Οι δύο όψεις του draft.
Darko Milicic, Hasheem Thabeet, Gregg Oden, Anthony Bennett. Στον συλλογικό νου των φιλάθλων τα ονόματα αυτά είναι συνώνυμα με την αποτυχία. Αθλητές που επιλέχθηκαν ψηλά αλλά δεν κατάφεραν για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, να δικαιώσουν τις προσδοκίες. Φυσικά δεν είναι οι μόνοι. Από το 2003 μέχρι το 2012 σχεδόν το 30% των top 10 επιλογών δεν κατόρθωσαν να εξελιχθούν όχι σε βασικούς αλλά ούτε καν σε ρολίστες του πάγκου. Υπό μια έννοια η ιστορία του draft είναι γεμάτη με τέτοιου είδους άστοχες επιλογές. Το 2011 αποτελεί μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Στις πρώτες πέντε θέσεις συναντάμε μόλις έναν All-star (Irving) και μερικούς απλώς συμπαθητικούς παίκτες (Kanter, Tristan Thompson, Valanciunas). Οι υπόλοιποι All-stars της τάξης βρίσκονται διασκορπισμένοι σε όλο το μήκος της κατάταξης (Klay Thompson #11, Leonard #15, Butler #30, Thomas #60). Παρόμοια είναι η κατάσταση και το 2010. Το γεγονός αυτό συνιστά μια σοβαρή μομφή απέναντι στους επαγγελματίες scouters. Πως είναι δυνατόν να προσπέρασαν τους συγκεκριμένους παίκτες; Η πιο διαδεδομένη άποψη υποστηρίζει πως πιθανότατα δεν κάνουν σωστά την δουλειά τους. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά.
Έχετε διαβάσει ποτέ κάποιο redraft κείμενο; Ξέρετε σε αυτά που ο αρθρογράφος επιστρέφει πίσω στον χρόνο και αναδιατάσσει την σειρά επιλογής των αθλητών, σύμφωνα πάντα με τα σημερινά δεδομένα. Ας δοκιμάσουμε να κάνουμε το ίδιο για την τάξη του 2013 με μια όμως διαφορά. Η διαδικασία θα επαναλαμβάνεται στο τέλος κάθε σεζόν, αρχής γενομένης από την επόμενη του draft (2013-2014). Πολύ γρήγορα θα ανακαλύψουμε πως σε κάθε επανάληψη η κατάταξη μας θα αλλάζει σημαντικά. Ο Michael Carter Williams θα ανεβοκατεβαίνει διαρκώς, ενώ ο Gobert θα καταλήξει αργά ή γρήγορα στην λοταρία. Επιπλέον, κανείς μας δεν θα τοποθετήσει τον Γιάννη στο #1 με βάση τις πρώτες δυο χρονιές της καριέρας του. Γιατί συμβαίνει αυτό; Συμβαίνει όπως θα δούμε και στην συνέχεια η πορεία ενός παίκτη δεν είναι ποτέ γραμμική και ως εκ τούτου, είναι πρακτικά αδύνατον να προβλεφθεί.
Υπάρχει βέβαια και η άλλη όψη του νομίσματος. Αυτή που υποδεικνύει πως τις ίδιες χρονιές το 60% των παικτών που επιλέχθηκαν στις θέσεις 11 με 20 μετεξελίχθηκαν τουλάχιστον σε πολύτιμους ρολίστες. Το ποσοστό ανεβαίνει στο 75% για τις θέσεις 21 με 40 και αγγίζει το 90% από το #40 μέχρι το #60. Αν το scouting ήταν άχρηστο τότε θα επικρατούσε το απόλυτο χάος και το εν λόγω μοτίβο δεν θα εμφανιζόταν ποτέ.Kάτι λοιπόν γίνεται σωστά. Επιπλέον μην ξεχνάτε πως πολύ μεγάλο ρόλο παίζει και η σειρά επιλογής. Σκεφτείτε το εξής: Έστω ότι Thunder και Grizzlies θεωρούν (λανθασμένα) πως ο Hasheem Thabeet (#2) είναι πιο ταλαντούχος μπασκετμπολίστας από τον James Harden (#3). Όποιος από τους δύο διαλέξει πρώτος την έχει πατήσει για τα καλά. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο δεν μπορούμε να κρίνουμε αντικειμενικά την απόδοση ενός franchise την βραδιά του draft, χωρίς να έχουμε πρόσβαση στην συνολική στρατηγική του. Μπορείς να αποφασίσεις σωστά για τους λάθος όμως λόγους. Να είσαι δηλαδή απλά τυχερός. Ο Draymond Green αποτελεί άλλη μια τέτοια περίπτωση. Οι Warriors τον προσπέρασαν στο #7 αλλά και στο #30. Αν πίστευαν εξαρχής στο ταλέντο του δεν θα φρόντιζαν να τον διαλέξουν νωρίτερα; Ο γνωστός δημοσιογράφος Bill Simmons έχει δηλώσει πως ‘’στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κάποια επιστημονική μέθοδος πίσω από τις επιλογές των ομάδων’’, υπογραμμίζοντας με τον δικό του τρόπο την σημασία της τύχης. Και όμως υπάρχει. Είναι η μέθοδος της λήψης αποφάσεων υπό καθεστώς αβεβαιότητας και αφορά, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την διαδικασία του draft.
The Undoing Project
Καθημερινά όλοι μας καλούμαστε να πάρουμε μια σειρά από αποφάσεις. Μερικές από αυτές είναι σχετικά απλοϊκές: τι ρούχα θα φορέσουμε, από ποιον δρόμο θα πάμε στην δουλειά ή τι φαγητό θα φάμε το μεσημέρι. Άλλες είναι πιο σύνθετες και επηρεάζουν τις ζωές μας μακροπρόθεσμα: τι θα σπουδάσουμε, ποιο επάγγελμα θα ακολουθήσουμε ή ποιον άνθρωπο θα παντρευτούμε. Όλες εμπεριέχουν κάποιο βαθμό αβεβαιότητας, όμως στην πλειονότητα των περιπτώσεων είμαστε υποχρεωμένοι να αποφασίσουμε. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στο μπάσκετ: ποιους θα χρησιμοποιήσουμε στην βασική πεντάδα, πόσα χρήματα θα προσφέρουμε στον τάδε αθλητή, πώς θα αμυνθούμε στο pick n roll. Σημαντικά ερωτήματα με εξαιρετικά αβέβαιες απαντήσεις. Ποια είναι λοιπόν η αλληλουχία σκέψεων που θα μας οδηγήσει κάθε φορά στην κατάλληλη απόφαση;
Στο βιβλίο ‘’The Undoing Project’’ ο συγγραφέας Michael Lewis παρουσιάζει αναλυτικά την έρευνα δύο ψυχολόγων από το Ισραήλ πάνω στις ιδιορρυθμίες και τις αγκυλώσεις του ανθρώπινου μυαλού, που εμφανίζονται κατά την διαδικασία λήψης μιας απόφασης. Στην συνέχεια με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας επιχειρεί να εξηγήσει την στρατηγική που ακολούθησαν από την θέση του GM οι Sam Hinkie και Daryl Morey. Ας δούμε πως συνδέονται όλα αυτά.
Όπως συζητήσαμε λίγο νωρίτερα δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να διαπιστώσει τις αστοχίες στις επιλογές των ομάδων. Στο draft κυριαρχεί η αβεβαιότητα. Τα ερωτήματα που χρειάζεται να απαντηθούν είναι αμέτρητα: πως θα μεταφραστούν οι δεξιότητες ενός παίκτη κατά την μετάβαση του από το κολλέγιο στο ΝΒΑ, ποιες αμφιβολίες συνοδεύουν τον χαρακτήρα του, πόσο θα επηρεαστεί από ενδεχόμενους τραυματισμούς. Σε ένα τόσο σύνθετο περιβάλλον είναι αντικειμενικά δύσκολο να καταλήξεις στην σωστή απόφαση.
Πάρτε ως παράδειγμα το σκάκι. Όσες περισσότερες παρτίδες παίξουμε τόσο καλύτεροι θα γίνουμε, καθώς οι κανόνες του παιχνιδιού παραμένουν συγκεκριμένοι και αμετάβλητοι. Στο draft ισχύει το ακριβώς αντίθετο από αυτό. Οι ανάγκες του αθλήματος αλλάζουν συνεχώς , το δείγμα των αγώνων είναι εξαιρετικά μικρό, ενώ συχνά πρέπει να περιμένουμε αρκετά χρόνια ώσπου να δούμε τα αποτελέσματα της δουλειάς μας. Είναι λες και έχει σχεδιαστεί ώστε να μην επιτρέπει την βελτίωση μέσω των παραδοσιακών μεθόδων (επανάληψη/ αποτίμηση). Με δυο λόγια η πολυπλοκότητα αλλά και το πλήθος των παραμέτρων που επηρεάζουν την εξέλιξη ενός αθλητή, ξεπερνούν κατά πολύ την αναλυτική ικανότητα του ανθρώπινου μυαλού. Πώς μπορούμε λοιπόν να καλύψουμε αυτήν την αδυναμία;
Ο ρόλος των data analytics
Εδώ και αρκετό πλέον καιρό, συντηρείται στα μέρη μας μια κουβέντα σχετικά με τον ρόλο και την χρησιμότητα των στατιστικών. Σχηματικά μπορεί να αποδοθεί κάπως έτσι: ανθρώπινος παράγοντας εναντίον στατιστικής ανάλυσης. Η ‘’ανθρωπιστική’’ πλευρά επιμένει να θεωρεί τα δυο αυτά σκέλη αντίθετα, υποστηρίζοντας πως το ένα λειτουργεί σε βάρος του άλλου. Έχουμε μάλιστα φτάσει στο σημείο να ακούγονται απόψεις πως τα στατιστικά καταστρέφουν για κάποιον απροσδιόριστο λόγο το μπάσκετ. Τώρα βέβαια που το ξανασκέφτομαι ίσως και να έχουν δίκιο. Πρέπει όντως να είμαστε πολύ προσεκτικοί με τους αριθμούς και τους υπολογιστές. Την μια στιγμή μας βοηθούν να κατανοήσουμε βαθύτερα τον φυσικό κόσμο γύρω μας, ενώ την άλλη ταξιδεύουν πίσω στο χρόνο και προσπαθούν να δολοφονήσουν την Sarah Connor. Πέρα όμως από την πλάκα, στην Ελλάδα τα analytics αντιμετωπίζονται ως κάτι αχρείαστο και ξένο. Θυμάστε πως οι αρχαίοι Έλληνες κατέφευγαν στο Μαντείο των Δελφών και την Πυθία, πριν καταλήξουν σε οποιαδήποτε σημαντική απόφαση; Το ίδιο περίπου συμβαίνει και στις μέρες μας. Διατυπώνουμε μια ερώτηση και εκείνα με κάποια μυστηριώδη σε εμάς μέθοδο παράγουν μια απάντηση, την οποία στην πραγματικότητα δεν πολυκαταλαβαίνουμε. Για αυτό μας είναι ιδιαίτερα βολικό να την απορρίψουμε.
Η επιστήμη των analytics αναπτύχθηκε για να μας βοηθήσει να υπερβούμε τα όρια και τους περιορισμούς του ανθρώπινου μυαλού. Οι αριθμοί έχουν την δυνατότητα να αποθηκεύσουν πολύ μεγαλύτερη ποσότητα δεδομένων από τον ανθρώπινο παρατηρητή. Μπορούν να ζυγίσουν και να αξιολογήσουν αυτά τα δεδομένα με μεγαλύτερη ακρίβεια, ενώ ταυτόχρονα είναι απελευθερωμένοι από ψυχολογικές ιδιορρυθμίες που πολύ συχνά οδηγούν σε παράλογες αποφάσεις. Από την άλλοι οι άνθρωποι κατανοούν την φύση του αθλήματος, είναι σε θέση να ελέγξουν από πού έρχονται τα δεδομένα και στην συνέχεια να θέσουν τα κατάλληλα ερωτήματα. Η διαδικασία λήψης μιας απόφασης πρέπει να βασίζεται και στα δύο παραπάνω σκέλη. Η στατιστική ανάλυση αποτελεί ένα μοντέρνο εργαλείο, αλλά όπως συμβαίνει με όλα τα εργαλεία πρέπει να γνωρίζουμε πότε και πως να το χρησιμοποιήσουμε. Θα μπούμε σε μια βάρκα για να διασχίσουμε ένα ορμητικό ποτάμι, όχι για να σκαρφαλώσουμε στον Όλυμπο.
Τα analytics και ο ανθρώπινος παράγοντας πηγαίνουν χέρι με χέρι σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Το ένα διαρκώς τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από το άλλο. Το Undoing Project περιγράφει σε κάποιο σημείο του, πως ο Daryl Morey μετά από μια σειρά αποτυχημένων επιλογών στο draft αναγκάστηκε να διαφοροποιήσει ριζικά την στρατηγική του. Σταμάτησε να βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στο μαθηματικό του μοντέλο για την αξιολόγηση των παικτών και προσπάθησε να το συνδυάσει με τις εισηγήσεις του εξειδικευμένου προσωπικού της ομάδας του. Προσέξτε, δεν δοκίμασε να αλλάξει το μοντέλο του. Το πρόβλημα δεν ήταν ότι παρήγαγε λάθος αποτελέσματα. Απλώς του έλλειπε η ανθρώπινη διαίσθηση. Άλλωστε οι αριθμοί δεν αποτελούν σε καμιά περίπτωση υλικές/φυσικές οντότητες και κατά συνέπεια, δεν μπορούν να είναι ποτέ απογυμνωμένοι από την περίσταση.
Draft risk profiles
Μια από τις πρώτες ενέργειες του Sam Hinkie όταν ανέλαβε τα καθήκοντα του, ήταν η δημιουργία ξεχωριστού τμήματος στατιστικής ανάλυσης στον οργανισμό των Sixers. Λογικό και επόμενο με βάση τα όσα έχουμε κουβεντιάσει μέχρι στιγμής. Το έργο του σήμερα θεωρείται από πολλούς επιτυχημένο. Ποια θα ήταν όμως η κατάληξη του φετινού παραμυθιού των Sixers αν ο Embiid δεν κατάφερνε ποτέ να ξεπεράσει τους τραυματισμούς του; Τι θα γίνει αν ξαναχτυπήσει στο μέλλον; Κανείς δεν γνωρίζει. Η αβεβαιότητα δεν μπορεί με κανένα τρόπο να μετατραπεί σε σιγουριά. Η εξίσωση έχει πάρα πολλές μεταβλητές. Για αυτό είναι μεγάλο λάθος να κρίνουμε τις επιλογές των ομάδων στο draft μονάχα εκ του αποτελέσματος. Όπως είχε πει και ο ίδιος ο Hinkie: ‘’ Σε συνθήκες αβεβαιότητας η διαδικασία με την οποία καταλήγεις σε κάποιο αποτέλεσμα, έχει μεγαλύτερη σημασία από το αποτέλεσμα αυτό’’. Η λύση δεν βρίσκεται στην απόπειρα απλοποίησης μιας κατάστασης αλλά αντίθετα, στην αποδοχή της πολυπλοκότητας της. Τα scouting reports που περιέχουν εκφράσεις του τύπου ‘’ο τάδε μοιάζει με τον νέο Lebron ή ο δείνα είναι ο νέος Harden’’ έχουν στην πραγματικότητα ελάχιστη αξία. Αντικειμενικά, είναι σχεδόν ακατόρθωτο να προβλεφθεί με ακρίβεια η συνολική πορεία ενός αθλητή.
Μια μέθοδος για να παρακάμψουμε κάπως όλο αυτό το μπέρδεμα είναι τα λεγόμενα draft risk profiles. Είναι μια νέα φιλοσοφία, που κερδίζει τον τελευταίο καιρό συνεχώς έδαφος στους κόλπους της λίγκας. Αρχικά δημιουργούμε μια σειρά από κοινές κατηγορίες: Superstar/All-star/Βασικός/6ος παίκτης/ Πάγκος/Εκτός λίγκας. Στην συνέχεια μελετώντας τις πληροφορίες που έχουμε στα χέρια μας, προσπαθούμε να αναπαραστήσουμε ποσοτικά την πιθανότητα ο υπό παρακολούθηση παίκτης να ενταχθεί στο τέλος της καριέρας του (όχι σήμερα) σε κάθε μια από αυτές. Με άλλα λόγια, πόσο πιθανό είναι να μετεξελιχθεί σε Superstar, σε βασικό, σε 6ο παίκτη κτλ. Σίγουρα δεν πρόκειται για καμιά τρομερή καινοτομία, όμως κάθε πράγμα έχει την δικό του ξεχωριστό ρόλο.
Τα draft risk profiles μας αναγκάζουν να αλλάξουμε συνολικά τον τρόπο σκέψης μας γύρω από την έννοια του scouting, καθώς από την φύση τους αποδέχονται την αβεβαιότητα του τελικού αποτελέσματος. Έτσι σε αντίθεση με τις κλασικές μεθόδους αποφεύγουν να κατατάξουν τους αθλητές σε μια αυστηρά αριθμημένη λίστα. Δύο μπασκετμπολίστες ενδέχεται να έχουν δυνητικά τις ίδιες δυνατότητες, το ίδιο ‘’ταβάνι’’ όπως μας αρέσει να αναφέρουμε, όμως να ξεκινάνε από πολύ διαφορετικές αφετηρίες. Ο παράγοντας που ονομάζεται ρίσκο μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερος στην μια περίπτωση (πχ λόγω τραυματισμών), από ότι στην άλλη. Η τελική επιλογή εξαρτάται από τον GM, τον άνθρωπο δηλαδή που καλείται να πάρει την τελική απόφαση και ποικίλλει, ανάλογα με το πόσο διατεθειμένος είναι να ρισκάρει, τις ανάγκες της ομάδας του και την ανοχή που θα δείξουν οι εργοδότες του στην πρώτη αποτυχία. Για να γίνει πιο εύκολα κατανοητό, ας δούμε πως εφαρμόζονται όλα αυτά στην πράξη.
Παίκτης Α
Παίκτης Β
Στα παραπάνω διαγράμματα απεικονίζονται τα risk profiles δυο διαφορετικών παικτών που επιλέχθηκαν την ίδια χρονιά στο draft. Στο δεξί μέρος έχουμε τα καλά νέα. Το καλύτερο δυνατό σενάριο τους θέλει να αγωνίζονται κάποια στιγμή ως βασικοί και να συμμετέχουν στα All-star games. Διόλου άσχημα. Μόνο που αν παρατηρήσουμε πιο προσεκτικά στα αριστερά, θα διαπιστώσουμε πως στο γράφημα Α η πιθανότητα αποτυχίας (το ρίσκο) είναι συγκριτικά πολύ μεγαλύτερη. Ποιον λοιπόν θα διαλέγαμε όταν ερχόταν η σειρά μας; Τον παίκτη Β. Όλα καλά μέχρι εδώ.
Αν τώρα σας έλεγα ότι ο παίκτης Β είναι ο Steven Adams και ο Α ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, μήπως η προηγούμενη απόφαση μας αποδεικνύεται ξαφνικά λάθος; Ναι και όχι. Ναι εκ του αποτελέσματος, διότι ο Γιάννης έχει μεταμορφωθεί σε έναν από τους δέκα καλύτερους μπασκετμπολίστες στον κόσμο. Όχι γιατί την βραδιά του draft τον Ιούνη του 2013, ο Αυστραλός Center αντιπροσώπευε την επιλογή με το μικρότερο δυνατό ρίσκο. Με δεδομένη την αβεβαιότητα του αποτελέσματος (την βελτίωση του αθλητή), ο υπολογισμός του πιθανού ρίσκου αποκτά ολοένα και πιο βαρύνουσα σημασία. Εδώ κρύβεται και η ουσία των draft risk profiles. Μας επιτρέπουν να μετατρέψουμε την αβεβαιότητα σε ρίσκο, δυο έννοιες εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους. Ρίσκο είναι η ρουλέτα στο καζίνο, ένα παιχνίδι με τράπουλα στο οποίο γνωρίζουμε ότι οι πιθανότητες να κερδίσουμε είναι εναντίον μας. Αβεβαιότητα είναι να μην γνωρίζουμε καν ποιες είναι αυτές οι πιθανότητες –όπως συμβαίνει πολύ συχνά στην ζωή – να καλούμαστε δηλαδή να πάρουμε μια σημαντική απόφαση με ελλιπή στοιχεία.
Pick a card, any card.
O Bill Simmons έχει δίκιο. Το draft εμπεριέχει μια γερή δόση τύχης, απλώς όχι με τον τρόπο που εννοεί. Είναι ένα τυχερό παιχνίδι που μπορούμε να κερδίσουμε αν υπολογίσουμε καλά το ενδεχόμενο ρίσκο και αναμετρηθούμε με την αβεβαιότητα. Αν χρησιμοποιήσουμε όλα τα εργαλεία που έχουμε στην διάθεση μας και κατανοήσουμε βαθιά τα δυνατά και αδύνατα σημεία της ανθρώπινης ψυχολογίας. Και έπειτα, αφού προετοιμαστούμε κατάλληλα να διαλέξουμε ένα χαρτί από την τράπουλα.