Κι αν για κάποιο λόγο δεν έχει γίνει κατανοητό πόσο ιστορικοί ήταν οι 71 πόντοι του Mitchell, ας δούμε πού στέκεται αυτή η εμφάνιση στο άτυπο Hall of Fame τέτοιων βραδιών. Ο Mitchell είναι πλέον έκτος στην λίστα με τους περισσότερους πόντους σε ένα παιχνίδι, μαζί με τους David Robinson το 1994 και Elgin Baylor το 1960. Είναι οι περισσότεροι πόντοι σε ένα παιχνίδι από τους 81 που σκόραρε ο αέιμνηστος Kobe Bryant τον Ιανουάριο του 2006, ενώ είναι μόλις ο έβδομος παίκτης που ξεπερνά το φράγμα των 70.
Η 70ρα του νεαρού Αμερικανού επετεύχθη με το ψηλότερο True Shooting % (78.9) και eFG % (70) που γράφτηκε ποτέ σε μια τέτοια εμφάνιση. Μάλιστα ο Mitchell βρίσκεται στην πρώτη τριάδα των συνολικά πιο παραγωγικών ατομικών επιδόσεων στην ιστορία, πίσω μόνο από τον Michael Jordan, που έγραψε 69 πόντους και 18 ριμπάουντ τον Μάρτιο του μακρινού πλέον 1990, και από τον Bryant που βρίσκεται στη δεύτερη θέση.
Ωραία. Ε και;
Ας μην παρεξηγηθώ, δεν έχω σκοπό να απαξιώσω την σημαντικότητα ενός τέτοιου επιτεύγματος, ούτε τη δυσκολία του, άλλωστε δεν είναι ποτέ εύκολο να φτάσει ένας αθλητής σε τέτοια επίπεδα απόδοσης. Το θέμα είναι ότι έχει μετριαστεί άρδην το σοκ κι ο ενθουσιασμός που προκαλούσε το να βλέπεις για παράδειγμα 56 στο boxscore, και τέτοιες εμφανίσεις δεν αποτελούν πια δυσεύρετες στιγμές, αλλά ως ένα βαθμό είναι μέρος της κανονικότητας του ΝΒΑ.
Επομένως, ας αφήσουμε στην άκρη για λίγο τους διθυράμβους και τις βαρύγδουπες δηλώσεις, κι ας μεταφέρουμε το επίκεντρο της συζήτησης, αρχικά στο πόσο έχει αυξηθεί η συχνότητα εμφάνισης τέτοιων statlines τα τελευταία χρόνια.
Το παραπάνω διάγραμμα είναι από ένα άρθρο του Sam Quinn για το CBS Sports, τον Απρίλιο του 2020. Για να συμπληρώσω την ανοδική πορεία των 50 Pieces, που ξεκίνησε στο δεύτερο μισό της περασμένης δεκαετίας, οι αντίστοιχοι αριθμοί στις σεζόν 2020-2021 και 2021-2022 ήταν 14 και 19. Φέτος, στα μισά της regular season είμαστε ήδη στα 14 τέτοια παιχνίδια, τη στιγμή που πριν δέκα χρόνια στη σεζόν 2012-2013 γράφτηκαν μόλις τρία σε όλη τη σεζόν! Οσο για τις ψηλές κορυφές ανάμεσα στο 2005 και το 2009, οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στον Kobe Bryant, που κατέχει τις 19 από τις συνολικά 46 εμφανίσεις αυτής της περιόδου. Άρα δεν είχε αλλάξει δραστικά ο τρόπος παιχνιδιού, απλώς η λίγκα βρισκόταν στο έλεος του Black Mamba.
Ας δούμε μερικούς ακόμη αριθμούς. Στα 90s είχαμε συνολικά 41 παιχνίδια, όπου ένας παίκτης ξεπέρασε τους 50 πόντους, δηλαδή 1 ανά 269 αγώνες. Στα 00s 84 (1 ανά 145 αγώνες), 105 (1 ανά 115 αγώνες) στην δεκαετία 2010-2019, και φτάνουμε στην τρέχουσα δεκαετία, που ως τη στιγμή που γράφεται το κείμενο έχουμε δει 46 πενηντάρεις, δηλαδή περίπου μία ανά 62 αγώνες. Μέσα σε λίγο παραπάνω από τρία χρόνια έχουμε δει περισσότερα 50 Pieces από ό,τι σε όλα τα 90s!
(Παρένθεση: Αν δει κανείς τα αντίστοιχα παιχνίδια στα 60s και 70s θα δει κάποιες εξωπραγματικές κορυφές που οφείλονται αποκλειστικά στον Wilt Chamberlain. Ο άνθρωπος έκλεισε την καριέρα του με 118 αγώνες με 50+ πόντους, επομένως οι αριθμοί των δεκαετιών εκείνων πρακτικά του ανήκουν, και δεν έχουν στατιστική αξία.)
Όσο για φέτος, διανύουμε την παραγωγικότερη χρονιά στο ΝΒΑ εδώ και 50 έτη, με τον μέσο όρο σκοραρίσματος να είναι στους 113.8 πόντους, ενώ το OfRtg είναι στο 113.5, ρεκόρ για την λίγκα από τότε που εισήχθησαν τα σουτ τριών πόντων. Ο ρυθμός με τον οποίο πέφτουν οι 50ρες σημαίνει ότι μπορεί να έχουμε σχεδόν 30 τέτοιες statlines ως το τέλος της κανονικής περιόδου, που θα είναι το υψηλότερο νούμερο από τις 34 του 1962-63, επί Wilt Chamberlain και Elgin Baylor.
Επομένως, μοιάζει κομματάκι λογικό το ότι “αναισθητοποιούμαστε” στις 50ρες κι 60ρες της regular season. Εκτιθόμαστε όλο και πιο συχνά σε τέτοιες εμφανίσεις κι αναπόφευκτα τις συνηθίζουμε, τις απομυθοποιούμε, ως ότου να μας προκαλούν ελάχιστη έκπληξη κάποια στιγμή μελλοντικά. Όμως για να βρεθούν τα αίτια της επιθετικής άνθισης στην οποία βρίσκεται το ΝΒΑ, απαιτείται μια πιο αναλυτική ματιά στο παραπάνω φαινόμενο.
Γιατί άραγε συμβαίνει;
Θα ήταν πολύ εύκολο να καταδείξουμε τον ρυθμό και τον αριθμό των τριπόντων ως τις βασικές αιτίες πίσω από τους 50ποντους βομβαρδισμούς αυτής της δεκαετίας, όμως τόσο το pace όσο κι ο αριθμός των κατοχών είναι μικρότεροι σε σύγκριση με το πως έκλεισε η δεκαετία 2019-2020. Μάλιστα στην κατηγορία των FGA ανά αγώνα, φέτος έχουμε σχεδόν πανομοιότυπο νούμερο με τις τρεις προηγούμενες σεζόν, και παρόλα αυτά η επίθεση έχει ανέβει σημαντικά. Αρα δεν έχει να κάνει με τον αριθμό των κατοχών, αλλά με το ποιος τις χειρίζεται.
Γεγονός είναι ότι το μοντέλο των superteams, όπως το καθιέρωσε ο LeBron με την περίφημη “The Decision”, έχει αρχίσει να περνά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Οι προσπάθειες των Lakers, Nets και Clippers είναι μάλλον οι τελευταίες σε αυτή τη φάση του ΝΒΑ. Κι αυτό γιατί η συντριπτική πλειοψηφία των ομάδων που κυριαρχούν σήμερα, βασίζονται σε παίκτες που επέλεξαν στο draft και γύρω από τους οποίους έχτισαν με τρόπο μεθοδικό κι υπομονετικό. Σαν αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή υπάρχει άφθονο championship material διασκορπισμένο στις ομάδες του ΝΒΑ.
Tώρα, υπάρχουν έξι παίκτες με τουλάχιστον 30 πόντους ανά αγώνα, κι ο Kevin Durant απειλεί να γίνει ο έβδομος βρισκόμενος στους 29.9. Καμία σεζόν ως το 2000 δεν είχε περισσότερους από τρεις. Η λίγκα βρίσκεται σε μία από τις πληρέστερες εποχές της όσον αφορά το ατομικό ταλέντο και τις ικανότητες των παικτών, κάτι που οι ομάδες τους προσπαθούν να εκμεταλλευτούν στο έπακρο. Οι Doncic κι Embiid, που είναι υπεύθυνοι για πέντε από τις 14 πενηντάρες, έχουν το 5ο και 8ο μεγαλύτερο usage rate στην ιστορία, ενώ το 38.6% του Γιάννη Αντετοκούνμπο τον κατατάσσει 4ο στην all time λίστα. Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι ότι πέρυσι ο αριθμός παικτών με usage rate άνω του 30% ήταν 18 στο τέλος της σεζόν, με τον φετινό αριθμό να ανάγεται σε 16. Καμία άλλη σεζόν δεν πλησιάζει αυτά τα νούμερα.
Φαίνεται λοιπόν να επικρατεί μια τάση ηλιοκεντρισμού στο σύγχρονο ΝΒΑ. Αν προσθέσουμε τώρα στο μείγμα και τον παράγοντα του spacing, αφού πια σχεδόν όλες οι ομάδες απλώνονται τουλάχιστον ικανοποιητικά στο γήπεδο, η όλη τάση μενθύνεται. Όταν στην αιχμή του δόρατος βρίσκεται ένας Nikola Jokic ή ένας Jason Tatum, σαν άμυνα έχεις μπρος γκρεμό και πίσω ρέμα. Γιατί αν κλείσεις πάνω στον αστέρα, ρισκάρεις να δεχτείς πόντους από τους συμπαραστάτες του. Και δεν είναι όπως όταν ρίσκαρες το σουτ του Dellavedova στους Cavaliers ή του Hibbert στους Pacers. Ρισκάρεις το ελεύθερο σουτ του Desmond Bane, του Malcom Brogdon, του Jordan Poole, που είναι επικίνδυνοι παίκτες δεύτερης διαλογής, άριστα κουμπωμένοι δίπλα στον πρωταγωνιστή κάθε ομάδας. Ταυτόχρονα, ποιος θα ήθελε να δώσει χώρο και άνεση στον Kevin Durant ή μελλοντικά στον Shai Gilgeous-Alexander, δεδομένής της δυνατότητας που έχουν να δημιουργούν χώρο κι ευκαιρίες για σκοράρισμα; Μάλλον κανείς. Μαχαίρι τσεκούρι συνεπώς.
Και δεν είναι μόνο η ποιότητα των, αλλά και η ποιότητα των σουτ που παίρνουν. Ο Mitchell πέτυχε 71 πόντους, σκοράροντας μόλις τρεις φορές από μέση απόσταση. Έψαχνε είτε το τρίποντο, είτε το ζωγραφιστό, ενώ η άμυνα των Bulls του έδωσε και 25 βολές. Τα analytics είναι αναπόσπαστο κομμάτι της προετοιμασίας των ομάδων και με ελάχιστες εξαιρέσεις οι παίκτες αναζητούν ή ανοιχτό διάδρομο στο ζωγραφιστό ή ένα σουτ τριών πόντων. Το eFG κατά μέσο όρο είναι κι αυτό σε ιστορικά ψηλά επίπεδα φέτος, της τάξης του 54%, ένα ποσοστό αδιανόητο πριν μερικά χρόνια. Οι παίκτες γνωρίζουν ποια είναι τα πιο αποδοτικά σημεία στο παρκέ και τα επιλέγουν σχεδόν ευλαβικά.
Ας μην ξεχνάμε και το κομμάτι του load management ή των τραυματισμών. Με τρόπο συνηθισμένο πλέον, οι ομάδες προσπαθούν να προστατεύσουν τους καλύτερους παίκτες τους για την άνοιξη, κάτι που δίνει αρκετές ευκαιρίες σε δευτεροκλασάτους παίκτες να λάμψουν. Κάπως έτσι έγραψαν από 50 πόντους οι Caris LeVert και Eric Gordon στη σεζόν 2019-2020, εν απουσία των Irving και Harden αντίστοιχα.
Όσο για τους εμφανώς φιλικότερους προς τον επιτιθέμενο κανονισμούς της εποχής μας, δεν είναι ότι τους φέρνουν σημαντικά περισσότερες βολές. Μόλις επτά σεζόν είχαν λιγότερες βολές και φάουλ από την φετινή, άρα δεν ανεβάζουν το σκοράρισμα όπως θα υπέθετε κάποιος. Αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι οι αμυντικοί πλέον, μην μπορώντας να πάνε με ένταση και περισσότερη επαφή στον αντίπαλο τους, προσπαθούν να τον οδηγήσουν στα χειρότερα σημεία, δίνοντας όσο το δυνατόν λιγότερες ευκαιρίες για ελεύθερες βολές. Παράλληλα βλέπουμε όλο και περισσότερους προπονητές να εισάγουν ζώνες και ειδικές καταστάσεις άμυνας, για να περιορίσουν τα βαρόμετρα του αντίπαλου κόουτς. Ένα απλό αμυντικό πλάνο δεν αρκεί για να αναχαιτίσεις μια καλοδουλεμένη επιθετική μηχανή. Οι προπονητές κάνουν δοκιμές με αμυντικές πεντάδες, παγίδες και στοχευμένα συστήματα, προσβλέποντας σε μια ομάδα ευέλικτη αμυντικά, που θα μπορεί να προσαρμοστεί στις συνεχώς εναλλασσόμενες συνθήκες κι απαιτήσεις των play offs.
Γιατί κακά τα ψέματα, όλα τότε θα κριθούν. Το ατομικό ταλέντο, η ικανότητα διαβάσματος της αντίπαλης άμυνας κι η χημεία μεταξύ των συμπαικτών, εκεί έχουν τη μεγαλύτερη χρησιμότητα. Και το τελικό νούμερο wins/losses στη regular season μικρή σημασία έχει πλέον, διότι αν και είναι μία από τις πιο ανταγωνιστικές χρονιές του NBA στα standings, ελάχιστες ομάδες μπορούν να καυχηθούν ότι έχουν πραγματικό πλεονέκτημα έδρας κι άρα λίγα καθορίζει για την πορεία στην post season.
Δεν χωρά καμία αμφιβολία πως το ΝΒΑ ξεχειλίζει από ταλέντο, και είναι φοβερή στιγμή για να το παρακολουθείς. Κάθε βράδυ “μυρίζει” 50ρα και ρεκόρ καριέρας, το hype έχει αυξηθεί. Νέοι ήρωες αναδύονται, παλιότεροι συνεχίζουν να γράφουν το μύθο τους. Όμως αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, για μπάσκετ θα μιλήσουμε κυρίως την άνοιξη. Όσους τίτλους ειδήσεων κι αν έδωσε τον χειμώνα ένας παίκτης, σημασία έχει πόσους θα δώσει από τον Απρίλιο ως τον Ιούνιο. Εκεί είναι που θα συγκινηθούμε μπασκετικά με ένα 50-Piece κι εκεί θα χαραχτεί στη μνήμη μας ανεξίτηλα.