Η αλήθεια είναι πως κι εγώ θα συμφωνούσα με κάποιον που θα μου έλεγε ότι η Μπάγερν έχει πιο ποιοτικές κι έμπειρες μονάδες από την Άλμπα, έχει μεγαλύτερο μπάτζετ και στην Euroleague είναι μερικά κλικ καλύτερη. Ωραία όλα αυτά, αλλά στο μπάσκετ για να θεωρηθείς καλύτερη ομάδα από μια άλλη (άρα και να της πάρεις τον τίτλο), πρέπει να το επιβεβαιώσεις παραπάνω από μια φορές, πράγμα που εσχάτως μόνον η Άλμπα κάνει με συνέπεια εντός Γερμανίας. Από την άλλη, το μπάσκετ είναι ένα άθλημα που δεν κερδίζει μόνο η καλύτερη ομάδα, αλλά κι η πιο έτοιμη. Η Άλμπα έδωσε την αίσθηση πως ξεκίνησε με... τα μπούνια και πωρωμένη για το τελικό 100άρι της σεζόν, όταν η αντίπαλος της προσπαθούσε να διακρίνει την γραμμή του τερματισμού μετά κόπων και βασάνων.
Τηρουμένων των αναλογιών, αυτή η σειρά τελικών έχει ορισμένες βασικές ομοιότητες με την αντίστοιχη στη Τουρκία. Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση η Άλμπα, ήταν ήδη πρωταθλήτρια, έπαιξε σαν πρωταθλήτρια κι η μενταλιτέ της δεν «έσπασε» ποτέ. Ακόμη κι όταν έφαγε 30αρα (που δεν κόστισε τελικά) στην έδρα της από τη Μπάγερν.
Η Άλμπα το έκανε να φαίνεται εύκολο
Το τρίτο σερί πρωτάθλημα των «Άλμπατρος» ήλθε για πολλούς λόγους. Αφενός η δική τους εικόνα ήταν εξαιρετική στο φινάλε, αφετέρου η αντίστοιχη της Μπάγερν απογοήτευσε. Σε δεύτερο στάδιο, το πλεονέκτημα έδρας παρείχε ασφάλεια στην Άλμπα, ενώ κι ο ρυθμός της ήταν αυτός που έπρεπε για ένα δυνατό κλείσιμο. Οι σκούπες με Λούντβιχσμπουργκ και Μπάμπεργκ στα playoffs βοήθησαν στο να δυναμώσει και ψυχολογικά η ομάδα. Προσθέστε δε το γεγονός πως η Άλμπα είχε μια γεμάτη βδομάδα ξεκούρασης πριν τους τελικούς, αφού φρόντισε να ξεμπερδέψει γρήγορα με τους ημιτελικούς, την ώρα που η Μπάγερν δεινοπάθησε με τη Βόννη σε 5 ματς, έχοντας μόλις δύο μέρες για αποφόρτιση. Η Άλμπα από τις 13 Μαίου μέχρι τις 19 Ιουνίου κέρδισε 9 ματς κι έχασε μόλις ένα, με 7 νίκες της να έρχονται με διψήφιες διαφορές και χαρακτηριστική ευκολία συνήθως.
Το μεγάλο αβαντάζ της Άλμπα όσον αφορά τους τελικούς ήταν πως δεν πήγε με 1-2 παίκτες, αντίθετα συνέβαλλαν πολλοί στην επιτυχία της, με τον Γκονζάλες να αξιοποιεί το ρόστερ σε όλο του το μήκος. Ο Τζαλίν Σμιθ κάνει ματσάρες στα δύο ματς του Μονάχου (23π/2ασ/6τριπ. στον τέταρτο τελικό, 13π/3ρ/2ασ στον δεύτερο), ενώ ο Μαόντο Λο είναι τρομακτικά συνεπής στα δύο εναρκτήρια ματς της σειράς (13π/4ασ/2ρ και στους δύο αγώνες) για το 2-0. Ο Σίκμα κάνει τα... γνωστά όντας μια άκρως πολυδιάστατη μονάδα κι ο Ντα Σίλβα στα 17-18 λεπτά που μένει στο παρκέ προσφέρει πολλά αναλογικά με το χρόνο δράσης του. Στο ίδιο μοτίβο κινείται κι ο Γιοχάνες Τίμαν, o MVP των τελικών, με την διαφορά πως στο Game 4... εκτοξεύεται με 15 πόντους, 4 ριμπάουντ, 4 ασίστ σε 17'.
Ο Τίμαν γράφει ιστορία καθώς γίνεται μόλις ο δεύτερος Γερμανός παίκτης που παίρνει το βραβείο MVP τελικών και παρότι η αξία του δεν θα εκτιμηθεί ποτέ πιθανότατα στο κορυφαίο επίπεδο, πρόκειται για έναν σταρ στη Bundesliga, με πέντε τίτλους πια, στα 28 του χρόνια. Από 'κει και πέρα, λίγο Κουμάτζε, λίγο Ολίντε, λίγο οι Ισραηλινοί Ζούσμαν και Μπλατ, το κάδρο της Άλμπα συμπληρώνεται ιδανικά για το 11ο πρωτάθλημα της ιστορίας της. Ο Γκονζάλες παρουσιάζει μια ομάδα με πληθώρα λύσεων και κίνητρο να μείνει στο θρόνο, αλλά κι αγωνιστική ισορροπία. Μια ομάδα χωρίς εγωισμούς, με το δικό της ξεχωριστό στιλ. Η Άλμπα αναλογικά με τα χρήματα που ξοδεύει κάθε χρόνο έχει μια ωραία και διασκεδαστική εικόνα και το γεγονός πως καταφέρνει και κυριαρχεί σε επίπεδο τίτλων επιβεβαιώνει πως πράγματι γίνεται καλή δουλειά σε σχέση με τις επιλογές παικτών και τη γενικότερη δομή της. Ένα αμιγώς μπασκετικό κλαμπ που αν και κάθε σεζόν θεωρείται αουτσάιντερ συγκριτικά με τη Μπάγερν, κόβει τελικά πρώτη το νήμα. Ιδίως φέτος, μάλιστα, το έκανε με χαρακτηριστική άνεση. Φάνηκε πως όλος ο οργανισμός είχε ρίξει το βάρος στα εγχώρια playoffs, μετά την ολοκλήρωση της κανονικής περιόδου της Euroleague. Σε αντίθεση με τη Μπάγερν που έδωσε πέντε πολύ απαιτητικά ματς με την Μπαρτσελόνα και προφανώς αποπροσανατολίστηκε, άδειασε και της έμεινε ένα... γαμώτο.
Η Άλμπα φτάνει σε ένα δίκαιο νταμπλ, όπως και το 2020. Έχει πολλά να κρατήσει από τη σεζόν της, πέρα από τους δύο τίτλους και το ότι δεν άφησε περιθώρια στην Μπάγερν. Μπορεί να ακουστεί κάπως μη... μπασκετικό, αλλά της έχει πάρει (και) τον αέρα. Σε επίπεδο ρόστερ, παίκτες από χαμηλότερα στρώματα όπως ο Κουμάτζε και ο Ντα Σίλβα έκαναν step up φέτος. Ο Ζούσμαν δεν... οργίασε, αλλά έκανε κι αυτός κάποια βήματα προόδου, το ίδιο κι ο Τίμαν. Ο Σμιθ επίσης ήταν μια περίπτωση παίκτη που εξελίχθηκε, παρά τα σκαμπανεβάσματα του, ενώ έχει αξία να αναφέρουμε πως η Άλμπα έκανε επιτυχίες με τον πιο αναγνωρίσιμο παίκτη της, τον Μάρκους Έρικσον, να παρακολουθεί τραυματίας το μεγαλύτερο μέρος της σεζόν. Για τους Σίκμα και Λο δε χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις, καθώς πρόκειται για established παίκτες που στάθηκαν στο ύψος τους. Μόνον ο Λάμερς δεν μπόρεσε να ανεβάσει τις μετοχές του σε σχέση με πέρσι, με το ελαφρυντικό βέβαια πως η σεζόν του είχε και για εκείνον τραυματισμούς κι αναποδιές. Στην πραγματικότητα, κανένας παίκτης της Άλμπα δεν έκανε... ακραία πράγματα. Όμως -σχεδόν- όλοι αναδείχθηκαν μέσα από την ομαδική προσπάθεια, με τις σταθερές που άφησε ο Ρενέσες φεύγοντας να παραμένουν σε μεγάλο βαθμό.
Φυσικά, η Άλμπα θα είναι και του χρόνου στην Euroleague. Αλλά το μοντέλο της δεν θα αλλάξει. Πάλι θα πάρει 2-3 παίκτες άγνωστους στο ευρύ κοινό, όμως με προοπτική και συμβατούς με το μπάτζετ της. Επίσης είναι μια ομάδα που δε συνηθίζει να αποκτά πάρα πολλούς παίκτες. Ενδεικτικά πέρσι έκανε τρεις αντικαταστάσεις (Μπλατ αντί Σίβα, Σμιθ αντί Γκρέιντζερ, Ζούσμαν αντί Φοντέκιο) συν μια... ευκαιριακή προσθήκη (Όσκαρ ντα Σίλβα) λίγο πριν αρχίσει η χρονιά. Δεν ξέρουμε αν θα προσπαθήσει να πάρει πίσω τον παλιό της αρχηγό, Νιλς Γκίφεϊ, που έφυγε από την Ζάλγκιρις, όμως γνωρίζουμε με βεβαιότητα πως έχει δεμένους με συμβόλαια τους Μπλατ, Λο, Σμιθ, Έρικσον, Μάτισεκ, Ντέλοβ, Ζούσμαν, Ολίντε, Σίκμα, Τίμαν, Ντα Σίλβα, Λάμερς, Κουμάτζε και Νίκιτς. Ναι, καλά καταλάβατε: ΟΛΟ το ρόστερ. Μόνον ο Τιμ Σνάιντερ είναι free agent, αλλά η ανανέωση του είναι τυπικό ζήτημα. Η πρόθεση της Άλμπα είναι να τους κρατήσει όλους. Και πάνω σε αυτή τη βάση να δομήσει τις επόμενες της επιτυχίες. Ομάδα που κερδίζει (τίτλους), δεν αλλάζει. Αλλά η Euroleague είναι μια άλλη... πίστα, και για να σταθεί ακόμη καλύτερα σε αυτήν, σίγουρα η Άλμπα θα χρειαστεί το κατιτίς της μεταγραφικά...
Τα ερωτήματα για την Μπάγερν
Η Μπάγερν δεν ήταν καλά το τελευταίο διάστημα. Στους ημιτελικούς η Βόννη ήταν υπέρ του δέοντος ανταγωνιστική και την κέρδισε δις στο Μόναχο (από 0-2, 2-2). Προκρίθηκε μεν η ομάδα του Τρινκιέρι στο εκτός έδρας Game 5, ωστόσο η εικόνα της δεν ήταν πειστική. Τι θα μπορούσε λοιπόν να αλλάξει δύο μέρες αργότερα απέναντι στην Άλμπα; Τίποτε. Για τρία δεκάλεπτα ήταν ανταγωνιστική στην πρώτο τελικό, αλλά μετά... κατάρρευση. Εν τέλει οι γηπεδούχοι επικράτησαν εύκολα, κάτι που επανέλαβαν στο Game 2. Το συγκρότημα του Ιταλού δεν έβγαλε αντίδραση, έχασε και στην έδρα του και με απογοητευτική επιθετική συγκομιδή στους 58 πόντους. Η Άλμπα την κέρδισε κάνοντας... βασικά πράγματα. Από την άλλη, οι αστέρες της Μπάγερν βρέθηκαν σχεδόν όλοι συνδυαστικά σε κάκιστο βράδυ.
Το μόνο που κατάφερε πρακτικά η Μπάγερν στη σειρά ήταν να χαλάσει τη φιέστα της Άλμπα στη Mercedes-Benz Arena. Στον τρίτο τελικό, λίγο η κακή είσοδος των Βερολινέζων στο ματς και λίγο ο υψηλός βαθμός συγκέντρωσης των Βαυαρών, οδήγησαν σε ένα εύκολο διπλό τη Μπάγερν. Η διαφορά στο σκορ άνοιξε νωρίς. Ουσιαστικά το συγκεκριμένο ματς τελείωσε από το ημίχρονο. Όμως το τελικό 60-90 ήταν πλασματικό, σε σχέση με την εν γένει εικόνα των ομάδων το τελευταίο δεκαπενθήμερο. Τόμας, Μπαμπ, Χάντερ και Τζέντοβιτς ανέβασαν κάπως τη ψυχολογία, αλλά προφανώς αυτό δεν ήταν αρκετό. Κι εν τέλει, στον τέταρτο και τελευταίο τελικό, έγινε απλά το αναμενόμενο: η Άλμπα κέρδισε ξανά στο Μόναχο, με επιθετικό ρεσιτάλ, εκθέτοντας τα μετόπισθεν της Μπάγερν. Θα έλεγε κανείς πως ομάδα που χάνει τέσσερις φορές σε ισάριθμους αγώνες στην έδρα της σε ημιτελικούς και τελικούς, δεν δικαιούται τον τίτλο - και πιθανότατα έτσι είναι.
Αν κι η Μπάγερν είχε μια θεωρητικά καλή ευκαιρία για ισοφάριση, προσγειώθηκε και πάλι με απότομο τρόπο στην πραγματικότητα. Δέχθηκε 52 πόντους στο ημίχρονο. Έβαλε 36. Δεν μπορείς να έχεις τύχη έτσι. Αμυντικά η απόδοση στις δύο από τις τρεις ήττες της στους τελικούς ήταν καταστροφική. Η ομάδα του Μονάχου επέτρεψε σε μονάδες όπως ο Μπλατ κι ο Σμιθ, με καλό περιφερειακό σουτ, να βρουν ρυθμό. Παράλληλα, ο πάγκος δεν έδωσε πολλές ουσιαστικές βοήθειες. Το τελικό 81-96 είναι τιμητικό, αφού στο τελευταίο δεκάλεπτο η Άλμπα χαλάρωσε κι η Μπάγερν κατάφερε να σκοράρει (27-20) πιο εύκολα. Συνολικά, η Μπάγερν ήταν κακή και χωρίς φρεσκάδα. Λίγο καιρό νωρίτερα είχε φθαρεί στα playoffs της Euroleague όπου έφτασε ως τα πέντε παιχνίδια τη σειρά με την Μπαρτσελόνα. Σίγουρα αυτή η έξτρα ταλαιπωρία έπαιξε τον ρόλο της, όταν η κούραση των 10 μηνών δουλειάς συσσωρεύτηκε. Σε προπονητικό επίπεδο, ο Τρινκιέρι έκανε ομολογουμένως σπουδαία δουλειά τους προηγούμενους μήνες, αλλά στο φινάλε δεν κατάφερε να αποτρέψει τη... σύγκρουση με το παγόβουνο. Κι εκείνος σε... κακό φεγγάρι.
Η Μπάγερν φέτος είχε ατυχίες με τραυματισμούς, και covid. Ο Τρινκιέρι συχνά αναφερόταν στις κακοτοπιές της ομάδας του - και με το δίκιο του. Ακόμη και τώρα στο φινάλε δεν έπαψε να ταλαιπωρείται. Αλλά για μια στιγμή: Οι σημαντικές απουσίες των Ουόλντεν και Χίλιαρντ έχουν διπλή ανάγνωση. Σίγουρα αποψίλωσαν ποιοτικά το ρόστερ. Από την άλλη, η Μπάγερν δεν τους έχασε χθες. Ο Ουόλντεν δεν υπάρχει από τις 4 Μαρτίου, ενώ ο Χίλιαρντ λείπει από τις 19 Απριλίου. Κοινώς, δεν ξέρω αν αποτελούν δικαιολογίες, υπό την έννοια ότι η Μπάγερν καιρό τώρα είχε μπει σε μια λογική να πορευτεί δίχως αυτούς. Μόνον η απουσία του Λούτσιτς (δεν έπαιξε στους τρεις τελευταίους τελικούς) αποτέλεσε πραγματικό πλήγμα, ενώ κι η χθεσινή του Ραντόσεβιτς ήταν ήσσονος σημασίας, μη τρελαθούμε δηλαδή. Το πρόβλημα δεν ήταν αυτοί που έλειπαν, αλλά το πόσο επιβαρυμένοι ήταν αυτοί οι 8-9 που έμειναν πίσω κι έπαιζαν...
To sum up, η Μπάγερν μοιραία έμεινε στα πέντε πρωταθλήματα (τρία την τελευταία δεκαετία, πιο πρόσφατο το 2019), επιτρέποντας στην Άλμπα το τρίτο σερί που αν μη τι άλλο μαρτυρά την κυριαρχία της εντός των τειχών τα τελευταία χρόνια. Οι Βαυαροί είναι συνεπείς στο ευρωπαϊκό στερέωμα (δύο σερί σεζόν στα προημιτελικά) κι έχουν μεγαλύτερο μπάτζετ, όμως δεν μπορούν να κεφαλαιοποιήσουν στη Γερμανία το ότι είναι ομάδα οκτάδας στην Euroleague. Κάτι που στην τελική δεν λέει απολύτως τίποτε. Είδαμε πρόσφατα και την Εφές να... πληρώνει την Euroleague που πήρε, με μια «με κάτω τα χέρια» απώλεια του πρωταθλήματος. Ο απολογισμός του ενός κυπέλλου στην τριετία είναι απογοητευτικός όμως για την Μπάγερν. Ειδικά όταν ο μεγάλος ανταγωνιστής, έχει πάρει τρία πρωταθλήματα και δύο κύπελλα, άρα μετρά 5/6. Κάτι δεν πάει καλά με τη Μπάγερν στα μεγάλα παιχνίδια. Αυτό πρέπει να εξετάσει το μάνατζμεντ του συλλόγου. Η Μπάγερν θυμίζουμε πως είχε 3-1 με την Άλμπα σε αγώνες της κανονικής περιόδου σε EL και Bundesliga. Αλλά δεν είναι κλισέ πως στα playoffs όλα αυτά δεν έχουν καμία σημασία.
Όμως, ακόμη και στα... μικρότερα ματς στη Γερμανία, όχι στα παραδοσιακά ντέρμπι δηλαδή, για τους κόκκινους υπάρχει ένα θέμα. Η Μπάγερν δεν πήγε καν στο Final 4 του Κυπέλλου διότι αποκλείστηκε στα προημιτελικά από τη Κέμνιτς. Στην regular season της Bundesliga έκανε 9 ήττες (σε 34 αγ.) κι έμεινε τρίτη, πίσω από Άλμπα (27-6)* και Βόννη (26-8). Δεν είναι επαρκές το ρόστερ για να καλύψει δύο μεγάλες διοργανώσεις; Δίνει ο οργανισμός μεγαλύτερο βάρος στην Ευρώπη; Υπάρχει (και) γκίνια; Παίζει κάποιον ρόλο η όχι και τόσο μεγάλη παράδοση της Μπάγερν στο μπάσκετ, σε σχέση με την Άλμπα; Αποκτά από ένα σημείο κι ύστερα και ψυχολογική προέκταση το ζήτημα για τους πρωταγωνιστές της Μπάγερν; Ισχύουν λίγο-πολύ όλα, κι έχουν τη σημασία τους.
Όσο για του χρόνου; Η Μπάγερν έχει αρκετούς παίκτες με συμβόλαια (Ουόλντεν, Γιάραμαζ, Ομπστ, Τσίπσερ, Λούτσιτς, Ομπίζι και option για Ραντόσεβιτς, Τζέντοβιτς, Χίλιαρντ), κάτι που σημαίνει ότι μπορεί να ελέγξει κάπως καλύτερα την κατάσταση της επόμενης μέρας. Η λογική όμως υπαγορεύει πως για ακόμη ένα καλοκαίρι θα προχωρήσει σε αλλαγές. Μπορεί να προσελκύσει καλούς παίκτες κι ως brand name, αλλά και οικονομικά. Συνεπώς, την άκρη της στην post-season θα την βρει. Το ζήτημα για την ίδια είναι να διατηρήσει το επίπεδο της ανταγωνιστικότητας της στην Euroleague, αλλά να πάρει και καμιά κούπα. Μπορεί να τα συνδυάσει αυτά τα δύο -αν μείνει- ο Τρινκιέρι; Ή όποιος, τέλος πάντων; Δεν είναι εύκολο. Δεν είναι Ρεάλ και Μπαρτσελόνα...