Πολλοί σημαντικοί Έλληνες παίκτες στελέχωσαν τον ΠΑΟΚ την τελευταία δεκαετία, προσφέροντας με διάρκεια και συνέπεια στον σύλλογο. Από τον πρωταθλητή του Ευρωμπάσκετ του 2005, Λάζαρο Παπαδόπουλο (2009-2011, 2012-13) και τον... "Ναβάρο της Θεσσαλονίκης", Κώστα Χαραλαμπίδη (2012-2016), μέχρι τους Γιώργο Δέδα (2010-11, 2012-2016), Απόλλωνα Τσόχλα (2013-2020) και Λίνο Χρυσικόπουλο (2012, 2016-2019). Δεν ήταν οι μόνοι, υπήρχαν κι άλλοι. Ο Σχορτσανίτης, ο Γλυνιαδάκης, ο Ντικούδης, ο Καλαμπόκης, ο Ζάρας, ο Αθηναίου, ο Χαριτόπουλος. Παιδιά που άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο, άπαντες ενίσχυσαν τον ελληνικό κορμό του δικεφάλου κατά περιόδους και μάλιστα σε δύσκολες εποχές οικονομικά, όπου τα προβλήματα συχνά έκαναν την εμφάνιση τους. Υπήρξε όμως και μια περίπτωση παίκτη που κατάφερε να επισκιάσει τους παραπάνω, παρά το γεγονός πως όταν πήγε στον ΠΑΟΚ, δεν ήταν καν established παίκτης επιπέδου Α1. Ένας αθλητής με εξαιρετική νοοτροπία, υψηλό work ethic, η δουλειά του οποίου ανταμείφθηκε. Όχι με παχυλά συμβόλαια και τίτλους, αλλά ως προς την υπόληψη που απέκτησε με τα χρόνια. Ένας legend ξεκάθαρα, πλέον, για το μπασκετικό τμήμα του ΠΑΟΚ.
Ο λόγος φυσικά για τον Βαγγέλη Μαργαρίτη, τον μέχρι πρότινος αρχηγό των "ασπρόμαυρων". Ο 39χρονος πλέον φόργουορντ αποχώρησε πριν από λίγες εβδομάδες από το παλατάκι - σχεδόν απρόσμενα αφού φαντάζομαι πως η κοινή λογική υπαγόρευε πως θα συνεχίσει - έπειτα από εννιά χρόνια παρουσίας στην ομάδα. Το στενάχωρο με την περίπτωση του Μαργαρίτη είναι πως δεν θα κλείσει την καριέρα του στην ομάδα μέσω της οποίας αναδείχθηκε, φτάνοντας μέχρι την Εθνική Ομάδα. Θα παίξει του χρόνου στην Ρόδο με τον Κολοσσό, αφού υπήρξε μια διαφορά στο οικονομικό και εν τέλει η ανανέωση του με τον ΠΑΟΚ δεν ολοκληρώθηκε. Σίγουρα άσχημη εξέλιξη, αλλά οκ, συμβαίνουν αυτά στον αθλητισμό, δεν είναι ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος που βιώνει κάτι τέτοιο. Το περιέργο είναι πως του χρόνου θα δούμε στην Basket League τον Μαργαρίτη δίχως ασπρόμαυρη στολή, κάτι που ομολογουμένως θα είναι αρκετά μη οικείο στο μάτι των θαμώνων της εγχώριας λίγκας.
Ο Μαργαρίτης συνδέθηκε με τον ΠΑΟΚ όσο λίγοι παίκτες στη σύγχρονη ιστορία του κλαμπ. Έχοντας εκκινήσει την καριέρα του πίσω στο 2001 από τον Ηρακλή, ξεκίνησε ένα ταξίδι σε ομάδες όπως ο Ιωνικός Νικαίας, η ΕΑΠ, ο Κεραυνός Αιγίου, το Περιστέρι, τον ΚΑΟΔ και τους Ικάρους Σερρών, μεγέθη δηλαδή που καμία σχέση δεν έχουν με το αντίστοιχο του ΠΑΟΚ. Καλοκαίρι του 2012 ήταν όταν ο Σούλης Μαρκόπουλος πρόσθετε στο ρόστερ του τον τότε 30χρονο και γενικά άγνωστο στο ευρύτερο κοινό, Μαργαρίτη. Έπειτα από μια σεζόν όπου ο ΠΑΟΚ είχε μετριότατη παρουσία, έχοντας βγει 8ος στην Α1, ενώ στο ευρωπαϊκό στερέωμα είχε 1-5 ρεκόρ στο EuroCup. Στο ελληνικό κύπελλο έφτασε ως τα ημιτελικά. Ήταν μια σεζόν που σηματοδοτούσε ουκ ολίγες αναγκαίες αλλαγές στο έμψυχο δυναμικό της ομάδας. Εκείνο το καλοκαίρι, έφτασε για την πρώτη του θητεία στη Θεσσαλονίκη ο Χάτσερ. Επέστρεψαν στην ομάδα ο Λάζος κι ο Δέδας. Αποκτήθηκε ο πολύ ποιοτικός Κώστας Χαραλαμπίδης. Ανέβηκε στην Μακεδονία, μετά την τετραετία του στον Ηλυσιακό, ο πολλά υποσχόμενος εκείνα τα χρόνια, Λεωνίδας Κασελάκης. Ο νεαρός τότε Μιχάλης Τσαϊρέλης, μετακινήθηκε από τον έτερο συμπολίτη στον άλλον, σε μια τολμηρή κίνηση. Προωθήθηκαν νεαρά παιδιά, όπως ο Λιάπης, ο Αμπάρας κι ο Βαρυτιμιάδης. Υπήρχε κι ο Νίκος Καλλές που ήταν νέος, αλλά είχε προλάβει να γίνει... παλιοσειρά, όντας στην ομάδα σταθερά από το 2009.
Από την παραπάνω εξίσωση, θα παρατηρήσατε πως απουσιάζουν οι ξένοι. Πλην του Χάτσερ, του αδιαφιλονίκητου ηγέτη του εγχειρήματος, παρατηρούμε ένα ρόστερ γεμάτο Έλληνες, όλων των ηλικιακών ομάδων. Ο Βαγγέλης Μαργαρίτης συμπεριλήφθηκε κι αυτός στο μεταγραφικό κύμα, προερχόμενος από την Α2 και τους Ικάρους. Στις Σέρρες είχε μια άκρως παραγωγική σεζόν, την καλύτερη της καριέρας του ως εκείνη τη στιγμή, με 13.5 πόντους, 6.2 ριμπάουντ και 1.6 ασίστ σε 25 παιχνίδια της δεύτερης κατηγορίας. Μέχρι τα 30 του χρόνια, ο Μαργαρίτης μετρούσε μόλις 18 εμφανίσεις στην κορυφαία κατηγορία: δυο με τον Ηρακλή τη σεζόν 2001-02 και 16 με το Περιστέρι, επτά χρόνια αργότερα. Έβγαζε το ψωμί τους στις μικρότερες κατηγορίες, ως ένας αξιόπιστος ψηλός.
Θα έλεγε κανείς πως στον ΠΑΟΚ δεν θα ήταν κάτι παραπάνω από ρολίστας. Δεν ήταν πρωταγωνιστής και στην πρώτη του νιότη, πόσο να εξελιχθεί ένας παίκτης από την Α2 στα 30 του χρόνια, δίχως ουσιαστική εμπειρία στην Α1; Και πράγματι, ως τέτοιος ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του, ως ένας παίκτης των 18-19 λεπτών στην θέση "4". Με μονοετές συμβόλαιο. Ήταν μια μεγάλη ευκαιρία για τον μετέπειτα διεθνή, ο οποίος δε την άφησε ανεκμετάλευτη. Κέρδισε με το σπαθί του την παραμονή του στην ομάδα. Βήμα βήμα, από λίγο κάθε σεζόν, έγινε από παίκτης των πέντε πόντων, παίκτης των επτά. Μετά των εννιά κι όσο περνούσε ο καιρός, γινόταν όλο και πιο απαραίτητος στο σύνολο. Ένας εξ' ορισμού "overachiever". Είναι αρκετά χαρακτηριστικό πως τέσσερα χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα με την έναρξη της σεζόν 2016-17, ο Μαργαρίτης ήταν τραυματίας. Ο παρτενέρ του στο "4", ήταν ο πιτσιρικάς Μπράντον Τέιλορ, ένα κολλεγιόπεδο από το Penn State που δεν έλεγε και πολλά. Εν τέλει, έφυγε νύχτα από την Θεσσαλονίκη. Το διάστημα της περίπου τρίμηνης απουσίας του Μαργαρίτη ήταν βασανιστικό, καθώς ο ΠΑΟΚ είχε στερηθεί τον ποιοτικότερο ψηλό του. Το κενό του δεν καλυπτόταν, παρά μόνο αν γινόταν μεταγραφή. Κάπου εκεί συνηδειτοποιεί κάποιος για τα καλά πως ο Μαργαρίτης έχει αλλάξει επίπεδο. "Τρώει" για πρωινό τη ξένη μεταγραφή, δεν αποκτάται άλλος έμπειρος γηγενής στην θέση του. Είναι πια βασικός και κομβικός.
Κι έτσι συνέχισε να πορεύεται, μέχρι πέρσι όπου η ηλικία είχε αρχίσει να τον "βαραίνει". Τα λεπτά του μειώθηκαν, όπως κι η επιρροή του στο παιχνίδι. Φυσιολογικό. Από το 2013 μέχρι το 2019, ο Μαργαρίτης ήταν σημείο αναφοράς σε όλες τις ομάδες του ΠΑΟΚ. Από στατιστικής πλευράς όχι φαντεζί πράγματα, αλλά υπήρχε σταθερότητα. Έδινε ο,τι μπορούσε στο γήπεδο, σε μεγάλους ή μικρούς αγώνες. Δεν ξεχώριζε παιχνίδια. Κάποιοι σίγουροι πόντοι επιθετικά, μακρινό σουτ, ριμπάουντ, καλή πάσα για την θέση του. Έξυπνος παίκτης, με σωστές αποφάσεις και τοποθετήσεις στο παρκέ. Βοηθούσε τους συμπαίκτες του, έβγαζε ηρεμία και ασφάλεια. Ιδίως τα τελευταία χρόνια, όπου είχε ράψει πια τα... γαλόνια του, λειτουργούσε ως πραγματικός αρχηγός.
Ο Μαργαρίτης έπαιξε 344 φορές με τον ΠΑΟΚ, σε όλες τις διοργανώσεις. Ο παίκτης των 18 συμμετοχών στην Α1, έφτασε να μετρά σήμερα 257, αριθμός που δεν προσεγγίζεται εύκολα, απαιτεί τρομερή διάρκεια. Εξελίχθηκε σε σημαία, σε μια εποχή όπου αυτές εκλείπουν. Έγινε μια iconic φιγούρα της σύγχρονης Basket League, ένας παίκτης συνώνυμο του ελληνικού πρωταθλήματος την τελευταία δεκαετία - All-Star το 2018 - κι αγωνιστικά ένα από τα καλύτερα και πιο πολυδιάστατα "τεσσαροπεντάρια" της λίγκας. Πραγματοποίησε 90 ευρωπαϊκές συμμετοχές συνολικά σε EuroCup και BCL. Έπαιξε σε τελικό κυπέλλου τον Φεβρουάριο του 2019. Φόρεσε τη φανέλα με το εθνόσημο 17 φορές ως παίκτης του ΠΑΟΚ, σκοράροντας 134 πόντους. Ένας παίκτης που ουδέποτε είχε βρεθεί στα κλιμάκια των μικρών εθνικών! Βοηθούσε συστηματικά την Εθνική Ομάδα σε παράθυρα προκριματικών και φιλικά παιχνίδια. Δεν έχουν ξεθωριάσει οι τελευταίες του εμφανίσεις, οι οποίες ήταν τον περασμένο Φλεβάρη κόντρα σε Λετονία και Βοσνία. Ο Μαργαρίτης έδειξε πως δεν έχασε την δίψα του για μπάσκετ. Ήθελε πολύ να παίξει μπάσκετ.
Μια περίπτωση αθλητή που δούλεψε σκληρά, πίστεψε στον εαυτό του, ξεπέρασε τις προσδοκίες. Ο Μαργαρίτης "τρύπησε" το ταβάνι του κι από τα 30 του μέχρι και τα 39 του, δηλαδή σήμερα, έκανε μια αξιοζήλευτη καριέρα στο ελληνικό πρωτάθλημα. Είχε διάρκεια, συνέπεια, ήταν υγιής και δεν έβγαλε πολλούς τραυματισμούς. Αποτελεί ένα ζωντανό παράδειγμα πως αφενός ποτέ δεν είναι αργά, αφετέρου ότι η προσπάθεια δεν πηγαίνει ποτέ χαμένη. Αθλητές όπως ο Μαργαρίτης, με τόση αποφασιστικότητα, ταπεινότητα και "κρυστάλλινη" μενταλιτέ να τον διέπουν, θα πρέπει να εμπνεύσουν νέα παιδιά, με ταλέντο, που ξεκινούν με όνειρα, αλλά στην πορεία χάνουν τον δρόμο τους, αγωνιστικά αλλά κυρίως πνευματικά. Το τελευταίο ζήτημα είναι ιδιαίτερως σύνθετο και δύσκολο να αναλυθεί σε όλες του τις εκφάνσεις, αλλά έχω την αίσθηση πως, εντελώς ψυχρά, το ελληνικό μπάσκετ χρειάζεται πέρα από σούπερ σταρς όπως ο Γκάλης, ο Γιάννης, ο Παπαλουκάς, ο Διαμαντίδης, ο Σπανούλης, και... "Μαργαρίτηδες". Παιδιά που να μη το βάζουν κάτω, που να πηγαίνουν "against all odds".
Για να το μαζέψουμε, θα κλείσω λίγο απασιόδοξα, αλλά νομίζω πως η πικρή αλήθεια είναι ότι σε μερικά χρόνια η πλειοψηφία του κόσμου δεν θα θυμάται τον Μαργαρίτη. Για την ακρίβεια, θα αναφέρεται κατά βάση από τον κόσμο του ΠΑΟΚ, καθώς τέτοιες προσωπικότητες θα λείψουν. Το όνομα του, όμως, θα είναι πάντα εκεί κι όταν θα ακούγεται σε μια μπασκετική συζήτηση, όλοι θα έχουν μια καλή κουβέντα να πουν για τον εν λόγω παίκτη. Έχουμε την τάση γενικώς να μη τιμούμε τους αντί-ήρωες. Προτιμούμε να σχολιάσουμε το "γιατί δεν έπαιξε το μπάσκετ που μπορούσε ο Διαμαντόπουλος" παρά το "τι μπάσκετ έπαιξε ο Μαργαρίτης που δεν το περιμέναμε". Όπως και να 'χει, το κείμενο αυτό φτιάχτηκε ως φόρος τιμής, προς έναν αθλητή που πέτυχε πολύ περισσότερα απ' όσα του αναγνωρίζουν τα επιφανειακά κριτήρια που συνήθως λαμβάνουμε υπόψη, δηλαδή πόσα λεφτά έβγαλε απ' το μπάσκετ στην καριέρα του, σε ποιους μεγάλους συλλόγους έπαιξε, πόσους τίτλους πήρε, τι στατιστικά είχε και τα λοιπά. Οι διακρίσεις του δεν έχουν να κάνουν με αυτά, αλλά υπάρχουν και κερδίθηκαν