Θα είχε ενδιαφέρον να βλέπαμε αν θα άγγιζε το τριπλ νταμπλ ο 32χρονος Αμερικανός, εφόσον έπαιρνε όσα σουτ παίρνει συνήθως φέτος, δηλαδή γύρω στα 6-7 ανά ματς. Δεν το έκανε, πάμε παρακάτω. Η μικρή του επιθετική επίδραση δεν μειώνει τη συνολική του επιρορή στο σύνολο, η οποία ήταν, είναι και θα συνεχίσει να είναι τεράστια. Ο Σίκμα είναι πολυδιάστατος όσο λίγοι, ένας παίκτης που τρύπησε το ταβάνι του κατά την θητεία του στο Βερολίνο και συνεχίζει να αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του ορισμού «παίκτης ομάδας». Ο Ρενέσες έχει κάθε λόγο να εμπιστεύεται το... «δημιούργημα» του, στου οποίου την εξέλιξη έχει συμβάλλει τα μέγιστα εδώ και τέσσερα χρόνια. Άλλωστε, δεν θα είναι πολλοί μάλλον εκείνοι που πίστευαν το 2017 πως ο Σίκμα μπορούσε να παίξει τόσο καλό και ποιοτικό μπάσκετ στην μετέπειτα πορεία του.
Από την 2η κατηγορία Ισπανίας, πρωταθλητής στην ACB
Ο Σίκμα έκανε ένα πρώτο step up στην καριέρα του στα 26 του χρόνια, πίσω στο 2015. Τότε τον απέκτησε η Βαλένθια του Πέδρο Μαρτίνεθ, από την Τενερίφη (ενός άλλου Μαρτίνεθ, του Αλεχάντρο), στην οποία είχε περάσει μια γεμάτη διετία, χωρίς τραυματισμούς κι ως επί το πλείστον με καλές εμφανίσεις. Εκεί είχε μια εξαιρετική δεύτερη σεζόν (11.4 πόντοι, 39% τρίποντο, 6.6 ριμπάουντ, 2.5 ασίστ σε 34 παιχνίδια), την breakout του δηλαδή, που τον οδήγησε ουσιαστικά στο να κοιτάξει ψηλότερα. Η Τενερίφη τότε δεν έμπαινε στα playoffs, όμως ήταν μια αξιοπρεπής ομάδα του δεύτερου μισού της λίγκας που εξασφάλιζε με άνεση την παραμονή της. Γενικά ο Σίκμα πριν την Τενερίφη στην οποία «ανδρώθηκε» μπασκετικά, αγωνιζόταν πίσω από τα αστραφτερά φώτα της ACB, σε μικρές ισπανικές ομάδες της εποχής, όπως Μπούργος (η νυν κάτοχος του BCL τότε βρισκόταν στην LEB Oro) και Λας Πάλμας. Ξεκίνησε από τα χαμηλά στρώματα, όταν πρωτοήρθε στην Ευρώπη το 2011, μετά τα κολλεγιακά του χρόνια στο Πόρτλαντ. Έκανε άλματα ατομικής προόδου (εμπλούτισε το παιχνίδι του, άρχισε να σουτάρει από απόσταση) και δικαίως εδραιώθηκε στην πρώτη κατηγορία.
Η μεταγραφή του στην Βαλένθια μπορεί να μην τον βελτίωσε ιδιαίτερα ως μονάδα, όμως του έδωσε άλλα στοιχεία που έψαχνε. Πρώτα πρώτα, το όνομα του άρχισε να ακούγεται περισσότερο στην Ευρώπη, καθώς το σύνολο του Πέδρο Μαρτίνεθ έπαιζε στο EuroCup, ως μια σταθερή δύναμη του θεσμού. Ο Σίκμα κατέγραψε τις πρώτες του 38 συμμετοχές ευρωπαϊκή διοργάνωση σε βάθος δύο ετών, παίζοντας μάλιστα και σε τελικούς το 2017. Μάζεψε εμπειρίες που ως τότε δεν είχε ξαναζήσει, όπως τα ταξίδια στο εξωτερικό, η ροή με 2-3 αγώνες σε εβδομαδιαία βάση, ή από αγωνιστικής πλευράς, το να είναι περισσότερο ρολίστας παρά πρώτης γραμμής παίκτης - όπως είχε συνηθίσει να είναι μέχρι τότε σε χαμηλότερης εμβέλειας σύνολα. Γενικά, θα λέγαμε πως ωρίμασε στους “Taronjas”, πνευματικά είχε οφέλη, απέκτησε καινούργιες εικόνες, χωρίς πάντως να βγάζει μάτια με τα πεπραγμένα του εντός παρκέ. Αθόρυβα λειτουργούσε, μέσα σε ένα συγκρότημα που έκανε πρωταθλητισμό και κατάφερε να κατακτήσει, προς έκπληξη πολλών, τον ισπανικό τίτλο το 2017. Ο Σίκμα έβαλε το λιθαράκι του, όμως δε συνέχισε στην ομάδα.
Το συμβόλαιο του έληξε κι η Βαλένθια, κατά την επιστροφή της στην EuroLeague, ψώνισε ξανά από την Τενερίφη για την κάλυψη της θέσης «4», υπογράφοντας τον 32χρονο τότε, όμως προερχόμενο από εκπληκτική σεζόν, Άαρον Ντόρνεκαμπ. Ο Σίκμα αναζήτησε τη τύχη του σε νέες πολιτείες, για πρώτη φορά στην καριέρα του, έξω από τη ζώνη ασφαλείας της Ιβηρικής. Η ομάδα που τον υποδέχθηκε, ήταν η in the making Άλμπα του Ρενέσες. Μια ομάδα που «στηνόταν» σε νέες βάσεις. Και φτάνουνε στο σήμερα...
Δεύτερη νιότη στο Βερολίνο
Ο Αμερικανός φόργουορντ μεταπήδησε στην Γερμανία στα 28 του, όχι δηλαδή πιτσιρικάς. Είχε τα χιλιόμετρα του στο κοντέρ. Όμως ήταν βέβαιο, πως τα πιο παραγωγικά χρόνια της καριέρας του ήταν μπροστά του, εφόσον «κολλούσε» σωστά στο νέο παζλ. Ο Σίκμα, ένας σταθερός παίκτης στις επιλογές του, έχει αλλάξει μόλις τρεις ομάδες τα τελευταία 8 χρόνια κι είναι το αντίθετο της έννοιας «γυρολόγος». Μένει καιρό και συνεισφέρει ουσιαστικά στα σύνολα που υπηρετεί, αν και νομίζουμε πως στην Άλμπα πλέον προσφέρει το... κάτι παραπάνω. Άλλωστε, τώρα πια δεν είναι ένας απλός ξένος παίκτης, αλλά μια iconic φιγούρα στη σύγχρονη ιστορία του συλλόγου. Από το 2017 μέχρι και σήμερα, αποτελεί σημείο αναφοράς στον τρόπο παιχνιδιού της ομάδας. Η συνεργασία του με τον Αίτο Ρενέσες αποδείχθηκε παραπάνω από ευεργετική για την καριέρα του. Οι δύο τους είχαν, όταν πήγαν στο Βερολίνο προ τετραετίας, ένα κοινό: δεν είχαν βρεθεί ποτέ εκτός Ισπανίας. Η συνύπαρξη τους, ήταν παράλληλα κι η πρώτη τους εμπειρία έξω από τη μοναδική χώρα που είχαν κολλήσει μπασκετικά «ένσημα».
Ο Ρενέσες ήξερε καλά τον παίκτη από την ACB, τον είχε αντιμετωπίσει πολλές φορές. Με το «καλημέρα», τον έχρισε βασικό στην πεντάδα των «Άλμπατρος». Ο Σίκμα από το 20λεπτο που έπαιζε στην Βαλένθια, πλησιάζει πολλές φορές πια το 30λεπτο στην Γερμανία. Μια μεγάλη αναβάθμιση στον ρόλο του, η οποία όχι μόνο δεν του έπεσε βαριά, αλλά αντιθέτως, τον απογείωσε. Ο Ρενέσες του έδειξε εμπιστοσύνη, τον φόρτωσε με λεπτά κι αρμοδιότητες, με τον έμπειρο παίκτη να τον δικαιώνει. Του έδωσε ελευθερία στο σουτ και χρόνο με το χρόνο ο Σίκμα σταθεροποιούσε όλο και περισσότερο το τρίποντο του. Τον «ξεκλείδωσε» επιθετικά δίνοντας του περισσότερες μπάλες, με τον παίκτη να είναι όσο αποτελεσματικός χρειαζόταν. Τον έκανε ακόμη καλύτερο πασέρ, επιτρέποντας του να δημιουργεί «από μέσα» με σημαντική συχνότητα. Αξιόπιστος ριμπάουντερ ήταν πάντα, επομένως να πώς δημιουργήθηκε σιγά σιγά η εικόνα που αντανακλά στο σήμερα. Ο παίκτης βελτιώθηκε πολύ κι έφτασε να θεωρείται εν έτει 2021 ένα από τα καλύτερα τεσσάρια της γηραιάς ηπείρου. Δούλεψε ατομικά, αλλά βρέθηκε και στο κατάλληλο περιβάλλον, στο ιδανικό timing.
Μπορεί να μην βρίσκεται σε ομάδα πρώτης ταχύτητας στην Ευρωλίγκα, αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν θα μπορούσε να κουμπώσει σχεδόν παντού. Είναι ένα πολυεργαλείο, μια μονάδα με πολύπλευρη παρουσία στο γήπεδο, η οποία θα ήταν ικανή να εξυπηρετήσει τακτικά ένα σωρό προπονητές και ομάδες. Φέτος γράφει 9.2 πόντους με 34% πίσω από το τόξο, 5.7 ριμπάουντ, 4 τελικές πάσες, 0.8 κλεψίματα, 3.7 κερδισμένα φάουλ και 3 λάθη ανά 25 λεπτά. Η αξιολόγηση του ξεπερνά τις 14 μονάδες και συνεχίζει για δεύτερη διαδοχική σεζόν, όχι απλά να επιβιώνει στο κορυφαίο επίπεδο, αλλά να είναι συνεπής και σταθερός σε αυτό. Μάλλον πέρσι έπιασε το αγωνιστικό peak του, επομένως αυτό που μετρά από εδώ και στο εξής, είναι η διάρκεια. Για πόσο καιρό ακόμα θα συνεχίσει να αποδίδει έτσι, καθώς πλέον βαδίζει στα 32. Η λογική λέει πως έχει αρκετό μπάσκετ ακόμα μέσα του και η πτώση δεν θα έρθει άμεσα. Ακομή κι αν μειωθούν, του χρόνου φερειπείν, τα λεπτά δράσης του, λόγω ηλικίας, ο Σίκμα έχει θεωρητικά την ικανότητα να είναι επιδραστικός και σε ένα χρονικά μικρότερο πλαίσιο.
Όπως και να ‘χει, ο Σίκμα αν ήταν 2-3 χρόνια νεότερος, με τα τωρινά δεδομένα θα ήταν ένας απ’ τους πιο “hot” φόργουορντ στην αγορά που θα γινόταν σκοτωμός για το ποιος θα τον πάρει. Ο οργανισμός της Άλμπα είχε λειτουργήσει πολύ έξυπνα το καλοκαίρι του 2019, όταν «έδενε» τον MVP του EuroCup με τετραετές συμβόλαιο. Ο Σίκμα έριξε άγκυρα, αφοσιώθηκε πλήρως στο μπάσκετ του Ρενέσες και η αλήθεια είναι πως κι από τη στιγμή που η Άλμπα μπήκε στην Ευρωλίγκα, δεν είχε λόγο να την αφήσει.
Μπασκετικό DNA
Αντί επιλόγου, αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Λιουκ είναι γιος του Τζακ Σίκμα, πρώην NBAer που εισήλθε στο Hall of Fame με την κλάση του 2019. Πρωταθλητής του NBA το 1979 με τους SuperSonics και συνολικά 14 χρόνια παρουσίας στην λίγκα, με περισσότερους από 17,000 πόντους. Πολύ πρωτοποριακός ψηλός για την εποχή του, δυνατός, ψηλός, καλός ριμπάουντερ και σουτέρ, «stretch 5αρι» πολύ πριν ανακαλυφθεί και εδραιωθεί αυτός ο όρος.
Σε αυτό το αγωνιστικό μοτίβο «πάτησε» κι ο Λιουκ, σε μια άλλη εποχή, όπου το μπάσκετ είναι εντελώς διαφορετικό. Δεν ξέρουμε αν το «μπασκετικό DNA» μπορεί να περάσει από γονιό σε παιδί, όμως στην περίπτωση αυτή, ο Λιουκ, κάτι πήρε απ’ τον πατέρα του...