Boban the Superstar
Αρχικά έχει σημασία να τονιστεί πως ο Αστέρας δεν παίζει κάθε χρόνο το ίδιο μπάσκετ, παρότι βασίζεται στην σφιχτή του άμυνα, η οποία φέτος (και σύμφωνα με advanced stats του Αντρέα στο Badbasket), έρχεται δεύτερη πίσω από την τανάλια του Ολυμπιακού. Σε αντίστοιχες θέσεις την συναντούσαμε και τα προηγούμενα χρόνια, με αποκορύφωμα την τρομερή χρονιά του Μπόμπαν Μαριάνοβιτς, το 2014-15. Λίγο πριν φύγει για τους Σπερς, ο Μπόμπαν ήταν το φόβητρο γύρω από το οποίο οι Σερβοι μπορούσαν να κινούνται πιο άνετα στην περιφέρεια. Η συνέπεια ήταν να εμφανίσουν ένα θαυμάσιο defensive rating (95) στην κανονική περίοδο και ένα λίγο χειρότερο στο σύνολο (100), νούμερα τα οποία τους ανέδειξαν ως την δεύτερη αμυντική δύναμη της χρονιάς.
Πριν γίνουν αυτά, ο Μαριάνοβιτς είχε ήδη περάσει μία προπαρασκευαστική χρονιά στον Αστέρα, την σεζόν '13-'14, προερχόμενος από την άσημη Μέγκα Βιζούρα, ή αλλιώς την "κλωσσομηχανή" συμβολαίων και ταλέντων του Μίσκο Ραζνάτοβιτς. Πριν καταλήξει στην αγκαλιά του Ράντονιτς, ο πανύψηλος σέντερ είχε περάσει επίσης από την ΤΣΣΚΑ, την Ζαλγκίρις, την Νίζνι και την Ραντνίσκι (!), μην μπορώντας να στεριώσει πουθενά. Η Μέγκα Βιζούρα όμως ήταν το ιδανικό γεφύρωμα και ο Αστέρας ο ιδανικός προορισμός για έναν παίκτη που ήταν ήδη 25 χρονών.
Ο Ράντονιτς έδειξε να αναγνωρίζει πολύ καλά τι έχει στα χέρια του. Από την αρχή δεν ενέπλεξε τον παίκτη στην βαριά δουλειά των σκριν για τους κοντούς , στα πίσω βήματα και στα άσκοπα πάνω-κάτω στο μισό γήπεδο. Αν το έκανε, ο Μαριάνοβιτς θα είχε κλατάρει. Αντίθετα, επέλεξε να δουλέψει στις κινήσεις του στο ποστ, στο σουτ του από μέση απόσταση και (πάντα κατά τα φαινόμενα) στις αντοχές του στο τρεξιμο του γηπέδου. Την πρώτη χρονιά το αποτέλεσμα , αν και βελτιωμένο, ήταν απλώς συμπαθητικό. Την δεύτερη όμως ήρθε η έκρηξη. Πέραν των αμυντικών οφελών που προαναφέραμε, ο Μαριάνοβιτς έγινε ένας κανονικός πολιορκητικός κριός στην επίθεση, παίζοντας σχεδόν αποκλειστικά με πλάτη ή ως off ball finisher των ενεργειών των υπολοίπων. Ο Αστέρας τότε δεν είχε κάποιον κλασικό πλέι μέικερ, και στηριζόταν στις εμπνεύσεις τριών "τρελούτσικων" γκαρντ, του Μάρκους Ουίλιαμς, του Τσαρλς Τζένκινς και του Γιάκα Μπλάζιτς. Οι τρεις τους έτρεχαν κάμποσο το γήπεδο και , αν δεν είχαν πάσα εισαγωγής για post-up, κοίταζαν πρώτα τους άλλους και ύστερα τον Μπόμπαν. Ετσι προέκυπταν φάσεις σαν αυτή που ακολουθεί, με τον θαυμάσιο τότε Μίτροβιτς να εκτελεί χρέη roller και πασέρ.
Ο Μαριάνοβιτς φυσικά πόσταρε και έβρισκε πολλούς πόντους από επιθετικά ριμπάουντ (3,6 ανά παιχνίδι!), αλλά η αναγνώριση των σωστών τοποθετήσεων μετά από κινήσεις των συμπαικτών του έκανε την διαφορά. Κάτω από την φροντίδα του Ράντονιτς μετατράπηκε από έναν πανύψηλο γίγαντα σε παίκτη ομάδας, την ώρα που ο Μίτροβιτς διακρινόταν ως "δημιουργός". Εβγαζε 2,3 ασίστ ανά παιχνίδι, επίδοση που δεν επανέλαβε από τότε. Οι high-low συνεργασίες των δύο ήταν στην ημερήσια διάταξη , όπως και το ... τρέξιμο.
Οξύμωρο ή όχι, με τον Μαριάνοβιτς στην σύνθεση ο Αστέρας ήταν μία από τις πιο γρήγορες ομάδες της σεζόν '14-15. Μπορεί στα πικ εν ρολ να μην έβγαινε πιο έξω από τον κλασικό χώρο ευθύνης ενός σέντερ, αλλά σε ο,τι αφορά την μεταφορά της μπάλας από την μία στην άλλη άκρη, ο τεράστιος Μπόμπαν δεν καθυστερούσε καθόλου το παιχνίδι της ομάδας του. Οι ερυθρόλευκοι του Βελιγραδίου ήταν τέταρτοι σε ρυθμό (pace) στην κανονική περίοδο και δεύτεροι στο σύνολο από τις ομάδες που πήγαν στο τοπ-16! Ο σέντερ τους ακολούθησε στην εντέλεια το τέμπο των τριών βασικών γκαρντ, καταφέρνοντας να παίζει 27 λεπτά ανά παιχνίδι και με τις στροφές στο μάξιμουμ. Ενα χρόνο πριν, έπαιζε 8 λεπτά λιγότερα, και η βελτίωση του στον τομέα πιστώνεται φυσικά στον θαυμάσιο προπονητή του.
Τσίρμπες και Γιόβιτς.
Όσο ο Μαριάνοβιτς δεν ήταν στο παρκέ, και για τα υπόλοιπα 13 λεπτά, το παιχνίδι του Αστέρα προσαρμοζόταν στο μέλλον του. Δύο κομπάρσοι μάθαιναν να παίζουν μαζί ένα άλλου τύπου παιχνίδι, βασισμένο περισσότερο στην συνεργασία μισού γηπέδου και το πικ εν ρολ. Πίσω από τον Σέρβο γίγαντα υπήρχε ένας δυναμικός Γερμανός, ο Μάικ Τσίρμπες , άρτι αφιχθείς από την Βαμβέργη, όπου είχε απλώς κάνει σχετικά αισθητή την παρουσία του. Πίσω δε από τους κοντούς, έπαιζε σαν πέμπτος γκαρντ ο Στέφαν Γιόβιτς, τον οποίο έκανε ευρέως γνωστό ο Σάσα Τζόρτζεβιτς στο μουντομπάσκετ του 2012. Οι δυο τους ήταν τότε ρολίστες, γράφοντας χρόνους συμμετοχής που ξεπερνούσαν μετά βίας το ένα τέταρτο του παιχνιδιού. Πρόλαβαν πάντως να δείξουν ψήγματα από ο,τι θα ακουλουθούσε. Την επόμενη χρονιά ήταν οι απόλυτοι πρωταγωνιστές.
Η αλήθεια είναι πως αρχικά το σχέδιο ήταν ίδιο με εκείνο που ήθελε τον Μαριάνοβιτς να κυριαρχεί. Ο Ράντονιτς επέλεξε για τον ρόλο του οδοστρωτήρα τον Σχορτσανίτη, γνωρίζοντας βέβαια πως ο Τσίρμπες θα έπρεπε να αναβαθμιστεί. Καθώς ο Ελληνας σέντερ έκανε το ένα κακό παιχνίδι μετά το άλλο, η προαγωγή του Γερμανού ήρθε εσπευσμένα, αν και όχι επιπόλαια. Όπως είπαμε, το σχέδιο ήταν ήδη σε εφαρμογή. Απαλλαγμένοι από την παρουσία του Σόφο, και ωφελημένοι από την προσοχή που τραβούσε το αλλοπρόσαλο παιχνίδι του Κουίνσι Μίλερ, οι Γιόβιτς και Τσίρμπες απογειώθηκαν, συγκροτώντας ένα από τα πιο αποτελεσματικά δίδυμα στην Ευρώπη, τουλάχιστον μέχρι την οριστική υποχώρηση της ομάδας του στα μέσα του τοπ-16 της περιόδου 2015-16. Πριν η ομάδα τους φτάσει στην υπέρβαση, στην κανονική περίοδο ο Σερβος είχε 7,4 ασίστ ανά αγώνα και ο παρτενέρ του 16 πόντους, με αποκρύφωμα τις δύο καταπληκτικές εμφανίσεις απέναντι σε Ρεάλ και Χίμκι. Οι 27 πόντοι του απέναντι στους Μαδριλένους τον έβαλαν μια και καλή στον χάρτη με τους αξιόλογους σέντερ της διοργάνωσης. Για να δούμε λίγο το πικ εν ρολ από εκείνο το παιχνίδι, σε διάφορες παραλλαγές.
Ο Τσίρμπες έβρισκε επίσης πόντους από προσωπικές μονομαχίες και , όπως και ο προκάτοχος του, από επιθετικά ριμπάουντ (2,7). Σε αντίθεση με εκείνον όμως, η κύρια πηγή παραγωγής πόντων του ήταν το πικ εν ρολ. Η σταθερά καλή του απόδοση (12,4 π., 6,1 ριμπ.) του έδωσε την μεταγραφή στην Μακάμπι, όπου δεν στέριωσε, κάτι που όσο να ναι αναδεικνύει ακόμη περισσότερο την συνεισφορά του Γιόβιτς στην διαδικασία "αναγέννησης" των δύο πιο πρόσφατων βασικών σέντερ του Ράντονιτς. Κύριος βέβαια υπεύθυνος για αυτήν είναι ο προπονητής, κάτι που περίτρανα αποδεικνύεται φέτος. Ο Όγκνιεν Κούζμιτς άλλωστε, ήρθε από τον ΠΑΟ μαζί με τις κατάρες των φίλων του τριφυλλιού, και όχι μόνο.
Ο πρώην σέντερ του Παναθηναϊκού.
Όπως η χρήση του Μαριάνοβιτς και του Τσίρμπες στο παιχνίδι του Αστέρα δεν ήταν ίδια, έτσι και ο Κούζμιτς αναδεικνύεται μέσα από έναν διαφορετικό ρόλο. Ο Ράντονιτς του έχει αναθέσει κυρίως την προστασία της στεφάνης και την αναχαίτιση του πικ εν ρολ των αντιπάλων. Προσέξτε: φέτος η ομάδα παίζει στο χαμηλότερο τέμπο των τελευταίων χρόνων (71,4 κατοχές) , και έχει όπως είπαμε στην αρχή την καλύτερη άμυνα μετά τον Ολυμπιακό, με defensive rating 102,4. Ο Κούζμιτς είναι εν πολλοίς υπεύθυνος για αυτή την επίδοση, καθώς ο ίδιος δέχεται μόλις 97,1 π./100 κατοχές, κάτι που τον τοποθετεί στην δεύτερη θέση όλων των παικτών που αγωνίζονται από 8 λεπτά και πάνω, πίσω μόνο από τον τρομερό Κεμ Μπιρτς! Θυμηθείτε πώς έδωσε την νίκη απέναντι στην Φενέρ, όταν και έκανε την τάπα της νίκης, επανακάμπτοντας από δυναμική έξοδο.
Τα πόδια του είναι καλά, οι επιστροφές του στο αμυντικό transition είναι εξαιρετικές. Αν ο Τσίρμπες είχε ένα μειονέκτημα, εξάλλου, αυτό εντοπιζόταν στα μετόπισθεν. Ο Ράντονιτς, μην μπορώντας εύκολα να βρει αντικαταστάτη, προτίμησε αυτή την φορά να αναδείξει τον σέντερ του κάπως αλλιώς, και πάντα σε συνάρτηση με το ομαδικό σχέδιο.
Φέτος ο Αστέρας είναι πιο "σέρβικος" από ποτέ και δεν έχει τα επιθετικά όπλα των προηγούμενων ετών, παρόλα αυτά πηγαίνει ακόμη καλύτερα χάρη στην προσήλωση στην άμυνα. Στην επίθεση, η αναβάθμιση του Σιμόνοβιτς σε πλάγιο σουτέρ ολκής, έχει βοηθήσει τον Γιόβιτς να παίρνει από τον Κούζμιτς ο,τι γίνεται περισσότερο. Ο τελευταίος δεν έχει τα ποσοστά των προκατόχων του, ούτε αποτελεί σταθερή απειλή, όμως και πάλι οι 10 πόντοι ανά αγώνα με λίγο κάτω από 60% είναι πάνω από τις προσδοκίες. Ο πρώην "πράσινος" κινείται κυρίως γύρω από το καλάθι ως finisher, συμμετέχει λιγότερο από τον Τσίρμπες στο πικ εν ρολ ή στο παιχνίδι με πλάτη, τελειώνει φάσεις στο ανοιχτό γήπεδο, και στο επιθετικό ριμπάουντ κάνει θραυση. 3,1 κατοχές ανά παιχνίδι ανανεώνονται στα χέρια του, κάτι που φανερώνει και την πιο συνεπή σταθερά στα επί τριετίας ζητούμενα του Ράντονιτς. Ο κόουτς του Αστέρα θέλει από τους σέντερ του να πηγαίνουν δυναμικά στις διεκδικήσεις μετά από τα σουτ των υπολοίπων.
Επιμύθιον
Αν όλα τα παραπάνω συγκλίνουν σε κάτι, είναι πως κατά την διάρκεια της μετάγγισης σε καράφα, αν στο κρασί υπάρχει φελλός, το καλύτερο είναι να χρησιμοποιούμε μεταλλικό σουρωτήρι. Επίσης, πως η εμπιστοσύνη κάνει την διαφορά. Ο Ράντονιτς, μη έχοντας στα χέρια του μεγάλα μπάτζετ, έπρεπε να κάνει επιλογές και να της στηρίξει μέσω της προσωπικής ενασχόλησης με τον εκάστοτε παίκτη. Δεν έχω πληροφορίες μέσα από την ομάδα, αλλά η ατομική δουλειά με τους ψηλούς είναι ολοφάνερη, όπως άλλωστε και η τακτική ευελιξία του προπονητή. Ο Αστέρας δεν έχει κάθε χρόνο το ίδιο αγωνιστικό πλάνο, παρόλα αυτά έχει έναν σταθερό κορμό που προσαρμόζεται εύκολα στα ζητούμενα και εντάσσει τους νέους συμπαίκτες ομαλά. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως σε αυτό δεν έδωσα ιδιαίτερη βάση. Τα σερβάκια και οι βετεράνοι του Ράντονιτς (Γιόβιτς, Λάζιτς, Σιμόνοβιτς, Μίτροβιτς, Ντάνγκουμπιτς κλπ) είναι πάντα εκεί για να βοηθήσουν στην συνέχιση μιας νεοθεμελιωμένης παράδοσης. Οι γύρω γύρω μετράνε, και οι απόκληροι ψηλοί του Αστέρα είναι και δικό τους δημιούργημα.
* Tα στατιστικά αφορούν τους πρώτους 18 αγώνες, και όπου δεν αναφέρεται πηγή, είναι από το επίσημο σάιτ της ευρωλίγκα.
** Τα φετινά advanced stats είναι από τον Αντρέα Χριστοφόρου στο Βadbasket.gr.