1. Οι γερόλυκοι της Ρεάλ Μαδρίτης
Η Ρεάλ Μαδρίτης έχει μία ιδιαίτερη παρουσία τη φετινή χρονιά, με σκαμπανεβάσματα στην απόδοσή της. Ομάδα που βρίθει ταλέντου και λύσεων σε όλες τις θέσεις, που μπορεί να ανταπεξέλθει σε οποιοδήποτε ρυθμό σε έναν αγώνα, είτε σε πιο σετ καταστάσεις είτε σε πιο αλέγρες. Πέρασε μία περίοδο κάμψης από τις αρχές του Φλεβάρη έως αρχές του Μάρτη, όταν και μέτρησε τέσσερις ήττες από Φενέρ, Μπαρτσελόνα, Ζαλγκίρις και Ερυθρό Αστέρα. Τέσσερις αγώνες στους οποίους η επίθεση των Μαδριλένων ήταν προβληματική με τον μέσο όρο πόντων σε αυτές τις αναμετρήσεις να ήταν μόλις 57, κάτι που σίγουρα δεν μας είχε συνηθίσει όλα αυτά τα χρόνια η ομάδα του Πάμπλο Λάσο.
Γενικότερα η επιθετική λειτουργία της Ρεάλ είναι μέτρια τη φετινή σεζόν. Οι 109,8 πόντοι ανά 100 κατοχές (σύμφωνα με το 3stepbasket.com) την κατατάσσουν περίπου στη μέση της διοργάνωσης. Ένας λόγος πιθανολογώ πως είναι η πιο «αδύναμη» γραμμή της Ρεάλ, που δεν είναι άλλη από αυτή των point guards. Ο Γουίλιαμς Γκος έχει αρκετά σκαμπανεβάσματα, δεν παρέχει σταθερότητα και βρίσκεται ακόμα στη διαδικασία της εκμάθησης των θέλω του προπονητή και του οργανισμού, ενώ ο Ερτέλ είναι ο Ερτέλ με τα καλά και τα κακά του. Για αυτό και ουκ ολίγες φορές είδαμε τους γερόλυκους των Καστιγιάνων, την παλιοφρουρά των Γιουλ, Φερνάντεθ να βγαίνουν μπροστά και να συνεισφέρουν σε ορισμένες νίκες, που στην τελική σούμα θα έχουν βοηθήσει την ομάδα στην κατάκτηση της δεύτερης θέσης (εκτός απρόοπτου) της κανονικής περιόδου. Ο Σέρχιο Γιουλ βρίσκεται στο παρκέ 19 λεπτά, προσφέρει 7,9 πόντους και 2,4 ασίστ, νούμερα που είναι καλύτερα από εκείνα του Αμερικανού guard, ενώ ο Ρούντι Φερνάντεθ σκοράρει και πασάρει περισσότερο από ό,τι οι Αμπάλδε και Χάνγκα, κάτι που θεωρητικά δεν έπρεπε να συμβαίνει. Ρεκόρ σεζόν για τις δύο παλιοσειρές είναι οι 20 πόντοι (δις) για τον Γιουλ εναντίον Ερυθρού Αστέρα και Αρμάνι, ενώ για τον Φερνάντεθ οι 17 εναντίον της Βιλερμπάν. Το ματς ειδικά απέναντι στους Ιταλούς ήταν η φετινή εποποιία του «μανταρινά» των μερένχες.
Αν υπάρχει πάντως διαχρονικά ένας οργανισμός που παντρεύει τέλεια το παλιό με το νέο, χωρίς να βαίνει εις βάρος της λειτουργίας της ομάδας, αυτή είναι η Ρεάλ.
2. Η απουσία των ρωσικών ομάδων και το «αλαλούμ» της βαθμολογίας
Κάτι που έμοιαζε ως τετελεσμένο, η αποβολή δηλαδή των ρωσικών ομάδων από τη συνέχεια της διοργάνωσης επήλθε και επίσημα. Η ΤΣΣΚΑ, η Ζενίτ, η Ούνικς τέθηκαν εκτός νυμφώνος και μαζί πήγαν στον κάλαθο των αχρήστων και τα αποτελέσματα που έφεραν με αυτές οι υπόλοιπες 15 ομάδες της Ευρωλίγκα. Σε μία ούτως ή άλλως ειδική συνθήκη, οποιαδήποτε απόφαση και αν λάμβαναν για τη συνέχεια θα είχε τα υπέρ και τα κατά της. Είτε με την ακύρωση των προηγούμενων, αλλά και μελλοντικών αγώνων με αυτές, είτε αν αποφάσιζαν πως το ποσοστό των νικών θα ήταν η «ορθότερη» επιλογή. Από τη μία είναι «κρίμα» να ακυρωθεί ο κόπος αθλητών που αγωνίστηκαν, κέρδισαν ή έχασαν απέναντι στις ρωσικές ανεξαρτήτου αποτελέσματος, από την άλλη δεν θα έμοιαζε δίκαιο, αν στο τέλος της χρονιάς θα υπήρχε ομάδα που θα είχε παραπάνω ή λιγότερα παιχνίδια από τους ανταγωνιστές της. Η νέα αυτή συνθήκη λοιπόν, ανέτρεψε όλα τα δεδομένα και ομάδες που έμοιαζαν καταδικασμένες απόκτησαν στόχο, στο φινάλε της ευρωπαϊκής χρονιάς. Ερωτηματικό παραμένει το τι θα γίνει από την ερχόμενη σεζόν, αν και κάτι τέτοιο ίσως είναι νωρίς για να τεθεί.
3. Ο Σλούκας στην crunch time (και όχι μόνο)
Όταν ο Κώστας Σλούκας επέστρεψε στον Ολυμπιακό, αυτό συνέβη για να αποτελέσει τον άνθρωπο της επόμενης ημέρας μετά την αποχώρηση του κορυφαίου αθλητή του συλλόγου, Βασίλη Σπανούλη. Μετά την περασμένη σεζόν, η οποία ήταν κάκιστη σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τη φετινή επήλθε η κανονικότητα στον οργανισμό, σε συνδυασμό φυσικά με την επιστροφή της ομάδας στην πρώτη τη τάξει κατηγορία στην Ελλάδα. Δεν θα μπω στη διαδικασία να σχολιάζω αν είναι ή όχι ο ηγέτης της ομάδας και πώς αυτός ορίζεται, θα σχολιάσω όμως το γεγονός πως όταν μπαίνουμε στην crunch time (ήτοι τα τελευταία πέντε λεπτά ενός αγώνα με το σκορ να είναι μέχρι πέντε πόντοι διαφορά), ο Σλούκας είναι εκ των κομβικότερων, αν όχι ο πιο κομβικός παίχτης των ερυθρολεύκων. Είτε άμεσα με το σκορ του, είτε έμμεσα με τη δημιουργία του για τους συμπαίχτες. Ήδη τη φετινή περίοδο έχει κρίνει δύο αγώνες με buzzer beater απέναντι σε Φενέρ και Εφές.
Ακόμα και αν δεν βάλει το τελευταίο σουτ, θα βάλει όλα αυτά τα μεγάλα που θα κρίνουν οριστικά έναν αγώνα.
H μετάβαση γενικότερα από ένα πλαίσιο μιας ομάδας όπως ήταν η Φενέρ, με τη στελέχωση που είχε, με τον τρόπο που λειτουργούσε τα προηγούμενα έτη υπό τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς, σε ένα διαφορετικό περιβάλλον με ιδιαιτερότητες, όπως ο περσινός Ολυμπιακός, χρειαζόταν τον χρόνο της. Και φυσικά τα κατάλληλα εργαλεία για να στελεχωθεί η ομάδα ορθά και αρμονικά στην περιφερειακή γραμμή. Ενδεικτικά, ας σκεφτούμε πώς λειτουργούσε η περσινή περιφέρεια με Σλούκα, Τζένκινς, Χάρισον και πώς η φετινή με τους Γουόκαπ, Ντόρσεϊ στο πλάι του Έλληνα γκαρντ. Μπορεί να μην ξεκινάει βασικός, κάτι το οποίο και μικρή σημασία έχει στο ευρωπαϊκό μπάσκετ, επί της ουσίας όμως αυτός είναι το άλφα και το ωμέγα της περιφερειακής γραμμής. Αγωνίζεται κάτι λιγότερο από 25 λεπτά τον αγώνα, προσφέρει 11,4 πόντους με 39% στο τρίποντο και δίνει 5,1 ασίστ.
4. Ο Mike o James και τα «τρελά» του σουτ
Πως μπορείς να σταματήσεις έναν εξαιρετικά εκρηκτικό guard, μία καλαθομηχανή που μπορεί να βάλει τη μπάλα στο καλάθι με ποικίλους τρόπους και έχει φτάσει να τελειοποιήσει μία κίνηση που του δίνει μεγάλο αβαντάζ από τον αντίπαλό του και μοιάζει ασταμάτητη; Στην πραγματικότητα, δεν γίνεται, κάτι που φαίνεται από τους αγώνες της Μονακό. Ο ίδιος ο παίχτης μέσω των προσωπικών του λογαριασμών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μας είχε προϊδεάσει τα προηγούμενα καλοκαίρια, όταν και ανέβαζε τις ατομικές προπονήσεις. Ντριμπλάρει προς την τελική γραμμή, κάνει δύο βήματα στο πλάι έχοντας μαζέψει τη μπάλα και σουτάρει «εκτός ισορροπίας» . Το βάζω σε εισαγωγικά καθώς, για τον Τζέιμς μάλλον δεν είναι εκτός ισορροπίας, αφού η αρμονία στις κινήσεις του είναι σκέτη ποίηση.
H ισορροπία όσο βρίσκεται στον αέρα είναι εκπληκτική και σε συνδυασμό με την εξαιρετική του αθλητικότητα του δίνει ένα πλεονέκτημα απέναντι στον αντίπαλο, για να σουτάρει πρακτικά πιο ελεύθερος. Τα τελευταία χρόνια πάντως παρατηρείται μία αύξηση σε τέτοια σουτ, τα οποία μέσω της δουλειάς που ρίχνει ένας παίχτης μπορούν να του δώσουν τη δυνατότητα να βρίσκει ελεύθερο οπτικό πεδίο για να εκτελέσει.
Ο Μάικ Τζέιμς, υπό τις οδηγίες του Σάσα Ομπράντοβιτς, μοιάζει να είναι πιο συγκεντρωμένος και πιο ώριμος στην καθοδήγηση της ομάδας. Στην πραγματικότητα, όταν παίζει καλά είναι ίσως εκ των κορυφαίων παιχτών στην Ευρώπη. Μετά την αποχώρηση των ρωσικών ομάδων, η Μονακό διεκδικεί την είσοδο στα πλέι οφς, κάτι που ίσως αποδειχτεί σημαντικό και για την παρουσία της στη διοργάνωση την επόμενη φορά.
5. Ο Ντάντε Έξουμ στη Βαρκελώνη
H Μπαρτσελόνα είναι η πιο συνεπής ομάδα στην απόδοσή της, τόσο επιθετικά όσο και αμυντικά. Καλύτερη επίθεση με 117,7 πόντους ανά 100 κατοχές με το εκπληκτικό 42,2% στα τρίποντα και τέταρτη άμυνα με 106,3 πόντους αντίστοιχα ανά 100 κατοχές. Με ένα ρόστερ που φαντάζει πλήρες στις περισσότερες θέσεις, με πλειάδα επιλογών για τον προπονητή Σαρούνας Γιασικεβίτσιους, δεν άφησε χαμένη την ευκαιρία που παρουσιάστηκε (όταν απουσίαζαν λόγω τραυματισμού οι Καλάθης, Χίγκινς) να αποκτήσει τον 26χρονο Αυστραλό guard.
H Bαρκελώνη αποτελεί τον πρώτο εκτός ΝΒΑ σταθμό της καριέρας του νούμερο πέντε του ντραφτ του 2014 από τους Γιούτα Τζαζ. Mετά από ένα αρχικό διάστημα προσαρμογής, με ορισμένες αυξομειώσεις στην απόδοσή του και στους χρόνους συμμετοχής, δείχνει να έχει εγκλιματιστεί πλήρως και να συμβάλλει στη δημιουργία μιας πανίσχυρης περιφερειακής γραμμής. Ο Έξουμ είναι παίχτης που βοηθάει πολύ στο αμυντικό σκέλος, όπου με το μέγεθός του, το μάκρος και την αθλητικότητά του δημιουργεί μία εξαιρετική πρώτη γραμμή άμυνας. Σε συνδυασμό με τους συμπαίχτες και τον τρόπο που αμύνονται οι ομάδες του Γιασικεβίτσιους και δη η Μπαρτσελόνα, δημιουργείται ένα αμυντικό τείχος, που κλείνει τους διαδρόμους προς τη ρακέτα και μικραίνει τους χώρους του γηπέδου, μία αμυντική «κόλαση» για τους αντιπάλους.
Επιθετικά, παρόλο που το αδύνατο σημείο του ήταν το μακρινό σουτ στα χρόνια του ΝΒΑ, με 30% ποσοστό καριέρας, προς το παρόν σουτάρει με ποσοστό στο 50%, αλλά σε μία περίπου προσπάθεια ανά παιχνίδι, ενώ σε μόλις δύο ματς έχει σουτάρει πάνω από δύο τρίποντα. Πρακτικά είναι ένας πιο “big” Καλάθης, χωρίς όμως, την τρομερή οργάνωση του Έλληνα guard. Η πλειονότητα των προσπαθειών του είναι κοντά στο ζωγραφιστό, όπου θα τελειώσει τις φάσεις με drive ή με floater. Είναι τόσο αθλητικός που ξεχωρίζει από τους αντιπάλους του και αρκεί ένα πικ ψηλά ή ένα ψεύτικο σκριν από τους στρετς ψηλούς της Μπαρτσελόνα για να το εκμεταλλευτεί και να φτάσει ως το καλάθι από τον αγαπημένο του δεξιό διάδρομο.
Παρότι δεν είναι το δυνατό του σημείο το τρίποντο, θα παίξει αρκετά στο πλευρό του Νικ Καλάθη, ενώ μπορεί να ταιριάξει με όλους τους υπόλοιπους περιφερειακούς. Μέχρι στιγμής συνεισφέρει με 7,1 πόντους, 2,6 ριμπάουντ, 1,4 ασίστ και 60,6% σταθμισμένη ευστοχία.
6. Το γαμώτο για τους ΝτεΚολό, Βέσελι
H Φενέρ είναι η μεγάλη απογοήτευση τη φετινή χρονιά, καθώς επ’ ουδενί και σε κανένα σημείο της σεζόν, πλην ελαχίστων περιπτώσεων, δεν έδειξε ικανή να διεκδικήσει την πρόκριση στην οκτάδα της Ευρωλίγκα. Μια ομάδα που μας είχε συνηθίσει διαφορετικά τα προηγούμενα χρόνια, σε προκρίσεις, σε εισόδους στο φάιναλ φορ. Φέτος, όμως, από την αρχή φάνηκε το έργο. Από τη φυγή του προπονητή Ιγκόρ Κοκόσκοφ για το ΝΒΑ και τον πάγκο των Ντάλας Μάβερικς και την πρόσληψη στη θέση του, του Σάσα Τζόρτζεβιτς, ο οποίος ναι μεν έχει να επιδείξει στο παλμαρέ του το πρωτάθλημα Ιταλίας με τη Βίρτους τη σεζόν 2020/21 και το Champions League του 2019 με την ίδια ομάδα, αλλά πλην αυτών τίποτα το αξιόλογο κατά την παρουσία του σε συλλόγους.
Τα σχήματα με δύο επί της ουσίας σέντερ, δεν ευδοκίμησαν σε βάθος χρόνου, όπως έκανε και κάνει με τους Μπούκερ, Βέσελι , παρότι ο πρώτος μπορεί να σουτάρει καλά από μακριά και να λειτουργήσει ως στρετς ψηλός. Έτσι «ακύρωνε» στοιχεία από το πολύπλευρο ταλέντο του Τσέχου παιχταρά, ο οποίος τα τελευταία χρόνια έχει εξελίξει και το δημιουργικό κομμάτι σε μεγάλο βαθμό.
Ο έτερος σούπερ σταρ της ομάδας, Νάντο ΝτεΚολό, ερχόταν από τον πάγκο στους αγώνες, ώστε να είναι αυτός ο κύριος επιθετικός πόλος της «δεύτερης πεντάδας». Όμως, η πορεία έδειξε εντελώς άλλα πράγματα. Δεn γίνεται ένας παιχτης όπως ο Γάλλος να βρίσκεται μόλις 22 λεπτά στο παρκέ, χρόνος που είναι ο δεύτερος πιο μικρός στην καριέρα του στην Ευρωλίγκα μετά από τη σεζόν 2010/11, όταν αγωνίστηκε με τη φανέλα της Βαλένθια. Άμεση συνέπεια και οι μόλις 12 πόντοι μέσο όρο για έναν παίχτη που έχει 3,5 πόντους πάνω μέσο όρο καριερας στη διοργάνωση και μόλις τελειώσει την καριέρα του θα βρίσκεται εκτός απροόπτου στην κορυφή του πίνακα των σκόρερ. Έκτος σε χρόνο συμμετοχής,παρότι δεύτερος σκόρερ και δημιουργός για την ομάδα. Εν αντιθέσει με τον πρώην προπονητή, Ιγκόρ Κοκόσκοφ ο οποίος προσπάθησε να του δίνει τη μπάλα εξαρχής και να είναι αυτός ο βασικός χειριστής και εκφραστής των επιθετικών αποφάσεων, ο Τζόρτζεβιτς επέλεξε άλλο δρόμο. Το αποτέλεσμα νομίζω φαίνεται και με τους αριθμούς που προανέφερα, ακόμα και αν η επίθεση των Τούρκων ήταν καλή.
Για να αποδώσω όμως τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, οι διάφοροι τραυματισμοί των δύο αυτών παιχτών ήταν απόλυτα κομβικοί για την πορεία της Φενέρ όλη τη σεζόν. Ο Τσέχος έχει αγωνιστεί σε 20 από τα 25 παιχνίδια τους και ο Γάλλος σε 21, ενώ θα χάσει τα εναπομείναντα λόγω τραυματισμού. Οκ, ίσως τελικά η φετινή χρονιά είναι η καλύτερη αφορμή να πάνε αλλού τα ταλέντα τους, κάπου που θα εκτιμηθούν όπως πρέπει από το προπονητικό τιμ.
7. Η Αρμάνι σε ρόλο Ντόκτορ Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ
Στο πασίγνωστο μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Λουίς Στίβενσον, ο ντόκτορ Τζέκιλ μέσω πειραμάτων βρίσκεται αντιμέτωπος με τον σκοτεινό εαυτό του, τον μίστερ Χάιντ, με τις δύο αυτές προσωπικότητες να παλεύουν να εξουδετερώσουν η μία την άλλη για το ποια θα επικρατήσει. Κάπως έτσι μοιάζει η παρουσία της Αρμάνι Μιλάνο, παρόλο που κατέκτησε το πλεονέκτημα έδρας για την κανονική περίοδο και θα στοχεύσει ξανά στο φάιναλ φορ και γιατί όχι στον τελικό, που της στέρησε πέρυσι η Μπαρτσελόνα.
Η άμυνα των Ιταλών είναι εξαιρετική, εκ των κορυφαίων στη διοργάνωση με 105.6 πόντους ανά 100 κατοχές, πίσω μόνο από τη Ρεάλ Μαδρίτης. Από την άλλη, η επιθετική λειτουργία δεν παρουσιάζεται τόσο ισχυρή, με τους 109,1 πόντους ανά 100 κατοχές να την κατατάσσουν στην ένατη θέση. Eπιθετικά βασίζονται αρκετά στον μαέστρο Σέρχι Ροντρίγκεζ, στον εξαιρετικό Ντεβόν Χολ και στον forward Σαβόν Σιλντς, καθώς οι μεταγραφικές κινήσεις στην περιφερειακή γραμμή με τους Γκραντ, Ντάνιελς δεν έχουν αποδώσει το αναμενόμενο. Ουδείς εκ των ψηλών μπορεί να σουτάρει καλά και σταθερά από μακριά, όπως όλη η ομάδα άλλωστε, καθώς έχουν μόλις 35,2% τρίποντο, παρότι η Μιλάνο είναι έκτη σε προσπάθειες. Από την περιφερειακή γραμμή ο Ντέβον Χολ είναι η πιο αξιόπιστη λύση, με τους 10 πόντους και το 38,5% από το τρίποντο.
Η ισχυρή άμυνα είναι η αιχμή του δόρατος για τον Έτορε Μεσίνα, κάτι που είδαμε στον υπέρτατο βαθμό στον πρόσφατο αγώνα εναντίον της Εφές στην Τουρκία, όπου με τη νίκη κατέκτησε το πλεονέκτημα έδρας και πιθανόν την τρίτη θέση της βαθμολογίας. Ο Κάιλ Χάινς παραμένει κομβικός, κάτι που λογικά θα συμβαίνει ακόμα και αν περάσει μισός αιώνας, οι περιφερειακοί μπορούν και κυνηγάνε και παλεύουν σε κάθε κατοχή, σε κάθε σκριν, ενώ οι παίχτες που βρίσκονται στην πίσω ζώνη άμυνας μετά από άμυνα αλλαγών, δίνουν μάχες για να βγαίνουν από μπροστά και να κλείνουν τους χώρους και τις γωνίες πάσας. Κάπως έτσι ανέτρεψαν ένα ματς που έμοιαζε χαμένο στο ημίχρονο, ρίχνοντας τον ρυθμό και τις κατοχές του και έφτασαν σε μία σπουδαία νίκη.
Ο τρόπος που βάζει τα χέρια του ο Ντιλέινι, το πως είναι έτοιμοι να κλείσουν τους διαδρόμους σε περίπτωση διείσδυσης οι Ντατόμε, Μέλλι και φυσικά ο Χάινς είναι η απόδειξη πως οι Μιλανέζοι στα δύσκολα θα στηριχθούν στο κομμάτι που ξέρουν καλύτερα να κάνουν.
8. Η ελεύθερη πτώση της Βιλερμπάν
Η Γαλλική ομάδα ήταν από τις ευχάριστες εκπλήξεις στο πρώτο διάστημα της σεζόν . Ομάδα που ήταν fun-to-watch για τον ουδέτερο θεατή, με τους Οκόμπο, Τζόουνς να είναι η ατραξιόν της περιφερειακής γραμμής. Ενδεικτικά αναφέρω πως στο πρώτο τέτοιο κείμενο τον περασμένο Νοέμβριο είχαν ρεκόρ 5-2. Έκτοτε επήλθε η πλήρης κατάρρευση, με το ρεκόρ τους να είναι 3-16! Η επίθεση είναι μέτρια, η άμυνα κακή, με τον Οκόμπο που τόσο μας ξετρέλαινε να τον χαζεύουμε στους αγώνες, να γίνεται το νούμερο δύο της ομάδας πίσω από τον Τζόουνς. Μπορεί η παρουσία του Τόνι Πάρκερ στην ηγεσία του οργανισμού να είναι εχέγγυο της συνέχειάς του και τα επόμενα χρόνια στην Ευρωλίγκα, θα χρειαστεί όμως να παρουσιάσει ένα καλύτερο πρόσωπο για να μην είναι κομπάρσος. Πόσο δε μάλλον όταν όλα τα γύρω γύρω από το αγωνιστικό τμήμα είναι λυμένα. Θα συνεχίσει να λειτουργεί ως σχολείο για τους νέους Γάλλους παίχτες, με σκοπό να παρουσιαστούν πιο έτοιμοι για το ΝΒΑ ή για άλλες μεγαλύτερες ομάδες;
Τουλάχιστον υπάρχει και κάτι ευχάριστο από την όλη παρουσία των Γάλλων στην Ευρωλίγκα. Αυτό δεν είναι άλλο από την παρουσία του «μονόκερου» Βίκτορ Γουενμπανιάμα, το τελευταίο διάστημα σε πιο ενεργό ρόλο. Oι χρόνοι συμμετοχής του στους αγώνες έχουν αυξηθεί. Ενδεικτικά, στα τελευταία τέσσερα ματς -πλην Ολυμπιακού που ήταν εκτός αποστολής λόγω γαλλικού κυπέλλου- παίζει μίνιμουμ 20 λεπτά. Θυμίζω πως ο νεαρός φόργουορντ/σέντερ θα βρίσκεται και την επόμενη περίοδο στα ευρωπαϊκά γήπεδα, προτού επιλεγεί όπως αναμένεται στο νούμερα ένα του ντραφτ του 2023. Αυτό διότι θα πρέπει ένας παίχτης να έχει κλείσει τα 19 έτη τη χρονιά που γίνεται το εκάστοτε ντραφτ. Highlight τη φετινή σεζόν έως τώρα, η παρουσία του στον αγώνα εναντίον της Ζαλγκίρις, όπου είχε 14 πόντους, 2 κλεψίματα, 5 μπλοκς και 23 βαθμούς στο σύστημα αξιολόγησης σε 28 λεπτά.
8. Ο Σάσα Βεζένκοφ και το υπέροχο close out παιχνίδι του
Αρκετά χρόνια οι φίλαθλοι και οπαδοί του Ολυμπιακού αναρωτιόμασταν ποιος θα ήταν ο παίχτης ο οποίος για αρχή θα στεκόταν επάξια ως back up του Γιώργου Πρίντεζη, όσο αυτός θα έπαιρνε ανάσες στον πάγκο και αν θα βρεθεί αντάξιος αντικαταστάτης του, όταν ερχόταν η ώρα να σταματήσει. Με το μπασκετικό τέλος ενός εκ των σπουδαιότερων power forward της Ευρωλίγκα να πλησιάζει, τα ερωτήματα αυτά έχουν λάβει απάντηση. Ο Σάσα Βεζένκοφ έχει «φορέσει» τα παπούτσια του βασικού «4αριού» των Πειραιωτών, πραγματοποιεί μία φανταστική χρονιά, που στο τέλος της δεν είναι απίθανο να τον βρει στην κορυφαία πεντάδα της διοργάνωσης. Eξάλλου τον μήνα Φλεβάρη ήταν ο πολυτιμότερος παίχτης για την Ευρωλίγκα.
Είναι ο μοναδικός παίχτης της ομάδας που αγωνίζεται σχεδόν 30 λεπτά ανά παιχνίδι, είναι ο πρώτος σκόρερ της με 13,8 πόντους, ο πρώτος ριμπάουντερ με 5,7, ενώ οι 17,8 μονάδες αξιολόγησης είναι η τρίτη υψηλότερη ανάμεσα στους παίχτες της Ευρωλίγκα, πίσω από Μίροτιτς, Ταβάρες και μαζί με την αντίστοιχη του Λάρκιν. Σουτάρει με 38% τρίποντο, όντας εκ των απόλυτων stretch forwards, το release του είναι πιο γρήγορο από τη σκιά του Κώστα Σλούκα και αυτή του η ικανότητα είναι που κάνει τις άμυνες να προσαρμόζονται πάνω του. Εδώ εισέρχεται και το χαρακτηριστικό του παιχνιδιού του, που στα μάτια μου είναι το πιο ευχάριστο κομμάτι στη φετινή του εξέλιξη. Οι close out επιθέσεις, σε συνδυασμό με δημιουργία προς τους συμπαίχτες.
Αν στην πρώτη περίπτωση οκ, το να περάσεις στα πόδια τον Γιανκούνας δεν είναι κάτι δύσκολο πια, στις δύο επόμενες φάσεις είναι φανερό αυτό που αναφέρω. Στη μία ο Οσετκόφσκι πάει να κόψει το σουτ του Βεζένκοφ και ο forward του Ολυμπιακού το εκμεταλλεύεται για να πασάρει στον ελεύθερο Ντόρσεϊ, ενώ στη δεύτερη ο παίχτης της Βιλερμπάν προσέχει μην τον περάσει και δέχεται ένα τρίποντο. Η βελτίωσή του είναι εξαιρετική και αν καταφέρνει να επισκέπτεται και τη γραμμή της φιλανθρωπίας πιο συχνά, θα μιλάμε για ένα πλήρες πακέτο forward.
10. Υπάρχει χώρος για «point forwards» στο Ευρωπαικό μπάσκετμπολ;
Στο ΝΒΑ είναι σύνηθες το φαινόμενο οι ομάδες να στηρίζονται αρκετά στους φόργουορντς τους και εκείνοι να λειτουργούν είτε ως facilitators, είτε ως playmakers. Τα παραδείγματα πάρα πολλά, από τους απόλυτους τέτοιους παίχτες ΛεΜπρον Τζέιμς, Ντρέιμοντ Γκριν, ως τον Τζέισον Τέιτουμ. Στην Ευρώπη δεν συναντάμε συχνά τέτοιες περιπτώσεις παιχτών, τουλάχιστον ως προς το κομμάτι στο οποίο ο αθλητής θα αναλάβει να τρέξει εξαρχής αυτός την επίθεση.
Περισσότερες είναι οι περιπτώσεις όπου οι forwards θα δημιουργήσουν σε καταστάσεις μισού γηπέδου μέσω διάφορων plays. H TΣΚΑ ήταν η ομάδα που προσπάθησε να λειτουργήσει έτσι εξαρχής, με τον Κλάιμπερν κατά κύριο λόγο και τον Σενγκέλια δευτερευόντως. Βέβαια η μέτρια πορεία της, όσο βρισκόταν στη διοργάνωση, έδειξε πως το όλο πλάνο δεν έμοιαζε να πηγαίνει όπως (πιθανολογώ ότι) θα περίμενε ο προπονητής, εξ ου και η απόκτηση του Κέβιν Πάνγκος, άσχετα αν δεν πρόλαβε να παίξει στην Ευρωλίγκα. Αλλες ομάδες που συναντάμε τέτοιες περιπτώσεις είναι ο Κάλινιτς στον Ερυθρό Αστέρα, με το κατεξοχήν ποστ παιχνίδι του, ο Σίκμα στην Άλμπα, ο οποίος ίσως είναι η επιτομή του point forward, ο Παπαπέτρου στον Παναθηναϊκό – τουλάχιστον μέχρι πέρυσι- όπου λειτουργούσε κανονικά ως ο κύριος δημιουργός μισού γηπέδου για τους πράσινους, ο Σιλντς της Αρμάνι και ο Ντεκ στη Ρεάλ Μαδρίτης. Συνήθως οι παίχτες λειτουργούν ως δημιουργοί από καταστάσεις χαμηλά στη ρακέτα, αφού οι point guards των ομάδων στην Ευρώπη είναι αυτοί που αναλαμβάνουν να στήνουν πικς, να καθορίζουν και να δίνουν τον ρυθμό στη διάρκεια ενός αγώνα. Μέχρι στιγμής πάντως, με εξαίρεση το παράδειγμα της ΤΣΚΑ καμία ομάδα δεν έχει δώσει τόσο μεγάλες αρμοδιότητες στους φόργουορντς της, να στηριχτεί δηλαδή σε μεγάλο βαθμό σε αυτούς, χωρίς την ανάλογη ποιότητα στην περιφέρεια.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Τα στατιστικά είναι από το επίσημο σάιτ της διοργάνωσης και από το 3stepbasket.com .