Ο Κατσικάρης ήταν άτυχος ως παίκτης, αλλά αρκετά τυχερός ως μαθητευόμενος προπονητής. Τον πήρε κοντά του στον πάγκο της «Ένωσης» ο Γιώργος Καλαφατάκης και παρότι ο ίδιος απολύθηκε μετά από λίγους μήνες, ο Φώτης παρέμεινε και «θήτευσε» πλάι σε όλους τους προπονητές που ακολούθησαν. Κώστας Πολίτης, Ντράγκαν Σάκοτα και Ντούσαν Ίβκοβιτς τον εμπιστεύτηκαν όλοι, και ο Κατσικάρης είχε πλέον μπει σε τροχιά, με προορισμό την θέση του head coach. Παρότι λέγεται πως ο μέντορας του, Ντούντα, προσπάθησε να τον μεταπείσει προς το ρόλο του «μάνατζερ» λόγω του σοφιστικέ λουκ και των καλών αγγλικών, ο ίδιος προτίμησε την προπονητική. Σύμφωνα με το ίδιο μύθο μάλιστα, αποφάσισε να φορέσει και γυαλια χωρίς να έχει μυωπία, προκειμένου να γλυτώσει από το baby face και να προσδώσει μια νότα… αυστηρότητας.
Η ώρα της «ενθρόνισής» του στον κυρίως «θώκο» της ΑΕΚ δεν άργησε πολύ, ήταν τη σεζόν 2003-04, με την ΑΕΚ να διατηρεί έναν αξιοπρεπέστατο ελληνικό κορμό, ο οποίος περιείχε μεταξύ άλλων τους Χατζή, Μπουρούση, Ζήση, Γλυνιαδάκη, Ταπούτο, παρότι είχε χάσει το καλοκαίρι τους Κακιούζη και Ντικούδη. Οι προσδοκίες ωστόσο δε δικαιώθηκαν και η ΑΕΚ τερμάτισε τέταρτη καθώς αποκλείστηκε στους ημιτελικούς από το (τρομερό εκείνη τη σεζόν) Μαρούσι με 2-0, ενώ εφτασε μέχρι την οκτάδα του κυπέλλου και δεν έκανε τίποτα αξιόλογο στην Ευρωλίγκα. Παρά την αποτυχία εκείνης της σεζόν, ο Νικαιώτης κόουτς συνέχισε στην ομάδα και την επόμενη χρονιά, καταφέρνοντας να φτάσει μέχρι τους τελικούς, και παρότι η ΑΕΚ μπήκε στα πλέι όφ ως 6η, για να χάσει τον τίτλο από τον Παναθηναϊκό.
Ακολούθησε μια καλή σεζόν στην Αγία Πετρούπολη, στο τέλος της οποίας όμως ο σύλλογος χρεωκόπησε και ο κόουτς βρέθηκε προσωρινά στην ανεργία, πρωτού του δώσει δουλειά η Παμέσα Βαλένθια, η οποία και τον… εισήγαγε στο ισπανικό πρωτάθλημα. Εκεί έμεινε για δύο χρόνια μέχρι να απολυθεί τον Νοέμβριο του ’08, αποτυγχάνοντας να δικαιώσει τις προσδοκίες της διοίκησης από την ομάδα. Το επόμενο βήμα ήταν ένα ολιγόμηνο και άνοστο πέρασμα από τον Άρη, ως αντικαταστάτης του Αντρέα Ματσόν, με την παραίτησή του να έρχεται μετά από μία ήττα από τον ΠΑΟΚ. Αλλά για αυτά θα μας πουν περισσότερα οι αναρίθμητοι αρειανοί φανζ του ιστοτοπου.
Με τις «μετοχές» του σε πτώση, ο Νικαιώτης κόουτς έψαχνε μια καλή ευκαιρία, ένα περιβάλλον στο οποίο θα μπορούσε να εμπνεύσει και να εμπνευστεί και αυτό έμελλε να είναι το Μπιλμπάο. Ο Κατσικάρης ανέλαβε την ομάδα στο χείλος του υποβιβασμού, με ρεκόρ 4-17 και όχι μόνο την έσωσε, αλλά έφτασε μια ανάσα από τα πλέι οφ, τα οποία έχασε για μια νίκη, ενώ έφτασε και στο final four του EuroCup. Με την ψυχολογία στα ύψη και μία ολόκληρη πόλη να πίνει νερό στο όνομά του, ο Φ.Κ. οδήγησε την επόμενη σεζόν τη Μπιλμπάο στην καλύτερη χρονιά στην ιστορία της και τον εαυτό του στο highlight της καριέρας του: σαν «σίφουνας» στους τελικούς της ACB (πετώντας εκτός Βαλένθια και Ρεάλ), όπου έχασε από τη Μπαρτσελόνα.
Στο ρόστερ εκείνης της ομάδας που έμεινε στην ιστορία της ACB έβρισκε κανείς, μεταξύ άλλων τους Κωστή Βασιλειάδη, Δημήτρη Μαυροειδή, Άαρον Τζάκσον, Άλεξ Ερβέλ, Κρις Γουόρεν, Άλεξ Μουμπρού και Ρότζερ Γκριμάου. Μία ομάδα γεμάτη ΑΕΚ, με έναν πρώην προπονητή της (Κατσικάρης), και δυο παίκτες που θα φορούσαν τα «κιτρινόμαυρα» έστω και ακόμα αν δεν το ήξεραν, τους Μαυροειδή, Βασιλειάδη. Την επόμενη σεζόν η Μπιλμπάο συμμετείχε απευθείας σε ομίλους της Ευρωλίγκα και έφτασε ως την οκτάδα, όπου αποκλείστηκε από την ΤΣΣΚΑ , ενώ στο πρωτάθλημα αποκλείστηκε από τα προημιτελικά.
Ακολούθησε ένα περίεργο, με πολύ παρασκήνιο (μη) πέρασμα από την εθνική Ρωσίας, για να αναλάβει την Εθνική Ελλάδος το 2014. Αυτή ήταν μια πολύ μεγάλη πρόκληση για τον ίδιο, αλλά και η στιγμή που θα προκαλούσε την έντονη κριτική μεγάλης μερίδας κόσμου, με αποκορύφωμα την περυσινή επιλογή του να μην καλέσει τον Παππά στην ομάδα λόγω προσωπικής κόντρας, παρά τις αποχωρήσεις των Ζήση και Σπανούλη και την, κατά κοινή ομολογία, φτωχή στελέχωση της ομαδας στα garr (η αλλιώς guards). Μας έβαλε και φυτίλι στο BG και τρωγόμασταν όλο το καλοκαίρι (δηλαδή οι Παναθηναϊκοί τον… καταριόμασταν και οι υπόλοιποι τον υποστήριζαν). Εν κατακλείδι η Εθνική απέτυχε παταγωδώς.
Άλλο ένα βήμα προς τα «πίσω», τον έφερε στο μεταξύ την περσινή σεζόν στην Μούρθια, ομάδα από την οποία κανεις δεν περίμενε τίποτα. Σε μία κατάσταση ειδικών συνθηκών, παρόμοια με αυτή της Μπιλμπάο, ο Κατσικάρης μπόρεσε να αναδείξει ξανά τις αρετές του, οι οποίες βασίζονται στην σκληρή άμυνα, το γρήγορο παιχνίδι με μικρές κατοχές και το μεγάλο περιθώριο στον επιθετικό αυτοσχεδιασμό. Η Μούρθια κατάφερε να μπει στα πλέι οφ κόντρα σε κάθε προγνωστικό και ο Κατσικάρης πήρε και πάλι προαγωγή, και το αεροπλάνο για το Κράσνονταρ, όπου θα κάλυπτε το κενό του Μπαρτζώκα. Ο Κατσικάρης βρέθηκε με το δεύτερο δυνατότερο ρόστερ που θα είχε ποτέ στα χέρια του σε σύλλογο, μετά τη θητεία του στην ΑΕΚ.
Όποτε μπαίνει στα πιο «βαθεια» δείχνει να πνίγεται. Ανεβαίνει στην επιφάνεια, παίρνει μια ανάσα σε ομάδα μικρότερου επιπέδου με μία-δύο πολύ καλές χρονιές και ξαναπροσπαθεί στο ψηλότερο επίπεδο. Παρά τα αρκετά θετικά του, δεν τα έχει καταφέρει όποτε το εγχείρημα της ομάδας του συνοδεύεται από υψηλές προσδοκίες. Αντιθέτως, όταν κανείς δεν περιμένει τίποτα, κάνει θαύματα.
Eιλικρινά δεν μπορώ να καταλήξω τι επιπέδου προπονητή θεωρώ τον Κατσικάρη. Είναι σίγουρα ένας καλός προπονητής, ο οποίος δείχνει όμως να έχει κολλήσει επί 15 χρόνια στο στάτους του «ανερχόμενου». Όπως και να χει, στο κάτω κάτω, είναι νέος, εμφανίσιμος, έξυπνος, λάτρης των ταξιδιών (φήμες τον θέλουν τακτικό επισκέπτη της Ιταλίας όπου ανανεώνει την εκτενέστατη γκαρνταρόμπα του) και της υψηλής γαστρονομίας (τακτικός θαμώνας του βραβευµένου µε Michelin εστιατορίου «Etxanobe» του Φερνάντο Κανάλες , στην παλιά πόλη του Μπιλμπάο). Επομένως, τι σημασία έχει αν είναι ή όχι τοπ προπονητής, αρκεί που είναι ένας από εμάς.