Η ομάδα από το Detroit όμως έκανε κάτι το μοναδικό. Δεν υπήρχε στο ρόστερ της ούτε ένας παικτης ο οποίος να θεωρείται έστω υποψήφιος για MVP, ενώ διέθετε έναν και μοναδικό All-Star, τον Ben Wallace. Ο Big Ben ήταν χωρίς αμφιβολία ένας από τους πιο επιβλητικούς παίκτες των 00’s, ενώ η παρουσία του και μόνο έμοιαζε να ορθώνει ένα τείχος γύρω από το καλάθι. Αναδείχθηκε συνολικά στην καριέρα του 4 φορές “αμυντικός της χρονιάς” στο NBA, γράφοντας κάποια εκπληκτικά νούμερα σε ριμπάουντ, τάπες και κλεψίματα. Συγκεκριμένα την χρονιά του τίτλου, ο ύψους 2.06 center ήταν 3ος rebounder του πρωταθλήματος με 12,4 σκουπίδια, 2ος σε τάπες με 3 και 8ος “κλέφτης” με 1,8 ανά αγώνα. Η παρουσία του στο παρκέ είχε μετατρέψει την ρακέτα των Pistons σε απαγορευμένη ζώνη για τους αντιπάλους, ενώ ήταν αυτός που στο πρόσωπό του απεικονιζόταν όλη η φιλοσοφια και ο χαρακτήρας της ομάδας: σκληράδα, ένταση, αυταπάρνηση και ομαδικότητα.
Φυσικά δεν ήταν μόνο ο Ben Wallace, μιας και άλλοι παίκτες που ήταν σε εκείνη την ομάδα έπαιξαν το μπάσκετ της καριέρας τους στο Detroit. Ο πρώτος σκόρερ των Πίστονς (με μόλις 17,6 πόντους) Rip Hamilton που ταίριαξε απόλυτα με το στυλ της ομάδας, ο καταπληκτικός αμυντικός Tayshaun Prince, ο οποίος ως Νο23 του draft διάλεξε να φοράει το Νο 22 στη φανέλα, ώστε να αντιπροσωπεύει και τις 22 ομάδες που τον προσπέρασαν και φυσικά ο Mr. Big Shot, Chauncey Billups. Ο Billups, από γυρολόγος του NBA και έχοντας αλλάξει 5 ομάδες μέσα σε 3 χρόνια, ταίριαξε απόλυτα στο περιβάλλον και αποδείχθηκε κομβικός σε όλη την πορεία προς τον τίτλο.
Και οι τρεις παραπάνω αποκτήθηκαν το καλοκαίρι του 2002, τότε που ο Joe Dumars ξεκίνησε το χτίσιμο αυτής της ομάδας. Στην πρώτη τους χρονιά μάλιστα, φτάσανε ως τους τελικούς της περιφέρειας για πρώτη φορά μετά το 1991, αλλά γνώρισαν άδοξο sweep από τους New Jersey Nets (ναι, τότε οι Nets παίζανε και στα playoff). Σημαντικό σημείο της σεζόν και πιθανότατα κομβικό για τη συνέχεια, ήταν η ανταλλαγή που έφερε στην Motor City τον Rasheed Wallace και μετέτρεψε τους Pistons σε ισχυρό διεκδικήτή του τίτλου. Μεγάλο ρόλο προφανώς είχε παίξει και η απόφαση πρόσληψης (το καλοκαίρι του 2003) του πρώην coach της Philadeplhia και Hall-of-Famer Larry Brown στη θέση του εξαιρετικότατου (και με συνεισφορά στην επιτυχία) Rick Carlisle. Ο Brown κατόρθωσε να δέσει αρμονικά τα κομμάτια του παζλ και να πάρει το 101% από τους πάικτες του, παρουσιάζοντας μια ομάδα που άφηνε τα πάντα πάνω στο παρκέ.
Πως τελικά τα κατάφεραν και έφθασαν ως το τέλος;
Η σύντομη απάντηση είναι η εξής: με την εκπληκτική τους άμυνα και με την ακόμη εκπληκτικότερη χημεία τους. Το μότο του Dean Smith “Play hard, play smart, play together” που ήταν γραμμένο στα αποδυτήρια των Pistons, ήταν κάτι παραπάνω από περιεκτικό και αντιπροσωπευτικό για το mentality των μετέπειτα πρωταθλητών. Τα “Πιστόνια” παίζανε “Σκληρά” δηλαδή με αποφασιστικότητα, πάθος και μεγάλη ένταση. “Έξυπνα”, δηλαδή με ισορροπία, και με καλή εκτέλεση και “Μαζί’ δηλαδή με αλτρουσιμό, εμπιστοσύνη στους συμπαίκτες τους και με ομαδικό πνεύμα. Τα “αμυντικά στατιστικά” εκείνης της χρονιάς μιλούν από μόνα τους. Η ομάδα του Detroit δεχόταν 84,3 πόντους ανά αγώνα, όντας προφανώς πρώτη στην σχετική κατηγορία. Ήταν επίσης πρωτη στις τάπες με 7 τάπες ανά αγώνα, πρώτη στο Opp3P%, τρίτη στο OppFG% και δεύτερη στο OppFTA. Οι Pistons μάλιστα μέσα στη χρονιά κάνανε και ένα εντυπωσιακό για το ΝBA ρεκορ, κρατώντας τους αντιπάλους κάτω από τους 70 πόντους για 5 σερί παιχνίδια!
Στα playoffs οι Pistons αφού ξεπέρασαν τους Bucks σε 5 παιχνίδια ετοιμάζονταν να αντιμετωπίσουν την ομάδα που τους απέκλεισε την προηγούμενη posteason, τους New Jersey Nets των Kidd, Jefferson και Martin. Κρατώντας τους μόλις στους 56 πόντους στο 1ο παιχνίδι, έδειξαν πως η φετινή σειρά θα ήταν διαφορετική. Μετά το 2-0 οι Nets αντέδρασαν εμφατικά παίρνοντας τα 3 επόμενα παιχνίδια (συμπεριλαμβανομένου και ένος classic Game 5 που έληξε μετά από 3 παρατάσεις) και έβαλαν το Detroit με την πλάτη στον τοίχο. Η νίκη στο Game 6 μέσα στο New Jersey έμελλε να αναδείξει τον die hard χαρακτήρα των Pistons που πήραν εν τέλει την πρόκριση στους τελικούς της περιφέρειας μέσα στο σπίτι τους στο 7ο και τελευταίο ματς της σειράς .
Εκεί θα τους περιμενε η ομαδα με το καλύτερο ρεκόρ σε ολόκληρη την λίγκα, οι Indiana Pacers, που παρεμπιπτόντως είχαν στον πάγκο τους τον πρώην Piston, Rick Carlisle. Οι Pistons παρόλο που χάσανε το πρώτο παιχνίδι, κατάφεραν και πήραν την σειρά με 4-2, ενώ στις 3 από τις 4 νίκες τους δέχθηκαν 67, 65 και 65 πόντους αντίστοιχα. Δύο από τα highlights της σειράς ήταν η δήλωση του Rasheed Wallace ενόψει του 2ου ματς
...και η ταπα του Prince στον ‘ετοιμο-να-σκοράρει” Reggie Miller στο τέλος του Game 2.
(Δεν ξέρω γιατί, αλλά η φάση αυτή μου φέρνει ευχάριστες αναμνήσεις. Σε όποιον άλλον επίσης θυμίζει κάτι, παρακαλώ να επικοινωνήσει.)
Οι τελικοί απέναντι στους απόλυτους κυρίαρχους τα προηγούμενα χρονια Lakers των Kobe και Shaq, ήταν για τους περισσότερους τελειωμένη υπόθεση, καθώς ακόμη και οι πιο αισιόδοξες για τους Πιστονς προβλέψεις, τους έδειχναν να χάνουν στα 6 παιχνίδια. Αποδείχθηκε πως στο γηπεδο τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά, κάτι που φάνηκε από το πρώτο κιόλας παιχνίδι στο LA. Η ομάδα του Larry Brown επέβαλε το ρυθμό της της καθόλη τη διάρκεια της σειράς επικρατώντας εμφατικά με 4-1 και ολοκληρώνοντας μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία των playoff του NBA. Είναι χαρακτηριστικό πως στις 3 από τις 4 νίκες τους οι Pistons επικράτησαν με διψήφια διαφορά, ενώ στην μοναδική τους ήττα στο Game 2, χρειάστηκε ένα τρίποντο του Kobe στα τελευταία δευτερόλεπτα ώστε να στείλει το ματς στην παράταση. Στα 3 τελευταία παιχνίδια οι Lakers δεν είχαν καμία απάντηση στην άμυνα των Pistons και έτσι τα “Πιστόνια” αναδείχθηκαν πρωταθλητές για 3η φορά στην ιστορία του franchise.
Πανάξιος MVP των τελικών αναδείχθηκε ο ηγέτης αυτής της ομάδας, ο Chauncey Billups ο οποίος έγραψε 21 πόντους, 5,2 ασίστ, 3,2 ριμπάουντ, 1,2 κλεψίματα, ενώ σούταρε με 47% από το τρίποντο, 50% εντός παιδιάς και 92% στις βολές. Σε μια ομάδα χωρίς τον μεγάλο σούπερσταρ, ο Billups δεν ήταν ούτε ο πρώτος σκόρερ (Hamilton), ούτε ο καλύτερος αμυντικός (Ben Wallace), αλλά ήταν αυτός που έβγαινε μπροστά και καθοδηγούσε τους συμπαίκτες τους και στις δύο άκρες του παρκέ.
Εκείνοι οι Detroit Pistons έδειξαν απίστευτη συνέπεια και τα επόμενα χρόνια, φθάνοντας στους NBA Finals και την αμέσως επόμενη χρονιά, πέφτοντας ηρωικά σε 7 παιχνίδια από τους Σπερς, ενώ το 2008 συμπλήρωσαν 6 σερί παρουσίες στους τελικούς της Ανατολής. Βέβαια, η μεγαλύτερη κληρονομιά που άφησε πίσω της η ομάδα ήταν η κουβέντα που ξεκίνησε για το αν ένα σύνολο χωρίς τους μεγάλους superstar μπορεί να φθάσει με επιτυχία ως το τέλος. Αν μη τι άλλο, οι σκληροτράχηλοι Pistons απέδειξαν πως η ομαδική δουλειά, η αποφασιστικότητα και σίγουρα και η τύχη, μπορούν να οδηγήσουν σε μια επιτυχία ιδιαίτερα ξεχωριστή. Οι Pistons του 2004 ήταν και παραμένουν ακόμη κάτι το ξεχωριστό.