Η Ρεάλ Μαδρίτης, μέσα από τακτικές εκφοβισμού των αντιπάλων της και υπό τη σκανδαλώδη εύνοια στον διαμοιρασμό των ποινών της Ευρωλίγκα, βρέθηκε να παίζει την επιβίωση της στο Βελιγράδι, έχοντας ξαφνικά ρόστερ ανώτερο από την αντίπαλο της, που μέχρι εκείνη τη στιγμή της είχε αλλάξει τα φώτα. Ευνοήθηκε επίσης από την πένθιμη ατμόσφαιρα της πιο πολύβουης σάλας στην Ευρωλίγκα, που ορθά επέλεξε να αποτίσει φόρο τιμής στα θύματα ενός μακελειού, από το να επικεντρωθεί σε μία νίκη σε αγώνα μπάσκετ.
Ο Ματέο έκλεψε τότε δύο νίκες με τακτικές απελπισίας. Έβγαλε μια αραχνιασμένη ζώνη 2-3, η οποία θα είχε τιμωρηθεί συνοπτικά, αν ο Πάντερ είχε φάει την ίδια ποινή με τον Ντεκ - στο ξύλο της Μαδρίτης είχαν ακριβώς την ίδια συμμετοχή. Η ζώνη αυτή, που παρουσιάζει χτυπητά κενά, έμελλε να συνοδεύει την ομάδα του μέχρι το τέλος της διοργάνωσης, συμμετέχοντας σε μία σπανιότατη συνέργεια τυχαίων γεγονότων. Από την άλλη βέβαια, ο Ολυμπιακός βρήκε τη Ρεάλ απέναντι του λαβωμένη, χωρίς τον Ντεκ και χωρίς τον Γιαμπουσέλε.
Οι ερυθρόλευκοι ήταν η καλύτερη ομάδα της σεζόν. Είχαν απαντήσεις σε κάθε ερώτημα, έπαιξαν πανέμορφο μπάσκετ, πήραν ματς με μεγάλα σουτ, όπως κάνουν οι ομάδες κορυφής. Πρωταγωνιστής ήταν σίγουρα ο Βεζένκοφ, όμως πάνω από όλα στο σύνολο ξεχώριζε η ομαδικότητα, το μακρόπνοο προπονητικό πλάνο, η ενέργεια σε κάθε δράση, αμυντική ή επιθετική. Ο Ολυμπιακός, εν ολίγοις, ήταν μία ομάδα-μοντέλο, από αυτές που οι ουδέτεροι φίλαθλοι του αθλήματος θέλουν να βλέπουν να δικαιώνονται. Κάπως έτσι δεν νιώθουμε όταν βλέπουμε ΝΒΑ από τον καναπέ μας, χωρίς να είμαστε από το Κολοράντο ή το Μαϊάμι; Θαυμάζουμε το όμορφο θέαμα, το ταλέντο, την ομαδική κίνηση και φυσικά θαυμάζουμε την επιμονή και την αίσθηση της ομοιογενούς σύμπλευσης μεταξύ των μελών των ομάδων. Πόσο κλισέ, αλλά και πόσο αλήθεια, ένας για όλους, όλοι για έναν.
Ο Μπαρτζώκας και οι παίκτες του έβγαζαν όλα αυτά τα στοιχεία, κάθε φορά που πατούσαν παρκέ τη φετινή σεζόν. Και τα έβγαλαν και στον τελικό, για 38 συναπτά λεπτά, στα οποία αντιμετώπισαν τη Ρεάλ ακριβώς όπως έπρεπε. Το μόνο που δεν κατάφεραν, ήταν να μπουν στο τελευταίο δίλεπτο με μία λίγο μεγαλύτερη διαφορά. Προσωπικά, λογίζω ως άστοχες τις απόψεις περί τακτικής κυριαρχίας των Μαδριλένων. Τελικός είναι, παίζουν και οι αντίπαλοι, προσπαθούν και εκείνοι. Το γεγονός ότι ο Ολυμπιακός έλεγχε το παιχνίδι είναι αδιαμφισβήτητο, αλλιώς δεν θα ήταν μπροστά διαρκώς, θα ήταν πίσω. Απλώς δεν ήταν μπροστά όσο χρειαζόταν, προκειμένου οι Σέρχι και Γιουλ να μην μπορούν να γίνουν τόσο επιδραστικοί.
Μέρος του περικειμένου είναι όλα. Η ήττα βιώνεται τόσο επώδυνη, διότι ο τίτλος φαινόταν πως θα καταλήξει στον Πειραιά. Μετά το πετυχημένο challenge του Μπαρτζώκα, ένιωσα μέχρι και τα κόκκαλα μου να τα διαπερνάει η αύρα του θριάμβου, η εικόνα με το τρόπαιο στην αγκαλιά του Παπ. Όμως τότε, τα χέρια και τα πόδια ξαφνικά βάρυναν και οι παίκτες, αντί να πάρουν τα σουτ που έδινε η άμυνα, πήραν τα σουτ που έδινε ο χρόνος. Η ψευτοραβέρσα του Φαλ, η γαμημένη αυτή επίθεση, δεν έχω ιδέα από πού αλλού μπορεί να ήρθε, εκτός από από αυτό.
Προηγουμένως, είχαν χαθεί βολές που σπάνια χάνονται, από τους Σλούκα και Κάνααν. Δύο έξτρα πόντοι να είχαν επιτευχθεί, στα τελευταία 120 δευτερόλεπτα ο Ολυμπιακός θα είχε μπει μπροστά με +6, αντί για 4. Η καλύτερη ομάδα της Ευρώπης θα είχε νικήσει, οι προβοκάτορες θα είχαν πάει σπίτια τους χωρίς τον 11ο τίτλο και η μπασκετική δικαιοσύνη θα είχε αποδοθεί. Καλύτερα να είχαμε χάσει από τη Μονακό με δέκα πόντους, από την στενοχώρια που ζούμε σήμερα.
Θυμάμαι κι άλλες τέτοιες, παράξενες ήττες να συμβαίνουν στον επαγγελματικό αθλητισμό. Η θέα της τελικής επικράτησης μπαίνει στο μυαλό εκείνου/ης/ων που τη βλέπουν καθαρότερα, με αποτέλεσμα να τους τυφλώνει με το εκθαμβωτικό της φως. Οι Γάλλοι στον ημιτελικό του 2005 π.χ., αγνάντευαν την πρόκριση στον τελικό, όταν στην εθνική Ελλάδας έβλεπαν μόνο σύννεφα. Ξαφνικά, έχασαν. Η ΤΣΚΚΑ έζησε το δικό της δράμα το 2012. Ο Ολυμπιακός στο Τελ Αβίβ δεν πέτυχε καλάθι για 6 λεπτά - πόσα ήταν τέλος πάντων. Στον τελικό του Γουίμπλετον του 2019, ο Ρότζερ Φέντερερ ήταν πάνω με 40-15 στο σερβίς του. Οι Θάντερ έχασαν το game 6, η Ντίβερς σκόνταψε πριν τον τερματισμό. Όλες, όλοι, είχαν απλώσει τα χέρια, να μαζέψουν τους καρπούς των κόπων τους. Ήταν καλύτεροι και το άξιζαν, ήταν καλύτερες. Δώσε όμως ελπίδα στους σχεδόν ηττημένους και θα σε κυνηγήσουν ανελέητα, με την ψυχολογία αίφνης στα ύψη.
Δράματα επαχθή, αλλά τουλάχιστον δεν έπαιζαν με τη Ρεάλ...
Ο Ολυμπιακός έχασε την κορυφή της Ευρώπης για μία-δυο λεπτομέρειες, από έναν σύλλογο που φέτος αλλοίωσε το παιχνίδι, σε αγαστή συνεργασία με τη διοργανώτρια αρχή. Το επαναλαμβάνω, διότι ο αθλητισμός δεν αφορά μόνο το τελικό αποτέλεσμα. Αφορά την προσπάθεια, αφορά την πορεία, αφορά τον συναγωνισμό, εν τέλει αφορά και τις συνθήκες για όσους και όσες αγωνίζονται. Οι όροι του παιχνιδιού δεν γίνεται να εξοβελίζονται ξαφνικά στη λήθη, επειδή τα σουτ των πρωταγωνιστών βρήκαν στόχο ή βρήκαν σίδερο. Τα στεγνά, δηθέν ευγενή συγχαρητήρια, δεν αρμόζουν στη σημερινή περίσταση. Η ήττα διαφέρει από την ήττα ακόμη κι εδώ, και ο Γιουλ δεν παύει να είναι ο αθλητής που επιχείρησε να χτυπήσει έναν αντίπαλο στο πρόσωπο, επειδή δεν του άρεσε που έχανε. Τελικά, ανταμείφθηκε για την πράξη του.
Καταλαβαίνω συνεπώς, πως ομάδες και παίκτες θέλουν να δώσουν σήμερα ένα παράδειγμα, μοιράζοντας γενναιόδωρα λόγια, όμως ούτε είμαι υποχρεωμένος να το ακολουθήσω, ούτε φυσικά είμαστε προγραμματισμένοι να το υιοθετήσουμε συνολικά ως ιστότοπος. Ο φετινός τίτλος της Ρεάλ, άσχετα αν στον τελικό κέρδισε αμιγώς μπασκετικά, δεν είχε την παραμικρή σχέση με τον καθόλα άξιο τίτλο της το 2015. Φέρει επάνω του μία τεράστια κηλίδα.
Κατά τα λοιπά, ο Ολυμπιακός θα επιστρέψει. Έχει τις βάσεις, τους παίκτες, τον προπονητή και τις δομές, για να βρίσκεται ψηλά. Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για "ναι, αλλά ο Βεζένκοφ". Ο Ολυμπιακός θα επιστρέψει.