Όπως είναι φανερό από τα παραδείγματα, η σταθερότητα δεν επιβραβεύεται στο NBA, κι ας είναι πολύ λεπτή και συχνά συγκυριακή η διαχωριστική γραμμή μεταξύ στασιμότητας και δόξας. Εδώ λοιπόν έρχεται η σειρά των Utah Jazz, των έξι (με τη δεδομένη φετινή) συνεχόμενων παρουσιών στα playoffs, προϊόν κατά κύριο λόγο προσεγμένων επιλογών στο draft και μεθοδικού player development. Μιας ομάδας που καταφέρνει την τελευταία πενταετία να βάλει τη σφραγίδα της στο άθλημα, τόσο ως η καλύτερη άμυνα, όσο και ως η καλύτερη επίθεση των τελευταίων ετών. Ενώ λοιπόν για τους Utah Jazz τα δεδομένα δείχνουν πως πρόκειται για μια πολύ επιτυχημένη ομάδα, καθοδηγούμενη από έναν από τους εξυπνότερους προπονητές που έχει δει το άθλημα, ταυτόχρονα μοιάζουν να βρίσκονται σε μια διαρκή limbo, τόσο κοντά, αλλά και τόσο μακριά από μια πιο βαθιά πορεία στα playoffs, με μια μόνιμη αμφιβολία για το αν τελικά έχουμε δει τους καλύτερους Jazz ή όχι να τους συνοδεύει. Στάθηκαν άτυχοι, ή μήπως, από την άλλη πλευρά, είναι αφελής η εξήγηση πως πέφτουν συνεχώς στο λάθος match-up; Άλλωστε στα πόσα “λάθος match-ups” επιβεβαιώνεται ένα δομικό πρόβλημα;
Αλλάζοντας ταυτότητα
Η περσινή σεζόν ήταν η καλύτερη της μετά-Sloan εποχής για τους Μορμόνους. Στην ιδιαίτερη covid season, η ομοιογένεια και η επιλογή του Snyder να μετακινήσει το βάρος από την άμυνα στην επίθεση, έφεραν τους Jazz στην κορυφή, με το καλύτερο ρεκόρ του NBA. Αυτή η ριζική αλλαγή από την εμπεδομένη φήμη τους ως η καλύτερη αμυντική ομάδα του NBA σε μια ασταμάτητη μηχανή παραγωγής τριπόντων (με το 47% των προσπαθειών τους έρχεται έξω από το τόξο, το μεγαλύτερο σχετικό ποσοστό στη λίγκα) δεν συνέβη εν μια νυκτί. Απεναντίας, χρειάστηκε μια χρονιά παλατζαρίσματος, στην οποία ο Donovan Mitchell γίνεται βαθμιαία το αφεντικό μιας έως τότε ισοκατανεμημένης επίθεσης. Καθώς ο guard των Jazz εκκολάπτεται ως επιθετικός superstar, αντίβαρο στον αμυντικό superstar Rudy Gobert, ο Quin Snyder αγκαλιάζει την αλλαγή, μειώνει το αμυντικό μπάτζετ και εστιάζει στην εκμετάλλευση των μοναδικών ταλέντων Mitchell και Gobert, ευελπιστώντας να απαγκιστρωθεί από τους περιορισμούς που υπαγόρευε το στήσιμο της ομάδας γύρω από μια αμυντική ταυτότητα, η οποία δεν πρόσφερε την απαραίτητη ιπποδύναμη για να ξεπεράσει τα εμπόδια που εμφανίζονταν ενώπιον της στα playoffs.
Οι ελπίδες τους για έναν τίτλο πέρσι ωστόσο, προσέκρουσαν στα προβλήματα τραυματισμών και τις πονηριές του Tyronn Lue, με, αλλά και χωρίς, τον Kawhi Leonard, και τη θέση τους κατέλαβαν τα πρώτα ερωτηματικά σχετικά με τον Rudy Gobert ως ακρογωνιαίο λίθο της ομάδας, αλλά και την προσαρμοστικότητα του Quin Snyder στα playoffs.
Παρόλ’ αυτά, στο ξεκίνημα της φετινής σεζόν έμοιαζαν έτοιμοι να κάνουν ένα ακόμη βήμα μπροστά. Κάπου εκεί ήρθε ο τραυματισμός του Joe Ingles, ψυχή της ομάδας, και η συνακόλουθη θυσία του. Ακολούθησαν οι τραυματισμοί των Gobert και Mitchell και ξαναήρθε στην επιφάνεια η διαβόητη απροθυμία τους να πολυσυγχρωτιστούν. Κάπως έτσι από διεκδικητές της κορυφής, βρέθηκαν στην τέταρτη θέση, καθώς οι Grizzlies, με οδηγό τον Morant, τους υπερκέρασαν με σπασμένα τα φρένα, και τώρα μάχονται με τους καυτούς Mavericks για το πλεονέκτημα έδρας.
Ας είναι. Οι Jazz παίζουν και πάλι καλά με την επιστροφή των stars τους. Είναι η τρίτη καλύτερη ομάδα του ΝΒΑ με βάση το point differential και έχει ενδιαφέρον ότι μόνο οι ομάδες που βρίσκονται πάνω από αυτούς στη Δύση έχουν αντίστοιχο ή καλύτερο ρεκόρ απέναντι σε ομάδες με θετικό ρεκόρ. Η στροφή στην επίθεση καλά κρατεί, με τους Jazz να έχουν το καλύτερο offensive rating της Λίγκας, και το ένατο καλύτερο της Ιστορίας, με 116,5, με τις οκτώ καλύτερες επιδόσεις να έρχονται όλες τις περασμένες δύο σεζόν. Η επιρροή του Mitchell είναι εδώ εμφανής. Όσο βρίσκεται στο παρκέ, το νούμερο αυτό ανεβαίνει στο 119,3, κάτι που θα αποτελούσε την καλύτερη επίδοση της ιστορίας. Χωρίς αυτόν πέφτει στο 109, το αντίστοιχο περίπου των φετινών Knicks και Lakers.
Πώς να εκμεταλλευτείτε έναν μοναδικό αθλητή
Στο επίκεντρο αυτής της επίθεσης, λοιπόν, αλλά και των προσδοκιών των κατοίκων του Salt Lake City, βρίσκεται αυτός ο (αναλογικά) κοντός, χαμογελαστός διάβολος τον οποίο σκιαγράφησε καταπληκτικά ο Ben Taylor στο πρόσφατο video του για την επίθεση των Jazz. Σε μια Λίγκα γεμάτη υπεραθλητές, ο Mitchell δεν ξεχωρίζει επειδή είναι ο ταχύτερος ή επειδή πηδάει ψηλότερα από όλους, αλλά γιατί είναι αυτός που μπορεί να φρενάρει και να επιταχύνει απότομα καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον, δημιουργώντας ένα φαινομενικά άρρυθμο και ανεξέλεγκτο πρόβλημα για τις αντίπαλες άμυνες. Όταν συνδυάζεται το στακάτο footwork του Donovan Mitchell στα drives με έναν τεράστιο στόχο για λόμπες όπως είναι ο Rudy Gobert, η άσκηση γίνεται ακόμη δυσκολότερη. Αυτή μάλιστα ίσως να είναι η μεγαλύτερη, έστω μη μετρήσιμη -σε αντίθεση με τις διαβόητες πια “screen assists”- συνεισφορά του Γάλλου γίγαντα στην επίθεση των Jazz. Οι συνεργασίες τους δεν είναι ακριβώς η χορογραφία του Garland με τον Allen, η ενορχήστρωση του πληθωρικού Doncic ή ο αιχμηρός υπολογισμός του Chris Paul διαχρονικά. Είναι αντίθετα το άθροισμα δύο εξαιρέσεων, με τον Donovan Mitchell να είναι ικανός να κάνει τα δύο βήματα που του αναλογούν μετά το πιάσιμο της μπάλας προς οποιαδήποτε κατεύθυνση και σε οποιαδήποτε απόσταση, και τον Gobert να διαθέτει μάλλον την μεγαλύτερη ακτίνα πιασίματος στη Λίγκα και τον συντονισμό να κατεβάσει την μπάλα στο καλάθι. Το αποτέλεσμα αυτού του συνδυασμού οριζόντιας και κάθετης επέκτασης χώρου την οποία επιτρέπουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των δύο τους, είναι ένας τεράστιος τρισδιάστατος όγκος πεδίου δράσης, για την αναχαίτιση του οποίου οι άμυνες βρίσκονται σε αμηχανία, καθώς μια αποφασιστική επιλογή το μόνο που κάνει είναι να διευκολύνει την επιλογή του Donovan Mitchell.
Το πρόβλημα του χώρου κάλυψης για τις άμυνες επιδεινώνει φυσικά και το δυναμικό γύρω από τον άξονα Mitchell-Gobert. Conley, Bogdanovic και O’Neale είναι όλοι τους παίκτες που την τελευταία τριετία κυμαίνονται γύρω στο 40% από το τρίποντο, τεντώνοντας κι άλλο το εμβαδόν που πρέπει να καλύψει η άμυνα. Η συνεργασία των Mitchell-Gobert καθιστά την τακτική “κολλήστε στους σουτέρ” μη βιώσιμη, αφού θα ήταν ασταμάτητοι σε ένα απλό δύο εναντίον δύο. Eπιπλέον, και οι τρεις που συμπληρώνουν την πεντάδα είναι ικανοί με την μπάλα στα χέρια και μπορούν να επιτεθούν στα -αναγκαστικά- δυναμικά closeouts. Σαν να μην έφτανε αυτό, όλοι τους μπορούν να αποτελέσουν χειριστές στο pick and roll, είτε σαν πρώτη επιλογή ο Conley, είτε σαν δικλείδα ασφαλείας οι άλλοι δύο. Προσθέστε και το στοιχείο της ομοιογένειας, καθώς αυτή η πεντάδα βρίσκεται στον τρίτο χρόνο κοινής πορείας της και έχουμε φτιάξει μια τρομακτική συνταγή.
Ο αναθεματισμένος πάγκος
Ο δράκος του παραμυθιού εμφανίζεται όταν προχωρήσουμε στο rotation των Μορμόνων. Ο Joe Ingles μπορεί να είχε πέσει αγωνιστικά, διανύοντας το 35ο έτος της ηλικίας του, χάνοντας ένα-δυό βήματα στην άμυνα, δυσκολευόμενος να βάλει την μπάλα στο παρκέ και σουτάροντας με τα χειρότερα ποσοστά της καριέρας του, αλλά αποτελούσε βασικό κομμάτι της αγωνιστικής ταυτότητάς των Jazz και, ακόμη περισσότερο, μια ένεση ευστροφίας σε έναν πάγκο που τη χρειάζεται διακαώς. Αφήστε το σουτ και την άμυνα, ο Ingles έχει το χάρισμα να οδηγεί την μπάλα εκεί που πρέπει να πάει, καθοδηγώντας τη μελωδία της επίθεσης των Jazz ακόμη και με χειρότερα όργανα. Αυτή την στιγμή τον ρόλο αυτό θα κληθεί να παίξει κάποιος εκ των Conley ή Mitchell όποτε χρειαστεί, μια προοπτική που ενέχει μεγάλο ρίσκο με την ευπάθεια που έχουν αμφότεροι δείξει. Το περσινό επιθετικό κρεσέντο του Jordan Clarkson δεν συνεχίζεται φέτος και με το ποσοστό του από το τρίποντο στο 31% έρχονται στην επιφάνεια οι τρύπες του παιχνιδιού του: η αδυναμία του να πάει στις βολές και να δώσει την μπάλα έστω από το δεξί στο αριστερό. Όταν οι άλλοι πόλοι είναι ο Hassan Whiteside και ο Rudy Gay, όχι ακριβώς περίφημοι για την εφευρετικότητά τους με την μπάλα στα χέρια, το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο εμφανές. Ο Danuel House Jr. προσφέρει το σουτ που χάθηκε με την απώλεια του Ingles, αλλά ο Nickeil Alexander-Walker, το δώρο τον θεών για τη θυσία του κοσμοαγάπητου Joe Ingles, βρίσκεται εκτός rotation στην πρώτη του ευκαιρία να αγωνιστεί σε ομάδα με στόχους. Είναι ασαφές τι μπορεί να προσφέρει ο Eric Paschall σε αυτό το ρόστερ, παρά τα καλά ποσοστά και το δεδομένο επιθετικό ταλέντο του.
Διατηρείται έτσι μια περίεργη ισορροπία του τρόμου, καθώς ο Snyder θα ήθελε ενδεχομένως ένα καλύτερο πλασάρισμα, ωστόσο ακόμα περισσότερο θα ήθελε μια ευκαιρία στα playoffs με όλους τους παίκτες του υγιείς, και η υπερφόρτωση των βασικών του μονάδων δεν φαντάζει ιδανική.
Μπαίνοντας στα playoffs
Το άλλο σκούρο πέπλο που κρέμεται πάνω από τα κεφάλια των Jazz είναι αυτό το αναθεματισμένο “κακό ματσάρισμα” το οποίο έχει προταθεί ως απάντηση σε κάθε αποκλεισμό τους στα playoffs. Με τρεις τελείως διαφορετικές ομάδες να τους αποκλείουν την τελευταία τριετία, δεν είναι παράλογη η ερώτηση “μα ποιο είναι τέλος πάντων αυτό το καλό ματσάρισμα που ψάχνουν;”. Κακά τα ψέματα, με τον Conley στα 34 και τον Bogdanovic στα 32, το παράθυρο αυτής της ενσάρκωσης των Jazz να φτάσει σε έναν τίτλο σιγά-σιγά κλείνει, και ο στόχος δεν είναι μια αξιοπρεπής παρουσία στα playoffs. Για να φτάσουν στον τίτλο, θα πρέπει να επιβιώσουν απέναντι στους δυνατότερους αντιπάλους, ανεξαρτήτως του πόσο καλά ματσάρουν απέναντί τους. Οι Clippers δημοσίευσαν το σχέδιο αντιμετώπισής τους πέρσι, κερδίζοντάς του τέσσερις συνεχόμενες φορές και αποκλείοντάς τους τελικά χωρίς τον Kawhi Leonard. Ο τραυματισμός του, που ήρθε σαν μάνα εξ ουρανού, αποδείχτηκε τελικά όξινη βροχή, καθώς ο Tyronn Lue πάνω κάτω έθεσε το ερώτημα “βασικά εμείς θα παίξουμε χωρίς center, τι έχετε να πείτε γι’ αυτό;”. Εν τέλει λοιπόν το συμπέρασμα που καταγράφηκε περιστρέφεται πάλι γύρω από την αδυναμία του Gobert να τιμωρήσει τις αλλαγές, μην μπορώντας να λειτουργήσει με την μπάλα στα χέρια απέναντι σε οποιονδήποτε. Όμως η κατάρρευσή τους δεν μπορεί να οφείλεται μόνο στον Gobert, γιατί διάολε, έχασαν από 39 πόντους του Terrance Man. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στη σειρά δεν είχαν τον Mike Conley. Οι Jazz αξίζουν μια ευκαιρία από την τύχη να δουν που μπορούν να φτάσουν με όλες τις μονάδες τους υγιείς.
Ο Donovan Mitchell έχει κάνει μέχρι σήμερα μυθικές εμφανίσεις στα playoffs, εκτοξεύοντας τα νούμερα του την τελευταία διετία σε στρατοσφαιρικά επιπεδα. Υπάρχει όμως ένα όριο, όπως αποδείχτηκε, στο φορτίο που μπορεί να κουβαλήσει χωρίς τον παρτενέρ του στην περιφέρεια και με τον Gobert να αρκείται σε πεντέξι σουτ στα κρίσιμα παιχνίδια.
Οι Jazz δεν συζητιούνται ιδιαίτερα ως διεκδικητές του τίτλου και αυτό μάλλον έχει να κάνει με την υποχώρησή τους στη βαθμολογία στο διάστημα της απουσίας Gobert και Mitchell. Πράγματι, δεν έχουν δείξει την αποφασιστικότητα των Suns, που δεν καταλαβαίνουν από τραυματισμούς, τον ενθουσιασμό των Grizzlies ή το know-how των Warriors. Ωστόσο γιατί δίνουμε δικαιολογία στους τελευταίους λόγω της απουσίας του Green, αλλά δεν είμαστε το ίδιο γαλαντόμοι με τους Jazz;
Εν κατακλείδι, οι Jazz έχουν τα εχέγγυα να φτάσουν ακόμη και μέχρι τους τελικούς -άλλωστε τα δύο μεγάλα φαβορί της περιφέρειας περιμένουν την επιστροφή των βασικών τους point guards με το ξεκίνημα των playoffs. Ο Quin Snyder ευελπιστεί ότι με τους δικούς τους βασικούς guards υγιείς η ομάδα δεν θα ξεφουσκώσει και πάλι στο πρώτο σαμαράκι. Αν ο Mitchell εμφανιστεί και πάλι με την κάπα του υπερήρωα στα playoffs και ο Gobert ανταποκριθεί στις παγίδες που θα του στήσουν οι αντίπαλοι προπονητές, υγείας επιτρέπουσας, μπορούν να φτάσουν μέχρι την πηγή. Από την άλλη πλευρά, καμία από τις συνθήκες υγείας και προσαρμοστικότητας δεν είναι εγγυημένη, και το κακό κάρμα παραμονεύει στη γωνία για τον κυνισμό με τον οποίο χώρισαν τους δρόμους τους με τον Joe Ingles. Σε κάθε περίπτωση, μην ξεχνάτε τους Jazz. Ίσως αυτή να είναι η τελευταία τους μεγάλη ευκαιρία.