Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά η ομάδα της Μπάγερν τελειώνει την πορεία της στην Ευρωλίγκα, παίζοντας ένα πέμπτο και καθοριστικό παιχνίδι στα playoffs, απέναντι σε ισχυρότερους αντιπάλους, μέσα στην έδρα τους. Πέρσι η Αρμάνι και φέτος η Μπαρτσελόνα είδαν κι έπαθαν για να περάσουν ένα εμπόδιο που στα χαρτιά δεν θα έπρεπε να τους δυσκολέψει σε τόσο μεγάλο βαθμό. Όμως, στις σειρές των πέντε παιχνιδιών, δεν κρίνεται το αποτέλεσμα μόνο από την ποιότητα ενός ρόστερ, αλλά κι από την προπονητική εγρήγορση, τις προσαρμογές που επιχειρούνται από αγώνα σε αγώνα, μέχρι ακόμη και τα μικρά τρικ από κατοχή σε κατοχή.
Εκεί η Μπάγερν και φυσικά ο προπονητής Αντρέα Τρινκιέρι μαζί με τους παίκτες του, παρουσίασαν δύο αριστουργήματα, που όμως δεν οδήγησαν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Η γερμανική ομάδα επιστρέφει κάποια στιγμή μέσα στην ημέρα στο Μόναχο, όμως παρά την σίγουρη απογοήτευση για την μη πρόκριση στο επερχόμενο φάιναλ φορ του Βελιγραδίου, δεν θα υπάρχουν πολλοί που θα θεωρήσουν ότι η ομάδα απέτυχε στην φετινή σεζόν. Το κάθε άλλο, η εικόνα των παικτών να παλεύουν στο Παλαού Μπλαουγράνα μέχρι το τέλος ενός αγώνα και μιας σειράς που στράβωσε ανεπανόρθωτα στο τρίτο δεκάλεπτο του πέμπτου παιχνιδιού, άφησε μία μάλλον γλυκιά επίγευση στο στόμα των στελεχών της ομάδας.
Και δικαίως, καθώς οι βαυαροί έκαναν μία ακόμη σπουδαία εμφάνιση, ειδικά στο πρώτο ημίχρονο του πέμπτου αγώνα, συνεχίζοντας την εικόνα που έδειξαν στις δύο νίκες τους στην σειρά, αλλά και στο πρώτο παιχνίδι που ηττήθηκαν, παρότι επέστρεψαν τρεις φορές στη διεκδίκηση του ματς. Η στοχευμένη άμυνά τους στη ρακέτα περιόρισε για ακόμη μία φορά την ανάγκη της Μπαρτσελόνα να πηγαίνει κάθε, μα κάθε κατοχή της κοντά στο καλάθι κι επέτρεψε με μοχλό το μέτριο έως κακό σουτ των βασικών χειριστών των μπλαουγκράνα να κατεβάσει για ακόμη μία φορά τους επιθετικούς ρυθμούς της καλύτερης ομάδας της κανονικής περιόδου.
Οι 31 πόντοι που σημείωσαν οι παίκτες του Γιασικεβίτσιους στο ημίχρονο ήταν περισσότερο αποτέλεσμα μεγάλων σουτ από την περιφέρεια και λιγότερο αποτέλεσμα της ομαδικής δουλειάς που επιθυμεί ο Λιθουανός κόουτς. Η μεγάλη ανατροπή είχε μπει σε ράγες, οι διθύραμβοι άρχισαν υπέρ της Μπάγερν, όμως η διαφορά των έξι πόντων ήταν πολύ μικρή για την εικόνα που είχε το παιχνίδι μέχρι την επιστροφή των παικτών και το 17/17 που είχαν οι γηπεδούχοι σε καθοριστικά παιχνίδια playoffs μαρτυρούσε ότι η συνέχεια θα ήταν δύσκολη. Κι αυτό φάνηκε από το γρήγορο 7-0 σερί που έτρεξαν οι Καταλανοί με το ξεκίνημα του δεύτερου μέρους κι ισορρόπησαν άμεσα ένα παιχνίδι, στο οποίο για 15 λεπτά είχαν απωλέσει κάθε έλεγχο.
Η άνοδος του Λαπροβίτολα, που ήταν ο καλύτερος και πιο καθοριστικός παίκτης σε όλη τη σειρά για την Μπαρτσελόνα, όπως επίσης η βρώμικη δουλειά των Ντέιβις και Καλάθη, στην τριάδα που έτρεξε περισσότερο για να βγάλει την Μπαρτσελόνα από τον λάκκο σε όλη τη διάρκεια της σειράς, επέτρεψε και στον Μίροτιτς να ξεδιπλώσει το παιχνίδι του σε ένα καταλυτικό τρίτο δεκάλεπτο. Η Μπάγερν είχε απαντήσεις, όχι όμως με ορθόδοξους τρόπους, καθώς η πνευματική και σωματική κούραση των οκτώ παικτών που αποτελούσαν το βασικό rotation, έπαιξε με τη σειρά της ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα του αγώνα. Η μεταμόρφωση του Οθέλο Χάντερ σε stretch five δεν αρκούσε, όσο κρίσιμες μονάδες όπως ο Ντεσόν Τόμας κι ο Όγκουστιν Ρούμπιτ δεν μπορούσαν να αλλάξουν κι αυτοί τον ρυθμό του αγώνα.
Επιπλέον, η προσαρμοσμένη άμυνα της Μπαρτσελόνα δεν επέτρεψε στον Λούτσιτς να επαναλάβει τα όσα έκανε στο πρώτο παιχνίδι στην Βαρκελώνη, περιορίζοντας τον Σέρβο φόργουορντ μόλις σε έξι σουτ στα 32 λεπτά που βρέθηκε στο παρκέ. Ο Λούτσιτς έμεινε άπραγος, μη βρίσκοντας ποτέ επιθετικό ρυθμό , καθώς η μπάλα δεν βρέθηκε παρά ελάχιστες φορές στα χέρια του στη ροή της επίθεσης. Έτσι, όσο περνούσε ο αγώνας, ο κόουτς Τρινκιέρι ξέμενε από λύσεις, καθώς παρά την διάθεσή τους, οι Σίσκο, Γιάραμαζ και Μπαμπ δεν είναι σε θέση να επιβάλλουν με την ποιότητά τους αυτά που θέλει να κάνει η γερμανική ομάδα κι ο Ιταλός προπονητής στο παιχνίδι τους, ειδικά στην πιεστική άμυνα της καταλανικής περιφέρειας.
Όμως εδώ έρχεται και δένει η διαπίστωση πως το προπονητικό επιτελείο της Μπάγερν έπαιζε αυτή τη σειρά με το ένα χέρι δεμένο πίσω από την πλάτη του. Οι απουσίες καθοριστικών παικτών, όπως ο Χίλιαρντ κι ο Γουόλντεν, δεν αφαίρεσαν απλώς δύο πολύ σημαντικές επιλογές από το ρόστερ της ομάδας, αλλά επέτρεψαν στην Μπαρτσελόνα να στοχεύσει στους αντικαταστάτες τους, ειδικά στο κομβικό τρίτο παιχνίδι της σειράς, όπου οι παίκτες του Γιασικεβίτσιους άλλαξαν τον ρου της σειράς, πιέζοντας αφόρητα τους υπόλοιπους περιφερειακούς. Φυσικά κι η απουσία του Χίγκινς ήταν πολύ σημαντική για την Μπαρτσελόνα, αλλά σε κάθε περίπτωση οι αντικαταστάτες του θα έπαιζαν βασικοί στην Μπάγερν, ενώ δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς τον Σίσκο να χτυπάει τριάντα λεπτά με τη φανέλα της Μπαρτσελόνα.
Η μεγαλύτερη νίκη όμως του απόλυτα μπασκετικού πρότζεκτ της Μπάγερν για αυτή τη σειρά βρίσκεται στη μεγάλη εικόνα. Η περσινή σεζόν ήταν θεωρητικά το peak της σαν ομάδα, καθώς αντιμετώπισε στα ίσια την Αρμάνι κι αποκλείστηκε στα τελευταία χαοτικά δευτερόλεπτα του πέμπτου αγώνα, απέναντι σε μία ομάδα που διεκδίκησε επί ίσοις όροις την κούπα. Όπως συμβαίνει σχεδόν τακτικά σε τέτοιες πορείες στην Ευρωλίγκα, το ρόστερ της ομάδας πρακτικά ξεκληρίστηκε, με τους δύο από τους τρεις καλύτερους παίκτες να αποχωρούν. Μπόλντουιν και Ρέινολντς μετακόμισαν, ενώ το σοκ με το ανεύρυσμα που ανιχνεύθηκε στον Πολ Ζίπσερ άλλαξε πλήρως τον προγραμματισμό της ομάδας.
Επιπλέον, η απώλεια του τίτλου στη Γερμανία, με δύο εντός έδρας ήττες από την πρωταθλήτρια Άλμπα, έφερε ξεκάθαρη πίεση για την φετινή εικόνα της ομάδας, η οποία στο ξεκίνημα της σεζόν ήταν στην καλύτερη μέτρια. Σίγουρα, η αποβολή των ρωσικών ομάδων βοήθησε στην παρουσία της Μπάγερν στα playoffs, όμως στο κρίσιμο διάστημα της σεζόν, η γερμανική ομάδα χτυπήθηκε από τον κορονοϊό, είδε βασικούς της παίκτες να τραυματίζονται και χρειάστηκε να παίξει τα playoffs θέλοντας μία νίκη σε δύο ματς εκτός έδρας απέναντι σε Εφές και Ρεάλ.
Με βάση τις δυσκολίες αυτές, η παρουσία της Μπάγερν στα playoffs απέναντι σε μία από τις πιο κωμικά πλήρεις ομάδες της Ευρωλίγκα, αποτελεί πάνω απ’όλα μία δικαίωση του προπονητή της. Σε δύο απόλυτα διαφορετικές σειρές playoffs, απέναντι σε δύο εντελώς διαφορετικές ομάδες και δύο από τους πιο δημοφιλείς και προβεβλημένους προπονητές της διοργάνωσης, η γερμανική ομάδα ήταν απόλυτα προετοιμασμένη για όλα. Από τον φρενήρη επιθετικό ρυθμό πέρσι μέχρι το αμυντικό masterclass της φετινής σειράς, υπάρχουν ελάχιστα που μπορεί να βρει κανείς για να ψέξει έναν από τους καλύτερους και πιο σταθερούς κόουτς που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Μπορεί η απώλεια ενός ακόμη πέμπτου παιχνιδιού να του στερεί την παρουσία στο πρώτο του φάιναλ φορ, όμως ο Αντρέα Τρινκιέρι δεν χρειάζεται πολλά να αποδείξει.