Στο περιεχόμενο αναφέρεται χαρακτηριστικά: "Η λίγκα και η Ένωση παικτών, δουλεύοντας μαζί, έχουν αρχίσει να αναπτύσσουν ουσιώδεις τρόπους , ώστε να βρεθούμε όλοι μαζί και να αναλάβουμε ουσιαστική δράση", όπως για παράδειγμα "να βάλουμε νέους, γονείς, δημόσιους λειτουργούς και εκπροσώπους του νόμου σε ειλικρινή διάλογο, να χρησιμοποιήσουμε το παιχνίδι μας για να χτίσουμε δεσμούς εμπιστοσύνης στις κοινότητες μας, να αναπτύξουμε [...] προγράμματα που θα βοηθήσουν στην δημιουργία οικονομικών ευκαιριών για τους έγχρωμους. Καθώς προχωράμε προς αυτή την κατεύθυνση, θα ήταν πολύ σημαντικό να σας ακούσουμε. Θα δουλεύουμε με τις ομάδες σας κατά τη διάρκεια του training camp, ώστε να πάρουμε τις σκέψεις και τις ιδέες σας".
Όλο το κείμενο του ΝΒΑ προς τους παίκτες, το βλέπετε στην εικόνα παρακάτω.
Από τον Κάπερνικ στο ΝΒΑ
Η αγωνία του κομισάριου είναι έκδηλη όσο και η πρόθεση. Ο Σίλβερ θέλει να χαράξει ένα κοινό μέτωπο συναίνεσης και δράσης, ώστε να αποφύγει κάτι που μέχρι στιγμής έχει συμβεί μόνο σε άλλα σπορ (π.χ. στο NFL), και που όμως δεν έχει συμβεί ακόμη στα παρκέ του μπάσκετ, λόγω της αγωνιστικής απραξίας. Αυτό, σε πρώτη ανάγνωση και μόνο, δεν είναι άλλο από την απόκλιση της συμπεριφοράς των παικτών κατά τη διαδικασία ανάκρουσης του εθνικού ύμνου, μίας ιεροτελεστικής διαδικασίας που συμβαίνει πριν από κάθε αγώνα σε οποιοδήποτε σπορ στην Αμερική. Στις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχει επίσημος κώδικας που υπαγορεύει τα όσα κάποιος πρέπει να τηρεί κατά τη διάρκεια της, και παρότι η παράβαση τους δεν επισύρει κάποια ποινή από τον νόμο, εμπίπτει εντούτοις σε έναν ταυτοτικό διάλογο που οι αρχές της χώρας προτιμούν να αποφεύγουν. H δημόσια παρέκκλιση από το πρωτόκολλο εγείρει συχνά ερωτήματα που αφορούν τις αξίες και τις δομές της κοινωνίας, και κατ΄επέκταση τις πολιτικές επιλογές εκείνων που κυβερνούν. Μην ξεχνάτε πως οι ΗΠΑ είναι ακόμη και σήμερα ένα κράτος που παλεύει καθημερινά να αποκτήσει συλλογική μνήμη, καθώς η ιστορικές του ρίζες δεν πάνε πολύ πίσω στο χρόνο, ενώ ο σχηματισμός του βρίθει ιστοριών καταπίεσης και ανισοτήτων. Θα έλεγε κανείς πως όλα αυτά βγαίνουν στην επιφάνεια κάθε φορά που - έστω και ανάλογα επιδερμικές - πράξεις αντίστασης διακόπτουν την προκαθορισμένη ροή της εικόνας.
Την αρχή έκανε στα τέλη Αυγούστου ο περιβόητος πλέον Κόλιν Κάπερνικ, παίκτης του αμερικάνικου φούτμπολ, και αργότερα ακολούθησαν ένα σωρό άλλοι σαν χιονοστιβάδα, με τις διαμαρτυρίες να παρατηρούνται πλέον σε σχολικές ομάδες και να περιλαμβάνουν από τους παίκτες διάφορων σπορ, μέχρι και τους υποστηρικτές τους, όπως π.χ. οι τσίρλιντερς του πανεπιστημίου Χάουαρντ. Απλωμένες σε όλη την έκταση της αμερικανικής επικράτειες, οι αρνήσεις συμπεριφορικού συμβιβασμού κατά τη διάρκεια του εθνικού ύμνου έχουν πάρει για κάποιους κινηματικό πλέον χαρακτήρα.
Η συζήτηση για το αν πρόκειται όντως για κίνημα είναι φυσικά μεγάλη, και όπως φαίνεται ο κομισάριος του ΝΒΑ δεν έχει καμμία όρεξη να εμπλέξει τη δική του λίγκα σε αυτή, καθώς φοβάται την μετατροπή του προϊόντος από αμιγώς σε μερικώς αθλητικό. Η πολιτικές πράξεις των παικτών μπορεί σε πολλούς να φαίνονται από συμπαθείς εώς αντιστασιακές, αλλά άλλους τους απωθούν και τους αποξενώνουν, κάτι που αποτελεί κίνδυνο στο δρόμο για μια ευρύτατη δημοφιλία. Από την άλλη, ο Σίλβερ γνωρίζει ότι δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια στο ζήτημα της αστυνομικής βίας, και οι λόγοι για αυτό είναι διάφοροι. Πρώτον, οι σταρ του πρωταθλήματος έχουν ήδη εκφράσει άποψη και το έχουν κάνει με δυνατή , αν και μη συγκρουσιακή, φωνή. Δεύτερον, ο ισχυρός άνδρας θέλει να διατηρήσει το προφίλ της ανεκτικής λίγκας που σέβεται τη διαφορετικότητα, ένα προφίλ που έχει χτιστεί με τα χρόνια. Και τρίτον, και μάλλον σημαντικότερο, ο κομισάριος ξέρει πως το 43% του κοινού του ΝΒΑ είναι μαύροι, αριθμός που σύμφωνα με την Washington Post είναι τριπλάσιος (!) από τον αντίστοιχο του NFL και του NCAA.
Η μάχη για τον έλεγχο του παρκέ
Τόσο η συγκυρία, όσο και το πλαίσιο, είναι περίεργα. Το ΝΒΑ θέλει να δείξει την πρέπουσα ευαισθησία, αλλά από την άλλη θέλει επίσης να αποφύγει την άμεση σύνδεση του αθλήματος με την πολιτική διαμαρτυρία. Η παραπάνω ενωτική επιστολή είναι προς αυτή την διπλή κατεύθυνση και ουσιαστικά προϋποθέτει συμβιβασμούς και από τις δύο πλευρές. Η λίγκα αναγνωρίζει το δίκαιο των τοποθετήσεων, δεσμεύεται να δραστηριοποιηθεί με (ακαθόριστες ακόμη) ενέργειες προς την γεφύρωση του χάσματος μεταξύ αστυνομίας και κοινωνίας, αλλά θέλει παράλληλα τους παίκτες να ακολουθήσουν την συναινετική της προσέγγιση. Εάν το καταφέρει αυτό, θα πρόκειται για άθλο , ο οποίος θα έχει επιτρέψει στον Σίλβερ να κατακτήσει το πιο βαρύτιμο τρόπαιο από όλα : τον έλεγχο του αγωνιστικού χώρου.
Όπως περιγράφει σε πρόσφατο άρθρο του ο δημοσιογράφος Ντέιβιντ Ζίριν, ο έλεγχος αυτός είναι ήσσονος σημασίας. Η λίγκα πειραματίστηκε τιμωρώντας διαμαρτυρίες εντός του παρκέ στο γυναικείο πρωτάθλημα (WNBA), κάτι που δεν επιτρέπει ακόμη το star power των αθλητών του ανδρικού. Τα αποτελέσματα δεν ήταν και τα καλύτερα, καθώς η επιβολή προστίμου σε παίκτριες που φορούσαν μπλουζάκια με μηνύματα κατά της αστυνομικής βίας, πυροδότησε έναν νέο κύκλο διαμαρτυριών, που έφτασε μέχρι την αποδοκιμασία του Καρμέλο Αντονι. Παρόλα αυτά, ο κομισάριος δεν είναι διατιθιμένος να αφήσει έτσι εύκολα τον ηγεμονικά αθλητικό χαρακτήρα του παρκέ, και ενώ δεν κοντράρει τις απόψεις των παικτών, έχει εκφράσει την προτίμηση του σε εκείνες που εκφράζονται εκτός παρκέ, και όχι στη διάρκεια του εθνικού ύμνου ή στο ζέσταμα. "Δεν λέω ότι είναι υποχρεωμένοι, αλλά όσοι θέλουν και νιώθουν άνετα να μιλήσουν έχουν ένα υπέροχο πεδίο να το εκφράσουν, είτε είναι επίσημα μεσω των media , είτε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης".
Γιατί όμως αυτή η μάχη για την "καθαρότητα" του αγωνιστικού χώρου συγκεκριμένα; Αρκεί η επιδερμική εξήγηση του Ζίριν ότι η λίγκα δεν θα μπορεί να ελέγξει πλέον το προσεκτικά διαμορφωμένο προφίλ της, ειδικά εάν αυτό εμφανίζεται έτσι κι αλλιώς ευαίσθητο στις ανάγκες διάφορων κοινωνικών ομάδων; Για να κατανοήσει κανείς το όλο θέμα σφαιρικότερα, θα πρέπει να δει ένα γήπεδο μπάσκετ ως αυτό που πραγματικά (δεν) είναι, δηλαδή ένας χώρος που παίζεται ένα άθλημα. Το παρκέ, οι κερκίδες, οι αθλητές και οι φίλαθλοι είναι εκεί για να μας δείχνουν το αυτονόητο , αλλά η έννοια του "χώρου" είναι αληθινά πολύ περισσότερο περίπλοκη. Αντιλαμβάνεται κανείς με τον ίδιο τρόπο ένα γήπεδο στο οποίο οι φίλαθλοι είναι γενικά αμέτοχοι της εξέλιξης του αγώνα και το ίδιο ένα άλλο στο οποίο γίνεται χαμός και πέφτουν μπουκάλια; Είναι άραγε ίδιο ένα αμερικάνικο γήπεδο στο οποίο παίζεται απλά ένα παιχνίδι, με ένα άλλο στο οποίο οι παίκτες εκτός από το να βάζουν καλάθια επιδίδονται και σε πολιτική διαμαρτυρία; Και πώς αλλάζει το σκηνικό εάν αυτό συμβαίνει συχνά;
Αυτά είναι ερωτήματα που άπτονται μέχρι και της φιλοσοφίας και για να τα απαντήσει κανείς χρειάζεται κόπος. Παρόλα αυτά, για την αναφορά και μόνο αξίζει μία (υπερβολικά ατελής και σύντομη) στάση στην δουλειά του Γάλλου Ανρί Λεφέβρ1, και στην ιδέα πως ο "χώρος" είναι στην πραγματικότητα ένα προϊόν συναίνεσης εκείνων που τον χρησιμοποιούν και τον καταναλώνουν. Η παραγωγή του εξαρτάται κυρίως από τις αντιλήψεις και , χωρίς να είναι ανεξάρτητη των φυσικών του ορίων, δεν είναι εντούτοις εξαρτημένη από αυτά. Με απλά λόγια και στην δική μας περίπτωση, ένα γήπεδο μπάσκετ θα μπορούσε να είναι ο,τι αγαπάει ο καθένας, ανάλογα μάλιστα και με τη περίσταση.
Τελικά, το διακύβευμα ίσως είναι μεγαλύτερο. Ισως το πιο επικίνδυνο για την διοργανώτρια αρχή να μην είναι τελικά η μετατροπή ενός γηπέδου σε αρένα πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά σε ένα χώρο απόλυτα ανοιχτό στην ερμηνεία του τηλεθεατή, όπου θα ξυπνούν μνήμες και θα διασταυρώνονται απόψεις σχεδόν για τα πάντα. Συνήθως τόσο έντονα διαλεκτικά πεδία είναι ανεξέλεγκτα, και θα έχει πολύ ενδιαφέρον να δούμε αν οι παίκτες θα επιλέξουν ως τόπο διαμαρτυρίας τους το παρκέ ή αν θα συμμορφωθούν με τις υποδείξεις του κομισάριου τους. Εώς τώρα είχαν πάρει τον πρώτο δρόμο, κάτι που στα μάτια πολλών ανέβασε το ηθικό τους διαμέτρημα. Δεν ήταν δύσκολο.
Σημείωση.
1. Συγχωρήστε μου την αναφορά σε ένα πολιτικό στοχαστή, ίσως είναι κάπως too much. Παρόλα αυτά μου ήρθε αβίαστα, καθώς πρόσφατα διάβαζα κατι. Ο Λεφέβρ έχει γράψει πρωτοποριακά πράγματα επάνω στην έννοια του "χωρου" και τις σύγχρονες πόλεις . Το "The Production of Space" ('η παραγωγή του χώρου') δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Μαζί με το "Δικαίωμα στην Πόλη", είναι δύο βιβλία πολύ χαρακτηριστικά του έργου του.