Ο Δημήτρης Ιτούδης λοιπόν, στη συνέντευξη στον Βαγγέλη Ιωάννου μετά το ματς με τη Νου Ζου, αφενός παραδέχτηκε ότι δεν πολυασχολήθηκε με τους Αμερικάνους, αφετέρου στάθηκε στο μεγαλύτερο μειονέκτημα που εντόπισε στην ομάδα του. Ποιο ήταν αυτό; Πως οι διάδρομοι προς το καλάθι, δηλαδή ο χώρος περιμετρικά της στεφάνης, πρόβαλε διαθέσιμος στους αντιπάλους προς εκμετάλλευση. Πατώντας στον συγκεκριμένο χώρο με ευκολία, οι Νεοζηλανδοί έπαιρναν ροή στην επίθεση, έβγαζαν ελεύθερα τρίποντα και σκόραραν με σχετική ποικιλία.
Η λύση ήταν "οι δύο Παπ". Άσχετα με το αν βρισκόταν στην πεντάδα ο Παπαγιάννης, η διαρκής συνύπαρξη των Παπαπέτρου και Παπανικολάου σε όλο το δεύτερο ημίχρονο του κρίσιμου αγώνα, έδωσε τη δυνατότητα στην εθνική να αλλάξει σε περισσότερα σκριν, να ματσάρει καλύτερα σε κορμί και σε ταχύτητα, όπως και να δοκιμάσει γύρω γύρω διάφορα άλλα πράγματα (πχ ultra small ή ultra big, χωρίς δεύτερο γκαρντ), από τα οποία της βγήκαν όσα χρειάστηκαν. Επιπλέον, της βγήκε και μια κάποια τρέλα, με κάμποσα μακρινά τρίποντα και μερικές γρήγορες επιθέσεις, που εκτόξευσαν την παραγωγικότητα.
Κερδίζεις άραγε έτσι τους Λιθουανούς; Με το τελευταίο στοιχείο στο μείγμα (εύστοχα σουτ, χωρίς δίσταγμο), σίγουρα οι πιθανότητες είναι μεγαλύτερες. Με το πρώτο (αφύλαχτες διαβάσεις), οι πιθανότητες είναι μικρότερες, ενώ με το μεσαίο (ευέλικτα σχήματα χωρίς ψηλούς), το ρίσκο μοιάζει τεράστιο. Aν οι Νεοζηλανδοί είχαν 13 επιθετικά ριμπάουντ και αν στο τέλος της τρίτης περιόδου η επάνοδος του Παπαγιάννη έμοιαζε απαραίτητη, φανταστείτε τι πάρτι θα στήσει ο Μακσβίτις, αν καταφέρει να μας οδηγήσει να ψάχνουμε προπονητικό μάννα. Ο Ιτούδης έχει επέμβει καίρια μέχρι το σημείο που βρισκόμαστε, αλλά τα όπλα που έχει στα χέρια του είναι συγκεκριμένα και πρέπει το καθένα να αποδώσει τα μέγιστα.
Οι Λιθουανοί, για τους οποίους ομοίως δεν μπορούν να εξαχθούν στατιστικά συμπεράσματα από τα παιχνίδια-παρωδία που έχουν δώσει, κέρδισαν τον μοναδικό σοβαρό αγώνα τους (απέναντι στο Μαυροβούνιο) με έναν κάπως μη αναμενόμενο τρόπο. Ούτε τη μπάλα στον Βαλανσιούνας πέρασαν ιδιαίτερα (έπαιξε 20 λεπτά), ούτε τον Μοτεγιούνας πολυείδαν, ούτε τρίποντα επιχείρησαν (μόλις 17). Αντί αυτών, μέσα από μια κλασική ball screen επίθεση, έδωσαν όλες τις πρωτοβουλίες του κόσμου στον Γιοκουμπάιτις, που αλώνισε το παρκέ και έγραψε ένα πλούσιο 19-5-6, όπου 6 οι ασίστ μην ξεχνιόμαστε.
Θα σας δείξω τι με απασχολεί περισσότερο.
Σκριν, διπλά σκριν, ξανά σκριν, μέχρι ο βασικός αμυντικός (βλ. Γουόκαπ) να σκάσει και μέχρι η άμυνα να κάνει έναν λάθος υπολογισμό στις βοήθειες. Ο Μακσβίτις δεν είναι κόουτς της πρωτοτυπίας, είναι κόουτς της επιμονής και αυτό μεταφέρεται στον τρόπο που η ομάδα του χειρίζεται τις κατοχές. Έχουμε άραγε το καθαρό μυαλό να το αντιμετωπίσουμε; Η ελληνική περιφερειακή άμυνα δεν πήρε καλό βαθμό στα αντίστοιχα plays των Νεοζηλανδών και σκέφτομαι πως αν πάμε small, τότε οι Λιθουανοί, σε αντίθεση με τους "ωκεάνιους" (σβήνω...), θα αρχίσουν να κοιτούν προς τη ρακέτα και το θηρίο. "Ο Βαλανσιούνας ως λύση ανάγκης;" ... θα μου πείτε. Ούτε καν, απλώς δεν ξεκινά ως "το παν", είναι μέρος ενός όλου, που εκτός των άλλων αμύνεται με αφοσίωση και συνέπεια - άλλο ένα στοιχείο προερχόμενο εκ του κόουτς.
Δεν υπάρχουν πολλά πράγματα που να δείχνουν Ελλάδα, στα χαρτιά. Το στοιχείο του απρόβλεπτου όμως είναι υπέρ της εθνικής, που πρακτικά έχει έμπειρες μονάδες, χωρίς να έχει σχηματοποιήσει αγωνιστική ταυτότητα (λόγω των απουσιών, μην παρεξηγηθώ). Δεν πρόκειται για μία ομάδα εύκολη να διαβαστεί από τους αντιπάλους προπονητές στην επίθεση της και αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, θα πρέπει να παραδεχτούμε πως τα παιχνίδια της δεν μοιάζουν μεταξύ τους. Ο τρόπος που ανέτρεψε το -15 προχθές, δεν είναι τρόπος που ο Μακσβίτις μπορεί να τον αξιολογήσει ως οτιδήποτε. Περισσότερο από τις άλλες ομάδες του ομίλου, η Ελλάδα παραμένει ένας "άγνωστος Χ", μία διαρκής μεταβλητή με διάχυτο know how και ορατό, αλλά ακανθώδες ταβάνι.
Λιγότερο ποιητικά, στο τελευταίο δεκάλεπτο με τη Νέα Ζηλανδία και αφότου το ultra small είχε κάνει την αμυντική δουλειά του, η εθνική έχτισε μία καλή διαφορά, βασιζόμενη σε σουτ που εκτελέστηκαν πολύ πριν τη λήξη των 24 δευτερολέπτων. Κανένα από αυτά τα σουτ μάλιστα δεν ήταν προϊόν transition επίθεσης. Ένα τρίποντο του Λαρεντζάκη αμέσως μετά από επιθετικό ριμπάουντ του Παπαγιάννη (σκορ 59-57, απέμεναν 13''), ένα ακόμη του Γουόκαπ από την κορυφή μετά από απλή πάσα (στο 62-60 απέμεναν 11'') και ένα drive του Λάρι ανάμεσα από κορμιά (στο 68-61 απέμεναν 12''). Όχι ακριβώς η επιτομή του "σκεπτόμενου μπάσκετ", αλλά σίγουρα μπάσκετ που πιάνει τις ευκαιρίες από τα μαλλιά, χωρίς να υπολογίζει μονίμως θέσφατα. Δεν βρίσκω άλλη λύση, ειλικρινά, καθώς οι Λιθουανοί ούτε αφελείς είναι, ούτε έχουν στον πάγκο κάποιον παραδοσιακό εκπρόσωπο της σχολής τους, που θα επιδιώξει να τρέξει και σουτάρει, χωρίς να νοιάζεται για το ποιους έχει στο ρόστερ του. Η Λιέτουβα μοιάζει, εξ ανάγκης, σφιχτότερη από ποτέ άλλοτε και το γύρω γύρω όλοι δεν θα κάνει τη δουλειά.
Γνώμη μου, έτσι;
Τώρα, τα παραπάνω ισχύουν εφόσον βρεθεί λύση στα ball screens και η άμυνα παρουσιάσει την εικόνα του δεύτερου ημιχρόνου με τη Νέα Ζηλανδία, χωρίς - όπως είπαμε - να χρειαστούν αλχημείες, που θα αφήσουν έναν σκόρερ σαν τον Ρογκαβόπουλο εκ νέου στον πάγκο. Ξεκινάμε από την αναλσταλτική λειτουργία σε κάθε περίπτωση, ώστε να μην ξεφύγει το παιχνίδι όπως προχθές. Διότι ο γυρισμός δεν θα είναι έτσι εύκολος. Βασικά, μάλλον θα είναι αδύνατος. Υπομονή λίγες ώρες.