Ξεχωριστή για πολλούς και διάφορους λόγους. Πρώτα απ' όλα γιατί «σπάει» το μοτίβο της ανακύκλωσης προπονητών στην Ελλάδα. Ο Κανσελιέρι είναι ένα εντελώς φρέσκο όνομα που δεν έχει ξαναβρεθεί στη χώρα μας για να εργαστεί (αντίθετα την επισκέφθηκε πολλάκις ως αντίπαλος). Για να ακριβολογούμε, το βιογραφικό του, που έχει ως έτος αφετηρίας το 1994, περιλαμβάνει μόνο δύο χώρες: την πατρίδα του, σε όλα τα στρώματα της (μικρές κατηγορίες, Serie A, Αρμάνι ως βοηθός), και την Γαλλία, την «βάση» του εδώ και τρία χρόνια. Ψάχνοντας για συνεντεύξεις του Κανσελιέρι, προκειμένου να δω τι τύπος είναι από επικοινωνιακής πλευράς, έπεσα πάνω σε ένα βίντεο από το κανάλι της Λιμόζ.
Και σκέφτομαι, πριν ξεκινήσει το βίντεο του Q&A με εκείνον και τον άνθρωπο πίσω από την κάμερα, πως αν μιλά στα αγγλικά το 'χουμε, αλλά και στα ιταλικά να μιλήσει, κάποια άκρη θα βγάλουμε. Φευ, καθώς ο Κανσελιέρι μίλησε... γαλλικά! «Έμαθα γαλλικά μέσα σε ένα χρόνο», λέει, αλλά «είναι δύσκολα, ακόμη μαθαίνω, μέρα με τη μέρα». Χωρίς αμφιβολία, κάθε άνθρωπος που πάει για δουλειά στο εξωτερικό και μαθαίνει τσακ-μπαμ τη γλώσσα, αξίζει το ανάλογο credit, μιας και προφανώς λαμβάνει σοβαρά την όλη κατάσταση. Είναι δείγμα επαγγελματισμού και προσήλωσης.
Κατά τα λοιπά, ο Κανσελιέρι είπε πως αν δεν ασχολιόταν με το μπάσκετ, θα ήταν δημοσιογράφος ή κιθαρίστας, ως λάτρης της ροκ μουσικής. Και κάπως έτσι, δεν θα ήταν παράλογο να περιμένουμε το χρόνου έναν ΠΑΟΚ πιο κοντά στα γαλλικά στάνταρ παιχνιδιού, με ταχύτητα και δύναμη, δηλαδή τις τελευταίες εικόνες που έχει στο μυαλό του ο νέος του προπονητής. Κακά τα ψέματα όμως, ο κάθε προπονητής είναι σε μεγάλο βαθμό και το υλικό του. Πρέπει να περιμένουμε να δούμε ποια θα είναι η στελέχωση που θα επιλέξει για τους Θεσσαλονικείς, αλλά και πόσα χρήματα θα ξοδευτούν για το αγωνιστικό. Τότε και μόνο τότε θα μπορούμε να πούμε με ασφάλεια αν ο Κανσελιέρι φέρνει στα μέρη μας τον γαλλικό ή τον γνήσιο, ιταλικό εαυτό του, μιας σχολής που «φοίτησε» για 25+ χρόνια.
Οπότε σ' αυτό το στάδιο, οποιαδήποτε απόπειρα να γνωρίσουμε τη φιλοσοφία που θα εισάγει στον ΠΑΟΚ, ενδέχεται να πέσει στο κενό. Ειδικά σ' αυτά τα οικονομικά κλιμάκια της Ευρώπης, οι ομάδες δε φτιάχνονται κατά παραγγελία όπως συμβαίνει στην Ευρωλίγκα. Αντίθετα, πολλές φορές οι προπονητές καλούνται να μαγειρέψουν με όσα υλικά βρουν στο "καλάθι του νοικοκυριού", κάνοντας ένα σκόντο στα μπασκετικά ιδανικά τους. Προσωπικά, αν σώνει και καλά πρέπει να ποντάρω σε μια φυσιογνωμία συνόλου, (θα) περιμένω έναν ΠΑΟΚ με ζωντάνια, σκληρό, κι ανταγωνιστικό στο 40λεπτο, με την εκάστοτε πεντάδα να αντανακλά το ταπεραμέντο του -ψαρωτικού στην όψη- προπονητή του.
Προπονητής που γνωρίζει το επίπεδο του ΠΑΟΚ
Η αλήθεια είναι πως η μπασκετική ταυτότητα του προπονητή Μάσιμο Κανσελιέρι άρχισε να σκιαγραφείται εντονότερα τα τελευταία τρία χρόνια, όταν δηλαδή ο τεχνικός από το Τέραμο βγήκε στο εξωτερικό, αφήνοντας πίσω του την Ραβένα και την ομήγυρη της ιταλικής Α2. Σε πρώτη φάση με την ιστορική Λιμόζ κι εσχάτως με τη Στρασμπούρ (αμφότερες με μπάτζετ περί των 7 εκατ. gross), ο Κανσελιέρι έζησε μια νέα πραγματικότητα, σε ένα πρωτάθλημα όπως το γαλλικό που δεν έχει την παραμικρή σχέση με το λιγότερο αλέγκρο ιταλικό ως προς τον τρόπο παιχνιδιού. Ενώ επίσης βίωσε για τα καλά και το Basketball Champions League, την διοργάνωση της οποίας ο ΠΑΟΚ είναι μόνιμος κάτοικος εδώ και 8 χρόνια (με εξαίρεση τη σεζόν 2020-21).
Κατά την περιήγηση του στην Ευρώπη, ο Κανσελιέρι βρήκε απέναντι του ομάδες που ο ΠΑΟΚ τις έχει βρει αντίστοιχα απέναντι του ουκ ολίγες φορές τα τελευταία χρόνια: Τόφας (2024), Γαλατασαράι (2023), Μπενφίκα (2023), Μάλαγα (2022), Καρσίγιακα (2018), Λούντβιχσμπουργκ (2017), Όλντενμπουργκ (2016), Ρίγα (2011), Σολέ (2011), συν την ΑΕΚ. Με την τελευταία του ομάδα, μάλιστα, τη Στρασμπούρ, οι Ασπρόμαυροι κοντραρίστηκαν τον Ιανουάριο του 2022, στο πλαίσιο του play-in του BCL, με τους Γάλλους να έχουν προπονητή τον Φινλανδό Λάσι Τουόβι. Γιατί τα λέμε όλα αυτά; Ακριβώς επειδή όλες αυτές οι ομάδες βράζουν πάνω - κάτω στο ίδιο ευρωπαϊκό καζάνι, εκείνο του BCL. Έχω την αίσθηση, λοιπόν, πως ο Κανσελιέρι γνωρίζει -ή τουλάχιστον, μπορεί να προσδιορίσει- ποιος είναι ο ΠΑΟΚ και ποια η δυναμική του στον θεσμό. Επομένως, για έναν προπονητή που ετοιμάζεται να εισέλθει σε μια εντελώς καινούργια κατάσταση, είναι θετικό ότι α) ξέρει (στο περίπου) το επίπεδο του club και β) ξέρει το επίπεδο των διοργανώσεων που συμμετέχει το club.
Στα δικά του κουλούρια και σε ο,τι αφορά το BCL, ο Κανσελιέρι είχε θαυμάσια πορεία στην Regular Season με την Στρασμπούρ, καθοδηγώντας την στην πρώτη θέση (4-2 ρεκόρ) σε όμιλο με Όλντενμπουργκ, Οστάνδη και Καρσίγιακα. Στο Top16 ωστόσο ο βαθμός δυσκολίας ανέβηκε αισθητά με Μάλαγα, Σολέ και Τόφας (είχε αποκλείσει τον ΠΑΟΚ στο play-in) κι έτσι το ρεκόρ αντιστράφηκε (2-4), με το ταξίδι να τελειώνει πριν την οκτάδα, η οποία είναι κάθε χρόνο ο στόχος τους (έφτασαν εκεί το 2021, το 2022 και το 2023). Στην Betlic Elite, το τρένο των playoffs χάθηκε για δύο νίκες (15-19 ρεκόρ, 17-17 το όριο), με την ομάδα του να εγκλωβίζεται στις λάσπες ενός ανταγωνισμού 9 ομάδων (!) που μέχρι την 30η αγωνιστική (4 πριν το φινάλε) αλληλοσκοτώνονταν για τρεις θέσεις.
Η Στραμσπούρ του Κανσελιέρι έβαζε 78 πόντους και δεχόταν 80, σούταρε τρίποντο με 33,2% κι είχε 18 ασίστ για 13 λάθη. Στην Ευρώπη, όλοι τις οι δείκτες ήταν καλύτεροι, στα θετικά λογίζεται επίσης κι η πορεία της ομάδας ως τον τελικό του Coupe de France, ενώ το ελαφρυντικό των αρκετών τραυματισμών που έπληξαν το σύνολο αναγνωρίστηκε επισήμως δια στόματος του αθλητικού διευθυντή του συλλόγου, Νίκολα Αλμπεράνι, κατά την από κοινού λύση του διετούς συμβολαίου των δύο πλευρών. Αυτά όσον αφορά την περσινή του περιπέτεια που ομολογουμένως κινήθηκε σε οριακές γραμμές, υπό την έννοια πως αν είχε πάρει το κύπελλο (μια νίκη) κι έπιανε τον εφικτό στόχο των γαλλικών playoffs, πιθανότατα δεν θα ήταν προπονητής του ΠΑΟΚ του χρόνου, αλλά θα συνέχιζε στο διετές του ως επιτυχημένος.
Το μεγάλο κεφάλαιο της Ολίμπια Μιλάνο
Ας σκαλίσουμε και λίγο το παρελθόν... Αναμφίβολα ο Μάσιμο Κανσελιέρι κουβαλά με μεγάλα γράμματα στο βιογραφικό του το πολυετές πέρασμα του από την Ολίμπια Μιλάνο. Έξι χρόνια πέρασε στο Φόρουμ, από το 2013 έως το 2019, αρχικά στο πλευρό του Λούκα Μπάνκι, κι έπειτα των Γιασμίν Ρέπεσα και Σιμόνε Πιανιτζιάνι, των οποίων υπήρξε άμεσος συνεργάτης. Ο νέος τεχνικός του Δικεφάλου βίωσε πολλές έντονες στιγμές με την κορυφαία ιταλική ομάδα, τόσο καλές (πρωταθλήματα, playoffs Euroleague), όσο και κακές (σοκαριστικές απώλειες τίτλων, "πτώση" στο Eurocup). Σε κάθε περίπτωση, γνώρισε το κορυφαίο επίπεδο... απ' την καλή κι απ' την ανάποδη, και συνεργάστηκε με πολλούς και σημαντικούς παίκτες της Γηραιάς Ηπείρου, όπως ο Κιθ Λάνγκφορντ, ο Ντάνιελ Χάκετ, ο Ντέιβιντ Μος, ο Νικόλο Μέλι, ο Λίνας Κλέιζα, ο Σάντρο Τζεντίλε, ο Κρούνο Σιμόν, ο Τζαμέλ Μακλίν, ο Μάντας Καλνιέτις, ο Ρίκι Χίκμαν, ο Αντρέα Τσιντσιαρίνι, ο Σιμόνε Φοντέκιο, ο Μίρο Ραντούλιτσα, ο Ντρου Γκάουντλοκ, ο Βλάντο Μίτσοβ, ο Αρτούρας Γκουντάιτις, ο Νέμανια Νέντοβιτς και φυσικά ο Μάικ Τζέιμς.
Σαφώς δεν του έλειψαν κι οι τίτλοι στο Μιλάνο, μιας και ως μέλος του σταφ της Ολίμπια, πανηγύρισε τρία πρωταθλήματα, δύο κύπελλα και τρία super cup. Πολλοί θρίαμβοι, πολλές κρίσεις, πολλές δυνατές προσωπικότητες προς διαχείριση. Όπως και να 'χει, σίγουρα ήταν για τον ίδιο ένα περιβάλλον που τον έκανε πιο έμπειρο και του δίδαξε πολλά, προετοιμάζοντας τον παράλληλα για τις μετέπειτα δουλειές του ως «αφεντικό» ενός πάγκου. Μπορεί ποτέ να μην του δόθηκε το χρίσμα του πρώτου στην Αρμάνι, όμως το γεγονός πως έμενε στο τεχνικό επιτελείο ανεξαρτήτως του ποιος ήταν head, δείχνει πως ο οργανισμός -επί ημερών Λίβιο Πρόλι στη θέση του GM- τον εμπιστεύοταν κι εκτιμούσε την δουλειά του.
Διαχρονική «σύνδεση» με την Ελλάδα
Ένα ακόμη πολύ ενδιαφέρον στοιχείο από την καριέρα του Μάσιμο Κανσελιέρι έχει να κάνει με την όχι άμεση, αλλά υπαρκτή σχέση του με την ελληνική πραγματικότητα. Βλέπετε, όταν το μακρινό πια 2011, το τότε next big thing του εγχώριου μπάσκετ, Λίνος Χρυσικόπουλος (18χρ.), επιχειρούσε μετά τον Άρη το άλμα στο εξωτερικό, η ομάδα που επένδυσε πάνω του ήταν η Μπιέλα με προπονητή τον Κανσελιέρι - χωρίς το χαρακτηριστικό του μούσι! Με την συνεργασία τους να διαρκεί μεν για καιρό, μόνο που οι σοβαροί τραυματισμοί του Κερκυραίου φόργουορντ περιόρισε σημαντικά τα παιχνίδια που τελικά αγωνίστηκε υπό τις οδηγίες του Ιταλού κόουτς.
Μερικά χρόνια αργότερα, ο Κανσελιέρι, ασίσταντ τότε στο Μιλάνο, υποδέχθηκε ακόμη έναν Έλληνα στη γειτονική χώρα, τον Γιάννη Αθηναίου. Βέβαια, οι δυό τους δε συνεργάστηκαν για παραπάνω από ενάμιση μήνα (άνοιξη του 2014), μιας κι ο Έλληνας γκαρντ δεν ήταν εύκολο να επιβιώσει στο πολυτάλαντο backcourt των Λομβαρδών. Στο μεταξύ, σε εκείνο το timing είχαν αρχίσει κι οι επισκέψεις του Κανσελιέρι στην Ελλάδα, στο πλαίσιο των αγώνων της Euroleague. Πολλοί οι αγώνες του κόντρα σε Παναθηναϊκό και Ολυμπιακό σε ΟΑΚΑ και ΣΕΦ αντίστοιχα, όμως ίσως πολλοί να λησμονούν πως ο 52χρονος βρέθηκε ως αντίπαλος σε ακόμη μια ελληνική έδρα: το Αλεξάνδρειο! Ήταν στις 10 Φεβρουαρίου του 2016, όταν ο Άρης υποδέχθηκε για το Eurocup -σε αδιάφορο βαθμολογικά παιχνίδι- την Αρμάνι στη Θεσσαλονίκη, συντρίβοντας την με 83-68. Συνεπώς, ο Κανσελιέρι έχει πάρει γεύση του τι εστί Παλέ, δηλαδή η πιο πιεστική έδρα που θα συναντήσει του χρόνου, στο ντέρμπι της πόλης.
Άρα, λοιπόν, είναι ενδεικτικό της γενικότερης εμπειρίας του πως όταν του μιλήσουν από τον ΠΑΟΚ για τη σημασία αυτής της μονομαχίας, ο Κανσελιέρι μπορεί κάλλιστα να τους πει "ξέρω, έχω παίξει εκεί!". Ενώ μόλις πέρσι, τον Φεβρουάριο του 2023, αντιμετώπισε την ΑΕΚ, φεύγοντας πάντως απογοητευμένος από τα Άνω Λιόσια, με την Λιμόζ να ηττάται με 82-72. Για την ιστορία, σε εκείνη την Λιμόζ είχε παίκτες που αν τους πάρει τηλέφωνο, θα έχουν πράγματα να του πουν για την Ελλάδα: τον Μάρεκ Κλάσεν που πέρσι έπαιξε στην Καρδίτσα, αλλά και τον Κένι Κάτζι που παλαιότερα είχε ξεχωρίσει στα Τρίκαλα. Πέρσι δε, είχε παίκτη τον Μπορίς Νταλό, πρώην του Άρη και του Πανιωνίου. Τέλος, έχει αξία να αναφέρουμε πως ο διάδοχος του Κανσελιέρι στην πρώτη καρέκλα του πάγκου στο ξακουστό Μπομπλάν ήταν ο Ηλίας Καντζούρης, με κοινό παρανόμαστη και των δύο η συγκεκριμένη δουλειά δεν αποδείχθηκε απλή υπόθεση, με το φινάλε να είναι εν τέλει άδοξο.
Η επιλογή του ΠΑΟΚ
Η ελληνική ομάδα από την πλευρά της φαίνεται να αλλάζει στρατηγική αυτό το καλοκαίρι κι ενόψει της σεζόν 2024-25. Από τον Μέξα στον Λυκογιάννη κι από εκεί στον Τακιανό κι εσχάτως στον υπηρεσιακό Νεραντζάκη. Αυτές ήταν οι αλλαγές στο ασπρόμαυρο τιμόνι κατά την τωρινή διοικητική του σύσταση. Η ελληνική δεξαμενή προπονητών φαίνεται να πηγαίνει προς το παρόν στην άκρη, με τον Δικέφαλο να δίνει τα κλειδιά σε έναν έμπειρο ξένο που έχει δεδομένα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Στα πρώτα σίγουρα υπολογίζουμε την προϋπηρεσία του σε καλύτερα πρωταθλήματα του ελληνικού, αλλά και τις παραστάσεις του από το κορυφαίο επίπεδο της Ευρώπης. Ενώ αξιοσημείωτο είναι πως έχει εργαστεί με κάθε λογής μπάτζετ, παρόμοια με του ΠΑΟΚ ή (συνηθέστερα) κατάτι μεγαλύτερα αυτού.
Ως προς τα «πλην», ο Κανσελιέρι είναι πρωτάρης στη χώρα μας, της οποίας το πρωτάθλημα δεν είναι εύκολο για κάποιον που έρχεται πρώτη φορά εδώ. Είναι μια ιδιαίτερη λίγκα, γεμάτη τακτική και physicality, και σίγουρα η προσαρμογή κι η εξοικείωση σε αυτήν απαιτεί κάποιο χρόνο. Στην Ελλάδα απέτυχαν προσφάτως προπονητές όπως ο Κασιμίρο κι ο Πλάθα ακριβώς γιατί οι ομάδες τους καθρέπτιζαν στο γήπεδο μια άλλη λογική. Επιπροσθέτως, ο ΠΑΟΚ είναι ένας οργανισμός με ιστορία, άρα και πίεση και σίγουρα όχι «παίξε - γέλασε». Το πρότζεκτ με τον Κανσελιέρι είναι ρισκαδόρικο και θα έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον κι η διαφορετικότητα που θα προσδώσει ο Ιταλός αλενατόρε στο πρωτάθλημα, η οποία δεδομένα θα φωτίσει την Λίγκα, ιδίως κατά τα πρώτα του παιχνίδια, όπου η προσμονή για το τι θα παρουσιάσει θα είναι μεγάλη.
Κακά τα ψέματα, και παρά το μακροσκελές βιογραφικό του, ο μέσος Έλληνας μπασκετόφιλος δεν ξέρει τι να περιμένει (ειδικά οι φίλοι του ΠΑΟΚ που έχουν να δουν ξένο από το 2007 και τον Ταλ Μπάλντγουιν). Αλλά είπαμε, το αγωνιστικό θα συζητηθεί όταν πράγματι θα έχουμε κάτι να πούμε με βάση τις προσθετικές κινήσεις που θα γίνουν. Προς ώρας, αυτός είναι ο νέος καθοδηγητής του ΠΑΟΚ, μια επιλογή πέρα από τα συνηθισμένα του ελληνικού μικρόκοσμου. Οφείλουμε πάντως το credit στην ΚΑΕ γιατί για να «ψήσεις» ξένο προπονητή να έρθει, ενώ το μπάτζετ δεν είναι το πιο ελκυστικό σου χαρτί, απαιτεί τουλάχιστον μεθοδικότητα ή ένα πράγματι καλό οργανωτικό πλάνο που τον πείθει.