Κυριακή, 01 Μαρτίου 2020 10:13

O Zion και η αναζήτηση του νοήματος

Από :

Θέλω να ξεκινήσω με τη δήλωση πως το hype γύρω από το κάθε τι με κάνει δύσπιστο και αρνητικό απέναντι στο αντικείμενό του. Ιδίως όταν φτάνει σε μεσσιανικά επίπεδα προσδοκίας ή λατρείας. Το ένα μέρος του προβλήματός μου είναι ότι κάνει μια κατάσταση με απρόβλεπτο μέλλον να φαίνεται δεδομένη. Σε μπασκετικά συμφραζόμενα, η μορφοποίηση και η εξέλιξη ενός αθλητή ή μιας ομάδας επισκιάζεται αν είναι κατώτερη ή διαφορετική των προσδοκιών που είχαν δημιουργηθεί γι’ αυτόν και γι’ αυτήν αντίστοιχα.

Το άλλο μέρος είναι η διαδικασία δημιουργίας των προσδοκιών αυτών. Ο γενικός και άκριτος ενθουσιασμός (ή αντιστοίχως το μίσος) δεν αφορά 100% το πρόσωπο, αλλά συγκεντρώνει σαν χιονοστιβάδα όλα τα στοιχεία που το κοινό προβάλλει σε αυτό. Με αυτόν τον τρόπο καταλήγουμε, είτε σε μια κατάσταση απαξίωσης, είτε σε μία κατάσταση αδυναμίας να απολαύσουμε το “ταξίδι” και τις πτυχές που σιγά-σιγά ξεδιπλώνονται. Σε μεγάλο βαθμό πιστεύω ότι αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που το κοινό ευχαριστιέται να απαξιώνει τον LeBron, που ακόμα και εγώ ο ίδιος δυσκολεύομαι να “ευχαριστηθώ”. Στο πλαίσιο του hype, είτε πρέπει να είσαι ο καλύτερος, είτε άχρηστος.

Αρκετά όμως με αυτά. Όπως πιθανώς θα καταλάβατε από τον πρόλογο (ή από τον τίτλο και την φωτογραφία εδώ που τα λέμε) το θέμα που θέλω να πιάσω είναι ο Zion Williamson, το αποτύπωμά του σε αυτά τα 13 παιχνίδια και 370 αγωνιστικά λεπτά (μέχρι την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές τουλάχιστον) και τι σημαίνουν όλα αυτά για τους Pelicans.

Οι χαμένες ευκαιρίες

Δεν είναι φυσικά η πρώτη φορά που οι Pelicans, μια ομάδα με σύντομη ιστορία σε μια πόλη που δεν έχει καμιά μεγάλη μπασκετική παράδοση, έχουν στο roster τους ένα ταλέντο που υπόσχεται να γράψει Ιστορία. Είναι το franchise, άλλωστε, που επέλεξε τον Chris Paul το 2005 και επτά χρόνια μετά έντυσε με τα χρώματά του τον Anthony Davis. Δύο παίκτες που αναμφίβολα θα βρεθούν στο Hall of Fame μετά το τέλος της καριέρας τους, δύο αστέρες που η Νέα Ορλεάνη δεν κατάφερε να κρατήσει και να μεγαλώσει μπασκετικά μαζί τους. Αμφότεροι είδαν το μέλλον τους στο λαμπερό Los Angeles, σε χαρακτηριστική αντίθεση με την μπασκετική αφάνεια της Νέας Ορλεάνης - αρχικά με προορισμό τους Lakers και οι δύο, πριν ο Chris Paul καταλήξει στους Clippers σε συνέχεια του διαβόητου βέτο του David Stern, για το οποίο, μάλιστα, ο κοντός μίλησε πρόσφατα.

Από το 2005 μέχρι και πέρυσι λοιπόν, οι Pelicans είχαν στη σύνθεσή τους πάντοτε έναν νεαρό, εκκολαπτόμενο superstar για 13 από τις 14 σεζόν1. Τι απέφεραν λοιπόν αυτά τα 13 χρόνια; Δύο παρουσίες σε ημιτελικούς περιφέρειας και τρεις εξόδους στον πρώτο γύρο. Αρκετές αξιομνημόνευτες στιγμές, αλλά σίγουρα μια απογοητευτική επιστροφή για τη βαρύτητα του Chris Paul και του Anthony Davis. Παρά την αδιαμφισβήτητη ποιότητά τους, δεν κατάφεραν να δώσουν στο franchise νόημα και όραμα. Να αποτελέσουν, δηλαδή, τον καταλύτη, αυτή την μεταφυσική ώθηση που θα μπορούσε να καθιερώσει τον οργανισμό στην ελίτ του NBA.

Στην πρώτη περίπτωση, ίσως να ευθύνεται ο μάλλον δύστροπος χαρακτήρας του Chris Paul, ο συγκεντρωτισμός του και η μίζερη διάθεσή του στο παρκέ, σε πλήρη αντίθεση με τον μαεστρικό τρόπο που χειρίζεται την μπάλα, τον ρυθμό και τη γεωμετρία του παιχνιδιού. Αντίθετα, ο Anthony Davis μπήκε στο NBA πιο δειλά, ένα ψηλό και υπερταλαντούχο, αλλά ισχνό παιδί, χωρίς την απροσδιόριστη λάμψη του star για την οποία η Αμερική και ο κόσμος του θεάματος διψάει. Ακόμα και όσο το κορμί του γέμιζε σε μυϊκή μάζα και ο ίδιος ωρίμαζε, κάνοντας το ένα αγωνιστικό άλμα μετά το άλλο και φτάνοντας σε επιτεύγματα που προκαλούσαν θρησκευτικού επιπέδου θαυμασμό στα πρώτα του χρόνια στο NBA, ποτέ δεν έγινε το αστέρι που οδηγεί ένα franchise στην καταξίωση. Ο τέως GM των Pelicans, Dell Demps, ασχολιόταν κυρίως με το πως θα τον κρατήσει βραχυπρόθεσμα χαρούμενο, και όχι με την εκτέλεση ενός μακροπρόθεσμου πλάνου εξέλιξης του franchise με αυτόν ηγέτη της προσπάθειας. Ο Davis ήταν πάντοτε -χωρίς να είναι απόλυτα ευθύνη του- πηγή ανασφάλειας και όχι σταθεροποιητικός παράγοντας. Περίπου όπως ο LeBron στην πρώτη του θητεία στο Cleveland, η στάση του franchise απέναντί του θύμιζε προσπάθεια να κρατηθεί ήσυχο ένα κακομαθημένο παιδί, πράγμα που αποσταθεροποιεί ακόμη περισσότερο τις σχέσεις των εμπλεκομένων και διαστρεβλώνει τις προσδοκίες του τελευταίου.

Όπως και στη ζωή, το δύσκολο δεν είναι να εκτελεί κανείς σωστά τη δουλειά του. Το δύσκολο είναι να βρεθεί ο “σκοπός”. Το νόημα. Το στοιχείο αυτό που κάνει την προσπάθεια και το ταξίδι να είναι τα ίδια η ανταμοιβή, η πυξίδα που δείχνει το μονοπάτι στα στραβοπατήματα. Κάτι που δυστυχώς δεν έχει συνταγή του τύπου “ντραφτάρω superstar > βάζει 30άρες > παίρνω Πρωτάθλημα > όλοι είναι χαρούμενοι”. Κανείς από τους δύο δεν μπόρεσε να δώσει αυτό το ”joie de vivre” (σιγά ρε φίλε…) που θα άνοιγε το δρόμο του franchise προς τα εμπρός, παρά τις ατομικές στιγμές ή διακρίσεις τους.

O Zion και η απλότητα

Εδώ φαίνεται να είναι και η βασική διαφορά με τον νέο αστέρα της ομάδας: ο Zion Williamson δείχνει να είναι ακριβώς αυτό το σπάνιο ταλέντο, συνοδευόμενο από μια χαρισματική, larger than life αύρα. Προβεβλημένος ασταμάτητα την τελευταία διετία για τα ανήκουστα σωματικά του προσόντα, δεν απασχόλησε ποτέ τα media για εξωαγωνιστικούς λόγους με τον τρόπο που συνέβη με τον Lonzo Ball και τον πατέρα του ή τον Markelle Fultz και τον ώμο του. Όντας 19 ετών αγωνίζεται σαν να μην έχει τίποτα να αποδείξει, εντασσόμενος στο σύνολο και πετυχαίνοντας μέσα από αυτό, χωρίς να φοβάται να κάνει λάθη, αλλά και δίχως να παίζει ασύδοτα σαν να είναι μια οντότητα ανώτερη του οργανισμού. Χωρίς να είναι φοβισμένος, κάθε άλλο, είναι χαρακτηριστικό πως φαίνεται να “μετράει” τα άλματα του και τις επιδείξεις δύναμης. 

Αγωνιστικά λοιπόν, μιλάμε για έναν δεκαεννιάχρονο παίκτη χωρίς σαφή θέση ή ρόλο αφήνοντας το κολέγιο, ο οποίος μπήκε μετά από τραυματισμό με τα μάτια όλων στραμμένα πάνω του, σε μια ομάδα με μάλλον μπερδεμένους ρόλους και αγωνιστικό προσανατολισμό. Στα πρώτα 13 παιχνίδια του έχει 23,3 πόντους, 7,1 rebounds και 2,3 assists ανά αγώνα, με TS% στο 61%. Όχι ότι έχουν τόσο πολύ σημασία οι αριθμοί από μόνοι τους, αλλά είναι μια εικόνα. Στατιστικά συγκρίνεται με τον Shaquille O’ Neal. Οι Pelicans είναι άλλη ομάδα από την στιγμή που πάτησε στο παρκέ: 

Και αν δεν πείθει το “πριν και μετά”, ας δούμε και το “με και χωρίς” .

Τι λένε όλα αυτά τα νούμερα; Εν ολίγοις ότι η τριάδα Holiday-Williamson-Favors κυριαρχεί στο παρκέ, με τον Zion να έχει ίσως την μεγαλύτερη επιρροή σε αυτήν την κυριαρχία. Ο Favors έχει μικρή συνεισφορά στο επιθετικό κομμάτι. Αντίθετα, οι συνεργασίες Holiday και Williamson είναι βασικό στοιχείο της επιθετικής αποτελεσματικότητας των Pelicans. Στην άλλη πλευρά του γηπέδου βλέπουμε τρομακτική διαφορά όταν το δίδυμο Williamson και Favors δεν επανδρώνει τις θέσεις των ψηλών. Η παρουσία του Zion στην πεντάδα είναι περίπου 15 πόντοι διαφορά ανά 100 κατοχές. Με αυτά τα δεδομένα -αν και τόσο μικρό δείγμα-, μοιάζει σχεδόν αστείο να προσπαθήσεις να επιχειρήσεις την ανατομία του παιχνιδιού του. Ας δούμε δύο-τρια χαρακτηριστικά όμως. 

Αν κάτι προσωπικά ξεχωρίζω, είναι ότι η παρουσία του Zion είναι ένα συνεχές σημείο πίεσης προς την αντίπαλη άμυνα. Με τρόπο αντίστοιχο με αυτόν που ο Steph Curry ή (για να έχουμε παράδειγμα παίκτη σε παρόμοια φάση της καριέρας του) ο Trae Young πιέζουν την αντίπαλη άμυνα σε οριακό σημείο τεντώνοντας την προς τα έξω, ο Zion Williamson αποτελεί μια μόνιμη πίεση προς τα μέσα, προσπαθώντας συνεχώς με το κορμί του να δημιουργήσει γωνίες που θα του δώσουν εύκολους πόντους.

 

Είναι εγκληματικό να ξεμείνει πάνω του πιο αδύναμος παίκτης στο post και ακόμα και στιγμιαίες ολιγωρίες είναι πρόσκληση για να του περάσει κανείς την μπάλα, καθώς με το εκτόπισμά και το footwork του βρίσκει εντυπωσιακά χώρο ανάμεσα στο καλάθι και τον αμυντικό του, ευκαιρίες που ο διορατικός Holiday και ο Lonzo Ball, ρέκτης της ευκαιριακής πάσας, δεν αφήνουν να περάσουν ανεκμεταλλευτες. Συμβαίνει ήδη, αλλά είναι αυτό ακριβώς το στοιχείο που ίσως δεν μπορούσαμε να υπολογίσουμε. Μια άμυνα που είναι συνεχώς αναγκασμένη να σκέφτεται ότι θα πρέπει να βοηθήσει, γίνεται πιο ευάλωτη στο λάθος, που μπορεί να το τιμωρήσει είτε ο Zion, είτε οι εξαιρετικοί στις διεισδύσεις Ingram και Holiday, είτε ο Ball ως δευτερεύων playmaker, είτε βεβαίως οι σουτέρ που πλαισιώνουν και θα πλαισιώνουν (Redick, Moore, Melli, Hart) τον Williamson.

Κάτι άλλο που ίσως μας διέφυγε συλλογικά, όσο βλέπαμε τα καρφώματα και την ωμή δύναμη του Zion είναι το touch που έχει γύρω από το καλάθι (μου θυμίζει λίγο Z-Bo) είτε χρησιμοποιώντας το ταμπλό, είτε χωρίς αυτό. Παρά τη δύναμη με την οποία σηκώνεται, τα σπασίματα μέσης και τις σπρωξιές, η μπάλα ρολάρει γλυκά από το χέρι του, και φαίνεται ότι έχει δουλέψει για να ξεκλειδώσει αρκετές γωνίες από όπου μπορεί να βρει στόχο, ακόμη κι αν πολλές φορές θα πάει στο “προφανές” τελείωμα με το αριστερό, είτε επειδή αντέχει την επαφή, είτε επειδή δεν έχει δεξί, διαλέξτε εσείς. Τα βιαστικά τελειώματα δεν λείπουν, ωστόσο φαίνεται ότι έχει επιλογές κοντά στο καλάθι εκτός από το κάρφωμα, τα putbacks και τα απλά layups.

Εδώ είναι που αναδεικνύεται και η αξία αυτού του επιπέδου δύναμης και αντοχής στους κραδασμούς. Ο Zion φαίνεται να μπορεί να παίξει με απλότητα. Όχι απλοϊκότητα. Παράδειγμα ο LeBron πάλι. Αν αφήσουμε τις στιγμές εντυπωσιασμού, η συνεχιζόμενη κυριαρχία και αποτελεσματικότητά του “Βασιλιά” οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι μπορεί να κάνει το άθλημα απλό. Να πάρει μια κατάσταση με πολλαπλές μεταβλητές και με την ευφυϊα ή/και τα σωματικά του προσόντα να ελαχιστοποιήσει τις επιλογές της άμυνας και αντίστοιχα ο ίδιος να μπορεί να επιλέξει την βέλτιστη από αυτές. Απλότητα δεν είναι παω ευθεία. Απλότητα είναι το να μπορώ να αντιστρέψω το ερώτημα -αν ας πούμε η άμυνα είναι ένα ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί. Ή ο Kevin Durant. Αν είσαι 7-footer και σουτάρεις έτσι, δεν χρειάζονται πολλά στολίδια στο παιχνίδι. Έτσι λοιπόν, η κτηνώδης δύναμη του Zion του επιτρέπει να μεταμορφώνει πολύπλοκα προβλήματα σε σχεδόν δυαδικές επιλογές. Δείτε τη δύναμη και τον χώρο που δημιουργεί με ένα απλό jump stop, για παράδειγμα, και γενικότερα πως ο συνδυασμός όγκου, έκρηξης και ευελιξίας, μαζί με τον έλεγχο του κορμιού του στον αέρα απλοποιεί τις ευκαιρίες στο transition.

 

Φυσικά, αυτό ακόμα τον κάνει επιρρεπή σε λάθη. Πολλές φορές θα “κουτουλήσει” στην άμυνα από υπερβολική αυτοπεποίθηση. Θα σηκωθεί χωρίς να ξέρει αν θα σουτάρει ή θα πασάρει, κατάσταση που έχει φέρει αρκετά από τα λάθη του. Συχνά δεν θα προστατεύσει την μπάλα στις κινήσεις του προς το καλάθι. Και όμως, το ύποπτο ballhandling του προσκαλεί τους αντιπάλους να βάλουν το χέρι τους στο βάζο με το μέλι, και αυτό φέρνει περισσότερες βολές στον Zion, που αν ανεβάσει το ποσοστό του από το 60% στο 75%+ θα είναι τεράστιο πρόβλημα για κάθε αντίπαλο. 

Σε κάθε περίπτωση, συνήθως βλέπουμε παίκτες να χρειάζονται χρόνια για να περάσουν από το στάδιο της δοκιμής, του εντυπωσιασμού και της υπέρμετρης αυτοπεποίθησης για να φτάσουν στη ζητούμενη απλότητα. Το γεγονός ότι ο Zion το καταφέρνει συχνά από τα πρώτα 15 παιχνίδια του στη Λίγκα είναι εντυπωσιακό. 

Για κάθε φορά που θα του φύγει η μπάλα από τα χέρια και για κάθε κατά μέτωπο επίθεση ή spin που θα αφήσει την μπάλα εκτεθειμένη, για κάθε υπερφιλόδοξο drive που δεν θα έπρεπε να γίνει, θα υπάρχει και ένας αιφνιδιασμός που γίνεται εύκολος χάρη στο εκτόπισμά του, τη δύναμη με την οποία μπορεί να σηκωθεί με τα δύο πόδια την ώρα που αλλάζει κατεύθυνση και φάσεις που εκσφενδονίζει τον Steven Adams, ανθρώπινο αντίστοιχο υπεραιωνόβιας σεκόγιας, σαν πλαστική κούκλα.

 

Ακόμα βέβαια δεν έχουν απαντηθεί τα μακροπρόθεσμα ερωτήματα και πάνω από όλα αυτό της υγείας. Θα αντέξουν οι αρθρώσεις του τις τρομακτικές δυνάμεις που τους ασκούνται από το εκρηκτικό παιχνίδι του Zion; Πάντως δεν πηδάει όποτε να ‘ναι, “διαλέγει” τις μάχες του και δεν ψάχνει εξεζητημένα καρφώματα ή εντυπωσιακές φάσεις απλά και μόνο για να το κάνει. Αυτά είναι στοιχεία απαραίτητα για να μακροημερεύσει. Θα είναι ευχαριστημένος στη Νέα Ορλεάνη, θα θέλει να γίνει η “σημαία” της ομάδα;. Θα σουτάρει από τα 7,25 (μην ψαρώνετε από το 40%, μετά το 4/4 του πρώτου αγώνα του στο NBA έχει βάλει μόλις άλλο ένα σε 12 παιχνίδια έκτοτε); Είναι όμως πολύ νωρίς για όλα αυτά. Δείχνει σοβαρό παιδί, ήρεμη δύναμη και με τη βαρύτητά του τόσο αγωνιστικά, όσο και σαν σύμβολο, δίνει μια πρωτοφανή ώθηση στην Νέα Ορλεάνη και θέτει τις βάσεις για τις μεγαλύτερες στιγμές της ιστορίας της ομάδας, είτε προλάβει φέτος τα Playoffs, είτε όχι.

Διοικητικές αλλαγές και το κυνήγι των playoffs

Φυσικά δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε εκτός από την παρουσία του Zion Williams, τον έτερο παράγοντα που άλλαξε το κλίμα και πιθανότατα τις τύχες των Pelicans, τις αλλαγές δηλαδή στο διοικητικό σχήμα. Ο Dell Demps αποτέλεσε παρελθόν τον περασμένο Φεβρουάριο μετά από εννέα χρόνια στον ρόλο του GM του οργανισμού, με τα πέντε τελευταία τουλάχιστον να βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας -κατάσταση που ενέτεινε τις πανικόβλητες, “win now” επιλογές τoυ. Λίγο μετά προσελήφθη ο David Griffin, μάλλον ο πρώτος καλός διοικητικός παράγοντας στο franchise, ως executive Vice President of Basketball Operations -ας πούμε αφαιρετικά “ιθύνων νους” για να ξεμπερδεύουμε- και ο Trajan Langdon στον ρόλο του General Manager. 

Αυτοί ανέλαβαν να εκτελέσουν το προδιαγεγραμμένο deal του Davis και στελέχωσαν την ομάδα με παίκτες που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον δίπλα στον Zion, παίκτες που ακόμα ψάχνουν την αγωνιστική τους ταυτότητα μεν, αλλά φαίνεται δε να “δένουν” με την παρουσία του Zion. Ο Brandon Ingram, που έκανε την έκρηξη που οι περισσότεροι είχαμε διαγράψει σαν πιθανότητα, μπορεί να κουμπώσει σε έναν πιο διαχειρίσιμο ρόλο και να γίνει μια σούπερ efficient επιλογή με τον Zion να τραβάει double teams (προσωπικά μου θυμίζουν λίγο Antetokounmpo-Middleton σαν δίδυμο). Jrue Holiday και Lonzo Ball είναι δύο πανέξυπνοι guards με διαφορετικά χαρακτηριστικά, με τον πρώτο να μην χρειάζεται να κουβαλάει τόσο μεγάλο επιθετικό φορτίο, να μπορεί να δίνει έξτρα ενέργεια στην άμυνα όπου είναι καταπληκτικός, και να βοηθάει τον Ball να επικεντρώνεται σε έναν ρόλο ευκαιριακού πασέρ και σκόρερ. Για τον τελευταίο πάντοτε πίστευα ότι είναι ένας παίκτης που θα κάνει καριέρα στα “περιθώρια” μπαλώνοντας τρύπες και ανεβάζοντας το σύνολο χωρίς να φαίνεται. 

Με τους ρόλους των υπολοίπων να επαναπροσδιορίζονται από την παρουσία του Zion, η ομάδα των Pelicans έχει μεταμορφωθεί. Στα μέσα του Δεκέμβρη βρίσκονταν κοντά στον πάτο του NBA, με ρεκόρ 6-22, έχοντας μάλιστα γράψει ένα σερί 13 σερί ηττών. Ανέκαμψαν, και από την επιστροφή του Zion έχουν ρεκόρ 8-6 και συνολικά 25-33. Όπως έγραψε και ο Λεωνίδας πριν από μερικές ημέρες, έχουν το δεύτερο ευκολότερο πρόγραμμα για το υπόλοιπο της σεζόν, και είναι μάλλον το καλύτερο ποντάρισμα για την όγδοη “προνομιούχο” θέση της Δύσης. Η Λίγκα επέλεξε ένα εμπροσθοβαρές πρόγραμμα για τους Pelicans για να προβληθούν τα πρώτα παιχνίδια του νέου αστέρα του NBA, κάτι που δεν συνέβη λόγω του τραυματισμού του, αλλά αποδεικνύεται εν τέλει blessing in disguise για τις πιθανότητές τους να μπουν στα Playoffs στην πρώτη χρονιά της ανοικοδόμησής τους, να συλλέξουν εμπειρίες και - ας είμαστε ειλικρινείς - να γουστάρουμε κι εμείς με το matchup LeBron vs Zion στον πρώτο γύρο. 

Από την άλλη πλευρά, μπορεί ο Zion να την ψωνίσει, να τραυματιστεί, ο χαμός γύρω από το όνομα του να φέρει γκρίνια στα αποδυτήρια. Μπορεί να τον πάρουν χαμπάρι οι άμυνες και να μην είναι τίποτα περισσότερο από ένας πολιορκητικός κριός που θα σκοράρει πολύ αλλά θα κάνει και πολλά λάθη, ενώ θα είναι ευάλωτος από τη γραμμή των βολών και του τριπόντου. Ωστόσο δεν χρειάζεται να είναι ο μεσσίας για να ευχαριστηθούμε τα πρώτα βήματα ενός αθλητικού ταλέντου, που βγαίνει μια φορά κάθε αρκετά χρόνια και η γρήγορη επιτυχία του στο πλαίσιο της ομάδας είναι το καλύτερο όχημα για βάλουμε την πλάτη πίσω στην καρέκλα και να απολαύσουμε το θέαμα.

Γενικώς, στις πλάτες κανενός δεν χρειάζεται να πέσει το βάρος του κόσμου, γιατί και πάλι, ο κόσμος δεν σώζεται σε μια μέρα. Να είστε καλά, καλώς σας (ξανα)βρήκα. :)

Υ.Γ.: Τα βίντεο επίτηδες δεν είναι από όλα τα παιχνίδια του, αλλά από δύο από τα δυνατότερα που έχει δώσει μέχρι στιγμής. Έχω την θεωρία ότι, ιδίως για νέους παίκτες, λίγο νόημα έχει να βλέπει κανείς τι κάνουν απέναντι στις χειρότερες ομάδες.

Σημειώσεις

1. Εξαίρεση αποτελεί η σεζόν 2011/12, ήτοι το Jack-Kaman party. Αν το σκεφτεί κανείς Jarrett Jack, Chris Kaman και Al Farouq Aminu θα μπορούσαν να είναι τα μέλη ενός fusion jazz trio, συνεπείς με την μουσική παράδοση της πόλης.

Basketballguru.gr 2018 All righs reserved.      Designed and Developed by Web Rely