Κάπως έτσι, με το πρωτάθλημα να έχει διακοπεί οριστικά, βρίσκομαι αμήχανος μπροστά στην προοπτική να μιλήσω για το μέλλον του Άρη, όπως αμήχανος θα βρισκόμουν και ενώπιον της προοπτικής να συζητήσω για τη συντριπτική πλειοψηφία των ομάδων της Basket League, όποιες κι αν τελικά καταλήξουν να είναι αυτές τον Οκτώβρη (;) του 2020.
Η παγωμάρα της διακοπής των πρωταθλημάτων λόγω των μέτρων προστασίας κατά του Covid-19 δεν ισχύει τόσο στην περίπτωση του ελληνικού πρωταθλήματος. Η αβεβαιότητα και η αμηχανία έχουν γίνει πλέον εγγενή στοιχεία κάθε συζήτησης γύρω από το μπάσκετ στην Ελλάδα. Νομίζω άλλωστε ότι στην πραγματικότητα κανείς εκτός όσων αγωνίζονται δεν πολυενδιαφέρεται πραγματικά για την τελική βαθμολογία. Ο Παναθηναϊκός θα το πάρει (γιατί, έι, ο Ολυμπιακός παίζει στην A2), κάποιοι θα πέσουν, αν πέσουν, κάτι, κάπως, κάποτε. Αυτό το τελευταίο είναι που κάνει ακόμα και την τελική βαθμολογία να στερείται όποιου νοήματος.
Δεν θέλω να μακρυγορήσω για τους λόγους που το ελληνικό μπάσκετ έφτασε σε αυτό το χάλι, ούτε και να αραδιάσω πιθανές λύσεις - άλλωστε αυτές πάντα θα προσκρούουν στη βούληση των προσώπων που αποφασίζουν. Το πρόβλημα δεν είναι η απουσία βιώσιμων μοντέλων που μπορούν να αποτελέσουν παράδειγμα. Όση οργή κι αν έχω μαζεμένη για το αρρωστημένο δίπολο Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού που, ανεξάρτητα από κάθε επιτυχία των συλλόγων, κηλιδώνει σαν σάπιο πετρελαιοφόρο τα νερά του μπάσκετ και της κοινωνίας (δεν μιλάω για κάθε ομάδα ξεχωριστά, ούτε για την ιστορία τους, ούτε για τον κόσμο τους, αλλά για τη δυναμική της αντιπαλότητάς τους που γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους ιδιοκτήτες τους - αν περνούσαμε στο ποδόσφαιρο θα μιλούσαμε για τον ΠΑΟΚ, ας μην κολλήσουμε στα ονόματα). Δεν μου προσφέρει κάποια διέξοδο ή εκτόνωση αυτό και σίγουρα δεν έχω να πω κάτι καινούριο που ξαφνικά θα επαναφέρει τον υγιή ανταγωνισμό στο πρωτάθλημα της Α1.
Αυτό που με ενδιαφέρει είναι πώς επηρεάζει η σημερινή κατάσταση τη σχέση του κόσμου με το μπάσκετ, όχι μόνο σαν εμπορικό προϊόν, αλλά κυρίως σαν ενασχόληση. Μιλάει η η συνέχεια του παιδιού που δεν ήθελε να αφήσει τη μπάλα από τα χέρια του, που άκουγε την – για άλλους ενοχλητική – ηχώ της στο τσιμέντο όταν έκλεινε τα μάτια του και στηνόταν ευλαβικά μπροστά στην τηλεόραση κάτι απογεύματα στην ΕΡΤ-3 για τα ευρωπαϊκά παιχνίδια του Άρη, αλλά και τους τελικούς του Αμαρουσίου, του Μακεδονικού, τα καλοκαίρια με τις εθνικές κ.ο.κ.. Όπως ακριβώς οι περισσότεροι δηλαδή, ο καθένας με τον τρόπο του, μεγαλώσαμε με το μπάσκετ. Σαν ένας άνθρωπος, τελικά, που νιώθει να του καταστρέφουν ένα μέρος των αναμνήσεων και της σημερινής διασκέδασής του, καθώς αυτό που κάποτε τροφοδοτούσε τα όνειρά του, έχει καταλήξει ένας κουβάς πικρίας και άγχους - αν όχι αηδίας.
O μύθος και η σπασμωδία
Ο μύθος δεν είναι μονάχα φανταστικές ιστορίες για να κοιμόμαστε τα βράδια ή να σκοτώνουμε το χρόνο μας. Αντιθέτως, ο μύθος, το αφήγημα αποτελεί ένα βασικό εργαλείο αντίληψης του κόσμου γύρω μας, που υπάρχει πριν ακόμα εφευρεθεί η γραφή ή η τυπογραφία, για να μεταφέρει και να απαθανατίζει την ανθρώπινη εμπειρία. Είναι η συνεκτική τεχνική που παίρνει αποσπασματικά στοιχεία και γεγονότα και κάνει τον κόσμο αντιληπτό ή ενδιαφέρον, δίνοντάς του μια συνέχεια και αφήνοντας χώρο για να αναπτύξουμε και να προσθέσουμε νόημα στα γεγονότα που εκτυλίσσονται.
Πολλές φορές συζητάω ή αναρωτιέμαι: γιατί καθόμαστε και βλέπουμε NBA και γράφουμε γι’ αυτό; Γιατί όχι για το ελληνικό πρωτάθλημα, το οποίο άλλωστε έχει το μοναδικό προσόν να διαδραματίζεται δίπλα μας; Η εύκολη απάντηση είναι το θέαμα. Δεν νομίζω ωστόσο ότι η στιγμιαία σαγήνη του θεάματος είναι ο κρίσιμος παράγοντας. Αντίθετα, το στοιχείο που με κάνει να επιστρέφω στο NBA, που με γοητεύει να βουτήξω βαθύτερα είναι ακριβώς το στοιχείο της συνέχειας, το ξετύλιγμα του ως ένας μύθος. Μια αδιάκοπη ιστορία εκτυλισσόμενη σε ένα σχετικά σταθερό πλαίσιο (με τις όποιες αλλαγές να έρχονται βαθμιαία) με ήρωες και κακούς που διαδέχονται ο ένας τον άλλον, μια ιστορία που δίνει τη βάση για να απολαύσει κανείς το παρόν και να το χρησιμοποιήσει για να μπορέσει προβλέψει το μέλλον. Δεν είναι οι ταλαντούχοι συντάκτες που κάνουν τα πάντα storylines στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, είναι το σύστημα που επιτρέπει αυτά τα storylines να ξετυλίγονται.
Για ποιον λόγο άλλωστε είναι δημοφιλές εκεί το baseball; Δεν μπορεί να είναι το θέαμα, αρνούμαι να το πιστέψω. Η πλήρης καταγραφή και η συγκρισιμότητα είναι που προσθέτει σημασία σε κάθε επιμέρους παιχνίδι, σε κάθε επιμέρους σεζόν.
Αντιθέτως, είναι η αποσπασματικότητα που κάνει πλέον το ελληνικό μπάσκετ τόσο δύσκολο στην παρακολούθηση, τόσο απωθητικό σε σχέση με το παρελθόν ή σε σχέση με το NBA και τη Euroleague. Δεν είναι μόνο η τηλεοπτική του απαξίωση και η θλιβερή εικόνα στις κερκίδες· είναι οι συζητήσεις γύρω από αγωνιστικά τεκταινόμενα του πρωταθλήματος που έχουν γίνει σπάνιες, ακόμα και ανάμεσα σε ανθρώπους που πέρασαν μια ζωή στα γήπεδα, από μέσα ή από την τηλεόραση και τα περιοδικά. Πως να γίνει διαφορετικά; Ομάδες που εμφανίζονται και εξαφανίζονται, παίκτες που έρχονται για δύο μηνών μεροκάματα, ανακύκλωση των ίδιων παικτών κάθε χρόνο από ομάδα σε ομάδα, ομάδες που διαλύονται στο μέσον της σεζόν - θέτοντας εν αμφιβόλω την ίδια την αξιοπιστία του πρωταθλήματος - οδηγούν σε μια εκφυλιστική αποσύνδεση των ομάδων από τον κόσμο τους κι από τους αθλητές που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τον κορμό τους. Πώς μπορούμε λοιπόν να συζητήσουμε για τους διακριθέντες μιας σεζόν, για την πορεία μιας ομάδας; Με τι μέτρο σύγκρισης; (Φωτεινές εξαιρέσεις ομάδες όπως το Λαύριο, το Ρέθυμνο και ο Προμηθέας, όσο και σε αυτούς επιτρέπεται σε ένα πλαίσιο που κάθε άλλο παρά ευνοεί το χτίσιμο και την εξέλιξη εκ των έσω - η συνέντευξη του coach Σερέλη είναι χαρακτηριστική, από το 17:30 και στο βίντεο).
Το όραμα -όταν υπάρχει- κάθε προπονητή, τεχνικού διευθυντή, ιδιοκτήτη, φιλάθλου, μοιραία προσκρούει στο τείχος της πραγματικότητας. Εβδομάδα με την εβδομάδα για το ποιος θα δώσει το παιχνίδι σε ποιον, ποιος παίκτης θα έρθει για 5-6 παιχνίδια μπας και φέρει καμιά έξτρα νίκη πριν φύγει απλήρωτος, ποια ομάδα θα διαλυθεί πρόωρα γιατί σώθηκε ή γιατί μάλλον δεν σώζεται. Πού οδηγεί δηλαδή η αέναη εναλλαγή των ξένων; Το πρόβλημα δεν είναι καθαυτοί οι έξι Αμερικάνοι, ούτε υπάρχει καμιά διάθεση τοπικισμού, ωστόσο ο κανονισμός αυτός σε ένα ήδη αναξιόπιστο πρωτάθλημα, δημιουργεί μια πραγματική συνθήκη. Είναι σχεδόν αδύνατο για μια ομάδα να επιβιώσει χωρίς να ακολουθήσει αυτή τη συνταγή, κι έτσι όλοι αναγκάζονται να μπαίνουν σε αυτόν τον μυωπικό πόλεμο εξοπλισμών σε βάρος της αξιοπιστίας, αλλά και της εξέλιξης του εγχώριου ταλέντου. Μοιάζει κάθε εβδομάδα να γίνεται ένας χαμός από εξελίξεις. Αλλαγές σε ρόστερ και προπονητές, σκαμπανεβάσματα στη βαθμολογία. Όλοι τρέχουν να προλάβουν κάτι. Κι όμως το πρόσημο είναι μηδενικό, καθώς όλα ξαναχτίζονται στα πρόχειρα κάθε καλοκαίρι, για να ξαναγκρεμιστούν με το που θα μπει η άνοιξη, υπό τη σιωπηλή επιδοκιμασία των κανονισμών.
Δανείζομαι από το εξαιρετικό βιβλίο των “Η αλγοριθμική τέχνη των αποφάσεων” των Brian Christian και Tom Griffiths: "Αυτή είναι η σπασμωδία: ένα σύστημα που τρέχει ολοταχώς χωρίς να καταφέρνει τίποτα. [...] οι επιστήμονες υπολογιστών χρησιμοποιούν τον όρο “σπασμωδία” για να χαρακτηρίσουν σχεδόν οποιαδήποτε κατάσταση που το σύστημα ουσιαστικά αδρανοποιείται διότι ασχολείται εξ ολοκλήρου με μετα-εργασίες. Η απόδοση ενός υπολογιστή σε κατάσταση σπασμωδίας δεν φθίνει σταδιακά. Καταρρέει απότομα. Η “πραγματική δουλειά” ουσιαστικά μηδενίζεται, πράγμα που σημαίνει επίσης ότι είναι σχεδόν αδύνατο το σύστημα να βγει από αυτή την κατάσταση”.
Όπου “αδρανοποιείται” και “πραγματική δουλειά” βάλτε τη διαδικασία παραγωγής ταλέντων, την απαξίωση του πρωταθλήματος, την απόδοση των ομάδων στις Ευρωπαϊκές διοργανώσεις (εξαίρεση η ΑΕΚ και ο Προμηθέας), την πορεία της εθνικής κ.ο.κ. .
Ιδέες υπάρχουν πολλές. Περιορισμός του αριθμού ξένων - ιδίως Αμερικάνων, αυστηρότερα κριτήρια συμμετοχής, υποχρεωτική συμμετοχή ντόπιων παικτών στην πεντάδα (μη γελάτε, στη Λευκορωσία συμβαίνει) και αν μπούμε στη διαδικασία μπορούμε να σκεφτούμε δεκάδες. Ακόμα κι έτσι, δεν είναι αυτό το πνεύμα του κειμένου.
Και λίγος Άρης
Η φετινή σεζόν ήταν ντροπιαστική για τον Άρη και ο διαφαινόμενος αγωνιστικός υποβιβασμός δεν είναι ο κύριος λόγος. Είδαμε ένα συνονθύλευμα παικτών να αγωνίζεται χωρίς προετοιμασία, μια ομάδα που στελεχώθηκε λίγες μέρες πριν την έναρξη του πρωταθλήματος και κατέρρεε με κωμικό τρόπο στο τέλος αρκετών παιχνιδιών που έδειχνε ότι έχει την ποιότητα να χτυπήσει. Όλα αυτά εν μέσω της καθόλου διακριτικής απουσίας της διοίκησης και της αδυναμίας λήψης αποφάσεων, καθώς για κάθε πρόβλημα που προέκυπτε συνήθως η λύση ήταν να κρατήσουμε την αναπνοή μας μέχρι να ξεχαστεί.
Θέλω (να σκεφτώ και) να γράψω για το τι χρειάζεται ο Άρης της επόμενης σεζόν. Αν ο Φλιώνης μπορεί να αναλάβει μεγαλύτερο ρόλο, αν και πώς μπορούν να ενσωματωθούν στο rotation o Σιδηροηλίας, ο Βλάσιος, ο Νετζήπογλου ή ο Βουλγαρόπουλος. Αν αξίζει να γίνει κάποια οικονομική υπέρβαση για να μείνει στο ρόστερ ο Ντραγκίτσεβιτς ή αν η παρουσία του και το πανέμορφο μπαλέτο ευτραφούς γάτας στα κάγκελα που τη συνοδεύει δημιουργεί όσα προβλήματα λύνει. Είναι απαραίτητος ο Μπράουν αν φύγει ο Μποχωρίδης; Ποιες περιπτώσεις παικτών ταιριάζουν, δεδομένης της περιορισμένης δεξαμενής παικτών λόγω του μπαν της FIBA κ.ο.κ. . Σίγουρα το ίδιο θα θέλουν να κάνουν και ο τεχνικός διευθυντής και ο προπονητής της ομάδας. Αλλά πώς; Όταν είναι άγνωστο πόσες και ποιες ομάδες θα βρίσκονται στην κατηγορία, ποιοι θα απαρτίζουν το διοικητικό σχήμα με ό,τι αυτό σημαίνει αυτό για τη στελέχωση της ομάδας, όταν αγνοούμε ακόμα και τους κανονισμούς διοργάνωσης του πρωταθλήματος
Συζητάμε δύο χρόνια τώρα πως δεν έχει εξέλιξη ο Φλιώνης. Πώς να έχει εξέλιξη ο Φλιώνης, όταν είναι στην ουσία το μόνο που έχει να παρακολουθεί σε βάθος χρόνου ο κόσμος του Άρη, με όση πίεση αυτό εναποθέτει στις πλάτες του παίκτη;. Όταν κάθε χρόνο παίζει δίπλα σε άλλους παίκτες στην περιφέρεια, συνήθως για λιγότερο από μια σεζόν και κάθε φορά προσπαθεί να συνεργαστεί με διαφορετικούς ψηλούς. Δίπλα σε ποιόν να μαθητεύσει; Όταν παίζει σε μια ομάδα χωρίς αγωνιστική φιλοσοφία και συνέχεια, τη σταθερότητα δηλαδή μέσα από την οποία μπορεί ένα ταλέντο να βρει τα πατήματα του και να εξελίξει τα στοιχεία του παιχνιδιού του. Όταν τη μια είναι ο playmaker του μέλλοντος, την άλλη αμυντικός ειδικών αποστολών, την άλλη παίζει πεντάλεπτα και μετά από μερικές μέρες ακουμπάει σε αυτόν η μπάλα για να παίξει isolation στο τέλος.
Δεν έχει σημασία εδώ αν και πόσο ταλέντο έχει ο Φλιώνης, δεν είναι αυτό το ζήτημα, και σίγουρα κανείς δεν μπορεί να ψέξει την προσπάθειά του. Ο Σλούκας και ο Παππάς, παίκτες δηλαδή που σε νεαρή ηλικία μπόρεσαν να πάρουν μια ομάδα από το χέρι ως πρωταγωνιστές, δεν είναι ο κανόνας. Ούτε είναι υγιής λογική το “ας πέσει στη φωτιά και αν είναι καλός θα παίξει”. Το ότι ορισμένοι παίκτες ορθώνουν το ανάστημά τους κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν σημαίνει ότι είναι το κατάλληλο περιβάλλον για τους περισσότερους. Αυτοί που το καταφέρνουν είναι ιδιαίτεροι παίκτες, είτε λόγω χαρακτήρα, είτε λόγω παραστάσεων, είναι όμως λάθος μια μπασκετική σχολή να βασίζεται στη συγκυρία και την εξαίρεση. Αντιθέτως ο στόχος ενός “συστήματος” θα πρέπει να δημιουργεί όσο το δυνατόν καλύτερες συνθήκες εξέλιξης, κι όχι να ψάχνει τις εξαιρέσεις που μπορούν να ξεπεταχτούν παρά τις δυσκολίες.
Προ διημέρου βγήκε μια είδηση η οποία έκτοτε έχει κατέβει, πως ο Φλιώνης απέρριψε διετές συμβόλαιο από τον Προμηθέα. Αδιάφορο αν υπάρχει οποιαδήποτε πραγματικό γεγονός πίσω από το δημοσίευμα, περισσότερο το αναφέρω για τη συζήτηση που προκάλεσε. Για το αν δηλαδή ο παίκτης του Άρη και φοιτητής ιατρικής θέλει να μείνει στη Θεσσαλονίκη για τις σπουδές του, πράγμα που είναι ταυτόχρονα τόσο πολύ σωστό, και τόσο πολύ “λάθος”. Το γιατί είναι σωστό είναι μάλλον προφανές. Ιδίως στο σημερινό περιβάλλον, η σχολή του είναι ένας πολύ ασφαλέστερος δρόμος προς μια μακροπρόθεσμη αποκατάσταση και γιατί κάθε αθλητής που δεν είναι απλά αθλητής είναι ένα κέρδος. “Λάθος” ή μάλλον χαρακτηριστικό της κατάστασης είναι το ίδιο γεγονός διότι πριν από μερικά χρόνια δεν υπήρχε περίπτωση να τεθούν οι σπουδές ως παράγοντας στην απόφαση ενός νεαρού παίκτη να πάει στην δεύτερη πιο επιτυχημένη και ίσως πιο καλοστημένη ομάδα στην Ελλάδα. Η λέξη “λάθος” αναφέρεται περισσότερο στην πορεία που ακολουθεί το πρωτάθλημα τα τελευταία χρόνια. Συνολικά πάντως, είναι μια υγιής αξιολόγηση προτεραιοτήτων αν με ρωτάτε. Μπορεί να είναι και η κληρονομιά του Βασίλη Κικίλια από την άλλη πλευρά, δεν έχω ιδέα.
Όλα αυτά τέλος πάντων εκτυλίσσονται στον απόηχο μιας σεζόν που διακόπηκε με τον Άρη να κοιτάζει κατάματα τον πρώτο υποβιβασμό στην ιστορία του, καθώς μαζί με τον Παναθηναϊκό είναι οι μόνες ομάδες που δεν έχουν υποβιβαστεί στα χρονικά της Α1. Μια πιθανότητα που έφερνε όλο και συχνότερα στα χείλη φίλων της ομάδας και μη τις λέξεις “Δεν μπορεί να πέσει ο Άρης”. Γιατί δεν μπορεί να πέσει ο Άρης δηλαδή; Προς τι αυτή η τυφλή αποδοχή του σλόγκαν “too big to fail”; Η αποστροφή του βλέμματος από την πραγματικότητα, η άρνηση της προοπτικής του κακού αποτελέσματος και της αποτυχίας είναι που τελικά λειτουργεί σαν κινούμενη άμμος. Αν θεωρούμε θεμελιώδες δικαίωμά του Άρη την παρουσία του στην Α1 για παλιές δόξες, μάλλον εθελοτυφλούμε σχετικά με τη σημερινή κατάσταση της ομάδας.
Think Locally, Fuck Globally
Προσπαθώντας να συμμαζέψω όλες αυτές τις σκέψεις σε λίγες γραμμές, ελπίζοντας να μπορούμε να ξανασυζητάμε περισσότεροι για το μπάσκετ στην Ελλάδα, κατ’ εμέ το βασικό στοιχείο είναι η συνέχεια. Όχι για να γράφουν οι δημοσιογράφοι κι εμείς κείμενα. Αλλά γιατί όπως η ζωή, έτσι και ο αθλητισμός ξετυλίγεται και γίνεται αντιληπτός στον θεατή ως μύθος. Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε περισσότερο μια συνεχή τσαπατσούλικη κατάθεση βραχυχρόνιας εργασίας, στην οποία είτε οι παίκτες κερδίζουν το μεροκάματό τους (αν πληρωθούν), είτε ποντάρουν στην προβολή ερχόμενοι ως Μεσσίες για να σώσουν κακοστημένες ομάδες και να κερδίσουν μια “προαγωγή” σε ένα πιο αξιόπιστο πρωτάθλημα. Τελικά όμως καμία ομάδα δεν κερδίζει από την απαξίωση του αθλήματος.
Ψάχνουμε για κάτι που να έχει νόημα και συνέχεια στο χρόνο. Η αποσπασματικότητα που επικρατεί αποτυπώνεται και στο επίσημο site του ΕΣΑΚΕ. Δεν υπάρχει σελίδα όπου να μπορεί κάποιος να δει συνοπτικά τα γεγονότα μιας σεζόν, την πορεία μιας ομάδας ιστορικά, ακόμα και τα ατομικά στατιστικά ενός παίκτη είναι αδύνατο να τα δει κανείς στην πορεία των ετών σε μια οθόνη. Δεν είναι κάτι φοβερό, είναι όμως ενδεικτικό της έλλειψης απλών υποδομών, που επιτρέπουν την αξιολόγηση και τη συζήτηση μέσα σε ένα πλαίσιο, πέρα από ότι μας επιτρέπει η μνήμη και η ματιά μας. Σύμφωνοι, μπορούμε με λίγο κόπο να τα βρούμε όλα αυτά, αλλά φέρνω αυτό το παράδειγμα γιατί αντικατοπτρίζει το πώς οι ίδιοι οι ιθύνοντες του πρωταθλήματος βλέπουν το “προϊόν” τους.
Αναρωτιέμαι λοιπόν, μήπως δεν πρέπει να ατενίζουμε την αναβάθμιση και τις ακριβότερες επενδύσεις ως λύση. Είναι τα μεγαλύτερα ονόματα ή η ευρωπαϊκές διοργανώσεις ο σωστός δρόμος; Μήπως, κάπως αντιδιαισθητικά, η λύση είναι ενός είδους “υποβάθμιση”; Αυτό που θέλω να συζητήσουμε είναι περισσότερο μια αλλαγή στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον επαγγελματικό αθλητισμό. Ίσως ένα “χειρότερο προϊόν” να είναι τελικά ένα πιο βιώσιμο σύστημα, με προοπτικές βελτίωσης. Με λιγότερους Αμερικάνους, ενδεχομένως με λιγότερες ομάδες και πιο αυστηρούς περιορισμούς. Το “θέαμα” είναι σχετικό άλλωστε, και κάτι τρελά αποτελέσματα ή νίκες με 30 πόντους διαφορά απέναντι σε διαλυμένες ομάδες δεν είναι ακριβώς πόλος έλξης, όποιος κι αν παίζει για κάθε ομάδα. Ακόμα και αγωνιστικά, random Αμερικάνοι γκαρντ που σολάρουν για ένα καλύτερο συμβόλαιο (και πολύ καλά κάνουν ατομικά, έτσι;) δεν νομίζω ότι είναι το καλύτερο δυνατό μπάσκετ, και σίγουρα έχει σύντομη ημερομηνία λήξης.
Αν δεν στηριχθεί τώρα το εγχώριο στοιχείο δεν έχω ιδέα πότε θα γίνει – όχι από κάποιο τοπικιστικό ή εθνικιστικό κίνητρο, απλά και μόνο από το γεγονός πως, έστω και συμπτωματικά, βρίσκεται εδώ. Ποσώς πρέπει να ενδιαφέρει οποιονδήποτε αν ο παίκτης λέγεται Ποκουσέφσκι, Άλμαν, Άτιτς ή Μαστρογιαννόπουλος (σε περιμένω παιχταρά, από κάτι προπέρσινα βίντεο προπονήσεων του Απόλλωνα). Δεν είναι μια λογική λιτότητας και περιορισμένων προσδοκιών, αλλά αντίθετα η ευκαιρία για μια πολύτιμη μετάβαση, όσο δύσκολη κι αν είναι. Σκέφτηκα πως ένα αισιόδοξο motto θα ήταν το Dream Big, Act Small. Μετά ένιωσα σαν ομιλητής του TedX. Μετά γκούγκλαρα. Προφανώς. Οπότε χρησιμοποιώ το σλόγκαν των Gogol Bordello.
Στην τελική, μάθαμε ότι δεν θα πεθάνουμε κιόλας χωρίς μπάσκετ. Πόσο δε μάλλον δεν θα πεθάνουμε αν η ομάδα μας τερματίσει χαμηλά ή υποβιβαστεί. Καμία ομάδα δεν σβήνει από έναν υποβιβασμό, ίσως πεθαίνει όμως όταν πληγώνεται το γόητρο της κάθε σεζόν, κάθε εβδομάδα. Πεθαίνει όταν χάνει την επαφή της με τον κόσμο, σε μια σχέση που υποχρεώσεις έχουν και οι δύο. Πολύ ωραία τα είπαν οι Πάνθηρες «Δε γίναμε ποτέ Πανιώνιοι για να παίζει η ομάδα στην Α1 με οποιοδήποτε κόστος. Ο ηθικός ξεπεσμός έχει μεγαλύτερο κόστος από τον αγωνιστικό, για εμάς. Αυτός ο σύλλογος έχει χαρακτήρα, αν του τον αφαιρέσεις, δε μένει τίποτα». Τώρα που κάναμε ένα βήμα πίσω και είδαμε τον αθλητισμό από απόσταση, ας στηρίξουμε την ομάδα που είναι κοντά μας, ακόμα κι αν δεν παίζει στο υψηλότερο επίπεδο. Υπάρχει μπάσκετ και πέρα από εκεί που βλέπει η πρώτη ματιά. Η φυσική παρουσία στο γήπεδο, όπως σε μια συναυλία, μια εκδήλωση η μια διαμαρτυρία είναι ανεκτίμητη, είμαστε όλοι συμμέτοχοι.