Ανέκαθεν η κατάκτηση τίτλων θεωρούταν παγκοσμίως το κορυφαίο κριτήριο επιτυχίας τόσο στο μπάσκετ, όσο και πέρα από αυτό, στον αθλητισμό γενικότερα. Αυτό είναι το "φαίνεσθαι", που γράφετε στα βιβλία της ιστορίας, αυτό που στην τελική όλοι θα θυμούνται όταν τα χρόνια περάσουν: ένα μετάλλιο ασχέτως χρώματος, ένα πρωτάθλημα, ένα κύπελλο ή μια Ευρωλίγκα. Όλοι ξεχνούν και δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες αναφορές για το πόσο σπουδαία υπήρξε η Μπαρτσελόνα της διετίας 1989-1991, ακριβώς επειδή την... "έκρυβε" η Γιουγκοπλάστικα που έκανε three-peat, σηκώνοντας τις κούπες στους τελικούς του πρωταθλητριών, σε Σαραγόσα και Παρίσι. Ωστόσο, αντικειμενικά δεν είναι και νομίζω πως πράγματι δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν ως το μοναδικό κριτήριο το οποίο θα καθορίζει το εάν ένας παίκτης/προπονητής είναι επιτυχημένος ή όχι.
Θα δανειστώ ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, ευρέως διαδεδομένο, από τον ποδοσφαιρικό χώρο, στην προσπάθεια να ενισχύσω το βασικό επιχείρημα μου: ο Νίκος Λυμπερόπουλος είναι ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές που ανέδειξε το ελληνικό ποδόσφαιρο τις τελευταίες δεκαετίες. Απολαμβάνει μάλιστα το σεβασμό και την εκτίμηση από τη συντριπτική πλειοψηφία των φιλάθλων της χώρας μας, ανεξαρτήτου οπαδικής προτίμησης. Ο συγκεκριμένος ποδοσφαιριστής κατά την εικοσαετή καριέρα του κατέκτησε μόλις έναν τίτλο, ένα κύπελλο Ελλάδος, στην δύση της διαδρομής του. Άντε βγες και πες δημοσίως πως δεν υπήρξε επιτυχημένος, να σε πούνε τρελό...
Κι αφού καλώς ή κακώς δημιουργήθηκε ένα "food for thought" περιβάλλον (sic), ας περάσουμε στο ψητό. Στην περίπτωση που εξετάζουμε σήμερα, έχουμε να κάνουμε με έναν προπονητή μικρομεσαίας ομάδας. Μιας ομάδας όπως ο Κολοσσός, η οποία χωρίς να διαθέτει δα και κανένα βαρβάτο πορτοφόλι, καλείται κάθε χρόνο να παρουσιάζει μια αξιοπρεπή εικόνα στην Α1. Αυτός είναι ο ρεαλιστικός στόχος που θέτει κι αυτόν προσπαθεί να υλοποιεί με όσα μέσα διαθέτει ο Άρης Λυκογιάννης, από την ημέρα που ανέλαβε τις τύχες της, αφού η διεκδίκηση τίτλων με αξιώσεις ξεπερνά κατά πολύ τα όρια των δυνατοτήτων της. Άρα λοιπόν, σε περιπτώσεις όπως αυτή, ποια κριτήρια θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας για να αξιολογήσουμε την πορεία ένος προπονητή; Θα αναφέρω δύο, τα οποία - κατά την προσωπική μου οπτική - θεωρώ και τα σημαντικότερα.
Το ένα έχει να κάνει με το κατά πόσο κοντά στο κέντρο του στόχου "καρφώνεται" το... βελάκι. Ο κόουτς Λυκογιάννης, επί δύο συναπτά έτη, καταφέρνει να εξασφαλίζει με άνεση την παραμονή στην κατηγορία. Το κάνει παίζοντας με συμπαθητική διάρκεια σχετικά καλό μπάσκετ, αξιοποιώντας σε μεγάλο βαθμό τον παράγοντα έδρα. Η ομάδα του την άνοιξη δεν έχει απλά ένα καλό πλασάρισμα στον πίνακα, αλλά μπαίνει και στην φάση των playoff. Το κακό είναι πως υπάρχει ταβάνι. Το καλό (κι αυτό που μετρά περισσότερο) είναι πως ο Κολοσσός το αγγίζει και δεν πηδά χαμηλότερα από αυτό. Οι δωδεκανήσιοι έχουν εδραιωθεί στην Basket League και τείνουν να γίνουν παραδοσιακή δύναμη αυτής. Ο Λυκογιάννης φέρει εις πέρας όλη την αποστολή που μόλις περιγράψαμε.
Το δεύτερο, εντελώς άλλης φύσεως αλλά παρόμοιας βαρύτητας, αφορά το πόσο βοηθά έναν παίκτη το προπονητικό πρόγραμμα στο οποίο συμμετέχει. Με άλλα λόγια: τι "παίρνει" ο παίκτης από τον προπονητή και πως επιδρά σε αυτόν η φιλοσοφία του και ο τρόπος που αντιλαμβάνεται το σπορ. Προφανώς, δεν βρίσκομαι στις προπονήσεις του Κολοσσού για να ξέρω πως δουλεύουν καθημερινά οι παίκτες. Ποιο πλάνο ακολουθεί ο κόουτς Λυκογιάννης για την ατομική τους βελτίωση πάνω στις εκάστοτε αδυναμίες τους, για παράδειγμα. Δεν ξέρω αν τους λιώνει στο τρέξιμο, αν τους ρίχνει καντήλια ή αν χρησιμοποιεί inspirational speeches, όπως στις ταινίες, για να τους δίνει κίνητρο. Βλέπω όμως πως υπάρχουν παίκτες που πλέον αγωνίζονται σε υψηλότερο επίπεδο, έχοντας περάσει από αυτή την διαδικασία. Πέντε παίκτες βρίσκονται πια σε πιο ψηλό σκαλοπάτι, αφού προηγουμένως δούλεψαν υπό τις οδηγίες του Άρη Λυκογιάννη.
James και Waters, "αιώνιοι" με ίδια αφετηρία
Ο Mike James μπορεί να έμεινε για σκάρτους τρεις μήνες στην Ρόδο, όμως σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα δούλεψε σε ένα πολύ ευνοϊκό περιβάλλον για τον ίδιο, κάνοντας γρήγορα το περιβόητο step up στην καριέρα του. Στα μόλις οκτώ παιχνίδια που έπαιξε κατέγραψε 21 πόντους, 5.1 ριμπάουντ & 3.4 ασίστ κατά μέσο όρο. Αυτό που "ακούστηκε" όμως ήταν πως έβαλε 28 πόντους στο Φάληρο με τον Ολυμπιακό κι άλλους τόσους στο Αλεξάνδρειο επί του Άρη (σε ιστορικό "διπλό" του Κολοσσού με 65-77), ενώ κι απέναντι στον Παναθηναϊκό είχε κάνει μεστό ματς με γεμάτο stat line, 21/4/5. Τρεις εμφανίσεις δηλαδή υπεραρκετές για να ανεβάσουν κατακόρυφα τις... μετοχές του, στρέφοντας παράλληλα αρκετά βλέμματα επάνω του. Η συνέχεια είναι λίγο-πολύ γνωστή σε όλους και δεν χρειάζονται λεπτομέρειες: ενάμιση έτος στην Μπασκόνια, συμμετοχή στο Final Four του Βερολίνου και τώρα... Παναθηναϊκός.
(Σημείωση: Ο James υπέγραψε στον Κολοσσό, όταν προπονητής της ομάδας ήταν ο Μιχάλης Κουταλιανός. Η επιλογή του Αμερικανού πιστώνεται σε εκείνον, όπως και το αρχικό διάστημα της προσαρμογής του, όπου δούλεψαν μαζί. Ο Λυκογιάννης συνεργάστηκε με τον James για κάτι λιγότερο από έναν μήνα, επομένως παίρνει σαφώς μεγαλύτερο credit για την επιτυχημένη εύρεση του αντικαταστάτη, παρά για το κομμάτι που αφορά την αγωνιστική βελτίωση του παίκτη.)
Όταν ο απόφοιτος του Lamar άφηνε το νησί της Ρόδου με προορισμό την Βιτόρια, ο Λυκογιάννης είδε τον διάδοχο του στο πρόσωπο ενός πιο old school και λιγότερο αθλητικού point guard που τότε βρισκόταν στην D-League. Προηγουμένως όμως, είχε περάσει μια γεμάτη τετραετία στην Ευρώπη σαν... γυρολόγος, με αποκορύφωμα της περιήγησης του ορισμένες εμφανίσεις στην EuroLeague ως μέλος της Ολίμπια Λιουμπλιάνας το 2012. Μιλάμε φυσικά για τον Dominic Waters, ο οποίος βρήκε στον Κολοσσό την σταθερότητα που έλειπε διαχρονικά από την καριέρα του. Το πλήγμα από την αποχώρηση του James ήταν μεγάλο κι ο Λυκογιάννης γνώριζε πως όσο ταχύτερη προσαρμογή έχει ο αντικαταστάτης του, τόσο καλύτερα θα ήταν τα πράγματα γενικότερα για το σύνολο.
Πράγματι, ο Waters μπήκε για τα καλά, δίχως χρονοτριβή, στα της ομάδος κι άρχισε να αποδίδει με το "καλημέρα". Μπορεί με την λήξη της θητείας του οι αριθμοί του (13.1 πόντους, 2.5 ριμπάουντ και 5.9 ασίστ σε 15 εμφανίσεις) να ήταν λιγότερο... φανταχτεροί εν συγκρίσει πάντα με τους αντίστοιχους του James, αλλά η προσφορά του αποδείχθηκε στο τέλος εξίσου καθοριστική. Η μεταγραφή του στον Άρη και το πέρασμα του από την Serie A και την Cantu μεσολάβησαν μέχρι να φτάσουμε στο σήμερα που τον βρίσκει να προσφέρει λύσεις στην - "πληγωμένη" από τον σοβαρό τραυματισμό του Hackett - περιφερειακή γραμμή του Ολυμπιακού.
Οι καριέρες και των δύο Αμερικανών πήραν σταθερά ανοδική τροχιά, έχοντας κοινό σημείο αναφοράς: τον Κολοσσό. Την ομάδα του Άρη Λυκογιάννη, του προπονητή δηλαδή που συνέβαλε περισσότερο από τους προηγούμενους με τους οποίους συνεργάστηκαν στην εξέλιξη/ανάδειξη τους. Υπήρξε τρικ; Βρήκε απλά τα... κουμπιά τους; Δεν μπορώ να απαντήσω σε αυτό με βεβαιότητα. Αμφότεροι όμως έπαιξαν πραγματικά πολύ καλό μπάσκετ και ξεχώρισαν. Δεν έμειναν στάσιμοι, ούτε πήραν την... κάτω βόλτα. Δεν βρίσκονται σε άγονες γραμμές και παρηκμασμένες λίγκες της γηραιάς ηπείρου, ούτε στην CBA με εξαψήφια deals για να παίξουν μισή σεζόν και γεμίσουν τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους. Αποτελούν αντικείμενα συζήτησης, είναι στην επικαιρότητα. Είναι στην EuroLeague...
Στήριξη στους ταλαντούχους Έλληνες
Όταν το καλοκαίρι του 2014 οι άνθρωποι του Άρη θεωρούσαν πως ο Γιαννούλης Λαρεντζάκης δεν έχει θέση στο ρόστερ της ομάδας και πως πρέπει να πάει κάπου δανεικός προκειμένου να παίζει, ο κόουτς Λυκογιάννης τον πήρε με... "κλειστά μάτια" στον Κολοσσό, προσφέροντας του καλό ρόλο στην ομάδα που έφτιαχνε, ο οποίος θα του εξασφάλιζε μπόλικα λεπτά συμμετοχής και ταυτόχρονα αρκετές παραστάσεις. Στην διετία του στο Βενετόκλειο (9.3 πόντους, 3.4 ριμπάουντ και 2.1 ασίστ σε 55 συμμετοχές), ο νεαρός σκόρερ έδειξε πως διαθέτει το "special something" για να ξεχωρίσει, καθώς έπαιζε πια με... ελευθερία και ήταν σε θέση να βγει μπροστά στα δύσκολα. Κατάφερε να επιβεβαιώσει όσα τον συνόδευαν από τις μικρές Εθνικές ομάδες, πως είναι δηλαδή ένας παίκτης με προσωπικότητα που έχει τον τρόπο να βάλει την μπάλα στο καλάθι, χωρίς όμως να είναι μονοδιάστατος. Ο Λυκογιάννης στήριζε πέρσι μεγάλο μέρος του παιχνιδιού του Κολοσσού πάνω στον Λαρεντζάκη - 24 λεπτά συμμετοχής κατά μέσο όρο - κι αυτό ήταν κάτι που αναπόφευκτα "γέμιζε" τον νεαρό γκαρντ με ευθύνες. Η όλη κατάσταση λειτούργησε θετικά όσον αφορά την ανάδειξη του νυν κιτρινόμαυρου παίκτη, αφού τον περασμένο Μάιο η Σαραγόσα τον "έκλεισε" με τετραετές συμβόλαιο, αλλά λίγες ημέρες αργότερα η ΑΕΚ πλήρωσε το σχετικό buy-out και τον έφερε ξανά στην Αθήνα, στην προσπάθεια της να μαζεύει και να αξιοποιεί ποιοτικούς γηγενείς παίκτες.
Αρκετά διαφορετική ήταν η περίπτωση του Βασίλη Τολιόπουλου, με τον οποίο ο Άρης Λυκογιάννης συνεργάστηκε για μια μόνο χρονιά, την πρώτη του στην Ρόδο (2014/15). Τότε, ο νυν παίκτης του Ολυμπιακού ήταν μόλις 18 ετών - δεν θα μπορούσε να γίνει δηλαδή ηγέτης όπως ο Λαρεντζάκης, όμως παρά το νεαρό της ηλικίας του και τις ελάχιστες εικόνες που είχε από το επαγγελματικό επίπεδο, ο Αθηναίος τεχνικός του έδωσε ρόλο και δεν τον είχε για μόνο για τις... προπονήσεις. Ο Τολιόπουλος εμφανίστηκε σε 26 αγώνες πρωταθλήματος, με 2.4 πόντους σε κάτι παραπάνω από 8 λεπτά δράσης ανά παιχνίδι. Βέβαια, κάπου εδώ πρέπει να επισημάνουμε πως ο χρόνος συμμετοχής που του προσέφερε ο Λυκογιάννης δεν ήταν σε garbage time δίχως ουσία, αλλά στην κανονική ροή παιχνιδιών. Ο έμπειρος τεχνικός δεν... κώλωσε φυσικά να τον χρησιμοποιήσει για 12, 15 και 17 λεπτά αντίστοιχα και στην απαιτητική σειρά των προημιτελικών της λίγκας με τον Παναθηναϊκό. Ήταν μια σεζόν που σε γενικές γραμμές βοήθησε πάρα πολύ τον νεαρό άσο να συλλέξει εμπειρίες και να αντιληφθεί καλύτερα τι... παίζει λίγο-πολύ στην Α1. Τον Ιούλιο του 2015, το μεγάλο βήμα έγινε κι ο Τολιόπουλος μετακόμισε στον Πειραιά.
Ο Hagins και η πρόβλεψη για τον επόμενο
Ο Jamelle Hagins αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση, αφού πλέον βρίσκεται εκτός Basket League κι είναι ο μοναδικός παίκτης που ανήκει στην frontcourt, ενώ νωρίτερα μιλήσαμε μόνο για περιφερειακούς, όμως έχει κοινό παρανομαστή με τις υπόλοιπες. Έκανε breakout year στην Ρόδο, όντας ένας από τους κορυφαίους και πιο αξιόπιστους centers της Α1 την σεζόν 2014/15. Η "εξαργύρωση" των καλών του εμφανίσεων τον οδήγησε στον Άρη, εκεί όπου συνέχισε στο ίδιο θετικό μοτίβο. Πλέον ανήκει στην Βενέτσια, αγωνιζόμενος σε μια πολύ καλή λίγκα όπως η ιταλική, αλλά και στο Champions League. Μια μονάδα που λείπει πολύ, όπως αποδεικνύεται, από τον φετινό Άρη.
Σε παλαιότερο κείμενο μου, είχα προχωρήσει σε μια mini παρουσίαση του νυν βασικού ψηλού του Κολοσσού, Juvonte Reddic, θεωρώντας πως αξίζει τη φετινή χρονιά να τον προσέξουμε ή να ρίχνουμε τέλος πάντων μια ματιά που και που στο τι κάνει. Με βάσει τις τελευταίες χρονικά εμφανίσεις του - 6 σερί παιχνίδια διψήφιος & 3 double-double - αλλά και την συνολική εικόνα του γενικότερα, νομίζω πως θα είναι σε θέση να στοχεύσει παραπάνω στο μέλλον (σε καλύτερη όμαδα/πρωτάθλημα). Επίσης, είναι άξιο αναφοράς το γεγονός πως για δεύτερη σεζόν στη σειρά ο Releford παραμένει αγωνιστικά εξαιρετικά συνεπής και σταθερός στα καθήκοντα ενός σύγχρονου combo guard, χωρίς να του πέφτει ιδιαίτερα βαρύς ο ρόλος του go-to guy. Ίσως ένας από τους δύο να είναι το επόμενο... "εξαγώγιμο προϊόν" του Άρη Λυκογιάννη και του Κολοσσού.
Κέρδος το γόητρο, όχι τα χρήματα
Δυστυχώς, ως γνωστόν η αγορά στο μπάσκετ ήταν πάντα δομημένη με τρόπο τέτοιο ώστε να μην ευνοούνται οι πωλήσεις παικτών, επομένως μια ομάδα δεν μπορεί να έχει ουσιαστικό οικονομικό όφελος, εάν ακολουθεί πιστά ένα μοντέλο "παραγωγής". Ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί η FMP Βελιγραδίου, η οποία "ανέθρεψε" την τελευταία δεκαετία παίκτες όπως οι Teodosic, Raduljica, Savanovic, Lazic, Macvan, Guduric, Musli και Rasic, αλλά τα χρήματα που έβαζε κατά καιρούς στα ταμεία της ήταν ελάχιστα, αναλογικά με την... τροφοδοσία που παρείχε στα ευρωπαϊκά clubs και τις εθνικές ομάδες της Σερβίας.
Το συμπέρασμα, λαμβάνοντας υπόψιν την υπάρχουσα κατάσταση, είναι πως αφενός μεν ο Κολοσσός ως οργανισμός δεν θα ευνοηθεί ποτέ οικονομικά, αφετέρου θα βελτιώνει διαρκώς το κύρος του ως σωματείο. Το ίδιο ισχύει και για τον κύριο εκφραστή του όλου εγχειρήματος, τον προπονητή Άρη Λυκογιάννη, ο οποίος μπορεί να μην γράφει στο βιογραφικό του τρόπαια και διακρίσεις, όμως εξελίσσοντας αθλητές, εξελίσσεται κι ο ίδιος.