του αθλητισμού δεν βρίσκεται στην κατάληξη, βρίσκεται στο γεγονός ότι δυο, τρεις, 15, 22 άνθρωποι παρατάσσονται σε έναν αγωνιστικό χώρο για να καταθέσουν τις δυνατότητες, τις ικανότητες, την ψυχή και τη συνεργασία τους. Ο Γιόκιτς ζει για αυτό, αλλιώς δεν θα επέλεγε να παίζει μπάσκετ. Απλώς δεν τον απασχολούν όλα τα υπόλοιπα. Γνωρίζοντας την ιστορία του, δεν θα έπρεπε να εκπλήσσεται κανείς και καμμία.
Πίσω στο 2019, σε μία από τις λιγότερο προβεβλημένες συνεντεύξεις του σε μέσο της πατρίδας του, ο Σέρβος είχε εκφράσει ανοιχτά την αποστροφή του προς τις παράπλευρες διαδικασίες του ΝΒΑ, που δεν αφορούν το παιχνίδι. Ιδού το απόσπασμα, το οποίο ίσως θυμάστε και από παλαιότερο κείμενο του σάιτ. "Είναι ένα μεγάλο σόου που συνεχίζεται, είσαι απλώς ένα κομμάτι του τσίρκου. Όπου και να πηγαίνουμε, ο κόσμος θέλει να βγάζει φωτογραφίες, είμαστε σαν ζώα στο τσίρκο - 'μια φωτογραφία, μια φωτογραφία'! Το βρίσκω κάπως αστείο, γιατί αν το σκεφτείς λίγο περισσότερο, χάνεις την επαφή με την πραγματικότητα - πως είμαστε απλά παίκτες και παίζουμε μπάσκετ [...]. Ειλικρινά, είμαι αντίπαλος με τα media, γιατί πιστεύω ότι κάνουν κακό στα σπορ, αλλά είμαστε αυτοί που είμαστε χάρη σε αυτά, για αυτό το λόγο είμαστε γνωστοί και έχουμε επιρροή."
Πού το περίεργο, συνεπώς; O Γιόκιτς, έχοντας συναίσθηση της προέλευσης της επιρροής του και της δυναμης που κατέχει, δεν υπήρχε περίπτωση να δώσει τίποτε παραπάνω από όσα έδωσε. Ούτε σε φόρμα θα έμπαινε, ούτε θα άφηνε το κορυφαίο του επίτευγμα να το ξερογλείφουν διάφοροι.
Και πάλι, δεν θα κάτσουμε να τον ψυχολογήσουμε περαιτέρω. Η εικόνα και οι πράξεις είναι σημαντικότερες: Το αγκάλιασμα των αντιπάλων, η περιφρόνηση του ατομικού επιτεύγματος έναντι του ομαδικού, η αδιαφορία για το βασικό στόρι. Κάτι μπορούμε να τα κάνουμε όλα αυτά, χωρίς να σημαίνει ότι θα ρίξουμε ανάθεμα σε όσους πανηγύρισαν ή έκλαψαν τέλος πάντων.
Ή μπορεί και να μην τα κάνουμε τίποτα. Το ΝΒΑ έχει ήδη προχωρήσει σε άλλες θεματικές και ας μην έχει συμπληρωθεί ούτε εβδομάδα από τον θρίαμβο των Nuggets. Οι πάντες ασχολούνται με τη free agency, με το draft, με τις ανταλλαγές ή τη νέα CBA. Εδώ στα δικά μας, οι ελληνικοί τελικοί εξελίχθηκαν σε απόλυτη φαρσοκωμωδία για πολλοστή φορά και μάλιστα σε ημέρες που κανονικά δεν θα έπρεπε να είχε διεξαχθεί το παραμικρό αθλητικό ή πολιτιστικό γεγονός. Με τον Γιόκιτς θα συνεχίζουμε να ασχολούμαστε; Ώρα να πάμε κι εμείς σπίτι.