Μάνι μάνι μόνο από τη φετινή σεζόν παρατηρούμε παίκτες του διαμετρήματος του Μάκλεμορ και του Νάιτ στην ΑΕΚ που... δεν, ή του Χάρισον στον ΠΑΟΚ που απογοήτευσε επίσης. Γενικά οι ελληνικές ομάδες είθισται να επιδιώκουν το μεταγραφικό μπαμ για αγωνιστικούς κι επικοινωνιακούς λόγους, αλλά συνήθως οι πιθανότητες αυτό να προκαλέσει πράγματι κρότο στο παρκέ, δεν είναι πάντα με το μέρος τους. Διαφορετικά, αυτοί οι παίκτες δεν θα έρχονταν στην Ελλάδα και δη σε ομάδες της λίγκας από τη 3η θέση και κάτω.
Προφανώς κάτι πρέπει να έχει πάει λάθος στην καριέρα τους για να φτάσουν στο σημείο αυτό. Ή πολύ απλά να... πέρασαν τα χρόνια και να έπεσε το κασέ τους λόγω γηρατειών. Οπότε, ακόμη και στο μεσαίας δυναμικής στην ευρωπαϊκή κλίμακα ελληνικό πρωτάθλημα, ένας παίκτης που 'χει βγει από την ροή του στο υψηλότερο επίπεδο, ε... δεν θα πατήσει ένα κουμπί και θα παίξει. Αν από το EuroCup πάει στο Ιράν, θα παίξει, αλλά για εδώ δεν ισχύει το ίδιο. Γι' αυτό και θεωρώ πως πρέπει να είμαστε εγκρατείς, όταν βλέπουμε πως η Χ ομάδα υπέγραψε έναν παίκτη που ήταν NBAer το 2018 ή Ευρωλιγκάτος το 2017.
Αυτό από μόνο του σαφώς δεν λέει τίποτε κι όλα πρέπει να επαληθευούν στο γήπεδο. Για παράδειγμα, ο Μπράντον Ρας, πρωταθλητής του NBA με τους Γουόριορς το 2015, έπαιξε (κι έπιασε) στην Λάρισα το 2020, πέντε χρόνια αργότερα. Ο πρωταθλητής του ΝΒΑ Μπράντον Ρας με τον παίκτη της Λάρισας Μπράντον Ρας προφανώς δεν είναι ο ίδιος παίκτης, ασχέτως αν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Μια ιστορία που μου θυμίζει το περιβόητο "παράδοξο της ταυτότητας".
Με τα χρόνια, η όψη μας και τα χαρακτηριστικά μας μεταβάλλονται, μόνο που δεν είμαστε σε θέση να διακρίνουμε στο day-to-day ποιες αλλαγές συμβαίνουν πάνω μας και πόσο ορατές είναι αυτές. Είναι αλλαγές που απαιτούν χρόνο για να φανούν και να οδηγήσουν στο κοντράστ μιας φωτογραφίας του 20χρονου εαυτού μας σε σχέση με τον 35χρονο.
Δεν έχω αμφιβολία πως το ίδιο ισχύει κατά κάποιον τρόπο και για τους αθλητές. Κάποτε ήταν ακμαίοι και αποδοτικοί για ένα συγκεκριμένο επίπεδο. Αργότερα -νομοτελιακά- έπαψαν να είναι, μόνο που κατά την διάρκεια του επαναπροσδιορισμού του που ανήκουν πια, χρειάζεται να δοκιμάσουν διάφορα στάδια.
Οκ, μπορεί να μην είναι τόσο σύνθετο και πολλές επιλογές καριέρας να είναι πολύ πιο απλοϊκές ως προς το να εξηγηθούν, ιδίως όταν υπάρχει εύκολο και γρήγορο χρήμα (Κίνα).
Ο δε Ντρου Γκάουντλοκ, για τον οποίο υποτίθεται ότι θα ήταν τούτο το κείμενο, εγκαταλείπει πιθανότατα το prime του γύρω στο 2018. Ήταν η τελευταία του περίοδος στην Euroleague με την Αρμάνι Μιλάνο. Προηγουμένως βέβαια είχε φροντίσει -με την απόδοση του- να φτιάξει ένα πλούσιο υπόβαθρο με άλλα ευρωλιγκάτα clubs (Φενέρ, Μακάμπι, Ούνικς) καθώς και περάσματα από το NBA (Ρόκετς, Λέικερς). Αυτό το στάτους της καριέρας του ίσχυε για περίπου 6-7 χρόνια. Ο Γκάουντλοκ διανύει πλέον την 14η σεζόν του στο επαγγελματικό μπάσκετ. Οπότε, τι συνέβη μετά το απόγειο της καριέρας του;
Ο σήμερα 36χρονος σκόρερ ξεκάθαρα κατέβηκε σκαλί (ενίοτε και σκαλιά) όμως ποτέ δεν πήγε στο υπόγειο, στελεχώνοντας οργανισμούς με απαιτήσεις και οργάνωση, όπως η Βενέτσια, η Ρίτας, η Μπιλμπάο, η Ανδόρρα. Ναι, ο Γκάουντλοκ δεν αντιμετώπιζε πια σε εβδομαδιαία βάση τους Exodia του ευρωπαϊκού μπάσκετ, αλλά... τους συναντούσε. Αυτό όσο να 'ναι σε συντηρεί σε ένα επίπεδο εγρήγορσης κι ετοιμότητας, σε αντίθεση με αντίστοιχα ελληνικά μπαμ που είχαν άλλες παθογένεις, όπως πολύμηνη αποχή ή δράση σε αχαρτογράφητες λίγκες στα πέριξ των ΗΠΑ. Όσο παικταράδες κι αν ήταν κάποτε.
Ε, λοιπόν, αυτό είναι ένα σημείο - κλειδί. Πόσο σημαντικό είναι δηλαδή να μη χάνει ο παίκτης την επαφή του με το νορμάλ επίπεδο. Ο Γκάουντλοκ τις προάλλες σμπαράλιασε με 24 πόντους τον ΠΑΟΚ, οδηγώντας τον Κολοσσό σε άλλη μια μεγάλη νίκη, έπειτα από εκείνη επί της ΑΕΚ στις αρχές Φλεβάρη. Όπου τότε είχε ο ίδιος 26 πόντους. Με τον ουραγό Απόλλωνα ήταν εύκολο να βάλει 20 πόντους, όσους είχε και με το Λαύριο, ενώ είχε μεσολαβήσει και μια εμφάνιση 21 πόντων του στο Αλεξάνδρειο με την οποία έκανε τον Άρη να ιδρώσει.
Ο Γκαόυντλοκ δεν ήταν από την αρχή της σεζόν στον Κολοσσό, αφού βρισκόταν στην ACB. Ήρθε στην Ρόδο όταν το ρεκόρ της ομάδας ήταν 2-3. Έχει μέχρι στιγμής 15 συμμετοχές κι αν από αυτές αφαιρέσουμε τα ματς του Κολοσσού με Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό, διαπιστώνουμε ότι με τον Γκάουντλοκ ο Κολοσσός κατέγραψε 6 νίκες σε 13 ματς και βρίσκεται στο κυνήγι της πρώτης εξάδας - κι όχι των playouts. Εξυπακούεται πως ο Ντρου δεν παίζει μόνος του, απεναντίας αποτελεί κομμάτι ενός ομολογουμένως καλού συνόλου υπό τον Κούρο Σεγκούρα. Όμως ο οικονομικός τρόπος παιχνιδιού του (11,1 εκτελέσεις ανά 26'), παρά το άφθονο επιθετικό του ταλέντο που θα μπορούσε να τον οδηγεί σε 20 σουτ ανά ματς, σε συνδυασμό με την αποτελεσματικότητα του (50% εντός πεδιάς, 88% βολές), κάνουν την διαφορά.
16 πόντοι και 39% στο τρίποντο συν 2,7 ριμπάουντ και 2,5 ασίστ για τον ώριμο Γκάουντλοκ που φαίνεται πως δεν ήρθε στην Ρόδο για να πουλήσει τρέλα Κίνας. Εδώ που τα λέμε, εκ των προτέρων ξέραμε πως η ποιότητα του είναι μεγάλη, όπως και η εμπειρία του στις ευρωπαϊκές πίστες. Αλλά ναι, όπως είπαμε, το ζήτημα σε τέτοιες περιπτώσεις είναι πάντοτε η αγωνιστική κατάσταση, αλλά κι η διάθεση προσαρμογής στο προπονητικό πλάνο και το νέο περιβάλλον γενικότερα.
Στην προκειμένη νομίζω πως έχουμε να κάνουμε πάνω απ' όλα με έναν καλό επαγγελματία που συνειδητοποίησε πως οι φανφάρες τύπου "50-40-90 club στην Euroleague" και "EuroCup MVP πριν 10 χρόνια" ανήκουν στο παρελθόν και δε συμβαδίζουν με το σήμερα (του). Και στο κάτω κάτω, θυμηθείτε τι παπά είχε φάει ο Κολοσσός με τον Τάι Λόουσον παλαιότερα, γεγονός που θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτρεπτικά ως προς το να πάνε να υπογράψουν έναν (άλλοτε) σταρ.
Αλλά ο Γκάουντλοκ δεν είναι το ίδιο. Και με τη φετινή του σεζόν αποτελεί αντιπαράδειγμα των πρώην παικταράδων που απέτυχαν στην ελληνική λίγκα. Άρα, ο Κολοσσός δεν είναι τυχερός που τον έχει. Αλλά είναι τυχερός που τον έχει καλά.