Τετάρτη, 09 ΜΑΙΟΥ 2018 13:28

Oι δύο συλλήψεις του Χασίμ Ουλκιού*

Από :

(Στα μέσα της δεκαετίας του '60, η αστική ανάπτυξη στην Τουρκία επέφερε μαζική αύξηση του πληθυσμού των μητροπόλεων, η οποία είχε ως παράπλευρη συνέπεια την άνοδο της εγκληματικότητας και την θεσμοθετημένη εγκατάσταση αστυνομικών περίπολων σε πολλές γειτονιές. Το 1964, το Αμπανόζ της Πόλης, κοντά στον Γαλατά, ήταν κακόφημο. Τα σκοτεινά του μέρη δεν είχαν φτιαχτεί για σκοτεινούς ανθρώπους, αλλά για να κρύψουν το φως.)

Η πλατεία είχε στο κέντρο της μια αχνή, κίτρινη λάμπα δίπλα σε ένα άγαλμα του Kεμάλ και μόνο αν πήγαινε κάποιος εκεί ακριβώς, μπορούσε να διακρίνει την πόρτα κάτω από την μεταλλική σκάλα, στο στενό που έκοβε κάθετα τον κεντρικό δρόμο. Ο άλλος τρόπος ήταν να είχε πάει στο Bar Kirmizi ξανά και ξανά, να είχε διασχίσει και πάλι τους καπνούς , να τον είχαν για ακόμη μια φορά περιμένει.

Oι δώδεκα έφτασαν περίπου στη μία τα ξημερώματα, αφού είχαν πρώτα περάσει από ένα ταβερνείο στις παρυφές τις Ιστικλάλ και είχαν πιει όσο χρειαζόταν, προκειμένου να μετακινηθούν χωρίς πολλά προβλήματα, ακόμη και με το ανοιξιάτικο ψιλόβροχο. Αν τους σταματούσαν στον δρόμο, το πολύτιμο φορτίο στο πίσω μέρος του βαν θα έκανε και τον πιο σχολαστικό αστυνομικό να υποχωρήσει. Η Νταρουσάφακα ήταν πρωταθλήτρια Τουρκίας και οι αθλητές σε αυτές τις περιπτώσεις μπορούσαν να κάνουν τα πάντα. Επίσης, ο πατέρας του Χασίμ ήταν ο ίδιος στην αστυνομία,  αγαπούσε τον Aτατούρκ όσο τον αγαπούσε και εκείνος, άρα σε κάθε πιθανό μπλέξιμο θα βρισκόταν μέσες άκρες μια διέξοδος.

 Ή σχεδόν…

Μπήκαν μέσα μετά από τους απαραίτητους χτύπους και τις επίσης απαραίτητες σωστές κουβέντες. Το κύπελλο το κρατούσε ο Νεντρέτ και δεν το άφησε μέχρι το ξημέρωμα, ακόμη και όταν πήγε στο πίσω δωμάτιο μαζί με δύο κοπέλες. Οι υπόλοιποι θα έπρεπε να αρκεστούν σε αλκοόλ, καλή παρέα και τα άλλα τρία δωμάτια.

Ο ιδιοκτήτης, φίλος του Μετίν, τους σύστηνε συνεχώς σε μισόφωτα πρόσωπα και φανταστικές ουσίες. Καθώς περνούσε η ώρα, οι φιγούρες στο μπαρ πλησίαζαν η μία την άλλη, τα μάτια γίνονταν σχισμές μέσα στο σύννεφο και η ροή μέσα και έξω από τους ιδιωτικούς χώρους ήταν σχεδόν συνεχής. Οι ξεθωριασμένες, βελούδινες κουρτίνες ανοιγόκλειναν κάθε ένα τέταρτο περίπου, για να υποδεχτούν για λίγο το επόμενο ζευγάρι. Ερωτας των δύο τσιγάρων, αλλά σίγουρα έρωτας, ο Χασίμ γνώρισε την Τσίνταμ.

Τον πλησίασε αρχικά στο τραπέζι, όπως συμβαίνει συνήθως. Ακούμπησε τα μαύρα μαλλιά της στον ώμο του , του είπε κάτι παράξενα έξυπνο στο αυτί και έμπλεξε τα χέρια της ανάμεσα στα δικά του, ακουμπώντας και τα τέσσερα μαζί επάνω στα πόδια της. Δύο τρεις αμοιβαίες ατάκες αργότερα, βρέθηκε να την ακολουθεί στο διάδρομο ανάμεσα στην μπάρα και την πίστα, για περίπου τριάντα βήματα απόλυτου θριάμβου. Ο νεαρός πρωταθλητής ισορροπούσε στην κορυφή του κόσμου και απολάμβανε την θέα, μέχρι που η Τσίνταμ τράβηξε απότομα το βελούδο και έκρυψε το φως.

Έκατσε πάνω του με την αγαρμποσύνη της κοπέλας που απλώς εργάζεται για άλλους. Παρόλα αυτά, παρατήρησε αμέσως το βλέμμα του. «Πρέπει να πάω οπωσδήποτε στην τουαλέτα» , της είπε. «Αν προσπαθήσεις να πας επάνω, θα ξανακατέβεις το λιγότερο σε ένα τέταρτο και τόσο χρόνο δεν έχω, δεν πάει να είσαι όποιος είσαι. Αν μπορείς κάτσε, ή πηγαινε έξω, θα σου πάρει δύο λεπτά το πολύ». Την άκουσε, έτσι κι αλλιώς ήταν τόσο λιώμα που δεν γινόταν να κάνει διαφορετικά. Εκείνη, όπως και σχεδόν όλοι οι άλλοι εκείνο το βράδυ, τον είδε για τελευταία φορά να απομακρύνεται βιαστικά και να κοπανάει την πόρτα πίσω του με δύναμη.

Έξω ο βρόχινος άερας ανανέωσε τελείως ψεύτικα κάποιες αισθήσεις και ελευθέρωσε το καταπιεσμένο πνεύμα, όσο ήταν απαραίτητο για να πάει λίγο παραδίπλα. Είδε από μακριά το άγαλμα στην πλατεία , περπάτησε μέχρι εκεί και στάθηκε κάτω από την φιγούρα του αναμορφωτή του Τουρκικού κράτους. «Τι κοιτάς ρε γελοίε, άντε γαμήσου», του φώναξε πριν βάλει τα γέλια. Ξεκούμπωσε το παντελόνι και κατούρησε στη βάση. Συνέχισε να γελάει, αμέσως μετά ξέρασε στην πέτρινη πλάκα με τα γράμματα δυο τρεις φορές, με τα βρισίδια και τις κοροϊδίες να διαδέχονται κάθε γύρο περιττού αλκοόλ . Στο μεταξύ, οι αστυνομικοί που σχεδόν μόνιμα την είχαν στημένη στην γειτονιά, είχαν ήδη γίνει μπάτσοι.

Τρεις από εκείνους τον πλησίασαν και τον χτύπησαν σχεδόν αμέσως. Η ασέβεια απέναντι σε τέτοιο μνημείο αποτελούσε (όχι μόνο για την εποχή) ένα ασυγχώρητο έγκλημα. Όπως όλοι οι αθλητές μπάσκετ, ο Χασίμ ήταν μεγαλόσωμος και κατάφερε να αντισταθεί γενναία, όταν συνήλθε από τα πρώτα χτυπήματα. Όμως έρχονταν συνεχώς και άλλα. Για λίγα λεπτά, τα τέσσερα σώματα πάλευαν στο βρεγμένο έδαφος με την λυσσασμένη μανία των ερωτευμένων , όμως σιγά σιγά η βία επικράτησε και το ένα παραδόθηκε, χωρίς την παραμικρή νίκη.

Τον έβαλαν στο περιπολικο σχεδόν άκοπα και το ξημέρωμα τον βρήκε στην φυλακή, όπως όλα τα υπόλοιπα ξημερώματα για τα επόμενα πέντε χρόνια. Μπάσκετ δεν ξαναέπαιξε ποτέ.

Ο Κώστας ερχόταν τακτικά στο επισκεπτήριο. Όπως πολλοί παίκτες των μεγάλων αθλητικών δυνάμεων μεταξύ 1960 και 1970, έτσι και ο Χασίμ είχε ξεκινήσει από σύλλογο μιας μειονότητας. Την δεκαετία του ’50 το Κούρτουλους (Α.Ο. Ταταύλα σήμερα στην Αθήνα) διέθετε προικισμένους προπονητές και την καθοδήγηση – ομπρέλα του μεγάλου δασκάλου Γιάκοβος Μπιλέκ1. Οι δύο τους είχαν περάσει από το πρόγραμμα του και παρέμειναν καλοί φίλοι , ακόμη και όταν ο Χασίμ δεν είχε πλέον τόσο χρόνο για να τα προλαβαίνει όλα. Τόσο την δική του επιτυχία, όσο και εκείνη της Νταρουσάφακα, ο Μπιλέκ την είχε προβλέψει με άρθρο του στην Instanbul Express. Είχε επίσης προβλέψει την τύχη όσων – έστω και τυχαία – παρουσιάζονταν με οποιοδήποτε τρόπο να βγάζουν την γλώσσα στην όποια εξουσία, είτε ηταν αυτή των πραξικοπηματιών Κεμαλιστών , είτε (πριν το '60) εκείνη του δημοκρατικού πέπλου του ολοκληρωτισμού του Αντνάν Μεντερές. Λίγα χρόνια αργότερα, στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε η αντίστοιχη χούντα, σαν υπενθύμιση πως τους κόσμους των δύο νεαρών αθλητών δεν χώριζε τίποτε παραπάνω από ένα βράδυ γεμάτο ποτό, ναρκωτικά και ακατάσχετα βρισίδια.

Ο Κώστας βέβαια, πλέον πιστεύει σε άλλους, δικούς του θεούς. Δεν ξέρω αν πίστευε ποτέ σε κάτι περισσότερο και μου φάνηκε πως η διήγηση του είχε κάμποσες τρύπες, τις οποίες, ειλικρινά σας λέω, αναγκάστηκα να  κλείσω τελείως αυθαίρετα, ειδικά μετά τα πρώτα λεπτά στο διαδυκτιακό κωλοψαχτήρι. Δεν γινόταν αλλιώς, αλλά θα έπρεπε να είμαι πιο προσεκτικός. Όταν μπαίνει κανείς στην διαδικασία να γεμίσει παλιά κενά, θα πρέπει να είναι καλύτερα προετοιμασμένος για βουτιά σε ένα καινούριο, αυτή την φορά χωρίς πληθυντικό αριθμό.

Για αρχή, η Νταρουσάφακα δεν ήταν πρωταθλήτρια το 1964, όταν ο Χασίμ Ουλκιού Γιακίν συνελήφθη από τις τουρκικές αρχές, αλλά είχε πάρει το τελευταίο της πρωτάθλημα το 1962, με εκείνον μέλος της και πρωταγωνιστή τον, θρυλικό πλέον, Νεντρέτ Ουϊγκουτς.

Για την συνέχεια δε… «Κάτι ειρωνικό συνέβη, καθώς τον συνέλαβαν όταν υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία ως δάσκαλος σε ένα χωριό. Πυροβολούσε πάπιες με το τουφέκι, όταν μια σφαίρα εξοστρακίστηκε και χτύπησε το άγαλμα του Κεμάλ στην αυλή του σχολείου». Εφημερίδα Μιλιέτ, 10 Μαϊου 1964.

Ο Ουλκιού Γιακίν βρέθηκε στην φυλακή, δεν έχω ιδέα για πόσο καιρό, ούτε με απασχολεί ιδιαίτερα η συνέχεια ή η αλήθεια της πορείας του. Το μπάσκετ το σταμάτησε, αυτό είναι σίγουρο. Πιθανώς να μην ήταν ένα ελεύθερο πνεύμα , που το καταπίεσαν η οικογένεια και οι καιροί. Μπορεί και να μην ήταν τίποτα, αλλά οι άνθρωποι φτιάχνουν την δική τους εκδοχή για κάθε ιστορία, ανάλογα με το μέγεθος της πληγής που άφησε το τέλος της ή το τέλος κάποιας άλλης. Πρέπει με κάποιο τρόπο να ανταποκριθούν, γιατί μπροστά υπάρχει ακόμη δρόμος.   

Σημείωση

1. Για τον Γιάκοβος Μπιλέκ μπορείτε να διαβάσετε εδώ https://basketballguru.gr/featured/item/738-ena-gramma-ston-menteres-o-basketikos-kosmopolitismos-tou-yakovos-bilek

Αστεράκι

* Φωτό από την ταινία "He walked by Night" (1948) των Άντονι Μαν και Αλφρεντ Λ. Βέρκερ

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Ήρωες και δυνάστες H Μπέκι Χάμον και οι Άλλες. »

 

 PODCASTS

Basketballguru.gr 2018 All righs reserved.      Designed and Developed by Web Rely