Η σύντομη ιστορία που ακολουθεί είναι αληθινή, αποτελώντας άλλη μια ασήμαντη ίσως κουκκίδα στις πολλές διηγήσεις μικρής κλίμακας που αρκετός κόσμος έχει να μοιραστεί για εκείνον τον Ιούνη του 1987. Την χρονικά πρώτη φορά πιθανότατα που τέτοιου τύπου ιστορίες –όταν μιλάμε για αυτή την κοινωνία- δεν αφορούν ένα πολεμικό γεγονός ή το «έρχεται, έρχεται» ενός σωτήρα, be it ένας Γλύξμπουργκ ή Καραμανλής.
Πάμε.
Είναι αργά και χτυπά το τηλέφωνο σπίτι μου. Το σηκώνει η μητέρα μου. Φωνάζει ο θείος στην άλλη μεριά της γραμμής.
-Γρήγορα, βάλτε ειδήσεις, μας δείχνει
-Που;
-Τι που μωρέ, στο δελτίο, βάλε!
Μέχρι να πάει η μητέρα μου για να ανοίξει την τηλεόραση, το σύντομο στιγμιότυπο έχει περάσει. Ο θείος όμως ήταν προνοητικός. Με το που ξεκίνησε το βραδινό δελτίο στην ΕΡΤ, είχε πατήσει το play στο βίντεο. Το είδαμε μετά σπίτι τους, ανάμεσα σε επιφωνήματα χαράς («μας έδειξε η τηλεόραση!») και το Ska Chou Chou του Claudio Ceccheto, μόνιμο σάουντρακ στο σπίτι τους. Το διάρκειας τριών δευτερολέπτων βίντεο έδειχνε τρία παιδάκια (η ξαδέρφη μου, ο ξάδερφος μου και εγώ ) να πανηγυρίζουν με τη χαρά των οχτώ τους ετών τη νίκη της Δυτικής Γερμανίας επί της Ολλανδίας του Ρικ Σμιτς, ένα ντέρμπι που είχε λήξει 76-75 για τον δεύτερο όμιλο –όχι αυτόν της Ελλάδας. Δεν θυμάμαι κιόλας, από τα λίγα που καταλαβαίναμε, σε ποια στιγμή του αγώνα αποφασίσαμε να είμαστε με τους Γερμανούς. Το ΣΕΦ ήταν αρκετά άδειο ώστε να δίνει τη δυνατότητα σε μας να παρακολουθούμε από διάφορες γωνίες το πρωτόγνωρο θέαμα. Και, το αποκαλύπτω τώρα, να πανηγυρίσουμε τη νίκη δίπλα στον πάγκο της Δυτικής Γερμανίας.
Σε περίπτωση που κάποιοι ή κάποιες από εσάς κάνατε κάποια απαξιωτική κίνηση, γιατί εσείς, κωλόπαιδα, είχατε πάει σε αγώνα της Ελλάδας και όχι στα λιμά, να σας πω ότι, μετά τον πρώτο αγώνα με τη Ρουμανία, όπου το ΣΕΦ ήταν ψιλοάδειο, δύσκολα έβρισκες εισιτήριο, εκτός και αν ανήκες στο βαθύ ΠΑΣΟΚ. Αντρέα ψηφίζαμε, αλλά δεν ανήκαμε, και μαζί με τα μέτρια οικονομικά μας (τρία-τρία μας βάζανε τα παιδάκια στα τουρνικέ του παλιού Καραϊσκάκη για να γλυτώσουμε κάποιο εισιτήριο) καταλήξαμε σε εκείνο τον αγώνα, για να πάρουμε και εμείς μια γεύση από το καινούριο. Όπου καινούριο βάλε την από κοντά θέαση ενός αθλήματος για πρώτη φορά. Γιατί, κακά τα κοβιντ και μη ψέματα, τα ομαδικά αθλήματα υπάρχουν από και για τον κόσμο τους. Όλα τα άλλα είναι μπούρδες. Άλλωστε, όπως προείπα, εκείνες τις μέρες της γεωμετρικά αυξανόμενης τρέλας, το να βρεις εισιτήριο για να δεις από κοντά τον Γκάλη, σε τοποθετούσε σε ένα κλειστό, πριβέ κλαμπ στο οποίο η μικροαστική μας καταγωγή δεν ανήκε.
Κάπου εδώ να κάνω την πρώτη μικρή αφιέρωση. Αγαπάμε Giannis, γουστάρουμε που δεν ξεχνά από πού ξεκίνησε, γουστάρουμε τρελά που αποτελεί μια ρομφαία και αυτός ενάντια στο άκρως αληθινό δράκο αυτής της ρατσιστικής κοινωνίας. Όμως αυτό το κείμενο αφιερώνεται στον ένα και μοναδικό, σε αυτόν που με συγκινεί ακόμη και το όνομα του, το Νίκο Γκάλη. Σε αυτόν που έμεινε πάντα στριφνός, που δεν έκανε δημόσιες σχέσεις, που δεν εκμεταλλεύτηκε παρά στο ελάχιστο τον θρύλο του. Στον Mark E. Smith του ελληνικού μπάσκετ, το άνθρωπο που με το παιχνίδι του, μας οδήγησε να λέμε «θα το βάλει» και όχι να ρωτάμε «λες να το βάλει;». Η κατάφαση προϋπήρχε της ερώτησης και για το θυμικό μιας μαραζιάρικης, γεμάτης γκρίνιας κοινωνίας αυτό ήταν πρωτοφανές. Μας πήρες τα κεφάλια Νίκο Γκάλη, για να παραφράσω εκείνο το σύνθημα.
Συνεχίζω.
Δεν θα μπω σε πολλές αθλητικές λεπτομέρειες. Δεν έχει νόημα γιατί έχουν γραφτεί τα πάντα. Άλλωστε διαχωρίζω απόλυτα την εμπειρία του γηπέδου με αυτή την τηλεόρασης. Και όταν μιλήσαμε με τον Γιώργο (τον οποίο ευχαριστώ πολύ για την ευκαιρία να απλώσω το παραλήρημα μου), μία από τις σκέψεις ήταν να θυμηθούμε λίγο τα γήπεδα, τον κόσμο στην κερκίδα –αυτή την όμορφη τρέλα ελευθεριότητας που δεν συγκρίνεται παρά με ελάχιστα πραγματάκια σε αυτή τη ζωή.
Τότε, τον Ιούνη του 1987, υπήρξε κάτι πρωτοφανές: για πρώτη φορά στα χρονικά αυτής της κοινωνίας το θέαμα (φυσικά μέσω της τηλεόρασης) έρχεται και απλώνεται σε όλα τα μήκη και πλάτη της μεταπολιτευτικής κοινωνίας. Από την πιο απλοϊκή ερώτηση του τύπου «με είδες στους πανηγυρισμούς, αφού διαλύσαμε τους Ιταλούς;» ή «ρε, σε έδειξε η τηλεόραση!», στη δημιουργία ποπ ειδώλων, ονομάτων, καταστάσεων. Από τη μασονία του μπάσκετ (ζουν ανάμεσα μας) μέχρι τον εφιάλτη του να γεμίσει όλη η Ελλάδα με μπασκέτες, που ζήσαμε όλοι εμείς που προτιμούσαμε το ποδόσφαιρο, την τρέλα με τον Άρη που ακολούθησε, το τιρινίνι και διάφορα γνωστά και λιγότερο γνωστά, δημιουργήθηκαν ιστορίες που η νεοσύστατη ποπ κουλτούρα μιας οικονομικά ανερχόμενης κοινωνίας τα έκανε δικά της household names για πάνω από μια γενιά. Βιώσαμε, για πρώτη φορά στα χρονικά τις συνέπειες ενός γεγονότος όπως η –πρωτόλεια για τα ελληνικά μέσα της εποχής- εικόνα ήθελε να το πλασάρει. Ως μια παραμορφωτική εικόνα που εξαφάνισε οτιδήποτε άλλο.
Παράλληλα, εκείνη την εποχή, το κράτος δεν είχε ιδέα πώς να διαχειριστεί και να εκμεταλλευτεί πολιτικά αυτή την πυρηνική βόμβα χαράς που διέτρεξε κάθετα την νεοελληνική κοινωνία. Ήταν ένα terra incognita ότι συνέβαινε. Και πάλι κρίνοντας εκ των υστέρων επιθυμώ να σχολιάσω πως δεν θα μπορούσε να ταιριάξει περισσότερο αυτό το γεγονός με κάποια άλλη εποχή. Πρώτη περίοδος ΠΑΣΟΚ όπου οι κάθε είδους ταξικές, κοινωνικές και πολιτικές διαφορές δεκαετιών επιχειρήθηκαν να αμβλυνθούν και να μηδενιστούν. Μόνο σε αυτή την περίοδο ταιριάζει ο Ιούνης του 1987 με το αθλητικό γεγονός που «ένωσε όλους τους Έλληνες». Έτσι έπρεπε να γίνει, έτσι έγινε.
Κάπου εκεί βρήκαν χώρο άνθρωποι έξυπνοι και με κάποιο επίπεδο, όπως ο Φίλιππας ο Συρίγος, καταφέρνοντας να δώσουν έναν προφανώς εντελώς διαφορετικό τόνο από αυτό που τα σημερινά σόσιαλ δίνουν σε ανάλογα γεγονότα που ξεπερνούν τα αθλητικά πλαίσια. Στα μάτια του (κάθε) Συρίγου το μπάσκετ ως άθλημα και συλλογικοποίηση ήταν μια υπαρκτή οντότητα που άξιζε να προβληθεί, όσο και αν το θέαμα ξεπερνούσε κάθε ψύχραιμη ανάλυση.
Το κράτος βέβαια, ακριβώς επειδή είναι αυτό που είναι, πήρε τα μαθήματα του και στα επόμενα χρόνια όχι μόνο δεν αιφνιδιάστηκε, αλλά δημιούργησε το ίδιο τους νέους μύθους με διάφορους τρόπους, ένας εκ των οποίων ήταν να γίνει η λέξη που ξεκινούσε από ντο (όχι τη νότα)και έληγε στο –πάρισμα ένας πανελλήνιος ψίθυρος που κρυβόταν κάτω από τις πατριωτικές κορώνες των επιτυχιών. Ο Ιούνης του 1987 ήταν η μαγιά, η πρώτη φορά όταν ακόμη δεν πίστευαν ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει με αυτό τον τρόπο. Όμως αυτό είναι ένα άλλο θέμα.
Κοιτώντας πίσω με το σημερινό μου μυαλό, εντυπωσιάζομαι με το πρωτόλειο αλλά και ασταμάτητο των γεγονότων. Ξαφνικά η δική μου γνώμη, η γνώμη ενός οχτάχρονου που δεν είχε ιδέα από μπάσκετ, μετρούσε, μια και όλοι και όλες είχαν γνώμη για αυτό που συνέβαινε. Έγινα για πρώτη φορά στη ζωή μου, γίναμε όλοι, μέρος ενός μεγαλύτερου όλου που μας έδινε –με διάφορους τρόπους- αυτά τα λίγα λεπτά αναγνωσιμότητας και αυταξίας, έστω και αν ήταν faux. Ότι κάνουν τα σόσιαλ σε καθημερινή βάση στο σήμερα δηλαδή.
Αυτό που βρίσκω εξαιρετικό και, ίσως, το πιο ενδιαφέρον είναι πως όλα τα παραπάνω (και πόσα άλλα που δεν ανέφερα για να μην φλυαρήσω) διέτρεξαν και εγκαταστάθηκαν στο υποσυνείδητο μας, έγιναν καθημερινότητα –σχεδόν υπερβατική –για βδομάδες, αποτελώντας ανέκδοτες ιστορίες για μήνες, χωρίς όμως τις ταμπέλες και τα τελεολογικά συμπεράσματα που δίνουμε σήμερα. Οπότε ναι, αν νοσταλγώ κάτι απ’ όλο αυτό που δεν άλλαξε σε τίποτα τη ζωή μου, είναι αυτή η αθωότητα του να δεχτείς ότι συμβαίνει γύρω σου χωρίς να το αναλύσεις, να το δεχτείς χωρίς τη ναρκισσιστική ξερολίαση των σόσιαλ. Να το χαρείς, να το βιώσεις χωρίς να ψάχνεις πως θα το προβάλεις σε κάποιο προσωπικό λογαριασμό. “It is what it is”, θα λέγαμε.
Πλησιάζοντας προς το τέλος και ενώ το τραγούδι δεν λέει να φύγει απ΄ το κεφάλι μου (με ολίγη από το είμαστε πια πρωταθλητές, μπλιαχ), επιθυμώ να κάνω και μια σύγκριση. ‘Έζησα από κοντά τους τρελούς πανηγυρισμούς του 1987 όπως και αυτούς του καλοκαιριού του 2004. Προφανώς και δεν μου αναλογεί μια ανάλυση εδώ, θα ήθελα όμως να καταγράψω τις τεράστιες διαφορές που βλέπω στη συμπεριφορά των ανθρώπων σε αυτά τα μόλις δεκαεφτά χρόνια απόστασης των δύο γεγονότων. Στη δική μου υποκειμενική κρίση (και με τα μάτια ενός οχτάχρονου) το 1987 ο κόσμος βγήκε στους δρόμους με μια αληθινή χαρά, φέρνοντας μαζί του και μια αθωότητα. Ήταν ένα τρελό γλέντι. Το 2004 ισόποσες μάζες ανθρώπων, πάλι όλων των ηλικιών, βγήκαν κατ’ επανάληψη στους δρόμους έχοντας μια εξαλλοσύνη και λειτουργώντας ως άγριοι, ως αρπακτικά που ξεχύθηκαν να βρουν τα θηράματα τους. Δεν ήθελαν τόσο να πανηγυρίσουν όσο να επιβάλουν στην παρουσία τους. Απέναντι σε ποιους; Δεν σκοπεύω να μπω σε λεπτομέρειες, αυτά έχουν καταγραφεί. Ούτε και να εξιδανικεύσω το απώτερο παρελθόν.
Κλείνοντας, θα ήθελα να αφιερώσω αυτό το κείμενο στον πατέρα μου, καθώς πλησιάζουμε στα τέσσερα χρόνια απ’ όταν αποφάσισε να εκτοξευθεί σε άλλες διαστάσεις. Με αφορμή και την αγάπη (ως αρχική ιδέα) που διατρέχει αυτό το κείμενο για την κερκίδα. Μπαμπά, δεν σε ευχαρίστησα ποτέ για το τεράστιο δώρο που μου έκανες κάποτε, να με αφήσεις να γευτώ τα σκατά και το μεγαλείο της ελευθεριότητας της κερκίδας. Το κάνω τώρα και δημόσια. Σ’ ευχαριστώ άπειρα.
@koultouranafigo