Από την έναρξη της σεζόν έως τα μέσα Δεκέμβρη, ο Κεν Μπράουν ήταν ο άνθρωπος που τραβούσε περισσότερο από κάθε άλλον το κουπί στο φετινό - χαμηλού μπάτζετ - εγχείρημα του Κοροίβου. Ένας παίκτης περπατημένος, με κάμποσα χιλιόμετρα σε άγονες γραμμές της γηραιάς ηπείρου (Σουηδία, Λετονία, Πολωνία, Ολλανδία) κι αποκορύφωμα της διαδρομής του ένα εξάμηνο στην Λιέτουβος Ρίτας, προτού υπογράψει στα μέρη μας. Ο 27χρονος άσσος απέδειξε ταχέως στις 12 εμφανίσεις του με την ομάδα της Αμαλιάδας πως έχει τον τρόπο να σκοράρει με άνεση και ταυτόχρονα να δημιουργεί με παρόμοια ευχέρεια, γράφοντας σπουδαία νούμερα (16.3π, 7.3α, 2.8ρ, 1.8κλ). Η πλούσια στατιστική του μαρτυρά την πολυδιάστατη παρουσία που κατόρθωσε να έχει, σε μια physical και σύνθετη αμυντικά λίγκα όπως η ελληνική, παρά το old school σκαρί του που δεν ξεπερνά τα 180 εκατοστά.
Ωστόσο, ο Μπράουν δεν μακροημέρευσε στην Ελλάδα, αφού η Αλ Ριγιάντι από τον Λίβανο του άφησε πάνω στο τραπέζι χρήματα, στα οποία δεν θα μπορούσε να πει "όχι". Παρά το εξαιρετικό του αγωνιστικό προφίλ, το γεγονός πως επιλέγει τόσο συχνά ν' αλλάζει περιβάλλον μάλλον δεν βοηθά την καριέρα του στο να σταθεροποιηθεί σε ένα λέβελ αντίστοιχο των δυνατοτήτων του. Πρόκειται για μια πραγματικά σπάνια περίπτωση, καθώς όχι απλά έχει ήδη βρεθεί σε επτά διαφορετικές ομάδες, αλλά και κατά τα κολλεγιακά του χρόνια άλλαξε τέσσερα πανεπιστήμια (!), με το Western Kentucky να είναι το - ας πούμε - πιο αξιόλογο εξ' αυτών, όσον αφορά καθαρά και μόνο το μπάσκετ. Γυρολόγους επαγγελματίες συναντάμε συχνά είναι η αλήθεια, κάτι τέτοιο όμως να συμβαίνει και στις μικρές ηλικίες ερασιτεχνών αθλητών, όχι.
Ο εκλεκτός (=αντικαταστάτης) του κόουτς Καλαμπάκου και της διοίκησης της ομάδας της Πελοποννήσου ήταν ο Μάρκελ Σταρκς, από τον οποίο ζητούσαν επί της ουσίας το εξής: να μπει στα παπούτσια του ποιοτικού Μπράουν, έχοντας τον ρόλο του go-to guy, και να βοηθήσει το κλαμπ να εξασφαλίσει ξανά την παραμονή του στην μεγάλη κατηγορία. Μέχρι εκείνη τη χρονική περίοδο, είχε παίξει μόλις τέσσερα παιχνίδια στην Bundesliga με την Φρανκφούρτη, επομένως η έλλειψη ρυθμού ίσως να ήταν ένα ζήτημα που ενδεχομένως θα καθυστερούσε την προσαρμογή του. Παρά το συγκεκριμένο ντεσαβαντάζ, πρακτικά δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερο πρόβλημα κι οι αριθμοί του στην λίγκα μέχρι στιγμής είναι εξίσου καλοί με του Μπράουν (16.2π, 5.1α, 1.4ρ, 1.1κλ) στα εννέα παιχνίδια που έχει παίξει.
Ο απόφοιτος του Georgetown είναι δύο χρόνια νεότερος από τον προκάτοχο του στην θέση "1" της ομάδας και διαθέτει δυνατότερη σωματοδομή. Υστερεί στο περιφερειακό σουτ έχοντας 26% έναντι 35% του Μπράουν στα τρίποντα, αλλά ισορροπεί την ζυγαριά κάνοντας λιγότερα λάθη (3.6-4.3), παρότι παίρνει περισσότερα λεπτά (35-34). Αμφότεροι κατέγραψαν κοινό αριθμό εντός πεδιάς προσπαθειών - σχεδόν 15 ανά αγώνα - με το τεχνικό τιμ να τους παρέχει ελευθερία και την απαραίτητη εμπιστοσύνη ώστε να λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό με το ένστικτο. Ο ύψους 1.88μ. πλειμέικερ βγάζει ένταση στο παρκέ, είναι γρήγορος και μπορεί να πιέσει ικανοποιητικά την μπάλα, έχοντας overall συμπαθητική εικόνα αμυντικά. Διαθέτει το potential ώστε να σταθεί μελλοντικά σε υψηλότερο επίπεδο στην Ευρώπη, αλλά ίσως πρέπει να αποκτήσει μια πιο συγκεκριμένη ταυτότητα σαν γκαρντ και να ξεχωρίσει/βελτιώσει τα ατού του, αφού για την ώρα κάνει... λίγο απ' όλα κι όχι κάτι άριστα.
Με τον Σταρκς στο ρόστερ, ο Κόροιβος μετρά 4 στα 9 ροζ φύλλα, όταν χωρίς αυτόν στο πρώτο κομμάτι της σεζόν είχε 3 στα 12. Ο νεοφερμένος Αμερικανός δένει άρτια με τον rookie Τόντρικ Γκότσερ, που αγωνίζεται κατά βάση στα φτερά, και λαμβάνοντας ως νούμερο ένα κριτήριο τα αποτελέσματα (αυτά άλλωστε καθορίζουν ποιος πέφτει/μένει) έχει πολύ θετική επιρροή στο παιχνίδι της ομάδας αυτό το τρίμηνο, δείχνοντας πως η παραμονή μοιάζει πλέον πιο εφικτή συγκριτικά με τα προ Ιανουαρίου δεδομένα. Ο Σταρκς, ο οποίος είχε πέρσι ένα σύντομο πέρασμα από την ιταλική Κρεμόνα και νωρίτερα είχε βρεθεί ως την NBL της Αυστραλίας, είναι στο timing που μιλάμε ένα πολύ ισχυρό εργαλείο για ομάδες αυτού του βεληνεκούς στην Ελλάδα κι οι εντυπώσεις που αφήνει είναι κάτι παραπάνω από καλές.
Σε περιπτώσεις παικτών από τα χαμηλότερα κλιμάκια της Basket League, πάντα έχει ενδιαφέρον η δράση τους στα παιχνίδια με τους "αιωνίους". Άλλωστε σε αυτά έχει την ευκαιρία να τους δει η πλειοψηφία του κοινού. Ο Σταρκς πέτυχε 17 πόντους (5/14 σουτ - 6/6 βολές) και μοίρασε 8 ασίστ σε 37 λεπτά στο ΣΕΦ κόντρα στον πρωταθλητή Ολυμπιακό στις 22 Γενάρη, ενώ κόντρα στον κυπελλούχο Παναθηναϊκό, δύο εβδομάδες αργότερα, δεν τα κατάφερε το ίδιο καλά, μένοντας στους 9 πόντους και τις 2 τελικές πάσες σε σχεδόν 33' στο νομό Ηλείας. Οι επιδόσεις του Μπράουν κυμάνθηκαν σε παρόμοια - και λίγο καλύτερα - στάνταρ, αλλά δε νομίζω πως έχουν πια τόσο μεγάλη βαρύτητα, απ' τη στιγμή που ο παίκτης αποχώρησε από το πρωτάθλημα. Εκτός αυτού, αντιμετώπισε ερυθρόλευκους και πράσινους τον περασμένο Οκτώβριο, δηλαδή πολλούς μήνες νωρίτερα κι οι εικόνες δεν είναι το ίδιο νωπές.
Στη σούμα της σύγκρισης μεταξύ των δύο, η πίτα θα ήταν δίκαιο να κοπεί κάπου στην μέση. Όμως είθισται στα παιχνίδια του δευτέρου γύρου ο συντελεστής δυσκολίας να ανεβαίνει, καθώς τα κίνητρα των ομάδων γίνονται ισχυρότερα όσο πλησιάζουμε προς το φινάλε της regular season. Ένα στραβό αποτέλεσμα των πρώτων εβδομάδων, μπορεί εύκολα να το... ρεφάρει ένα σύνολο στην πορεία. Τουλάχιστον θα έχει τον χρόνο και ενδεχομένως τις ευκαιρίες να το κάνει. Δεν ισχύει όμως το ίδιο από τον Ιανουάριου κι έπειτα, όταν δηλαδή τα περιθώρια για απώλειες στενεύουν κι οι ομάδες ανεβάζουν κατακόρυφα ένταση και σοβαρότητα προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος τους. Το βάρος στο ζόρικο χρονικό διάστημα το επωμίζεται ο Σταρκς, ενώ στο κάπως πιο εύκολο ο Μπράουν κι αυτή είναι η μόνη διαφορά που ίσως κλείνοντας αξίζει να σταθούμε. Πάντως κι οι δύο είναι πανέξυπνες και ψαγμένες επιλογές, οι οποίες πρέπει να πιστωθούν θετικά στο κλαμπ. Από τις πιο ενδιαφέρουσες φετινές περιπτώσεις ξένων παικτών, μαζί με εκείνες των Τάλτον (Ρέθυμνο) και Ρέντικ (Κολοσσός).