Πέρυσι, η απουσία του πρώην άσου του Ολυμπιακού ανάγκασε τη ρωσική ομάδα να αποκτήσει τον Mάικλ Έρικ, εναν παίχτη με διαφορετικά χαρακτηριστικά από τον Μιλουτίνοφ. Η σεζόν βρισκόταν ήδη στο μέσον της (τον Φλεβάρη σημειώθηκε ο τραυματισμός), επομένως οι επιλογές για κάποιον έμπειρο παίχτη όσον αφορά την Ευρωλίγκα ήταν περιορισμένες, καθώς δύσκολα η ομάδα θα έπαιρνε το ρίσκο για αθλητή δίχως εμπειρία της διοργάνωσης. Αυτή τη φορά φρόντισε να αποκτήσει έναν πρώην ΝΒΑer, με μεγάλη προιστορία στο κορυφαίο πρωτάθλημα , του οποίου η διαδρομή τα τελευταία χρόνια «έδειχνε» πως με κάποιον τρόπο θα καταλήξει στα δικά μας μέρη. Όπερ και εγέννετο. Ο Κένεθ Φαρίντ είναι ο επιλαχόντας για να ενισχύσει τη γραμμή των ψηλών της ΤΣΣΚΑ, με δίμηνο συμβόλαιο αρχικά και με την ομάδα να κατέχει την οψιόν ανανέωσης ως το τέλος της χρονιάς.
? Настоящая БОМБА ?
— CSKA Moscow (@cskabasket) October 9, 2021
Состав команды пополнил центровой Кеннет Фарид!
Подробности уже тут ➡️ https://t.co/xzYsip7KXv pic.twitter.com/W0PNlsigWA
Παρακάτω θα ρίξουμε μία ματιά στο παρελθόν του στο ΝΒΑ, τους λόγους που έχει μείνει εκτός και τι μπορεί να προσφέρει στους Ρώσους στο διάστημα που θα μείνει στη Μόσχα.
O Manimal του ΝΒΑ.
O Kένεθ Φαρίντ επιλέχτηκε στο νούμερο 22 του ντραφτ του 2011 από τους Ντένβερ Νάγκετς, με τους οποίους αγωνίστηκε για επτά σεζόν. Ο τρόπος παιχνιδιού του ήταν αυτός που του έδωσε το χαρακτηριστικό παρατσούκλι «Manimal» που τον ακολουθεί σε όλη την καριέρα του. Ακολούθησαν οι Μπρούκλιν Νετς και οι Χιούστον Ρόκετς, οι οποίοι αποτέλεσαν και τον τελευταίο σταθμό της ΝΒΑικής καριέρας του, τη σεζόν 2018/19. Αγωνίστηκε σε 478 αγώνες κανονικής περιόδου -385 ως μέλος της βασικής πεντάδας- και σε 18 των πλέι οφς. Οι μέσοι όροι σε αυτές τις εννέα χρονιές ήταν 11,4 πόντοι, 8,1 ριμπάουντς με 54,6% ευστοχία στα σουτ και 65,4% σε βολές, ενώ έχει βρεθεί στην καλύτερη πεντάδα των rookies τη σεζόν 2011/12 και έχει κατακτήσει το χρυσό μετάλλιο με την εθνική ομάδα των Ηνωμένων Πολιτειών στο παγκόσμιο κύπελλο της Ισπανίας το 2014. Ειδικά τα πρώτα του χρόνια στην πολιτεία του Κολοράντο ήταν εκ των κορυφαίων παιχτών της ομάδας, με σημαντική παρουσία και αντίκτυπο στο παιχνίδι τους. Διόλου άσχημα νούμερα λοιπόν για τον αμερικανό φόργουορντ/σέντερ, αλλά τι ήταν αυτό που τον ώθησε εκτός πρωταθλήματος και δύο σεζόν τώρα βρισκόταν μεταξύ Κινας και Πουέρτο Ρίκο;
Αυτό που χαρακτηρίζει τον Φαρίντ ως παίχτη είναι ο δυναμισμός του, η ορμή που βγάζει, η ικανότητά του τελειώνει δυναμικά τις φάσεις κοντά στο καλάθι και να διεκδικεί κάθε χαμένο σουτ. Δεν ήταν τυχαίο άλλωστε πως ήταν εκ των κορυφαίων παιχτών στο επιθετικό ριμπαουντ όσα χρόνια αγωνιζόταν στο ΝΒΑ. Σύμφωνα με το Cleaning The Glass άνηκε στο υψηλότερο εκατοστημόριο στο ποσοστό στην ανάκτηση των χαμένων σουτ των συμπαιχτών του (fg OR% ). Με εξαίρεση τη σεζόν στο Μπρούκλιν , δείτε πόσες φορές βρισκόταν πάνω από το 96ο εκατοστημόριο. Φανταστικά νούμερα για τον παίχτη και για το όφελος που η ομάδα είχε με τις έξτρα αυτές κατοχές.
Ήταν παίχτης που λειτουργούσε κατεξοχήν κοντά στη ρακέτα, που ζούσε «ετερόφωτος» και δεν μπορούσε να δημιουργήσει το δικό του σουτ. Ενδεικτικά αναφέρω πως σύμφωνα με το ίδιο σάιτ (CtG), το ποσοστό των τελειωμάτων του κοντά στο καλάθι κυμαίνονταν από 63% έως 81% σε σχέση με το σύνολο των προσπαθειών που έπαιρνε. Αυτό στην αρχή της καριέρας του δεν ήταν πρόβλημα. Όπως βλέπουμε άλλωστε από τον πίνακα έως τη σεζόν 2015/16 ήταν βασικό στέλεχος των Νάγκετς. Eκείνη τη σεζόν ανέλαβε πρώτος προπονητής της ομάδας ο Μάικ Μαλόουν, ενώ επιπρόσθετα ήταν η πρώτη του παίχτη που έμελλε να αλλάξει το στάτους κβο του Ντένβερ τα τελευταία χρόνια, του Σέρβου αρτίστα Νίκολα Γιόκιτς.
Οπότε, ας ρίξουμε μια ματιά στους παράγοντες εκείνους που τον έχουν θέσει πια εκτός νυμφώνος. Μιας και η καριέρα του πρακτικά περιορίστηκε σε μία ομάδα, το Ντένβερ, με το πέρας των χρόνων ο οργανισμός μπήκε σε μία διαδικασία αναμόρφωσης, κατά την οποία δημιουργήθηκε μια νεαρή ομάδα με μέλη όπως ο Γιόκιτς, ο Μάρεϊ, επομένως στην ηλικία των 28 προς 29 ετών (σεζόν 2018/19) ήταν μεγάλος και περιορισμένων δυνατοτήτων, ώστε να αποτελέσει μέλος της επόμενης μέρας των Νάγκετς. Σε συνδυασμό με την απόκτηση ως free agent του Πολ Μίλσαπ το 2017, τα λεπτά συμμετοχής του έπεσαν και περιορίστηκε στη second unit, αφού ο τρόπος παιχνιδιού του δεν ήταν πια «χρήσιμος».
Δεύτερος παράγοντας, ο συνδυασμός θέσης και χαρακτηριστικών. Όλα τα χρόνια της καριέρας του υπήρξε ένας δυναμικός πάουερ φόργουορντ με αρκετές αδυναμίες στο παιχνίδι του, οι οποίες άρχισαν να γίνονται εμφανείς με την πάροδο του χρόνου και με την εξέλιξη που παρουσίασε το ίδιο το μπάσκετ στο ΝΒΑ. Παρότι ήταν πολύ αθλητικός για «4αρι», του έλειπε το σημαντικότερο στοιχείο για να γίνει πραγματικά χρήσιμος. Αυτό του περιφερειακού σουτ. Κομμάτι που δεν έβαλε ποτέ στο ρεπερτόριό του και που ερχόταν σε αντιδιαστολή με τη συνεχόμενη εκθετική αξία που λάμβανε το τρίποντο χρόνο με τον χρόνο. Ενδεικτική είναι η διακύμανση στα σουτ τριών πόντων των Νάγκετς. Τη χρονιά που έγινε ντραφτ σούταραν μόλις 20 τρίποντα ανά παιχνίδι ( μόλις το 19% των πόντων τους προέρχονταν από τέτοια σουτ) ενώ την τελευταία του σεζόν σούταραν 31 ( με το 31% των πόντων της ομάδας να προερχόταν από τρίποντα). Πόσα σουτ τριών πόντων είχε πάρει στην οχταετή καριέρα του στο ΝΒΑ; Μόλις 46, εκ των οποίων τα 25 την τελευταία του σεζόν σε Νετς και Ρόκετς. Το μπάσκετ στρεφόταν προς τα analytics, τα σουτ που είχαν «αξία», όπως το τρίποντο και ο Φαρίντ έμενε πίσω. Δεν θα μπορούσε να επιβιώσει ως «4» χωρίς ένα υποτυπώδες έστω σουτ.
Από την άλλη, η όλη κατάσταση θύμιζε κάτι από τον Οδυσσέα και τις περιπέτειές του στην προσπάθεια να επιστρέψει στην Ιθάκη, ιδιαίτερα όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τη Σκύλα και τη Χάρυβδη. Αφού δεν είχε σουτ, το μόνο που έμενε ήταν να μπορέσει να σταθεί ως σέντερ. Η Χάρυβδη που ανέφερα. Σε έναν κόσμο που γέμιζε ψηλούς όπως οι Εμπίντ, Ντέιβις, Τάουνς, Αντετοκούνμπο μεταξύ άλλων (δε βάζω τον Γιόκιτς αφού ήταν συμπαίχτης του), ο Φαρίντ ήταν αρκετά undersized για να μπορέσει να τους ανταγωνιστεί σε βάθους αγώνων. Μπορούσε μόνο να υποστηρίξει ορισμένα small σχήματα, όπου θα είχε τον ρόλο του σέντερ. Όπως συνέβη για λίγο χρονικό διάστημα κατά τη θητεία του στο Χιούστον και τους Ρόκετς, μέχρι που αποφάσισαν να καταργήσουν τη συγκεκριμένη θέση.
Τα τελευταία χρόνια και δη το καλοκαίρι που πέρασε προσπάθησε-ανεπιτυχώς- να διεκδικήσει θέση στο ρόστερ κάποιας ομάδας με το μίνιμουμ συμβόλαιο. Η ομάδα με την οποία έκανε ορισμένες προπονήσεις ήταν οι Λέικερς.
Ο «Manimal» στη Μόσχα
Προτού περάσουμε στο καθαρά αγωνιστικό κομμάτι, το βασικό ερώτημα που τίθεται όσον αφορά τον 31χρονο φόργουορντ/σέντερ είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Τις τελευταίες δύο σεζόν, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω στο κείμενο, αγωνίστηκε στο κινεζικό πρωτάθλημα με τη φανέλα των λιονταριών της Τσετσιάνγκ (εικάζω κάπως έτσι θα προφέρεται η Zhejiang), ενώ στην ίδια οικογένεια των αιλουροειδών βρέθηκε και στο Πουέρτο Ρίκο με τους Λεόνες του Πόνσε. Οι εμφανίσεις του και στις δύο αυτές ομάδες δεν ξεπέρασαν τις δέκα, επομένως την τελευταία τριετία έχει αγωνιστεί σε μόλις 53 παιχνίδια (τα 43 στη σεζόν 2018/19 με Νετς, Ρόκετς). Ίσως έτσι εξηγείται η επιλογή να του προσφέρουν δίμηνο συμβόλαιο οι Μοσχοβίτες και εφόσον μείνουν ικανοποιημενοι από την απόδοση και τη συμπεριφορά του, να τον κρατήσουν ως το τέλος της σεζόν.
Η ΤΣΣΚΑ υπό τις οδηγίες του κόουτς Ιτούδη φημίζεται για το καλό spacing που έχει όλα αυτά τα χρόνια και το πώς θέλει να τεντώνει τις αποστάσεις του γηπέδου. Ο Φαρίντ, μάλλον θα κινείται καθαρά σαν παίχτης ρακέτας, που θα «βουτάει» στο καλάθι μετά από διάφορες συνεργασίες και δράσεις με τους συμπαίχτες του, χωρίς όμως να λειτουργεί ως δευτερεύων δημιουργός από χαμηλά, όπως επί παραδείγματι κάνει ο Σενγκέλια.
Τα σχήματα που θα μπορεί να παρατάξει ο προπονητής των Ρώσων με τον Φαρίντ στην πεντάδα, πολλά και ποικίλα. Το πιο ταιριαστό μοιάζει αυτό με τον Γιοχάνες Βόιτμαν, σχήμα όπου ο Γερμανός θα είναι ο stretch ψηλός που θα ανοίγει τους χώρους και ο Φαρίντ θα δρα ως screener, ως roller μετά από pick n roll σε μία διάταξη «4 out-1 in». Παρότι στο ΝΒΑ δε φημιζόταν για την άμυνά του, εδώ θα μπορεί να αμυνθεί απέναντι σε οποιοδήποτε ψηλό ή σε κοντό εάν επιλέγονται αλλαγές. Σκεφτείτε μόνο σε μία κατάσταση pick n roll να αλλάζει με τον παίχτη του Χάκετ. Μόνο miss match δεν θα είναι. Με τον Σενγκέλια ως δίδυμο, το spacing της ΤΣΣΚΑ σαφώς και δεν θα είναι το ίδιο, καθώς ο Γεωργιανός δεν έχει σταθεροποιήσει το τρίποντό του σε ένα επαρκές επίπεδο (μόλις 31,5% πέρυσι) και η αντίπαλη άμυνα δεν θα διστάζει να του δίνει το σουτ. Το θετικό ,όμως, είναι πως παρότι θα υπάρχουν δύο παίχτες που κατεξοχήν αρέσκονται να κινούνται κοντά στη ρακέτα, ο Σενγκέλια έχει τη δυνατότητα να ξεκινάει τις φάσεις απέξω. Γιατί όχι και συνεργασίες με σκριν του Φαρίντ στον φόργουορντ συμπαίχτη του, από τη στιγμή που ο δεύτερος είναι άνετος με τη μπάλα στα χέρια του;
Εκεί που αναμένεται να κάνει θραύση, εφόσον φυσικά είναι σε ένα καλό επίπεδο, είναι ο τομέας των ριμπάουντ. Με το δείγμα από τη φετινή σεζόν στην Ευρωλίγκα να είναι μικρό, την περασμένη χρονιά η ΤΣΣΚΑ ήταν η κορυφαία ομάδα στον τομέα των επιθετικών ριμπάουντ, καθώς κέρδιζε το 31,4% των διαθέσιμων αυτών κατοχών. Επομένως η προσθήκη ενός εξαιρετικού παίχτη σε αυτό το σκέλος θα ενισχύσει ακόμα περισσότερο τους Ρώσους και θα τους δώσει τη δυνατότητα να πηγαίνουν τους αγώνες τους σε περισσότερες κατοχές.
Η ΤΣΣΚΑ λοιπόν δεν έχασε χρόνο και έκανε μία κίνηση που προκάλεσε ντόρο στο ευρωπαϊκό στερέωμα, λόγω περισσότερο της προιστορίας του στο ΝΒΑ, παρά της αγωνιστικής του ετοιμότητας, η οποία και παραμένει άγνωστη έως ότου τον δούμε να αγωνίζεται. Κατά την άποψή μου, η ρωσική αρκούδα είναι το φαβορί για τη φετινή διοργάνωση -τραυματισμών επιτρεπόντων- και ο Φαρίντ μπορεί μόνο να την ισχυροποιήσει σε αυτή τη θέση.