Η οικονομία της Βασκονίας αντλεί σημαντικούς πόρους από την υλοτομία, κάτι που φαίνεται σε κάποια λίγα τετράγωνα, αποψιλωμένα ενδιάμεσα, όμως για αυτό ακριβώς το λόγο τα δάση της είναι εξίσου ανεπτυγμένα. Την κάθε μικρή έκταση γης που ήρθε η σειρά της να κοπεί και να αναδασωθεί, διαδέχονται αχανείς συστάδες από οξιές, βελανιδιές, καστανιές και (κάποια δέντρα που μοιάζουν με) έλατα. Σου έρχεται μόλις κατέβεις να πάρεις τιμόνι και να χαθείς κάπου εκεί ανάμεσα και ας μείνουν όσοι θέλουν να παίξουν ή να δουν μπάσκετ τέλος πάντων. Τα κατάφερα, συνεπώς λέω να πάω και αύριο στο γήπεδο μια βόλτα. Όμως πριν πάμε στο κατόρθωμα, να σας πω ένα «καλώς σας βρήκα» εδώ, στο travel blog του σάιτ Basketball Guru, το οποίο θα βγαίνει τις μεγάλες τούτες ώρες για απόψε και τα επόμενα τρία βράδια. Εκτός αν δεν έχω όρεξη ή αν ο Παναγιώτης βαρεθεί να απαντάει στις ερωτήσεις μου.
Προσγειωθήκαμε στο αεροδρόμιο του Μπιλμπάο, που απορώ πως δεν έχει ακόμη πουληθεί στη Fraport. Πάνω από τους ιμάντες για τις βαλίτσες διέκρινα τα λάβαρα του Final Four, μία ωραία αφορμή για να γραφτεί πως η Βασκονία είναι μπασκετοχώρα, κάτι που δεν έχω ιδέα αν ισχύει. Γύρω γύρω πάντως, μάζευαν τις βαλίτσες τους διάφορες γνωστές φάτσες, που αν αύριο μεθαύριο τις πετύχω με καμία Rioja, δεν θα διστάσω στιγμή να τους πω «θα θέλατε μήπως να μας δώσετε συνέντευξη για τα BG Specials, να ορίστε, έχουμε πάρει και από τον Μπαρτζώκα». Μέχρι τότε, κλασικά, θα είμαστε όλοι και όλες απλοί φίλαθλοι, όπως είμαστε πάντα. Εκείνοι της Φενέρ ήδη άρχισαν να καταφτάνουν, με την ελπίδα να μετατραπούν ξαφνικά οι Βέσελι και Κάλινιτς σε εξωγήινους.
Όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες περιστάσεις, η ενοικίαση αυτοκινήτου συνοδεύτηκε με τον πατροπαράδοτο χάρτη της πόλης, όπως και με μουντζούρες, κυκλάκια, αστεράκια και λοιπά σημεία ενδιαφέροντος, από τα οποία δεν πρόκειται να επισκεφτούμε ούτε το 10%. Με το που προσγειώθηκε ο «ντόπιος» Παναγιώτης άλλωστε, ο χάρτης πετάχτηκε στα σκουπίδια. «Πάμε στη Γκερνίκα, εκεί παλιότερα είχα φάει καταπληκτική ψαρόσουπα».
Όντως, ήταν καταπληκτική. Το καλά κρυμμένο μυστικό της κωμόπολης, που βρίσκεται περίπου μισή ώρα ανατολικά του Μπιλμπάο, ονομάζεται Bolina El Viejo και πρόκειται για ένα τοπικό μαγειρείο στο κέντρο, με δύο διαφορετικές αίθουσες. Στην πρώτη, οι ντόπιοι κάθονται στη μπάρα και παραγγέλνουν pinchos, δηλαδή κάτι σαν τις ιταλικές μπρουσκέτες με διάφορα τσιριμπιμπλόμ από πάνω, όπως αυγό, αλλαντικά, ψάρι, ελιές, θαλασσινά και ό,τι τέλος πάντων κρίνει ο καθένας. Tα συνοδεύουν συχνά με μπύρα και μετά από ένα δυο ποτήρια αρχίζουν τις μουτζουκτσουλιές, πετώντας στην ύπουλη χαρτοπετσέτες και οδοντογλυφίδες στο πάτωμα, προκειμένου ο μπάρμαν να μην μπορεί αργότερα να μετρήσει πόσα pinchos έφαγαν και να γλιτώσουν την χρέωση. Κάθε μεζεδοψωμάκι, βλέπετε, σερβίρεται με οδοντογλυφίδα σε χαρτοπετσέτα και ο λογαριασμός προκύπτει στο μέτρημα. Ε λοιπόν, το πάτωμα είχε γεμίσει.
Στη δεύτερη αίθουσα, βρίσκεται ο κυρίως χώρος, όπου σερβίρονται αποκλειστικά πιάτα ημέρας, σε ελάχιστη μάλιστα ποικιλία, συνδυασμός που εγγυάται γαστρονομική απόλαυση. Πέρα από την καταπληκτική ψαρόσουπα, βρασμένη στα κόκκαλα του ψαριού μερλούθα, φάγαμε λίγο αργότερα και την μερλούθα την ίδια, η οποία ψήνεται επάνω σε πλάντσα (μαντέμι) και γαρνίρεται μόνο με λάδι, μαϊντανό και σκόρδο. Δεν χρειάζεται να συνοδευτεί από τίποτε άλλο.
Στη Γκερνίκα, ο Πικάσο δεν φαίνεται όπως φαίνεται η Γκερνίκα στον Πικάσο. Ο τόπος προτιμά άλλους τρόπους για να εισάγει τελετουργικά στη μνήμη των κατοίκων του τους βομβαρδισμούς από τα αεροσκάφη του Χίτλερ στις 26 Απριλίου του 1937, όταν μέσα σε ένα απόγευμα έχασαν τη ζωή τους περίπου 1650 άνθρωποι. Το καθεστώς του Φράνκο είχε βρει στον ηγέτη των Ναζί έναν ιερό σύμμαχο ενάντια στους αντιστασιακούς και η Γκερνίκα αποτελούσε έναν συμβολικό τόπο επίδειξης δύναμης, καθώς αποτελούσε προπύργιο των επαναστατών.
Η πόλη καταστράφηκε ολοσχερώς, παρόλα αυτά σήμερα η ιστορική πλατεία με τα δημόσια σχολεία δείχνει όπως και τότε (είδα σχετικές φωτογραφίες), έχοντας προσθέσει στο κέντρο της δύο αγάλματα στρατιωτών που κρατούν τη βάσκικη σημαία. Λίγο παραπάνω, μέσα σε ένα υπέροχο πάρκο, δύο ακόμα μνημεία χωρίς φανερό συμβολισμό, λες και ξεπήδησαν από το σύμπαν του Πικάσο, στέκουν επιβλητικά προς δημόσια θέα, αλλά και δημόσια βεβήλωση. Η ιστορία λένε πως γράφεται πως από τους νικητές και μπορεί να ισχύει, όμως υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να την γράφουν εξίσου οι ηττημένοι και ακόμη σοβαρότερη να την στρεβλώνουν με την αλήθεια τους οι γενιές που έπονται.
Ίσως κάνει τη δουλειά της η Rioja Crianza, Luis Canas, 2015 μάλλον, την οποία άνοιξα για να γιορτάσω πως το σπίτι που μας φιλοξενεί, βρίσκεται σκαρφαλωμένο σε ένα λόφο στη μέση του πουθενά και κρυμμένο ανάμεσα στα πανύψηλα δέντρα, κάπου ανάμεσα στο Μπιλμπάο και στη Βιτόρια, δεν ξέρω ακριβώς πού. Για την κατάκτηση της εισαγωγής ευθύνεται ο Λεωνίδας, ούτε ξέρω πού τη βρήκε αυτή την περίεργη φάρμα. Αύριο βράδυ, ακριβώς μετά τους ημιτελικούς, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στο δρόμο, καθώς λένε πως θα βρέχει καρέκλες. Θα πάμε στη Βιτόρια σχετικά νωρίς, να μυρίσουμε ατμόσφαιρα, από την οποία πάντως πήραμε ήδη μια ρουφηξιά. Ο Αλμπέρτο, ο οικοδεσπότης μας, όταν άκουσε πως είμαστε Έλληνες, μας ρώτησε δύο πράγματα:
«Είστε εδώ για το Final Four, σωστά;»
«Nαι».
«Τι ομάδα είστε, Άρης ή ΠΑΟΚ».
«Τίποτε από τα δύο, εσύ;»
«Eδώ έχουμε την Τάου».
Α ωραία, στο σωστό μέρος ήρθαμε, σκέφτηκα.