(τα στατιστικά του κειμένου είναι από τα sites NBA.com, CleaningTheGlass και BasketballReference. Όλα τα στατιστικά είναι ως και το πρωί της Δευτέρας 22.11.21.)
Έναν μήνα πια μέσα στη σεζόν 2021-22 και το συνολικό offensive rating της Λίγκας (ο μέσος όρων πόντων δηλαδή ανά 100 κατοχές) είναι περίπου 4,5 πόντους κάτω σε σχέση με την περσινή σεζόν, στους 107,9, το χαμηλότερο επίπεδο από τη σεζόν 2015-16.
Το συνολικό ποσοστό ευστοχίας της Λίγκας έχει πέσει στο 34,4%, 2,3% κάτω σε σχέση με πέρσι, και για να βρούμε αντίστοιχό του πρέπει να αλλάξουμε χιλιετία και να φτάσουμε στη σεζόν του lockout (πρέπει να έγραψα τουλάχιστον τρεις φορές “lockdown” μέχρι να το πετύχω σωστά...), το 1998-99.
Το ποσοστό λαθών (13 ανά 100 κατοχές) βρίσκεται και αυτό σε υψηλό πενταετίας, ενώ το ποσοστό των κατοχών που καταλήγουν σε εκτέλεση ελεύθερων βολών ως προς τον λόγο των κατοχών που καταλήγουν σε σουτ βρίσκεται στο 17,3%. Για να βρούμε αντίστοιχο χαμηλό, πρέπει να ανατρέξουμε στην έναρξη της Λίγκας, ακριβώς 75 χρόνια πίσω, τη σεζόν 1946-47, ως τη μοναδική σεζόν με χαμηλότερο FT/FGA ratio (17,1%).
Ο παίκτης που χρησιμοποιήθηκε ως παράδειγμα για την υπερβολή με την οποία χαρίζονταν ελεύθερες βολές τα τελευταία χρόνια, δεν ήταν άλλος από τον James Harden. Τρεις φορές σερί πρώτος σκόρερ της Λίγκας, από τη σεζόν 2017-18 ως του 2019-20, στην τελευταία του κατάκτηση σούταρε 11,8 βολές ανά παιχνίδι, τις περισσότερες που έχει σουτάρει guard στη Λίγκα από το 1987, έχοντας συνολικά στην καριέρα του εφτά σεζόν με διψήφιο μέσο όρων βολών. Μεταξύ άλλων, ήταν ο πρωταγωνιστής στη νίκη των Rockets επί των Wizards, με 159-158 την τελευταία μέρα του Οκτώβρη του 2019, στον αγώνα με το υψηλότερο σκορ (χωρίς παράταση) από το 1990. Ό,τι η νέα εποχή (που ο Curry διαμόρφωσε) πρέσβευε, κοντολογίς μπορούσε να προσωποιηθεί στο παιχνίδι του Harden, όπως τo analytics lab του Morey είχε “τεντώσει” στα extremes του.
Αλλαγή στα σφυρίγματα
Αυτός ακριβώς ο δρόμος που είχε πάρει η Λίγκα είχε αρχίσει να βρίσκει σκληρούς επικριτές. Ναι, το μπάσκετ (πολλώ δε μάλλον το ΝΒΑ) είναι θέαμα, και θεαματικοτερη της άμυνας είναι προφανώς η επίθεση, όμως τα πλεονεκτήματα που είχαν αρχίσει να λαμβάνουν οι επιθετικοί έγερναν υπέρ τους οριακά προκλητικά. Και ακόμα και αν η εισαγωγή κανόνων όπως το “freedom of movement”, που εισήχθη στη Λίγκα τη σεζόν 2018-19 είχε μια μπασκετική λογική (να μην μπορεί ο αμυντικός να πιάνει τον επιθετικό ενώ αυτός κινείται), το να πετάγονται δεξιά και αριστερά μετά το σουτ πόδια και χέρια, σε εντελώς εκτός μηχανικής κινήσεις, ή, ακόμα-ακόμα, να πηδάει ο σουτέρ πάνω στον αμυντικό, και να σφυρίζεται αμυντικό foul, είχαν προ καιρού πάψει να έχουν την παραμικρή μπασκετική λογική. Ακριβώς αυτές τις “non-basketball moves”, όπως χαρακτηριστικά ο νεοεισαχθής κανόνας τις όριζε, θέλησε η Λίγκα να περιορίσει από φέτος.
Κάπως έτσι, με την εισαγωγή του συγκεκριμένου κανόνα, που προβλέπει ως foul να ορίζεται μόνο εκείνο που εμποδίζει την φυσιολογική κίνηση και εκτέλεση του επιτιθέμενου, ο αριθμός των βολών ανά αγώνα έπεσε στο ιστορικό χαμηλό, που και εισαγωγικά ανέφερα.
Χαρακτηριστικές περιπτώσεις που ο επιθετικός είχε μάθει να κυνηγάει την επαφή και τις βολές -αντί για να σκοράρει-, και δη με πρωταγωνιστή -ποιον άλλον;!- τον ίδιο τον Harden, κατέγραψε στο κάτωθι thread πολύ πετυχημένα ο Nate Duncan:
Not this year James. Love it. pic.twitter.com/Q2yCG5wVeI
— Nate Duncan (@NateDuncanNBA) October 27, 2021
Αποτέλεσμα της συγκεκριμένης αλλαγής, είναι ως τώρα ο μέσος όρος των shooting fouls ανά αγώνα να είναι μειωμένος κατά 2,5. Αυτό συνεπάγεται πως για πρώτη φορά στην Ιστορία της η Λίγκα έχει μέσο όρο κάτω από 20 βολές ανά παιχνίδι (19,8).
Όλα τα παραπάνω παρουσιάζει -ως πάντα εξαιρετικά- στο ακόλουθο video ο Ben Taylor:
H συγκεκριμένη αλλαγή στα fouls πάντως, πέραν εκείνων των παικτών που έχει επηρεάσει άμεσα και καλούνται να αναπροσαρμόσουν το παιχνίδι τους (Harden, Trae Young) και των προπονητών αυτών (Nash), έχει λάβει θετικότατη αποδοχή. Ο Steve Kerr, προπονητής της ομάδας με το καλύτερο ρεκόρ ως τώρα, σχολίασε σχετικά πως “το παιχνίδι έχει μεγαλύτερη αυθεντικότητα ξανά” ενώ ο -καλύτερος αμυντικός της Λίγκας ως τώρα- Draymond Green, υπερθεμάτισε λέγοντας “πως είναι πολύ ικανοποιητικό να βλέπεις ξανά το παιχνίδι χωρίς όλα αυτά τα ‘άθλια’ σφυρίγματα”, χωρίς να είναι ο μόνος παίκτης που επιδοκιμάζει τις εν λόγω αλλαγές:
The new rules changes to the sport are the best thing the league has done in recent history. Watching the game Is muuuuuch different
— kuz (@kylekuzma) October 29, 2021
Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί, πως παίκτες που δεν εκβίαζαν την επαφή και το foul, αλλά οι ελεύθερες βολές που κέρδιζαν ήταν ακριβώς αποτέλεσμα της επίθεσής τους στην καρδιά της αντίπαλης άμυνας, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Jimmy Butler, δεν έχουν επηρεαστεί στο ελάχιστο από την συγκεκριμένη αλλαγή: 9,1 βολές ανά παιχνίδι πρόπερσι, 8,0 πέρσι, 8,9 φέτος για τον Butler.
Μπάλες Wilson
Aν κάτι ήταν συνδεδεμένο με το NBA-τουλάχιστον για τη δική μου γενιά των γύρω στα 40- αυτό δεδομένα ήταν οι μπάλες Spalding. Ελάχιστοι φαντάζομαι θυμούνται το παιχνίδι με διαφορετικές μπάλες, μιας και η συνεργασία μεταξύ NBA και Spalding κρατούσε από το 1983. Αυτό όμως ως πέρσι. Μετά από 30 χρόνια, η Λίγκα επέστρεψε στις μπάλες Wilson, με τις οποίες είχε συνεργασία από την έναρξή της, το 1946 και για τα 37 χρόνια που ακολούθησαν. Η συγκεκριμένη αλλαγή όμως δεν φαίνεται να συνοδεύεται από θετικά σχόλια από τους πρωταγωνιστές του παιχνιδιού, τους ίδιους τους παίκτες.
Κύριοι εκφραστές της δυσαρέσκειας έχουν υπάρξει ως τώρα ο πρόεδρος της ένωσης των παικτών (NBPA) C.J. McCollum (που στη συνέχεια βέβαια, μαλάκωσε την στάση του, ίσως λόγω και του θεσμικού του ρόλου) και ο Paul George, με τον τελευταίο να δηλώνει χαρακτηριστικά πως μετά από έναν αγώνα κόντρα στους Wolves που είχε 0/7 από το τρίποντο “χωρίς να θέλω να δικαιολογήσω τον εαυτό μου, αλλά είναι διαφορετική η μπάλα. Δεν έχει το ίδια touch ή softness με την Spalding. Θα δείτε πως φέτος θα υπάρχουν πολλά βράδια υψηλής αστοχίας”.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα “bad miss” είναι μάλλον το ακόλουθο:
Από την πλευρά της πάντως η κατασκευάστρια εταιρεία Wilson δηλώνει σε κάθε περίσταση πως οι μπάλες της κατασκευάζονται με ακριβώς τις συγκεκριμένες προδιαγραφές και υλικά που η Λίγκα έχει θέσει, ίδια με τα αντίστοιχα που ίσχυαν για τις μπάλες Spalding.
Και αν οι Paul George και McCollum, παρά την γκρίνια τους για τις μπάλες, έχουν συνολικά εξαιρετικές σεζόν ως τώρα, δεν μπορεί κανείς να πει πως ισχύει το ίδιο για τους Michael Porter Jr., Damian Lillard, Jayson Tatum, Luka Doncic, Trae Young και Devin Booker, που όλοι τους έχουν δει σημαντική πτώση στα ποσοστά ευστοχίας τους.
Ωστόσο, για κάθε Paul George (που κάνει εξαιρετική χρονιά ως τώρα μεν, αλλά που όλοι/ες μας έχουμε πρόσφατες μνήμες από αυτόν να στέλνει και Spalding μπάλα στην κορνίζα του ταμπλό αμαρκάριστος από γωνία), McCollum, ή όποιον άλλον, που γκρινιάζει για τις νέες μπάλες, υπάρχουν οι Curry και Durant που εξακολουθούν και μαγεύουν παντελώς ανεπηρέαστοι. Είναι θέμα μπάλας δηλαδή ή ικανοτήτων η απόδοση και με τις Wilson;
Επιστροφή του κόσμου στα γήπεδα
Μία έτερη παράμετρος που δεν έχει συζητηθεί όσο θα περίμενα, είναι η επιστροφή του κόσμου στα γήπεδα, μετά από 1,5 σεζόν που οι αγώνες γινόντουσαν σε άδεια καθίσματα καλυμμένα από διαφημιστικά banners, με κάποια σκόρπια κοινωνικά μηνύματα ανάμεσά σε αυτά. Και αυτό μου κάνει εντύπωση γιατί ήταν και εμφανές και επαρκώς τεκμηριωμένο πως τα άδεια γήπεδα επηρέασαν θετικά τους σουτέρ του NBA. Χαρακτηριστικό το γεγονός πως τo περσινό ποσοστό τριπόντων της Λίγκας ήταν στο 36,7%, το υψηλότερο που έχει καταγραφεί μαζί με τη σεζόν 2008-09 -σε διπλάσιο σχεδόν volume ωστόσο, 34,6 προσπάθειες για τρίποντο τη σεζόν 2020-21 έναντι 18,1 το 2008-09.
Παρόλα αυτά, ακόμα και αν υπολογίσει κανείς την επιστροφή του κόσμου ως μέρος της κανονικοποίησης του ποσοστού ευστοχίας, το τρέχον ποσοστό από τα 7,25 είναι στο 34,4% τις τέσσερις πρώτες εβδομάδες της σεζόν, που είναι το χαμηλότερο από τις αρχές των ‘90s (33,3% - 1993-94), όταν και αποφασίστηκε να μικρύνει η απόσταση του τριπόντου για τρεις σεζόν (1994 - 1997).
Είναι ακόμα νωρίς
Ένα άλλο επιχείρημα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για αυτή την επιθετική πτώση στην αρχή της σεζόν είναι πως αυτό αποτελεί ένα συνηθισμένο φαινόμενο. Παρότι -όταν γράφονται αυτές οι γραμμές- έχουν παιχτεί 252 παιχνίδια από το σύνολο των 1.320 αγώνων της σεζόν, ήτοι το 20% αυτών, ποσοστό που στατιστικά μας επιτρέπει να κάνουμε προβολή των ως τώρα δεδομένων για το σύνολο, μια αναλυτικότερη ανάλυση των ετήσιων trends της Λίγκας ως προς την επιθετική αποτελεσματικότητα παρουσιάζει καθαρά μια διαφορετική εικόνα.
Όπως ο παρακάτω πίνακας δείχνει, κάθε μία από τις τελευταίες πέντε σεζόν, η Λίγκα ξεκινάει “νωχελικά” επιθετικά, σαν να χρειάζονται οι παίκτες να βρουν ρυθμούς, να εξοικειωθούν με τα αγωνιστικά συστήματα της ομάδας τους και των αντιπάλων, πριν αρχίσουν να αποδίδουν σε υψηλότερο επίπεδο.
Είναι χαρακτηριστικό πως σε κάθε μία από τις πέντε προηγούμενες σεζόν το offensive rating των δύο πρώτων εβδομάδων ήταν κατά μέσο όσο 2,4% χαμηλότερο από ό,τι στο τέλος της αντίστοιχης σεζόν, με την προσαρμογή από τις δύο στις τέσσερις εβδομάδες να επέρχεται μεν, αλλά πολύ αργά σε σχέση με το τέλος δε, στο μόλις 0,58% βελτίωση.
Με αυτά ως δεδομένα το γεγονός πως η φετινή προσαρμογή του offensive rating από τη δεύτερη στην τέταρτη εβδομάδα της σεζόν είναι μόλις στο 0,19%, το δεύτερο χαμηλότερο των έξι χρόνων, δείχνει την τάση προσαρμογής που και φέτος υπάρχει, δείχνει ωστόσο και την επιρροή των παραγόντων που ανωτέρω παρουσιάσαμε, ως προς το βραδύτερο της φετινής τάσης.
Ακόμα μία μικρή offseason
Μία τελευταία παράμετρος που πρέπει να συνυπολογιστεί είναι εκείνη της δεύτερης συνεχόμενης βραχύτερης της συνηθισμένης offseason. Συγκεκριμένα, μετά από το κενό του μόλις 1,5 μήνα για τις ομάδες των τελικών του Bubble και μία πιεσμένη σεζον που ακολούθησε, όταν ο αριθμός των back-to-backs, των τριών αγώνων σε τέσσερις ημέρες, αλλά και αυτών των έξι σε εννέα, είχαν αυξηθεί κατακόρυφα για να βγει η σεζόν 2020-21 με 72 αγώνες regular, η offseason που ακολούθησε ήταν κατά ένα μήνα μικρότερη από τις συνηθισμένες -2,5 μήνες αντί για 3,5-, προκειμένου η Λίγκα να επιστρέψει από τη φετινή σεζόν στο κανονικό της πρόγραμμα: τέλη Οκτώβρη - μέσα Απρίλη regular, μέσα Απρίλη - τέλη Ιούνη playoffs, καπάκια draft και 1η Ιούλη free agency.
Κάπως έτσι, αρκετοί παίκτες, ιδίως αυτοί που αγωνίστηκαν στο Bubble του Orlando, έχουν βρεθεί να παίζουν μπάσκετ, στο υψηλότερο και πλέον απαιτητικό επίπεδο, τους 25 από τους τελευταίους 29,5 μήνες, από τα τέλη Ιούνη 2019 ως σήμερα. Με τις τόσες μελέτες των τελευταίων 15 χρόνων για το πόσο επιβαρυντική είναι μια σεζόν ΝΒΑ για το σώμα των αθλητών -μελέτες που οδήγησαν ακριβώς στην ανάγκη του “load management” κατά τη διάρκεια των σεζόν και τη λήψη μέτρων για αραίωση των παιχνιδιών από την ίδια τη Λίγκα (ανάλυση αυτών σε μέρος του συγκεκριμένου παλαιότερου κειμένου μου), μέτρα που καταπατήθηκαν στη συνέχεια από την ίδια τη Λίγκα για να βγει η σεζόν 2020-21- μεταφράζεται -χωρίς υπερβολή- σε προμελετημένο έγκλημα, με κυνική διαχείριση των όσων τραυματιστούν ή νοσήσουν από covid σε απλό στατιστικό δεδομένου που αντιπαραβάλλεται με τα κέρδη, πραγματοποιηθέντα και διαφυγόντα (κάτι που και πάλι είχαμε σημειώσει πριν την έναρξη της περσινής σεζόν). Σε αυτό το πλαίσιο, η πτώση της επιθετικής αποδοτικότητας και των ποσοστών δεν μπορεί να μην συσχετίζεται με την σωρευμένη κούραση.
Συμπερασματικά
Συμπερασματικά, μάλλον για την ως τώρα πτώση των ποσοστών ευστοχίας και της επιθετικής αποδοτικότητας οφείλονται συνδυαστικά όλοι οι παραπάνω παράγοντες. Η κόπωση των παικτών από τους υπερβολικούς αγώνες -για ξεκάθαρα οικονομικούς λόγους- των τελευταίων 30 μηνών, το γεγονός πως είναι νωρίς στη σεζον και οι περισσότεροι παίκτες δεν έχουν ακόμα προσαρμοστεί σε ένα αγωνιστικά συστήματα (εφτά νέοι προπονητές στην offseason και ήδη μια αλλαγή midseason), στους νέους κανόνες αναφορικά με το τι είναι αμυντικό foul και τι μη πλέον, έχουν παίξει τον -σημαντικό- ρόλο τους και ενδεχομένως και στις νέες μπάλες Wilson, αν δεχτούμε δηλαδή πως η επίκληση σε αυτές δεν γίνεται απλά ως το ψυχολογικό αποκούμπι/ανάθεμα, για όσους παίκτες δεν μπορούν να λάβουν υπόψιν τους τον συνδυασμό του συνόλου των ανωτέρω παραθετημένων μεταβλητών.
Κοντολογίς, θεωρώ πως όσο η σεζόν πηγαίνει, ποσοστά ευστοχίας και offensive ratings θα βελτιώνονται, με τους παίκτες να προσαρμόζονται σε κάθε έναν από τους παράγοντες που έχουν αλλάξει, ακόμα και αν τελικά δεν φτάσουμε πάλι στα επίπεδα των προηγούμενων σεζόν. Και λέγοντας “προηγούμενων σεζόν”, δεν εννοώ των δύο τελευταίων που είχαν πολλές ιδιαιτερότητες, μα της όποιας προ αυτών κανονικότητας.