Πρώτα τα ανεξήγητα
Σαφώς, μπορεί να υποστηριχθεί (και δεν είναι άστοχο) πως τα επιμέρους στοιχεία της καθίζησης είχαν κάνει την εμφάνιση τους και σε προηγούμενες, νικηφόρες αναμετρήσεις. Πράγματι π.χ., η περιφερειακή άμυνα στο δεύτερο ημίχρονο απέναντι στους Κροάτες και στους Ιταλούς ήταν μέτρια, ενώ Τσέχοι και Ουκρανοί είχαν στήσει ένα δημιουργικό πάρτι για 20 από τα 40 λεπτά. Επίσης, το σουτ από απόσταση δεν είχε παρουσιαστεί ποτέ αξιόπιστο και η υψηλή επιθετική συγκομιδή της εθνικής, φανερά εξαρτόταν από το σκορ του Γιάννη Αντετοκούνμπο, ο οποίος κατάφερνε με την κλάση του να παρασέρνει συμπαίκτες και αντιπάλους. Και τέλος, συνέπεια των προβλημάτων της προετοιμασίας, το "βασικό" δίδυμο στο χαμηλό ποστ (Γιάννης με Παπαγιάννη), δεν είχε βρει την απαιτούμενη χημεία, τόσο στην επίθεση, όσο και - κυρίως - στην άμυνα.
Βέβαια, κάθε σύνολο έχει αδυναμίες και η εθνική, βασιζόμενη σε σωστές προπονητικές εμπνεύσεις, στη φόρα του πρωταγωνιστή της και στα διαστήματα που η άμυνα της ήταν αληθινά καλή και έδινε εύκολους πόντους στο transition, κατάφερνε να ξεπερνά τα εμπόδια με επιτυχία, δείχνοντας ικανή να πάρει κάποια στιγμή ένα μεγάλο παιχνίδι από μία πλειάδα παικτών ταυτόχρονα. Έτσι όπως κατέληξε μάλιστα το πρώτο μέρος χθες βράδυ στο Βερολίνο, φαινόταν πως η στιγμή αυτή είχε όντως έρθει. 61 πόντοι, 43% στα τρίποντα, ο Γιάννης εξίσου καλός σε σκορ (19) και δημιουργία (7 ασίστ) και ο Σλούκας με το μεγάλο σουτ-ψυχολογία στην αγκαλιά του. Τι χρειαζόταν για τη συνέχεια; Το μίνιμουμ της συνέπειας στην άμυνα και αποτελεσματικότητα όμοια των προηγούμενων αγώνων. Αν οι Γερμανοί συναντούσαν απέναντι τους αυτά, το πνευματικό βάρος που θα ένιωθαν μετά από ένα ημίχρονο, στο οποίο βρίσκονταν πίσω παρά το 11/17 στα τρίποντα, θα ήταν δυσθεώρητο.
Αντί αυτών, η εθνική παρουσίασε στο παρκέ το απόλυτο τίποτα ή σωστότερα, παρουσίασε όλες τις επιμέρους αδυναμίες της μονομιάς, συνολικά και με αμείωτη ένταση. Πώς να το εξηγήσεις αυτό μπασκετικά, όταν συμβαίνει σε παίκτες με μπόλικες παραστάσεις μεγάλων αγώνων, σε προπονητή που έχει κατακτήσει διάφορες δύσκολες κορυφές και επιπλέον στον καλύτερο παίκτη του κόσμου; Ναι, είχαμε και έχουμε μειονεκτήματα, αλλά αυτό το τσουνάμι των κακών αποφάσεων και των άστοχων εκτελέσεων από κάθε πιθανό και απίθανο σημείο του γηπέδου, ερμηνεύεται μόνο υπό όρους πνεύματος. Για κάποιο λόγο, που δεν έχω τα εργαλεία να αναλύσω, το πνευματικό στάτους παικτών και προπονητή στις αρχές του δευτέρου ημιχρόνου ήταν το πλέον ακατάλληλο για την περίσταση. Τα γνωρίζουν καλύτερα οι ίδιοι, υποθέτω, και προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, δεν πρόκειται για καμία απολύτως μομφή. Συμβαίνει στο μπάσκετ. Όχι κάθε μέρα, αλλά συμβαίνει. Ήταν ένα επτάλεπτο απόλυτης απουσίας.
Αυτά που εξηγούνται
Μην το ρίξουμε και απολύτως στη μεταφυσική, πάντως. Μπορεί η εθνική να διαλύθηκε ακαριαία, όμως είχε απέναντι της ένα πολύ καλό σύνολο, που παρουσιάστηκε συνεπέστατο στα πλεονεκτήματά του την πιο κατάλληλη στιγμή.
Το ξεκίνημα των Γερμανών, ακόμη και με την κάκιστη άμυνα των περιφερειακών/πλάγιων της Ελλάδας πίσω από τα βασικά off ball screens, ίσως να ήταν κάπως off the charts - όλα πήγαιναν μέσα. Όμως η συνέχεια της απόδοσης τους εδράζεται στο άριστο διάβασμα των σχημάτων-καμικάζι του Ιτούδη.
Ο πιο καθαρός προπομπός των όσων συνέβησαν στην τρίτη περίοδο δεν ήταν τόσο το φλογερό ξεκίνημα, όσο η ύπουλα αποτελεσματική δεύτερη περίοδος, όταν η εθνική ανέκαμψε, αλλά οι Γερμανοί παρέμειναν λειτουργικοί. Ήταν σε αυτή την περίοδο που άρχισαν να περνούν τη μπάλα μεθοδικά στο χαμηλό ποστ και να επιμένουν να πάρουν το switch του Γιάννη πάνω στον Σρέντερ, τακτική στην οποία επέμειναν διαρκώς μέχρι το τέλος, είτε υπήρχε μαζί του ο Παπαγιάννης στη σύνθεση, είτε όχι. Η ελληνική ομάδα δεν κατάφερε επ ουδενί να αποκόψει τον εκάστοτε point guard των αντιπάλων από τη συνολική λειτουργία της επίθεσής τους, αφήνοντας το επιθετικό σχέδιο των Γερμανών πρακτικά ανεμπόδιστο. Τα τρίποντα που δεχτήκαμε στο δεύτερο μέρος, ήρθαν με τον ίδιο καταιγιστικό ρυθμό, αλλά με τελείως διαφορετικό τρόπο. Η ελληνική ρακέτα είχε πληγωθεί ανεπανόρθωτα πλέον και ως συνέπεια οι κενοί χώροι εμφανίζονταν παντού.
Ίσως δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστικό στιγμιότυπο από τα τρικυμιώδη τελευταία δευτερόλεπτα της τρίτης περιόδου. Ιδού: Ο Αγραβάνης στην περίμετρο, ο Γιάννης μακριά από τον σέντερ και τη διεκδίκηση του ριμπάουντ, πανωλεθρία.
Ακόμη και τα άστοχα σουτ που έφευγαν από τα χερια του Σρέντερ, έμοιαζαν σαν τελικές πάσες για κάτι άλλο. Πριν από το παιχνίδι, βλέποντας τις προηγούμενες επιδόσεις των Γερμανών, φάνταζε ως απόλυτη προτεραιότητα ο περιορισμός της δράσης του. Όχι μόνο δεν συνέβη, αλλά ήταν λες και η εθνική επιχείρησε να του δώσει ρυθμό. Τον έπαιξε αρχικά under, δεν τον οδήγησε ποτέ στο κέντρο ανάμεσα στα χέρια και τον άφησε να δώσει την καλύτερη του επίδοση οργανωτικά (8 ασίστ).
Τι τα ψιρίζεις αυτά, θα μου πείτε, εδώ ένα σουτ δεν μπορούσαμε να βάλουμε στο δεύτερο. Πράγματι, η μεγαλύτερη αδυναμία της εθνικής δεν θα μπορούσε να λείπει από το κονσόρτσιουμ της υποχώρησης, όμως εκείνη αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να την περιμένουμε. Η στελέχωση αυτή καθεαυτή δεν προμήνυε τίποτε παραπάνω από κάποια λίγα ξεσπάσματα, τα οποία η ομάδα περισσότερο ευχόταν, παρά προσδοκούσε, να έρθουν στα κατάλληλα σημεία.
Η στελέχωση και οι εξυπνάδες
Μιας και ο λόγος για τη στελέχωση, προσωπική άποψη είναι πως πρόκειται για τον καθοριστικότερο παράγοντα της φετινής πορείας της εθνικής στο Ευρωμπάσκετ. Ούτε η άμυνα, ούτε η επίθεση, ούτε ο προπονητής, ούτε η τακτική. Το υλικό απέδωσε πάνω κάτω σύμφωνα με τις δυνατότητές του, οι οποίες θα μπορούσαν να το πανε είτε μισό βήμα μακρύτερα, είτε ακριβώς στο σημείο που το πήγαν. Από τη στιγμή που ο Αντετοκούνμπο ήταν (ορθά) το άλφα, το ωμέγα και τα μισά από τα ενδιάμεσα γράμματα, και από τη στιγμή που γύρω του δεν υπήρχαν stretch ψηλοί και σταθεροί σουτέρ, η ομάδα θα έπρεπε να παίζει στην εντέλεια το μπάσκετ που μπήκε να παίξει: άμυνα, transition και 35 πόντοι από τον Γιάννη, σε σχέση με τους 18-20 που έδινε σε προηγούμενα τουρνουά.
Αυτό ακριβώς πήγαμε να παίξουμε και το συνοδεύσαμε από σωστές προπονητικές παρεμβάσεις σε κάποια παιχνίδια και από κάποιες περιφερειακές εκλάμψεις του (streaky) Ντόρσεϊ. Το γαρνίραμε επίσης με αξιοπρεπείς επιδόσεις από παίκτες ρόλου (Λάρι, Αγραβάνης), αλλά και από αμυντικά μπλακ άουτ και αργά πόδια από κομβικές μονάδες (Σλούκας, Παπαγιάννης), που δεν ισοσκελίστηκαν ποτέ από μία above average επίδοση στα σουτ. Μέσες άκρες δηλαδή, η εθνική δεν απογοήτευσε και ταυτόχρονα δεν κατάφερε να κάνει το βήμα παραπάνω, τουλάχιστον από άποψη του "καθαρού" αποτελέσματος. Διότι, ας μην κρυβόμαστε, οι βάσεις φαίνεται να μπήκαν σωστότερα, παρά τις επιμέρους αστοχίες.
Στο μέλλον, δεν ξέρω, ίσως το θέμα της στελέχωσης να χρειάζεται μία έξτρα επίσκεψη, πιθανώς και κάποια περισσότερη τόλμη, αρκεί ο Γιάννης να είναι εκεί. Δεν είμαι φυσικά και σίγουρος, ως εκεί φτάνουν οι δυνατότητες ενός εξωτερικού παρατηρητή.
Επίσης, νομίζω πως τα γκράντε συμπεράσματα περί εγχώριας παραγωγής του σωστού τύπου παικτών και της σύγκρισης αυτής της παραγωγής με άλλες χώρες, προτιμότερο είναι σήμερα να τα αποφύγουμε. Το ζήτημα είναι πολυπαραγοντικό, σύνθετο και σε τέτοιες γρήγορες κρίσεις σπανίως υπάρχει η διαύγεια, ώστε να αναγνωριστεί η επιρροή των αμερικάνικων προγραμμάτων στις εθνικές ομάδες όλης της υπόλοιπης υψηλίου. Το μόνο που μου έρχεται πρόχειρα στο μυαλό πάντως, είναι η συνήθης εξαίρεση των συλλόγων από τις ευθύνες, κάθε φορά που μία ανάλογη συζήτηση έρχεται στην επιφάνεια. Οι σύλλογοι όμως, σε κάθε χώρα σχεδόν, είναι και εκείνοι που διαμορφώνουν το πλαίσιο του ανταγωνισμού στο επαγγελματικό επίπεδο, 10 στους 12 μήνες τον χρόνο.
Ως εδώ, παρόλα αυτά. Χωρίς αυτά τα επτά λεπτά απουσίας, σήμερα δεν θα υπήρχε ο όλος ορυμαγδός. Θα ετοιμαζόμασταν για ένα παρασκευιάτικο μάζεμα μετά τη δουλειά και δεν θα μας ένοιαζε αν η Γερμανία "παράγει παίκτες". Στα σοβαρά δηλαδή, τι μας νοιάζει αν η Γερμανία παράγει παίκτες; Χεστήκαμε.
Θα μαζευτούμε έτσι κι αλλιώς τώρα που το σκέφτομαι, γιατί να μη δεις τους φίλους σου με τόσο ωραίο καιρό;