Πέμπτη, 14 Ιουνίου 2018 09:31

Η «επίσημη αγαπημένη»: εθνική μπάσκετ και αντιλήψεις περί έθνους

Από :

(To κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό HUMBA (http://www.humbazine.gr/), τεύχος 27. Αρχική φωτογραφία από ένα ενδιαφέρον επετειακό κείμενο του ιστότοπου popaganda.gr)

O θρίαμβος του ’87 ήταν η αρχή μιας ετυμολογίας, ή αν θέλετε το Big Bang μιας νέας γλώσσας, που αναπτύχθηκε στις παρυφές μιας αθλητικολογίας (sic) , βασισμένης στην σπανιότητα του ανδραγαθήματος. Mόνος του πιθανώς δεν θα αρκούσε, αλλά σε συνδυασμό με όσα έφερε σε συνέχεια (αργυρό μετάλλιο το ’89, είσοδος σε τετράδες διεθνών τουρνουά),  εγκατέστησε στο συμβολικό μας πεδίο νέα, αμιγώς μπασκετικά, ιδιώματα. Με απλά λόγια, αρχίσαμε να μιλάμε για το μπάσκετ με την γλώσσα του σπορ, η οποία εισήγαγε από μόνη της τους νεωτερισμούς της. Ένας εξ αυτών είναι γνωστός σε όλους: «Eπίσημη αγαπημένη των Ελλήνων».  Η εθνική Ελλάδος μπάσκετ, εδώ και πολλά χρόνια, είναι πλέον ένα σύμβολο άρρηκτα συνδεδεμένο με κάποιου είδους εθνική ιδιοκτησία και, συνεπώς, κληρονομιά.

Η παραπάνω ορολογία – ή αν προτιμάτε ο παραπάνω συμβολισμός – τοποθέτησε την εθνική σε μία αυθαίρετη, αλλά πάντως καθαρή, σχέση με το έθνος. Όποιο και αν είναι το μέγεθος αυτής της αυθαιρεσίας, το κρίσιμο ερώτημα είναι στην περίπτωση το εξής: Άραγε, αν η εθνική μπάσκετ συνιστά κάποιου είδους εθνικό σύμβολο, είναι δυνατόν η υποστήριξη της να ακουμπά μέχρι και στα θολά όρια του εθνικισμού; Και πόσο μπορεί να συνδέεται η αφοσίωση στη εθνική μπάσκετ με μυθεύματα που κατά περίσταση τροφοδοτούν εθνικιστικές φαντασιώσεις;  Με αυτού του είδους τις αναρωτήσεις θα ασχοληθεί το παρακάτω κείμενο, με την απαραίτητη υποσημείωση πως ο όρος «έθνος» εκλαμβάνεται από τον γράφοντα ως αποκύημα φαντασίας .

Η Φαντασία της ενότητας

Η φαντασιακή σύλληψη του σύγχρονου έθνους , εξάλλου, δεν είναι κάποια ανακάλυψη του πονήματος που διαβάζετε, αλλά προϊόν πρότερων αντικειμένων στοχασμού. Στις «Φαντασιακές Κοινότητες» (1997), ο καθηγητής ανθρωπολογίας του Κορνέλ, Μπένετικτ Αντερσον, περιέγραψε το έθνος ως «μία ανθρώπινη κοινότητα που φαντάζεται τον εαυτό της ως πολιτική κοινότητα, εγγενώς οριοθετημένη και ταυτόχρονα κυρίαρχη» (σελ 26). Η καθοριστική λέξη  στον παραπάνω ορισμό, στην οποία συνίσταται και η διαφορά, είναι η λέξη «φαντάζεται». Κατά την ανθρωπολογική μελέτη του Άντερσον , «κάθε κοινότητα […] είναι φαντασιακή. Οι κοινότητες δεν διακρίνονται μεταξύ τους από την πλαστότητα/γνησιότητα τους, αλλά από τον τρόπο με τον οποίο συλλαμβάνονται με την φαντασία» (σελ 26)1 .

Ο τρόπος αυτός της φαντασιακής σύλληψης,  (πάντα σύμφωνα με την μελέτη του συγγραφέα επάνω στον σχηματισμό εθνών της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Ευρώπης) σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την αντικατάσταση τοπικών γλωσσικών ιδιωμάτων από «έντυπες γλώσσες», οι οποίες έκαναν δυνατή μία συνεκτική δύναμη μεταξύ των μελών που της μιλούσαν, ενώ ταυτόχρονα «μπορούσαν χάρη στη μηχανική αναπαραγωγή τους να διαθοδούν μέσω της αγοράς» (σελ 79). Με άλλα λόγια, ένας κομβικός παράγοντας στην συγκρότηση των σύγχρονων εθνών, ήταν η δυνατότητα που έφερε ο έντυπος καπιταλισμός να αναπαράγει  ιστορίες , οι οποίες (μέσω της ενωτικής ιδιότητας του έντυπου κειμένου και της ανακύκλωσης) έγιναν κυρίαρχες.

Αν οι διηγήσεις λοιπόν, έχουν τόση σημασία, ποιες είναι εκείνες με τις οποίες η εθνική ομάδα μπάσκετ αλληλεπίδρασε όλα αυτά τα χρόνια, μετά τον θρίαμβο του ’87; Και πού την φέρνει άραγε αυτή η αλληλεπίδραση στην σχέση της με αυτό που ονομάζεται «εθνικό» , το οποίο , αν δεχτούμε τα συμπεράσματα του ‘Αντερσον, απορρέει από κάποιου είδους συλλογική φαντασία;

Οι αθλητικές μας ιστορίες : Μία «αντιθετική» διήγηση.

Πριν από το «συμβάν», αλλά και κάμποσο μετά από αυτό, οι επιτυχίες του ελληνικού αθλητισμού συνιστούσαν μια κάποιου είδους εποποιϊα, ταιριαστή με τις περιγραφές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Σχεδόν από πάντα, ή τουλάχιστον από την ηλικία που ο καθένας αποκτά το γνωστικό του υπόβαθρο, οι Έλληνες πετύχαιναν ως λίγοι εναντίον πολλών, ή αν θέλετε ως νάνοι απέναντι σε γίγαντες, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την περίοδο από το σωτήριο 1821 και έπειτα. Οι εθνικές μας διαμάχες με τον οποιονδήποτε εχθρό, μας έβρισκαν  στο αδύναμο άκρο της διελκυστίνδας , κάτι που σίγουρα δεν ήταν απλό προϊόν μυθοπλασίας, αλλά παράγωγο ενός συνδυασμού μεταξύ του ιστορικού πλαισίου και της προαναφερθείσας διάθεσης κάθε λαού να διηγείται και να τυπώνει ιστορίες.

Η άτυπη (όσο και πρόχειρη) αυτή γενεαλογία, προσφέρει σε κάποιο βαθμό μία περιγραφή και της αντίληψης περί του ελληνικού έθνους, αν και σίγουρα η εικόνα δεν είναι πλήρης. Στον αγώνα τους απέναντι στους δυνατούς, οι Έλληνες κουβαλάν όσο να ναι και την πολιτισμική «ανωτερότητα» των αρχαίων και βυζαντινών χρόνων. Θα έλεγε κανείς πως η αντίληψη της εθνικής μας ταυτότητας είναι ένα χαμαιλεοντίζων  (sic) υβρίδιο, που προσαρμόζεται στις περιστάσεις: πότε υπερισχύει ο γίγαντας της αρχαιότητας και πότε ο Δαυίδ , που τα καταφέρνει κόντρα σε όλους και όλα. Υπό μία έννοια, τα ελληνικά κατορθώματα είναι αυτά ενός παροπλισμένου (ή προσωρινά ηττημένου) Γολιάθ, και στις σύγχρονες αθλητικές ιστορίες αυτός ο παροπλισμός μοιάζει εξίσου καθοριστικός για την πλοκή, όσο η ιστορικά συνεχής πολιτισμική υπεροχή. 

Ετσι διαμορφώνεται και ο βασικός κορμός: το δικό μας «εθνος» είναι μικρό σε σχέση με τα άλλα, εντούτοις φέρει εγγενώς χαρακτηριστικά υπεροχής. To ίδιο συμβαίνει και με τις ομάδες, που σωματοποιούν αυτήν την άτυπη αντίθεση.

Τα παραπάνω συνιστούν απλώς μία υπόθεση, η οποία όμως επαληθεύεται (έστω και μερικώς) σε κείμενα ή αποσπάσματα που αφορούν τις επιτυχίες των εθνικών ομάδων μπάσκετ. Μία καλή συμπύκνωση προσφέρει το γλωσσικό θραύσμα του δημοσιογράφου Τόλη Κοτζιά , σε πρόσφατη ανάρτηση του σε κοινωνικό δίκτυο2. Ο δημοσιογράφος, περιγράφοντας την επιτυχία της εθνικής ομάδας νέων στο μπάσκετ, κατέληξε πως «η μικρή πληθυσμιακά Ελλαδάρα θα σαρώνει και θα σαρώνει πάντα. Σαν τον Έλληνα κανείς».

Το συγκεκριμένο δείγμα είναι φυσικά μικρό και η αναγόρευση του ως «αντιπροσωπευτικό», θα ήταν το δίχως άλλο υπερβολή. Μία προσεκτικότερη ματιά σε άλλα αποσπάσματα , παρόλα αυτά, δείχνει πως η διήγηση αναπαράγεται διαρκώς. Χαρακτηριστικά, στην κατάληξη ενός καλοκαιρινού αφιερώματος για τα 11 χρόνια από τον θρίαμβο της Σαϊτάμα έναντι των ΗΠΑ την 1η Σεπτεμβρίου 2006, ο ιστότοπος sport24, αναφέρει: “η ελληνική ψυχή συνάντησε το … πικ εν ρολ και το σκεπτόμενο μπάσκετ, ταπεινώνοντας μια υπερδύναμη».  Eνώ, ο μεγαλύτερος ευρωπαϊκος μπασκετικός ιστότοπος , eurohoops.net, κάνει λόγο για «χούφτα Έλληνες» που «ανάγκασαν όλο τον μπασκετικό (και όχι μόνο) πλανήτη, να στρέψει τα βλέμματα πάνω τους». Τέλος, και πάλι σε σχέση με την ίδια νίκη3, την ίδια ημέρα της επίτευξης της, ο ιστότοπος contra.gr αναφέρθηκε σε «Ελλήνων έπος» , συνδέοντας ένα αρχαίο λογοτεχνικό είδος με μία σύγχρονη νίκη του αδύναμου έναντι του δυνατού.

Προκειμένου το κείμενο να μην κουράσει με μία λίστα άλλων παραδειγμάτων, μία ολιγόλεπτη έρευνα στις σελίδες του διαδικτύου είναι αρκετή για να καταδείξει του λόγου το αληθές. Τα αθλητικά επιτεύγματα των αντιπροσωπευτικών μας συγκροτημάτων συχνά αναπαριστούνται υπό πολύ συγκεκριμένους όρους, που φέρνουν σε σύμπραξη τα έμφυτα χαρακτηριστικά («ψυχή» , «εξυπνάδα», «αγωνιστικότητα») με το αίσθημα της αναπάντεχης νίκης του αδύναμου έναντι του δυνατού.

Ο φίλαθλος – φορέας

Μέχρι και αυτό το σημείο, το αρχικό ερώτημα σαφώς παραμένει. Αν η εθνική Ελλάδος μπάσκετ έχει αναγορευτεί σε «επίσημη αγαπημένη» των Ελλήνων, εάν το ιδεόγραμμα « Έλληνας» είναι ένα φαντασιακό δημιούργημα κάποιων διηγήσεων, και εάν οι διηγήσεις αυτές επαναλαμβάνονται στην αναπαράσταση των σημαντικών νικών της ομάδας, τότε ποια είναι η σχέση του αφοσιωμένου της φίλαθλου με το «εθνικό»;  Θα μπορούσε άραγε η σχέση αυτή να σημαίνει ταυτόχρονα και μία σωματοποίηση των παραπάνω ιστοριών; Με απλά λόγια, μήπως οι υποστηρικτές της εθνικής μπάσκετ πιστεύουν στα αλήθεια στην φυλετική διάκριση μεταξύ χαρακτηριστικών , η οποία στέφει έναν απλό χωρικό σε βασιλιά, έναντι στην βούληση του δευτέρου;

Δεν είναι άτοπο να το υποστηρίξει κανείς. Στον μεγάλο βαθμό που η γλώσσα παράγει, αναπαράγει ή εγκαθιδρύει εξουσιαστικές ιεραρχίες,  τα υποκείμενα δεν είναι απλώς καταναλωτές της , αλλά και φορείς των δομών εξουσίας της. Η συγκεκριμένη ιδέα συναντάται στην απαρχή της στο έργο του Μισέλ Φουκώ «Επιτήρηση και Τιμωρία»4 και μας βοηθά να κατανοήσουμε πληρέστερα την ιδιότητα του φιλάθλου. Εάν μάλιστα την ασπαστούμε, τότε μπορούμε να συμπεράνουμε πως οι αληθινά αφοσιωμένοι στην εθνική ομάδα μπάσκετ είναι (και εκείνοι) φορείς των φαντασιακών διηγήσεων. Εδώ φυσικά, ο βαθμός της αφοσίωσης καθίσταται κομβικός σε ό,τι αφορά την σχετική εγγύτητα με τα όρια όχι μόνο ενός καλώς εννοούμενου πατριωτισμού , αλλά και του εθνικισμού, τουλάχιστον όσο ο τελευταίος νοείται (και) ως μια συμφωνία με μυθεύματα περί ανωτερότητας ενός έθνους.

Η σωτήρια τεχνική ορολογία

Παρόλα αυτά, η εθνική ομάδα μπάσκετ κατάφερε να πετύχει από μόνη της κάτι πρόσθετο, που κάνει την σύνδεση των υποστηρικτών της με τα φαντασιακά διηγήματα περί έθνους χαλαρότερη. Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή, η 14η Ιουνίου 1987 , μαζί με τις επόμενες κοντινές χρονικά επιτυχίες, εισήγαγαν επιπλέον μία τεχνική γλώσσα, που άλλαξε τις πεποιθήσεις γύρω από ένα άθλημα. Με λίγα λόγια, η εθνική ομάδα μπάσκετ μας έμαθε πρώτα από όλα το μπάσκετ, το οποίο μέχρι εκείνη την στιγμή ήταν εκτός της κυρίαρχης αθλητικής αφήγησης του τόπου. Από τότε, ή αν θέλετε μετά τις πρώτες συνεχόμενες επιτυχίες, η αντίληψη περί του αθλήματος από τους Έλληνες φιλάθλους δεν θα ήταν ποτέ πια η ίδια, με την συμβολή κάποιων πρωτοπόρων δημοσιογράφων να χρήζει σίγουρα ειδικής μνείας.

Εδώ ακριβώς είναι που ο φίλαθλος απομακρύνεται από εθνικά μυθεύματα και πλησιάζει περισσότερο στην πλευρά του λάτρη του σπορ. Θα μπορούσε κανείς να πει πως ο υποστηρικτής της εθνικής μπάσκετ, είναι πρώτα από όλα υποστηρικτής του μπάσκετ, και η ιδιότητα του αυτή ξεπερνά τις υπόλοιπες, ου μην και τις αντιβαίνει.

Αυτό είναι κάτι που για παράδειγμα δεν πέτυχε ποτέ η εθνική ποδοσφαίρου, παρά την κατάκτηση της κορυφής της Ευρώπης το 2004, ούτε η εθνική πόλο με τις συνεχείς επιτυχίες. Η πρώτη , καθώς εκείνη η στιγμή αποτέλεσε για εκείνην φωτοβολίδα, δεν είχε ρόλο μεταμορφωτικό στις αντιλήψεις γύρω από το πώς παίζεται το παιχνίδι. Η δεύτερη πολύ απλά δεν κατάφερε να βρει αληθινά περίοπτη θέση στην δημόσια σφαίρα, για λόγους που δεν είναι δυνατόν να αναλυθούν στο παρόν κείμενο.

Εν ολίγοις, θα έλεγε κανείς πως αυτό που χαλαρώνει τους δεσμούς της εθνικής με το εθνικό, το οποίο στα όρια του συναντά τον εθνικισμό, είναι μία άτυπη εξειδίκευση, που κινείται γύρω από την περιγραφή. Καθώς το 1987 αποτέλεσε ένα γεγονός πρωτοφανές για την ελληνική αθλητική ιστορία, και καθώς η επιτυχία αυτή είχε συνέχεια, το ενδιαφέρον του κοινού δεν περιορίστηκε μόνο στο αναπαριστώμενο ως «ανδραγάθημα» , αλλά και στο άθλημα το ίδιο. Μέχρι και σήμερα, το μπάσκετ αναλύεται κάμποσο με όρους μπασκετικούς , των οποίων η τεχνική ορολογία επιτελεί μία σωτηρία: Aποσυνδέει σε μεγάλο βαθμό το άθλημα από τα φαντασιακά κατασκευάσματα περί έθνους.

Η αποσύνδεση αυτή δεν γίνεται να είναι φυσικά ολική, καθώς η αναπαραγωγή των εθνικών διηγήσεων είναι συνεχής και στον αθλητικό χώρο . Εντούτοις, όσο η «γλώσσα» γύρω από το σπορ διατηρεί τον τεχνικό χαρακτήρα της5, η εθνική Ελλάδος μπάσκετ θα είναι πριν από όλα μία ιστορία για το μπάσκετ. Όπως οι έντυπες γλώσσες συνέδεσαν φαντασιακά (κατά τον Μπένεντικτ Αντερσον) διαφορετικούς ανθρώπους υπό το γλωσσικό σημείο του «εθνους», με ένα παραπλήσιο τρόπο ο έντυπος (και διαδικτυακός) λόγος γύρω από το μπάσκετ έφερε εις πέρας μια αντίστοιχη αποσύνδεση, δημιουργώντας την κοινότητα των μπασκετικών φιλάθλων. Η μεγάλη της συμβολή της εθνικής του ’87 και των συνεχιστών της στην καθημερινότητα μας είναι αυτή, και είναι απόλυτα πολιτική.

Σημειώσεις

  1. Mπένεντικτ Αντερσον, Φαντασιακές Κοινότητες, Στοχασμοί για τις Απαρχές και την Διάδοση του Εθνικισμου, Νεφέλη, 1997
  2. Στην μελέτη του Αντερσον , όπως είναι φυσιολογικό, δεν υπάρχει πουθενά το αποτύπωμα των κοινωνικών δικτύων. Προφανώς, ο ρόλος τους στην διάδοση και την αναπαραγωγή ιδεών και ιστοριών είναι τρομερά σημαντικός.
  3. Γιατί όμως ένα κείμενο που περιλαμβάνεται σε ένα αφιέρωμα για τον αθλητικό θρίαμβο του 1987, να στέκεται περισσότερο στην αναπαράσταση μίας μεταγενέστερης νίκης; Ο λόγος ίσως έχει γίνει μερικώς φανερός, από την καταφυγή στα αποσπάσματα των «Φαντασιακών Κοινοτήτων». Η περιγραφή ενός αθλητικού γεγονότος συνίσταται σημαντική, με τον ίδιο τρόπο που τα κείμενα (δια μέσου της κοινής γλώσσας) γίνονται κυρίαρχα: δια μέσου της επανάληψης.
  4. Μία εξαιρετική σύνοψη των ιδεών του «Επιτήρηση και Τιμωρία» (1975) περιγράφεται από τον Χρίστο Σίμο στις «Θέσεις», στο διαδικτυακό http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=923 . Η σύνδεση με την γλώσσα που επιχειρήθηκε στο δικό μου κείμενο χρειάζεται σίγουρα περισσότερη προσοχή.
  5. Σε αυτό το σημείο είναι απαραίτητο να διευκρινήσω ότι δεν εννοώ την υπερανάλυση του σπορ από μία (ψευδο)προπονητική σκοπιά, αλλά την προσοχή που της αναπαράστασης σε όσα συμβαίνουν στον αγωνιστικό χώρο.

 

 PODCASTS

Basketballguru.gr 2018 All righs reserved.      Designed and Developed by Web Rely