Απλά τον κοιτάς ρε γαμώτο, με το κοστούμι του, σε μία τελετή που πριν δεν παίχτηκε μπάσκετ, δεν έσκασε την μπάλα στο παρκέ και κάπως αυτό το στοιχείο λείπει. Ξανά, τα πράγματα δεν γίνονται πάντα με τον επιθυμητό τρόπο, προφανώς και εκείνος θα προτιμούσε να αποσυρθεί με ένα παιχνίδι να παίζεται, με κόσμο να γεμίζει ένα γήπεδο για να τον τιμήσει και ιδανικά σε έναν αγώνα που κρίνεται κάτι. Ιτ ιζ γουάτ ιτ ιζ όμως, εμείς εδώ μπορούμε να μιλήσουμε για τον Σπανούλη με τα αθλητικά και συγκεκριμένα με τα κόκκινα, στην 11ετη παρουσία του στον Ολυμπιακό και σε κάποια κομβικά σημεία της χρονικής αυτής περιόδου αυτής, τουλάχιστον όπως τα εκτίμησα.
Η απόφαση και το back-to-back
Σημαντική σημείωση πριν μιλήσουμε για τον Ολυμπιακό, είναι πως η καριέρα του πριν υπογράψει ήταν ήδη τεράστια. Οργιαστικός με το Μαρούσι, τον Παναθηναϊκό και την Εθνική στις μέρες δόξας, δοκιμή στο ΝΒΑ που τότε ακόμη ζόριζε τους Ευρωπαίους, ξανά Παναθηναϊκός και πορείες που τον έφεραν μέχρι τον τίτλο του MVP του final-4 το 2009. Ο άνθρωπος ήταν 27 ετών εκείνη τη χρονική στιγμή και είχε ήδη πετύχει τόσα, που θα μπορούσε να αποσυρθεί από το μπάσκετ και να μην τρέχει τίποτα. Αν όχι να αποσυρθεί γιατί οκ, στο prime του έμπαινε, να βγάλει ένα υπόλοιπο καριέρας στον αυτόματο πιλότο και πάλι να τιμηθεί ως ένας από τους κορυφαίους μπασκετμπολίστες που έβγαλε η Ελλάδα και η Ευρώπη.
Εκείνος ήθελε να γίνει ακόμη πιο επιδραστικός, να γράψει κάτι με τρόπο δικό του. Η απόφαση να παίξει για τον Ολυμπιακό έχει αποδοθεί ως ‘’επέλεξα να πάω στον δεύτερο και να τον κάνω πρώτο’’, το οποίο σαν storyline είναι τουλάχιστον προτιμότερο από εκείνο που λέει ότι το έκανε για τα λεφτά. Δεν ξέρω αν είναι ακριβώς έτσι, θέμα αριθμού δηλαδή, ο δεύτερος να γίνει πρώτος, μπορώ να πιστεύω με ασφάλεια όμως, ότι ο Σπανούλης ήθελε πολύ να φτιαχτεί κάτι γύρω του, με εκείνον ξεκάθαρο πρωταγωνιστή. Ένας ρόλος είναι άλλωστε και αυτός, είτε είσαι ο Σπανούλης, είτε ο Κριστιάνο Ρονάλντο, είτε ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις. Ένα σύνολο δουλεύει με σαφή τρόπο για συγκεκριμένο αποτέλεσμα, ο δικός σου ρόλος είναι να βγαίνεις μπροστά από τα πρώτα δευτερόλεπτα και να εκτελείς, ώστε όλα να λειτουργούν αρμονικά. Δεν το κρίνω ως ζήτημα εγωισμού, απλά αναγνώριση του κομματιού που σου ταιριάζει να έχεις σε μία παράσταση.
Με αυτή τη σκέψη λοιπόν πραγματικά πιστεύω ότι δεν πρέπει να υπήρχε πιο χαρούμενος άνθρωπος στον οργανισμό του Ολυμπιακού από τον Βασίλη Σπανούλη με την απόφαση του 2011 να πορευτεί η ομάδα με έναν διαφορετικό τρόπο από τα υπέρλαμπρα ρόστερ με τα χαοτικά μπάτζετ των προηγούμενων ετών. Από τη στιγμή που ο ίδιος θα πληρωνόταν ως ένας από τους καλύτερους Ευρωπαίους παίκτες, απόλυτα δίκαια, ξεκίνησε και το μοντέλο γύρω του να ομοιάζει σ’ αυτό που του ταιριάζει περισσότερο. Η μπάλα και οι αποφάσεις στα δικά του χέρια, ένας νεανικός κορμός που μπορεί να αμυνθεί στα πάντα και να ακολουθήσει όποιο ρυθμό δίνει εκείνος ως μαέστρος εντός γηπέδου, ένας άξιος συνοδοιπόρος στη frontline, όπως ο Γιώργος Πρίντεζης και φυσικά, πάνω απ’ όλα, ο δάσκαλος στον πάγκο. Ο Ίβκοβιτς ταίριαζε απόλυτα στον Σπανούλη, το μπάσκετ του Ντούντα δεν ήταν καθόλου δογματικό, αλλά παράλληλα ο ίδιος ήταν τόσο επιβλητικός ως παρουσία, που δύο εντολές του αρκούσαν για να πορευτεί η ομάδα σε έναν αγώνα.
Η επιτυχία του 2012 ήταν σαρωτική, παρ’ ότι μέχρι τα μέσα της σεζόν και τις προσθήκες Λο-Ντόρσι δε προμηνυόταν κάτι τέτοιο. Το repeat του 2013 το ίδιο, παρόλο που στον πάγκο βρισκόταν πλέον ο Μπαρτζώκας και το φρέσκο μπάσκετ το οποίο πρεσβεύει. Αυτή η διετία έχει συζητηθεί άπειρα και δικαίως, οι φίλοι του Ολυμπιακού έχουν πυρωμένο στο μυαλό τους το ‘’61-60, πάμε για το τελευταίο σουτ’’ και μάλιστα σε διάφορες γλώσσες. Δεν χρειάζεται να συζητήσουμε πολλά περισσότερα για στιγμές, στις οποίες το κλισέ ‘’μιλάνε από μόνες τους’’ βρίσκει πρακτική εφαρμογή. Το μπάσκετ που έπαιξε η ομάδα για μιάμιση σεζόν ήταν από τα πιο χαρακτηριστικά σε ολόκληρη την Ευρώπη, στο δεύτερο final-4 μάλιστα κατάφερε να κερδίσει την ΤΣΣΚΑ με τοπ άμυνα και τη Ρεάλ με γκαζωμένη επίθεση, τους έβγαιναν όλα σε αδιανόητο βαθμό. Ο Σπανούλης από μεριάς του ήταν σε τοπ κατάσταση, το 2013 ψηφίστηκε MVP της διοργάνωσης της Euroleague συνολικότερα, πέραν από το Finals MVP που πήρε στο φινάλε, μαζί με τον δεύτερο συνεχόμενο τίτλο.
Τελικά, κοιτάζω εκείνες τις επιτυχίες ξανά και ξανά και παρατηρώ πως είδαμε έναν τεράστιο αθλητή, που πετυχε με ένα σύνολο που του ταίριαζε και τον κολάκευε, δίνοντάς του τον ρόλο του σολίστ. Το πρώτο ψήγμα της φιλοσοφίας του όμως, εμφανίστηκε με θόρυβο σε εκείνον τον τελικό του ‘13, με τα πέντε τρίποντα του δευτέρου ημιχρόνου, που συζητάμε ακόμη και σήμερα. ‘’Να μας φέρω σε σημείο βολής, να είμαστε κοντά και να διεκδικούμε’’, μία συνεχής προσπάθεια όχι να κατακτάς την κορυφή, γιατί αθλητισμός είναι και δεν υπάρχει συμβόλαιο τίτλων, μα περισσότερο να την προσεγγίζεις, να τη βλέπεις με τα μάτια σου. Αυτή η μενταλιτέ έγινε πιο σαφής στα χρόνια που ακολούθησαν.
Το διάστημα 2014-17
Για να μην παρεξηγηθούμε, σε αυτό το διάστημα ο Σπανούλης συνέχισε να συνεργάζεται με φοβερούς αθλητές. Υπήρχε ο Πρίντεζης, υπήρχε ο Μάντζαρης στην τοπ φόρμα της καριέρας του, για μία διετία υπήρχε ο Σλούκας, Χάκετ και Λοτζέσκι κούμπωσαν μαζί του άψογα στην περιφέρεια και φυσικά οι διάφοροι ψηλοί. Εκείνοι για τους οποίους έχουν ειπωθεί κατα βάση υπερβολές, από το ‘’δεν συμπαθώ τον Σπανούλη γιατί έδιωξε τον Ντόρσι’’ όπως μου είχε πει ένας φίλος της ομάδας κάποτε, μέχρι το ότι ο τρόπος που παίζει ο Bill τους φτιάχνει όλη την καριέρα. Ντάνστον, Χάντερ και Μπερτς είχε το σύνολο κατα καιρούς διάολε (συν αρχή καριέρας Μιλουτίνοφ), η μετέπειτα πορεία τους είναι εκεί, για να θυμίζει τι ποιοτική frontline βλέπαμε.
Tι διαφορετικό υπήρξε σε εκείνη την περίοδο λοιπόν, αφού το σύνολο γύρω του παρέμενε δυνατό; Ο Σπανούλης γίνεται πιο κομβικός από ποτέ, ειδικά τα χρόνια που την ομάδα κοουτσάρει ο Σφαιρόπουλος. ‘’Πετούσε, δεν έβλεπε κανέναν μπροστά του για μία τριετία’’ είναι η κοινή εικόνα των υπόλοιπων γαυρο-μελών του ιστότοπου, εικόνα που βρίσκεται πολύ κοντά στην πραγματικότητα.
Είναι όμως και ο τρόπος. Ο μεγάλος ρυθμός σταματά, η ομάδα στρέφεται ακόμη περισσότερο σε εκείνον, κάποιοι τραυματισμοί μάλιστα σε σημαντικά κομμάτια του ρόστερ τον κάνουν όλο και περισσότερο απαραίτητο. Δεν είναι πως εκείνος θα πάρει όλα τα ματς, θα είναι πάντα ο πρώτος σκόρερ ή οτιδήποτε, είναι πως στα σημαντικά σημεία εμφανίζεται πλήρως η μενταλιτέ που ανέφερα νωρίτερα. Να είμαστε κοντά, να βλέπουμε την κορυφή.
Τι σημαίνει αυτό σε βάθος σεζόν; Ο Ολυμπιακός να βρίσκεται σταθερά στην πρώτη τετράδα και να διεκδικεί στα ίσια το πλεονέκτημα έδρας στην Ευρωλίγκα. Να υπάρχει το δικαίωμα να παίζεται ματς οκτάδας στο ΣΕΦ με την Μπαρσελόνα μετά από την καθοδήγηση του Σπανούλη κατα τη διάρκεια της σεζόν, και ας είναι ο Πρίντεζης εκείνος που θα γράψει ιστορία με το τελευταίο σουτ, μετά την πάσα του Σλούκα. Να καθαρίσει το ματς με την ΤΣΣΚΑ στα ημιτελικά του final-4, όχι με τρίποντα που έχουν βγει από το εξωφρενικό τέμπο του συνόλου (όπως με τη Ρεάλ το ‘13), αλλά με το ένα πιο προσωπικό σουτ να είναι πιο δύσκολο από το προηγούμενο, πάνω από τους Βοροντσέβιτς και Ντε Κολό αυτού του κόσμου. Να πάρει σχεδόν με προσωπικό σόλο την προημιτελική σειρά το 2017 απέναντι στην Εφές, με τεράστιο διπλό στο πιο do-or-die παιχνίδι και να επαναλάβει το σχετικό ‘’κουβάλημα’’ στα ημιτελικά του final-4, πάλι με αντίπαλο την ΤΣΣΚΑ, που λογικά βαρέθηκε να βλέπει το ίδιο μοτίβο μπροστά της.
Στο τέλος της ημέρας ο Ολυμπιακός δεν πήρε κανέναν από εκείνους τους δύο τίτλους, πολύ απλά γιατί βρήκε απέναντί του δύο καλύτερες ομάδες σε Φενέρ και Ρεάλ αντίστοιχα, σε final-4 που παίχτηκαν μπροστά στο κοινό τους. Ο Σπανούλης όμως, ως lead by example ηγέτης, έδωσε κάτι που θεωρώ πως πρέπει να είναι ταυτότητα για τον ίδιο τον σύλλογο. Δουλειά, πλάνο, θάρρος στα σημαντικά και έξτρα προσπάθεια στα σημεία που θα μας φέρουν κοντά στην επιτυχία. Και αν εκείνη δεν έρθει, δίνουμε το χέρι στον αντίπαλο μαζί με τα συγχαρητήρια και πάμε ξανά. Έχω την τάση, καλώς ή κακώς, να εκτιμώ το μεγαλείο ενός αθλητή, όταν εκείνος δεν πιάνει την κορυφή και η επιμονή του συγκεκριμένου να την φτάσει εκείνη την τετραετία ήταν ασύλληπτη, όπως και η πίστη στο συγκεκριμένο πλάνο και η υπομονή του.
Η υπομονή, παρεμπιπτόντως, υποτιμήθηκε. Λογικό από τη μία, η ομάδα πήγαινε πολύ καλά και ο κόσμος είχε την κάψα να μαθαίνει για εκείνη, να αγχώνεται σε κάθε στραβό και μέσα σ’ αυτό ζητούσε από τον ηγέτη της να βγει και να μιλά τις περισσότερες φορές που υπήρχε κάποια κρίση ή ένα κακό stretch αγώνων. Σωστά εκείνος επέλεγε να κάνει αποτίμηση μόνο στο φινάλε κάθε σεζόν και μερικά χρόνια μετά, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι εκείνος ήταν ο μοναδικός τρόπος, ώστε να μην υπάρχει φθορά κατα τη διάρκεια. Σε γενικές γραμμές, παρ’ όλο που η προηγούμενη τριετία είχε περισσότερες επιτυχίες, το διάστημα 2014-17 έχτισε καλύτερα το arc του πρωταγωνιστή.
Ο ρόλος Τζινόμπιλι που δεν έγινε ποτέ
Από εκείνο το σημείο και έπειτα ξεκίνησε η τελευταία τετραετία του Σπανούλη με τον Ολυμπιακό, στην οποία δεν υπάρχουν πολλά σημεία σταθερότητας. Οι προπονητές άλλαζαν λίγο ευκολότερα, η απόφαση της διοίκησης να φύγει η ομάδα από την Α1 είχε αγωνιστικές συνέπειες, άσχετα με τους λόγους πίσω της, ο ίδιος ο οργανισμός γνώριζε ότι σιγά σιγά πρέπει να προετοιμάζεται για την μετάβαση από το Kill Bill μοτίβο.
Easier said than done, που λένε και σε κάποιο χωριό της Βρετανίας. Τι είναι ο ‘’ρόλος Τζινόμπιλι’’ στην τελική; Η προσπάθεια να γίνει σωστότερη διαχείριση της ηλικίας του Σπανούλη, να συνεχίσει να είναι κομβικός και σημαντικός για την ομάδα, χωρίς να έχει τη φθορά που το κορμί του δεν μπορεί να σηκώσει στα επίπεδα του 2013 και ‘14. Δεν έχει να κάνει τόσο με το να είναι ο 6th-man, όπως ήταν ο Μάνου στους Σπερς, να έρχεται αυστηρά από τον πάγκο δηλαδή και να προσφέρει σκορ και δημιουργία. Αλλωστε στα μεγάλα κλαμπ της Ευρώπης το rotation δεν έχει την και την πιο αυστηρή διάκριση ανάμεσα σε βασικούς και αναπληρωματικούς, αρκεί να δείτε πώς διαχειρίζονται τις πεντάδες τους οι Λάσο, Ιτούδης, Αταμάν. Αρκούσε μέσα στο πέρας της σεζόν ο Σπανούλης να κρατιέται στην καλύτερη δυνατή κατάσταση για το φινάλε, όσο παράλληλα η ομάδα έδινε αποφάσεις σε περισσότερους παίκτες του συνόλου. Γιατί στο τέλος, με εκείνον υγιή και ξεκούραστο, το παρκέ θα αποκτούσε άλλες ισορροπίες, η ζυγαριά θα έγερνε διαφορετικά.
Καθένας μας έχει τις αμφιβολίες του για το κατα πόσο προσπάθησαν προς σε αυτή την κατεύθυνση, αλλά από την άλλη, πώς να γίνει, όταν την ίδια περίοδο ο τύπος με το #7 γίνεται πρώτος σκόρερ και πρώτος σε ασίστ στην ιστορία της Ευρωλίγκας; Δεν έχει σημασία το ρεκόρ το ίδιο - αν και τη στιγμή που τα πετύχαινε σήμαινε πολλά, και καλώς. Ο Σπανούλης συνέχισε να νιώθει και να είναι κομβικός με τον συνηθισμένο τρόπο (πολλά λεπτά, πολλές αποφάσεις, βαρυτικό κέντρο πάνω του) και μάλιστα πλέον ήταν και από τις λίγες σταθερές. Απλώς η φθορά φαινόταν και το σύνολο δεν μπορούσε επί της ουσίας να είναι στα standards των προηγούμενων ετών. Η μετάβαση πρακτικά δεν έγινε ποτέ, η προσπάθεια στην τελευταία πετσοκομμένη σεζόν, με κόβιντ και χωρίς κόσμο στα γήπεδα και με τον Σλούκα ως ηγέτη της περιφέρειας, ήταν πραγματικά ξαφνική και άγαρμπη και έβαλε τον ίδιο τον αθλητή (αλλά και τον κόουτς Μπαρτζώκα από το απέναντι άκρο) σε μία συζήτηση περί εγωισμού που δεν του άξιζε. Το να παραδώσει ένας μύθος τα σκήπτρα του εντός των τειχών είναι μία ούτως ή άλλως δύσκολη διαδικασία, στη συγκεκριμένη περίπτωση οι συμβαλλόμενες συγκυρίες δε βοήθησαν καθόλου.
Οι τελικοί του 2016
Κλείνουμε με μία μικρή επιστροφή στο 2016 και τους τελικούς της Α1, την ταινία μέσα στην ταινία της συνολικής διαδρομής του Σπανούλη με τα ερυθρόλευκα. Εκεί που ο πρωταγωνιστής επιστρέφει σε ένα μέρος που τα προηγούμενα χρόνια παιδεύτηκε και την κατάλληλη στιγμή, στο φινάλε της καριέρας του ισάξια μύθου Δημήτρη Διαμαντίδη, μας δίνει μερικές μεγάλες εμφανίσεις, δύο ιστορικά σουτ και ένα πρωτάθλημα στη μεριά του Ολυμπιακού.
Αν και παίζει το ρόλο του η συμμετοχή των δύο αιωνίων αντιπάλων στη στιγμή, ξεχάστε για λίγο ποια φανέλα προτιμάτε και πιο χρώμα κυριαρχεί. Δύο μεγάλοι αθλητές, ίσως οι κορυφαίοι μπασκετμπολίστες στη μετα Γκάλη εποχή και μέχρι να εμφανιστεί το φαινόμενο Γιάννης Αντετοκούνμπο, τσακωμένοι με το γεγονός πως ο χρόνος περνά και εκείνοι γερνάνε. Ο ένας απέναντι στον άλλον, στο στοιχείο τους. Ο Σπανούλης με την μπάλα στα χέρια για να σκοράρει, ο Διαμαντίδης με χέρια-χταπόδια για να τον σταματήσει. Η στιγμή είναι ήδη τεράστια. Το γεγονός πως το σουτ μπαίνει και ο Διαμαντίδης έχει την ευκαιρία μετά το τέλος του παιχνιδιού να πει ‘’σκέφτηκα, δεν το χάνεις ρε Βασιλάρα, μας έχει βάλει…’’ και να μιλήσει για τον ψυχισμό του Σπανούλη, είναι όλος ο αθλητισμός και μεγαλώνει τόσο τον έναν πρωταγωνιστή, όσο και τον άλλον. Εκεί κλείνεις την κάμερα και έχεις ελληνικό 30 for 30. Πέντε χρόνια μετά την απόσυρση του Διαμαντίδη και με την ευκαιρία που μας δίνει η απόσυρση του Σπανούλη, εκείνη η φάση είναι η κορυφή του βουνού όλων όσων προηγήθηκαν. Και αν αποβάλλεις γκρίνια, μπινελίκια, κατηγορίες ένθεν και ένθεν που καλώς ή κακώς έρχονται πάνω στην ένταση της σεζόν δύο πολύ ανταγωνιστικών συλλόγων, ακόμη και αν κρατήσεις το στοιχείο της αιώνιας κόντρας που δίνει ένα απαραίτητο χρώμα στο πλάνο, βλέπεις τον Σπανούλη και λες ‘’μπράβο ρε φίλε, ευτυχώς το ‘10 πήρες εκείνη την απόφαση’’. Όχι γιατί έφερε τίτλους και δόξα στον Ολυμπιακό, αυτά τα χαίρεται ο κόσμος της ομάδας και καλά κάνει. Γιατί συνολικά οι στιγμές που πέρασαν μπροστά μας την τελευταία δεκαετία δε θα είχαν ίδια βαρύτητα, ίδιο μέγεθος. Τυχαίνει αυτό το κείμενο να έρχεται από τα χέρια κάποιου που υποστηρίζει τον Ολυμπιακό, δεν έχω καμία αμφιβολία ότι μπορεί να προκύψει το ίδιο, αυτούσιο, από κάποιον που προτιμά τον Παναθηναϊκό, τουλάχιστον όσον αφορά την επιλογή για αλλαγή ομάδας.
Σε λίγες ημέρες ο Ολυμπιακός θα παίξει το πρώτο παιχνίδι Ευρωλίγκας στο ΣΕΦ χωρίς τον Βασίλη Σπανούλη μετά από μία δεκαετία και παραπάνω. Το αίσθημα είναι ήδη περίεργο και δεν έχουμε φτάσει καν στην ημέρα του αγώνα. Όλα θα πάρουν το δρόμο τους, όπως συνέβη και στο παρελθόν, στο Σαββατιάτικο "Μακρινό Ριμπάουντ" θα γράφουμε ξανά για τον Σλούκα, τον Βεζένκοφ, τον Παπαπέτρου και τον Παπαγιάννη, όπως πρέπει. Γυρίζω μετά από σκόρπιες σκέψεις και κοιτάω ξανά την προχθεσινή γιορτή για τον Σπανούλη. Πολύ νωρίς για να συνδυαστεί αυτός ο αθλητής με σακάκια και γραβάτες. Ακόμη δεν έχουν σβήσει τα σορτσάκια και τα αμάνικα.