Φυσικά, εάν δεν το καταλάβατε ακόμη, μιλάμε για αυτήν εδώ:
Στην προκειμένη περίπτωση, θύτης είναι ο Oriol Pauli της Gran Canaria, έχοντας απέναντι του τον Fernando San Emeterio, σε παιχνίδι των ισπανικών playoffs πριν από πέντε μήνες. Ο 24χρονος forward δεν είναι προφανώς Σπανούλης ή Bodiroga, όμως δίνει ένα πολύ καλό παράδειγμα για να σας βάλουμε στο κλίμα. Άλλωστε, λίγοι είναι οι παίκτες που επιχειρούν τη συγκεκριμένη ντρίμπλα. Είναι κάτι που δεν βλέπουμε συχνά, ιδίως στην Ευρώπη.
Αν και η προέλευση της εντοπίζεται πολλές δεκαετίες πίσω, η ντρίμπλα άρχισε να διαδίδεται και να συζητιέται από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 κι έπειτα. Αιτία για να συμβεί αυτό; Ένα κολλεγιόπεδο.
Ο θεμελιωτής
Ο God Shammgod είναι μέλος του τεχνικού τιμ των Dallas Mavericks από το 2016 κι ασχολείται με την ατομική βελτίωση των αθλητών. Το ίδιο έκανε και κατά την τριετία 2012-2015 στο πανεπιστήμιο του Providence, στα πρώτα του βήματα προς προπονητική κατεύθυνση. Με την ομάδα του Providence έπαιξε μπάσκετ σε κολλεγιακό επίπεδο από το 1995 έως το 1997, χρονιά κατά την οποία οι Washington Wizards (τότε η ονομασία τους ήταν Bullets) τον επέλεξαν στην 45η θέση του draft. Η καριέρα του στο NBA δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο. Έπαιξε σε λίγα παιχνίδια και το 1999 αποχώρησε, αρχίζοντας μια μεγάλη περιήγηση. Αγωνίστηκε κατά σειρά σε Πολωνία, Κίνα, Σαουδική Αραβία, Κουβεϊτ και Κροατία, ενώ είχε και κάποια ενδιάμεσα περάσματα από μικρές λίγκες της Αμερικής, οι οποίες πλέον δεν υφίστανται καν.
Τι είναι αυτό που έκανε τον, γεννημένο το 1976, Shammgod ευρέως γνωστό; Ο παλαίμαχος γκαρντ άφησε το στίγμα του στο άθλημα, με τη συγκεκριμένη ντρίμπλα να παίρνει με το πέρασμα των ετών το όνομα του. Στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει πια "ριζώσει" η ονομασία, παρότι στην Ευρώπη είχαμε μάθει να την αποκαλούμε αλλιώς. Ο Shammgod είχε πολύ καλή τεχνική κι εκτελούσε άρτια την εν λόγω ντρίμπλα, παρά την δυσκολία της. Το έκανε μάλιστα με μεγάλη συχνότητα, σε μια χρονική περίοδο όπου δε συνηθιζόταν. Ήταν κάτι πολύ φρέσκο στο μάτι, ακόμη και για το "προχωρημένο" αμερικανικό κοινό. Σήμερα βλέπουμε παίκτες παγκοσμίας εμβέλειας όπως οι Russell Westbrook, Kyrie Irving, Chris Paul, κι όχι μόνο, να την έχουν "προσθέσει" στο skillset τους.
Στο παρακάτω μίνι ντοκιμαντέρ του Bleacher Report, βλέπουμε πολλά σχετικά στιγμιότυπα, καθώς και τον ίδιο τον God Shammgod να μιλά για το impact του στο άθλημα.
Οι Ευρωπαίοι συνεχιστές
Στην γηραιά ήπειρο, η ιστορία εξελίχθηκε κάπως διαφορετικά. Θεωρείται πως ο Dragan Kicanovic ήταν ο πρώτος παίκτης που χρησιμοποίησε ποτέ την ντρίμπλα - μαστίγιο (λέγεται έτσι διότι η κίνηση κατά την εκτέλεση της παρομοιάζεται με χτύπημα με μαστίγιο). Ο Σέρβος περιφερειακός υπήρξε θρυλική μορφή για το ευρωπαϊκό μπάσκετ στα 70s. Ήταν ο MVP στο Μουντομπάσκετ του 1974, παρά την ήττα των Γιουγκοσλάβων από τους Σοβιετικούς στον τελικό. Σε επίπεδο εθνικής, ήταν ένας πραγματικός ηγέτης μιας πολύ ισχυρής ομάδας, με περισσότερες από 200 συμμετοχές στο ενεργητικό του και 15.2 πόντους κατά μέσο όρο. Κατέκτησε (ούτε ένα, ούτε δύο...) 10 μετάλλια, τα 5 μάλιστα χρυσά (EuroBasket 1973, 1975 & 1977, Μουντομπάσκετ 1977, Ολυμπιακοί Αγώνες 1980). Ο Kicanovic υπηρέτησε την Partizan για εννιά χρόνια σε επίπεδο συλλόγων, παίζοντας ακόμη σε Ιταλία (Scavolini Pesaro) και Γαλλία (Paris Racing). Ανήκει από το 2010 στο Hall of Fame της FIBA και πως θα μπορούσε άλλωστε να μην βρίσκεται σε αυτό, με τέτοια κατορθώματα και κληρονομιά που άφησε στο άθλημα, γενικότερα.
Αποσύρθηκε το 1984 από την ενεργό δράση, σε ηλικία 31 ετών, έπειτα από μια καριέρα που είχε διάρκεια για περίπου 13 χρόνια. Κάπου εκεί, τη... σκυτάλη πήρε ο - γεννημένος στο Zagreb της σημερινής Κροατίας - Danko Cvjetićanin, ένας άλλος σπουδαίος Γιουγκοσλάβος.
Αν ο Kicanovic ήταν ο άνθρωπος που έδειξε για πρώτη φορά στο κοινό τι θα πει "El Latigo", ο Cvjetićanin ήταν εκείνος που την καθιέρωσε. Χρησιμοποιούσε την νρίμπλα κατά κόρον στο παιχνίδι του, κάτι που ξεκίνησε να συμβαίνει στα mid 80s. Ο νυν scout των Brooklyn Nets είχε κάνει τα πρώτα του βήματα στην Partizan (1980-1985), προτού μεταπηδήσει στη Cibona, μέσω της οποίας έφτιαξε το όνομα του. Εκεί συνυπήρξε για μια τριετία με τον Drazen Petrovic, κατακτώντας μάλιστα το πρωτάθλημα Ευρώπης στην Βουδαπέστη το 1986 κόντρα στην Zalgiris του "γίγαντα" Arvydas Sabonis. O Cvjetićanin έμεινε στη γενέτειρα του ως το 1992 κι αργότερα έπαιξε για δύο χρόνια στην Μαδρίτη για λογαριασμό της Estudiantes, ενώ είχε και κάποια μικρότερης διάρκειας περάσματα, προς το τέλος της καριέρας του, από Rijeka, Reggio Emilia και Zrinjevac.
Ήταν πολύ... σύγχρονος για την εποχή του, ένας γκαρντ κοντά στα δύο μέτρα που κατά πολλούς είχε θεωρηθεί ως μια πιο "εξελιγμένη" εκδοχή του Kicanovic, αλλά και του αείμνηστου Βόσνιου, Mirza Delibasic. Μπορεί ομολογουμένως να μην κατάφερε να φτάσει στα δικά τους επίπεδα, όμως κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την κλάση του. Δείτε τον παρακάτω σε μία μαγική στιγμή της El Latigo.
O Cvjetićanin, ένας παίκτης με εξαιρετική τεχνική και πολύ καλό χειρισμό της μπάλας, πήρε μια κίνηση που σπανίως θα έβλεπε κανείς εκείνα τα χρόνια και την έκανε signature move. Ενέπνευσε νεότερους ηλικιακά αθλητές να την... "αντιγράψουν" και φυσικά ένας από αυτούς ήταν κι ο "διάδοχος" του, Dejan Bodiroga. Είναι χαρακτηριστικό πως οι τρεις αυτοί παίκτες - συντελεστές της "El Latigo", εκπροσωπούν τρεις διαφορετικές διαφορετικές μπασκετικές γενιές της μεγάλης και διαχρονικής σχολής των πλάβι. Ο Kicanovic γεννήθηκε το 1953, ο Cvjetićanin αντίστοιχα το 1963 κι ο Bodiroga το 1973. Ανά δεκαετία οι "αετοί" είχαν στις τάξεις τους ευφυείς αθλητές με μέγεθος και all-around χαρακτηριστικά "πιο μπροστά" από την εποχή τους, παίκτες με αξιοσημείωτη έφεση στο επιθετικό παιχνίδι, δύσκολο να αντιμετωπιστούν από τις αντίπαλες άμυνες και πολύ ανεπτυγμένη γνώση των βασικών.
Ο Bodiroga συνέβαλε τα μέγιστα στην καθιέρωση - εδραίωση της ντρίμπλας, όντας ο παίκτης που την έκανε κυριολεκτικά σήμα κατατεθέν του, ουσιαστικά τελειοποιώντας τη τέχνη της. Είναι ο πρώτος παίκτης που έρχεται στο μυαλό κάποιου όταν την δει να εκτελείται στο σήμερα. Ο παλιός παίκτης των Παναθηναϊκού, Ρεάλ Μαδρίτης, Μιλάνο και Μπαρτσελόνα, μεταξύ άλλων, μπορεί να είχε το ταλέντο για να αγωνιστεί στο NBA μια εποχή που δεν ήταν κάτι εύκολο για Ευρωπαίο αθλητή, όμως επέλεξε να περάσει όλη του την καριέρα στην Ευρώπη. Το γεγονός αυτό του έδωσε θρυλική υπόσταση, αφού οι εικόνες που άφησε στο κοινό είναι πάρα πολλές. Τρία ευρωπαϊκά με σπουδαίο impact στις ομάδες του σε όλα, ένα σωρό τίτλοι, ατομικοί κι ομαδικοί, και βασικό στέλεχος επί σειρά ετών στην πανίσχυρη εθνική ομάδα (3 χρύσα & 1 χάλκινο σε EuroBasket, 2 χρυσά σε Μουντομπάσκετ, 1 αργυρό σε Ολυμπιακούς Αγώνες). Ο Bodiroga, ένας από τους πιο πολυσύνθετους και προικισμένους παίκτες που ανέδειξε ποτέ η γηραιά ήπειρος, έκανε mainstream την "El Latigo", παράλληλα με την εποχή μάλιστα που είχε αρχίσει να εμφανίζεται πολύ συχνά και στις ΗΠΑ, ελέω της "έκρηξης" του φαινόμενου Shammgod.
Τα τελευταία χρόνια, ένας παίκτης που έχει παρουσιάσει ουκ ολίγες φορές την εν λόγω ντρίμπλα, είναι κι ο Βασίλης Σπανούλης. Ο αρχηγός του Ολυμπιακού κι επί σειρά ετών παίκτης της εθνικής ομάδας δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Πέρα από τα όσα έχει πετύχει κατά την διάρκεια της καριέρας του τα οποία μετρούνται ποσοτικά (δηλαδή ομαδικές κι ατομικές διακρίσεις), ο Σπανούλης είναι κι ένας από τους συνεχιστές της παράδοσης της "El Latigo". Ο ήδη σπουδαίος Luka Doncic έχει δηλώσει κατά το παρελθόν πως ο Έλληνας γκαρντ αποτελεί το role model του, ενδεικτικό της έμπνευσης που έχει δώσει σε μεταγενέστερους αθλητές του ευρωπαϊκού μπάσκετ ο V-Span. Ο νεαρός Σλοβένος δεν πρόλαβε να δει εν δράσει τους τεράστιους Γιουγκοσλάβους που μεγαλούργησαν πριν και κατά τα πρώτα χρόνια της γέννησης του, αλλά μεγάλωσε με επιρροές από τον Σπανούλη. Άλλωστε, νομίζω πως όλοι θα συμφωνήσουμε στο ότι το ξεχωρίστό, εκείνο που βλέπεις σπάνια κι όχι από πολλούς, είναι που θα σου τραβήξει το ενδιαφέρον.
Ο κοινός παρανομαστής που έχουν όλες οι περιπτώσεις παικτών που εξέλιξαν και καθιέρωσαν εν τέλει την "El Latigo", μια κίνηση που από τη φύση της ξεφεύγει από τις τακτικές των προπονητών και περισσότερο θυμίζει μια ενέργεια που θα έβλεπε κανείς σε urban γήπεδα και street ball, είναι πως αποτέλεσαν παίκτες που απολάμβαναν το σεβασμό της μπασκετικής κοινότητας και υπό μια έννοια "ανάγκασαν" τους επόμενους να προσπαθήσουν να κάνουν ότι κι αυτοί.
Η ντρίμπλα αυτή έχει αξία κι ασχολούμαστε με την ιστορία - προέλευση της για πολλούς λόγους. Έχει διάρκεια στο χρόνο, ενώνει γενιές αθλητών - φιλάθλων. Μπορεί να στην περιγράψει κάλλιστα ένας 50αρης που έχει δει τους Kicanovic - Danko, αλλά κι ένας 25χρονος των Bodiroga - Σπανούλη. Επιπλέον, είναι ξεχωριστή και δύσκολη. Απαιτεί υψηλή τεχνική και οξυδέρκεια. Είναι από αυτές που "αξίζει κανείς να πληρώσει εισιτήριο για να τη δει". Αν στο ποδόσφαιρο έμεινε με το πέρασμα των ετών το στερεότυπο πως "ο Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής ξέρει να ντριμπλάρει", τότε κάτι αντίστοιχο θα πρέπει να συμβεί και στο μπάσκετ με τον Σέρβο. Έστω κι αν ισχύει σε μικρότερο βαθμό. Η παράδοση λοιπόν της "El Latigo" θα συνεχιστεί. Ποιος θα είναι άραγε ο πρώτος παίκτης, γεννημένος από το μιλένιουμ κι έπειτα, που θα ξεκινήσει να την χρησιμοποιεί; Το μέλλον θα δείξει.